ρεαλισμός

Ο ανοιχτός ρεαλισμός του Ευτύχη Μπιτσάκη

*

της ΑΛΕΞΑΝΔΡΑΣ ΔΕΛΗΓΙΩΡΓΗ

~.~

Με τον πρόσφατο θάνατο του Ευτύχη Μπιτσάκη, ομότιμου καθηγητή της φιλοσοφίας, συγγραφέα και εκδότη των περιοδικών Σύγχρονα Θέματα και Ουτοπία, γνωστών στους Έλληνες στοχαστές και λάτρεις της φιλοσοφίας, δημοσιεύθηκαν στον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο τιμητικά σημειώματα που εξήραν τον αγωνιστή διανοούμενο για τη γενναιότητα του φρονήματός του και τη δράση του για έναν καλύτερο κόσμο, για την οποία χρειάστηκε να θυσιάσει όχι λίγα από τα πιο γόνιμα χρόνια του σε φυλακές και εξορίες. Το παρόν κείμενο είναι τροποποιημένη βιβλιοκρισία μου δημοσιευμένη το 1999 στα Νέα του Σαββάτου για ένα βιβλίο που είχε εκδώσει ο Ευτύχης Μπιτσάκης την ίδια εκείνη χρονιά. Αναδημοσιεύεται εδώ με την ελπίδα να αποτελέσει έναυσμα ώστε να καταστεί ευρύτερα γνωστή η ουσιαστική συμβολή του συγγραφέα στο πεδίο της φιλοσοφικής εννοιολογίας αλλά και των προοδευτικών ιδεών, χωρίς τις οποίες είναι αδύνατοι οι πολιτικοί και οι κοινωνικοί αγώνες. — ΑΔ

///

Ένας νέος ανοιχτός ρεαλισμός

Όσοι δυσφορούν με την αποθέωση που γνώρισε ο ρεαλισμός στη λογοτεχνία, αλλά και ο θετικισμός στην επιστήμη ή στη φιλοσοφία, ξέρουν ότι η γνώση που παράγουν η επιστήμη, η φιλοσοφία και η λογοτεχνία είναι αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης ανάμεσα στη σκέψη/γλώσσα και στην πραγματικότητα που είναι το αντικείμενο έρευνας με σκοπό την εξήγηση, την διαύγαση και την κατανόηση σε αυτά τα πεδία.

Αυτή η βασική αλληλεπίδραση σκέψης/γλώσσας και πραγματικότητας δεν μπορεί να εννοηθεί χωρίς τις εμβαθύνσεις των φιλοσόφων αλλά και των επιστημόνων που φιλοσοφούν για να προχωρήσουν την έρευνα σε βάθος.

Το βιβλίο του φυσικού και φιλοσόφου Ευτυχή Μπιτσάκη Ο νέος επιστημονικός ρεαλισμός: Φιλοσοφικές διερευνήσεις στο χώρο της μικροφυσικής (Gutenberg, 1999, σ. 315), μετάφραση του γαλλόφωνου δικού του πονήματος  Le nouveau réalisme scientifique (1997) και συνέχεια του σημαντικού έργου του Les fondements conceptuels de la microphysique (1987) είναι καρπός τέτοιων εμβαθύνσεων.

Στο βιβλίο αυτό που πρωτοεκδόθηκε με πρόλογο του καθηγητή του College de France και ακαδημαϊκού J. C. Pecker, και στη συνέχεια στα ιταλικά, με πρόλογο του καθηγητή Μ. Castellana, ο συγγραφέας ακολουθώντας μια φιλοσοφική παράδοση που εκτείνεται από τους προσωκρατικούς και τον Αριστοτέλη έως τον Χέγκελ και τον Μπασελάρ εμβαθύνει στα προβλήματα που εγείρει ο φυσικός μικρόκοσμος με τις τεράστιες αντικειμενικές δυναμικότητες που κρύβει μέσα του. Αποτέλεσμα είναι ένας ανοιχτός ρεαλισμός που εκφράζει μια δυναμική αντίληψη της αντικειμενικής και της υποκειμενικής πραγματικότητας στην αλληλόδρασή τους. (περισσότερα…)

