ρωσσική λογοτεχνία

Η «Νύχτα Χριστουγέννων» του Γκόγκολ

*

του ΗΛΙΑ ΜΑΛΕΒΙΤΗ

Στην περίφημη, εύθυμη κι ιδιαίτερη «Νύχτα Χριστουγέννων» του Γκόγκολ, που βρίσκεται στην πρώτη συλλογή διηγημάτων που εξέδωσε, σε δύο μέρη το 1831 και το 1832, μόλις στα 23 του χρόνια (Βραδιές στο μετόχι κοντά στη Ντικάνκα) παρελαύνει, όπως άλλωστε και σε όλη τη συλλογή του, ένα πλήθος λαογραφικών και ηθογραφικών στοιχείων της ιδιαίτερης πατρίδας του, παρουσιασμένο μέσα από ζωντανούς μύθους, θρύλους και παραδόσεις, δεισιδαιμονίες και προκαταλήψεις  της λαϊκής ψυχής του τόπου του. Κι όλα αυτά γραμμένα με έναν ξεχωριστό κωμικό τρόπο, που γοητεύει ακόμη ως σήμερα.

Με το ξεκίνημα του διηγήματος, καθώς την παραμονή των Χριστουγέννων ανεβαίνει στον ουρανό το φεγγάρι, λίγο προτού βγουν στους δρόμους του χωριού τα παλικάρια κι οι κοπέλες να πουν τα κάλαντα, έτσι απλά και φυσικά πετιέται από μια καμινάδα μια μάγισσα καβάλα στο σκουπόξυλό της και ξεκινάει το ταξίδι της στον νυχτερινό ουρανό. Ο συγγραφέας συνεχίζει λέγοντας πως η σχεδόν αόρατη μέσα στη σκοτεινιά μάγισσα μόνον από τον πρόεδρο της τοπικής κοινότητας, που «ξέρει πόσα ακριβώς γουρουνόπουλα γεννάει η γουρούνα της κάθε χωριάτισσας, πόσο λινό βρίσκεται στο σεντούκι της», δεν θα μπορούσε να περάσει απαρατήρητη, αλλά αυτός δεν έτυχε να περνάει από κει.

Σε λίγο, στον ουρανό βγαίνει κομήτης ο Διάβολος, ο οποίος αφού παίξει σαν τόπι το φεγγάρι, το κρύβει μες στην τσέπη του. Ο λόγος που προβαίνει σε μια τέτοια πράξη είναι γιατί θέλει να εκδικηθεί τον σιδερά Βακούλα, ένα γερό, δυνατό και θεοφοβούμενο παλικάρι του χωριού, που η ζωγραφική του ικανότητα αποτύπωσε τον ίδιο τον διάβολο στον νάρθηκα της εκκλησίας, κατά την Δευτέρα Παρουσία να εξοστρακίζεται από την Κόλαση και να τον κυνηγούν και να τον δέρνουν όλοι οι πρωτύτερα αμαρτωλοί. Έτσι λοιπόν την τελευταία αυτή νύχτα του χρόνου που του έμενε να τριγυρίσει στον κόσμο, αποφάσισε να εκδικηθεί τον Βακούλα, ο οποίος με τέτοια σκοτεινιά –πίσσα-σκοτάδι– δεν θα μπορούσε να πάει να βρει την αγαπημένη του Οξάνα, που του έχει πάρει το μυαλό (αν κι αυτή τον αποδιώχνει περιφρονητικά, όπως και κάθε άλλο υποψήφιο γαμπρό). (περισσότερα…)

Η διαρκής φυγή του Αλεξάντρ Γκριν

*

του ΓΙΩΡΓΟΥ ΠΙΝΑΚΟΥΛΑ

Εφτά υπέροχα διηγήματα του Αλεξάντρ Γκριν περιλαμβάνει ο καλαίσθητος τόμος με τίτλο Το νησί Ρενό και άλλα διηγήματα, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Κίχλη σε εξαιρετική μετάφραση της Βιργινίας Γαλανοπούλου. Ήδη οι τίτλοι των διηγημάτων προϊδεάζουν τον αναγνώστη για τον θαυμαστό κόσμο στον οποίο θα περιηγηθεί αν αποφασίσει να διαβεί το κατώφλι του βιβλίου και αφεθεί να παρασυρθεί στην απολαυστική ανάγνωσή του: «Τα πορτοκάλια», «Ο γάμος του Αυγούστου Έσμπορν», «Το νησί Ρενό», «Το δηλητηριασμένο νησί», «Γη και νερό», «Εχθροί», «Ο σακάτης». Η έκδοση συμπληρώνεται από ένα κατατοπιστικό κι εμπεριστατωμένο επίμετρο της μεταφράστριας.