Μαθήματα από τη Σιβηρία

*

Λογοθεσίες από τον
ΗΡΑΚΛΗ ΛΟΓΟΘΕΤΗ

~

Μαθήματα από τη Σιβηρία

Ψηλά στον αρκτικό κύκλο, γράφει ο Βαρλαάμ Σαλάμωφ, υπάρχει ένα νανόπευκο, που έχει τη σοφία να οσμίζεται την αλλαγή του καιρού. Γι’ αυτό, μέρες πριν πλακώσουν οι θυελλώδεις άνεμοι και ο βαρύς χιονιάς, αρχίζει να πλαγιάζει ίσα που γίνεται ένα με τη γη και περιμένει να περάσει το κακό. Αυτό θα έπρεπε να κάνουν αν είχαν μυαλό, πριν από τις 28 του μηνός, και όσοι απαρτίζουν το δικό μας κυβερνητικό νανόπευκο. Να σκύψουν όλοι μαζί, ο πρωθυπουργικός κορμός και τα υπουργικά κλαδιά του, ώσπου να γίνουν ένα με το χώμα και να λουφάξουν. Μια κυβέρνηση για τα μπάζα όμως δεν μπορεί να σκεφτεί — γι’ αυτό θα φάει το κεφάλι της.

///

Παρανοϊκός ρεαλισμός

Κατά τη διάρκεια του ψυχρού πολέμου η αμερικανική ρωσοφοβία ανακάλυπτε καταχθόνιους πράκτορες στην ερημική Αριζόνα και οι ψαράδες κάθε ειδυλλιακής λίμνης εντόπιζαν εχθρικά υποβρύχια τσέπης να κινούνται ύποπτα ανάμεσα στα καλάμια τους. Φιλήσυχοι οικογενειάρχες έσκαβαν αντιπυρηνικά λαγούμια στο κελάρι και έφηβοι που έστηναν ερασιτεχνικούς σταθμούς στον αχυρώνα έπιαναν αινιγματικά μηνύματα από βραχνές ραδιοσυχνότητες. Παραλλήλως, ιπτάμενοι δίσκοι περιπολούσαν από το Τέξας μέχρι την Αλάσκα και αυτοσχέδιοι πολιτοφύλακες περνούσαν καταυλισμούς ξυλοκόπων για βάσεις αρειανών. Κακόβουλοι κυκλώνες κατάπιναν μαχητικά αεροσκάφη στην Ανταρκτική και μυστηριώδη πειράματα στη Φιλαδέλφεια εξαφάνιζαν ολόκληρα πλοία.

Σήμερα ο κόσμος φαίνεται διαυγέστερος — αλλά μόνο στην κακοήθειά του. Οι κάμερες αγρυπνούν ακόμα και στο ασύχναστο σοκάκι των μύχιων πόθων μας και η προσωπική μας ζωή αστυνομεύεται με ελάχιστα προσχήματα, τα συρτάρια με τα εσώρουχά μας ανακατεύονται από το μακρύ χέρι των διαφημιστικών εταιρειών και οι σεξουαλικές προτιμήσεις του καθενός κάνουν τον γύρο του διαδικτύου. Τα ίδια και στη δημόσια σφαίρα. Οι άλλοτε ανομολόγητες «μαύρες» επιχειρήσεις προβάλλονται σε όλα τα κανάλια, οι εμπιστευτικές διαπραγματεύσεις κοινολογούν το περιεχόμενό τους και οι απόκρυφες συνθήκες δημοσιεύονται πριν καν υπογραφούν. Τα ρεζιλίκια των μυστικών υπηρεσιών βρίσκονται στο μενού του βραδινού δελτίου ειδήσεων και οι στρατιωτικές μετακινήσεις στη Γάζα ή στην Ουκρανία, δορυφορούνται από ανελέητη δημοσιότητα. Ο Τραμπ είναι τόσο ξεπατοκαλάθας που δεν μπορεί να κρατήσει για τον εαυτό του ούτε μια ιδιωτική συνομιλία, ο Βανς είναι απροκάλυπτα ωμός στο δημόσιο βήμα και ο Μάσκ δεν κάνει κανένα επιχειρηματικό βήμα χωρίς να το προαναγγείλει πανηγυρικά. (περισσότερα…)