Ο Αλεξάντρ Γκριν γεννήθηκε το 1880 στη Βιάτκα (σημερινό Κίροφ), μια μικρή πόλη στα βορειοανατολικά της Μόσχας. Μόλις τέλειωσε το σχολείο, σε ηλικία δεκαέξι ετών, φεύγει για την Οδησσό, όπου θα κάνει διάφορες δουλειές του ποδαριού. Κυρίως όμως επιχειρεί να πραγματοποιήσει τ’ όνειρό του: να γίνει ναύτης και να ταξιδέψει. Η καριέρα του ωστόσο στα καράβια θ’ αποδειχτεί τελικά πολύ σύντομη. Αργότερα θα κληθεί να υπηρετήσει στον ρωσικό στρατό αλλά θα λιποτακτήσει, θα ενταχθεί στο κόμμα των Εσέρων, θα συλληφθεί για επαναστατική δραστηριότητα, θα φυλακιστεί και θα εξοριστεί. Δημοσιεύει το πρώτο του διήγημα το 1906 και στη συνέχεια γράφει όλο και περισσότερα διηγήματα, νουβέλες και μυθιστορήματα. Στο πρώτο μισό της δεκαετίας του 1920 γνωρίζει επιτυχία και εκδίδονται τα περισσότερα βιβλία του· έπειτα όμως το έργο του παύει να δημοσιεύεται, καθώς δεν εκτιμάται ιδιαίτερα απ’ τους Σοβιετικούς εκδότες. Κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής του, ο Αλεξάντρ και η γυναίκα του Νίνα ζουν σε συνθήκες απόλυτης φτώχειας. Πεθαίνει από καρκίνο του στομάχου το 1932 στο Στάριι Κριμ στην Κριμαία.

Τα τελευταία χρόνια, το έργο του Γκριν διαβάζεται όλο και περισσότερο στην Ελλάδα, χάρη στη γενναιότητα κάποιων εκδοτών και μεταφραστών, που φροντίζουν με αυταπάρνηση να φτάσει στα χέρια μας. Τον πρωτογνωρίσαμε με τη μετάφραση της νουβέλας Ο κυνηγός των αρουραίων από τον Γιώργο Τσακνιά (Στιγμή 1995)· ακολούθησε η νουβέλα Τα πορφυρά πανιά, μεταφρασμένη απ’ την Ιοκάστη Καμμένου (Κίχλη 2013)· και σ’ αυτές τις εκδόσεις έρχεται τώρα να προστεθεί το Νησί Ρενό και άλλα διηγήματα, στο οποίο περιέχεται μια επιλογή απ’ τα καλύτερα διηγήματα του Γκριν.[1] (περισσότερα…)

Βαρλάμ Σαλάμοφ, Η ανάσταση της λάρικας

*

Αναδρομές : Μια στήλη του ΝΠ αφιερωμένη σε αξιομνημόνευτες στιγμές της ελληνικής και ξένης λογοτεχνίας.

*

Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΛΑΡΙΚΑΣ

Είμαστε δεισιδαίμονες. Απαιτούμε θαύματα. Επινοούμε για τον εαυτό μας σύμβολα και ζούμε με τα σύμβολα αυτά.

Ο άνθρωπος στον Αρκτικό Βορρά αναζητάει διέξοδο για τη συναισθηματικότητά του, που δεν καταστράφηκε, δεν δηλητηριάστηκε ολόκληρες δεκαετίες στην Κολιμά. Ο άνθρωπος στέλνει αεροπορικώς δέμα: δεν είναι βιβλία, ούτε φωτογραφίες, ούτε ποιήματα, αλλά ένα κλαράκι λάρικας, ένα νεκρό κλαράκι μιας ζωντανής φύσης.

Αυτό το παράξενο δώρο, ξεραμένο, ραπισμένο από τους αέρηδες των αεροπλάνων, μαραμένο, τσαλακωμένο στο ταχυδρομικό βαγόνι, ανοιχτό-καστανό, σκληρό, ροζιασμένο βόρειο κλαράκι βόρειου δέντρου, το βάζουν στο νερό.

Το τοποθετούν σε ένα γυάλινο βαζάκι από κονσέρβα, γεμάτο με κάκιστο, χλωριωμένο, αποστειρωμένο μοσχοβίτικο νερό της βρύσης, νερό που ίσως ευχαρίστως θα ξέραινε κάθε τι ζωντανό, μοσχοβίτικο, πεθαμένο νερό της βρύσης.

Η λάρικα είναι κάτι πιο σοβαρό από τα λουλούδια. Στο δωμάτιο αυτό υπάρχουν πολλά λουλούδια, πολύχρωμα λουλούδια. Εδώ βάζουν μπουκέτα αγριοκερασιάς ή μπουκέτα πασχαλιάς σε καυτό νερό, ξεχωρίζουν τα κλωνάρια και τα βουτάνε σε βραστό νερό.

Η λάρικα ζει σε κρύο νερό, ελαφρώς χλιαρό. Η λάρικα ζούσε πιο κοντά στο ποτάμι Τσιόρναγια από ό,τι όλα αυτά τα λουλούδια, όλα αυτά τα κλωνάρια της αγριοκερασιάς και της πασχαλιάς. (περισσότερα…)

Τρεις Εβραίοι της Ουκρανίας

*

Του ΗΛΙΑ ΜΑΛΕΒΙΤΗ

Την παραμικρή ιδέα δεν είχα κατά πούθε πέφτει το Ρόβνο, όταν το πρωτοαντίκρισα στο Κόκκινο ιππικό του Ισαάκ Μπάμπελ. Εκείνος έγινε η αφορμή να το αναζητήσω στον χάρτη της τότε Ουκρανικής Σοβιετικής Δημοκρατίας, μα και ταυτόχρονα να το τοποθετήσω και σ’ έναν άλλο χάρτη, νοητό, της πολωνο-ουκρανικής εβραίϊκης ανθρωπομυρμηγκιάς, που αιώνες ζούσε κατά κείνα τα μέρη με την ιδιαίτερη γλώσσα της, τα γίντις, τις παραδόσεις και τις Γραφές της, τις συναγωγές και τους ραβίνους της, την ευσέβεια και τις αμαρτίες της. Ένας μικρός κρίκος ανάμεσα σε αρίφνητους άλλους, γνωστούς ή άσημους, της μεγάλης και μακριάς πολυάνθρωπης αρμαθιάς των ζωντανών και κεκοιμημένων Εβραίων της ανατολικής Ευρώπης, σαν το Γκόραϋ του άλλου ξακουστού Ισαάκ (Μπάσεβις Σίνγκερ), το Τερνοπόλ, και το γενέθλιο Οκόπυ του Μπάαλ Σεμ Τοβ –του γεννήτορα του χασιδισμού ραβίνου Ισραέλ μπεν Ελιέζερ–, το Μπουσάτς του Σμουέλ Αγκνόν· το Ρόβνο της μάνας του Αμός Οζ (Ιστορία αγάπης και σκότους) που δεν ήθελε να ξαναγυρίσει πίσω εκεί, μα ούτε και να νοσταλγήσει ή να πενθήσει («όχι, όχι, δεν πενθώ γι’ αυτό που υπήρχε και χάθηκε αλλά γι’ αυτό που ποτέ δεν υπήρχε»)· κι ακόμα τις πολύβουες μεγαλουπόλεις, σαν το Λβίου (Λβουόφ), το Κίεβο και το Χάρκοβο, την Οντέσσα, την κοσμοπολίτικη και πολύεθνη.

Και, παρ’ όλο που η γραφή ξεκόρμισε και θέλει επίμονα να ξεστρατίσει προς τα κει, δεν θα λοξοδρομήσω απ’ όσα η μνήμη τραγικά ανακάλεσε με αφορμή την βίαιη επικαιρότητα της ρώσικης εισβολής στην Ουκρανία και μ’ έσπρωξε να γράψω. Για τρεις Εβραίους από της Ουκρανίας τα μέρη, που από πολύ νωρίς, άμεσα και παθιασμένα, αδιάρρηκτα μα και καταλυτικά συνέδεσαν την ζωή και τις τύχες τους με την γέννηση και το θεμέλιωμα της νέας σοβιετικής τους πατρίδας· καθείς όμως με τον δικό του τρόπο και την δική του στάση, μα και καθείς λαβαίνοντας διάφορα τα επίχειρα ή τις αμοιβές από την ίδια σοβιετική πατρίδα.

Στην –λανθασμένα αρχαιοελληνοπρεπώς αποκληθείσα– Οδησσό λοιπόν (μιας κι η ομώνυμη ελληνική αποικία βρισκόταν χαμηλότερα, στην Βάρνα, ενώ ετούτος ο συνοικισμός γειτόνευε με την Όλβια στον Βορυσθένη/Δνείπερο) γεννήθηκε ο Ισαάκ Μπάμπελ, ο νεώτερος μα κι ο πρώτος από τους Εβραίους Ουκρανούς που ανέσυρε η θύμηση. Κι ίσως ο βαθύτερος λόγος για την πρωτιά αυτή να σχετίζεται με την συχνή –κι ολόσυχνα ολοτρύφερη– μνημόνευση της εβραϊκής ταυτότητας, δικής του και του τόπου όπου ξετυλίγεται κι η δράση του πιο γνωστού στην Δύση βιβλίου του (Το κόκκινο ιππικό)[1].

«Νεκροταφείο σ’ ένα μικρό εβραιότοπο! Η Ασσυρία και το γεμάτο μυστήριο αργοσάπισμα της Ανατολής, στους σκεπασμένους με αγριάδες κάμπους της Βολίν!… (περισσότερα…)