Είναι ο συμβολισμός το αντίθετο του ρεαλισμού; (Μέρος Δεύτερο)

*

Θα προσπαθήσω εδώ να δώσω παραδείγματα για όσα υποστήριξα προηγουμένως, ώστε να δημιουργηθούν οι κατάλληλες συνάψεις και να περιοριστεί η ανάγκη για αναγωγή. Τα παραδείγματα αφορούν στη λειτουργία και τη φύση της συμβολιστικής ποίησης, αλλά και στην ποιότητα του λυρικού εγώ (άτομο ή τύπος ανθρώπου;) στα ποιήματα του συμβολισμού.

Εκκινώ από έναν στίχο του Ρεμπώ, τόσο συμβολιστικά άπεφθο κατ’ εμέ, που θα μπορούσε μόνος του να στέκεται σαν μανιφέστο. Ας σηκώσουμε τα μανίκια: Ύποπτο σήμα πανδοχείου εγώ[1]. Ο Ρεμπώ μάς είχε προειδοποιήσει στις επιστολές του: μην υπογραμμίζετε με τη σκέψη. Όμως, για λίγο θα τον παρακούσουμε προκειμένου να αποδειχτεί κάτι. Ρωτώ, λοιπόν: μπορεί αυτός ο στίχος να εξηγηθεί; Πώς μπορούμε να διαβάσουμε τη συμβολιστική ποίηση; Οι αναγνώστες χωρίζονται χοντρικά σε δύο κατηγορίες: έχουμε τον ενεργητικό αναγνώστη και τον παθητικό. Υπάρχει κι ένας τρίτος; Ναι, αλλά είναι σπάνιος: αυτός που συνενώνει τη φύση των δύο προηγούμενων. Ο πρώτος επιχειρεί να ερμηνεύσει οτιδήποτε διαβάζει, στήνει ενέδρα σε κάθε στίχο, χρησιμοποιεί ως δόκανο τον νου. Θέλει να καταλάβει, να συμμετάσχει διανοητικά. Ο δεύτερος διαβάζει περισσότερο διαισθητικά. Παραδίνεται στο κείμενο, αισθάνεται, και ξετυλίγει το πανί της φαντασίας για χάρη του ποιητικού προτζέκτορα. Συμμετέχει συναισθηματικά. Ας παρακολουθήσουμε, λοιπόν, την αναγνωστική πορεία τους πάνω στον στίχο του Ρεμπώ.

Ο ενεργητικός αναγνώστης ασφαλώς αντιλαμβάνεται ότι το κέντρο βάρους του στίχου είναι το πανδοχείο. Συνεπώς, εύλογα το χρησιμοποιεί ως κλειδί. Αρχίζει να διερευνά τον χώρο των πανδοχείων κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα. Ζητά να μάθει το εσωτερικό τους, τους θαμώνες, τη λειτουργία τους κτλ. Δεν αργεί να ξεθάψει το σάπιο κουφάρι αυτού του περιβάλλοντος, την παρακμή, τη φτώχεια, το έκφυλο, τη δυσωδία κ.ά. Ύστερα στρέφεται με αυτοπεποίθηση στη λέξη «σήμα». Τι σόι σήμα είναι αυτό; Σινιάλο; Κάτι που δηλώνει μια επικείμενη ανατροπή της τάξης, του νόμου; Είναι μήπως σήμα ανάγκης; Άραγε τα πανδοχεία εκείνη την εποχή παρήγαν κάποιο είδος φωτεινού γλωσσικού κώδικα; Πίσω στις εγκυκλοπαίδειες, πίσω στη μελέτη! Ας υποθέσουμε ότι ο πνευματικός ζήλος του αναγνώστη μας βρίσκει τη λύση. Αμέσως θα πρέπει να αναρωτηθούμε ποια είναι η αξία της σε σχέση με τον στίχο. Έχει άλλωστε συμβεί ξανά: ένας μελετητής του Ρεμπώ ανακάλυψε ότι η φράση «όχι άλλο γενηθήτω» κατάγεται από τους τάφους των στρατιωτών του Γαλλοπρωσικού πολέμου. Σε πολλούς τέτοιους τάφους υπήρχε η ευλαβής επιγραφή «Γενηθήτω», δηλώνοντας τη χριστιανική ανάσταση των νεκρών. Εξαίρετα. Και τώρα τι; Πώς αυτή η πληροφορία έχει κάτι να προσθέσει στον στίχο; Γιατί δεν είναι μια κειμενική αναφορά του ίδιου του Ρεμπώ; Μήπως επειδή, όπως έγραψα στο πρώτο μέρος, ο συμβολισμός υπαινίσσεται; Η αφαιρετικότητα των συμβολιστών είναι σκόπιμη. Όπως έλεγε ο Μαλλαρμέ, σου μιλούν για ένα λουλούδι δίχως να το ονομάζουν. Γιατί ζητάνε την ουσία του λουλουδιού, γιατί το ίδιο το λουλούδι τούς είναι άχρηστο[2]. Αν σου μιλήσουν ευθέως για ένα λουλούδι, δε θ’ αποκαλύψουν αυτό που κρύβεται πίσω του, δε θα υποβάλουν. Κι ερχόμαστε εμείς, σηκώνουμε τα χεράκια μας και λέμε «κύριε, κύριε, το βρήκα, το βρήκα! Το λουλούδι είναι!». Συγχαρητήρια, αλλά μόλις καταστρέψατε ένα τρυφερό κι ευαίσθητο συμβολιστικό ποίημα, διαλύοντας το μαγνάδι της αφαιρετικότητας. (περισσότερα…)

Είναι ο συμβολισμός το αντίθετο του ρεαλισμού;

*

Δεν είναι λίγα τα εγχειρίδια για τη θεωρία των λογοτεχνικών ρευμάτων που, στην προσπάθειά τους να ταξινομήσουν, να μελετήσουν και τελικά να ερμηνεύσουν τη λογοτεχνία, υποκύπτουν στην παρακάτω απόλυτη αντιδιαστολή: ο συμβολισμός είναι το αντίθετο του ρεαλισμού. Στα περισσότερα λήμματα που αφορούν στον ρεαλισμό επαναλαμβάνεται (είτε άμεσα είτε έμμεσα) η λέξη πραγματικότητα. Σε κείνα που αναφέρονται στον Συμβολισμό η γλώσσα γίνεται πιο εγκρατής και τελικά συμβιβάζεται: υποκειμενικότητα, ιδεατός κόσμος κ.ά. Συγχωρήστε με αν κάνω λάθος, αλλά νομίζω ότι ο όρος που κρύβεται εδώ, αν λάβουμε υπόψη και την παραπάνω αντίθεση, αυτό που θέλει να ειπωθεί, αλλά μάλλον μεταμφιέζεται, είναι η μη πραγματικότητα. Και είναι πολύ λογικό, όταν η εποχή που διανύουμε μας έχει πείσει ότι πραγματικό είναι μονάχα ό,τι μπορεί να εξηγηθεί και ν’ αποδειχθεί, ό,τι έχει μια κατανοητή, χειροπιαστή αιτία και τελικά γίνεται αντικείμενο των αισθήσεων. Η αλήθεια του υποκειμένου, η αλήθεια του ανθρώπου, έχει μάλλον παραγκωνιστεί από την αλήθεια του εργαλείου, της τεχνολογίας. Άραγε το εργαλείο δεν είναι και ένα αισθητήριο όργανο;

Όμως, το θέμα μας είναι ο συμβολισμός και το κατά πόσο είναι ορθό να ισχυριζόμαστε ότι αποτελεί το αντίθετο του ρεαλισμού. Μια διαμάχη αληθειών… Ας ξεκινήσουμε από το παρελθόν αυτού του δυϊσμού, γιατί πραγματικά μετράει αιώνες. Πλάτωνας και Αριστοτέλης. Ποιος λέει την αλήθεια; Έχει ένας από τους δύο δίκιο; Κι ο άλλος; Μήπως τόσος πόνος τόση ζωή / πήγαν στην άβυσσο / για ένα πουκάμισο αδειανό για μιαν Ελένη; Χιλιετίες μετά δύο είναι ουσιαστικά οι πυρήνες της ανθρώπινης σκέψης: πλατωνισμός και αριστοτελισμός. Κι αν και η αφαιρετικότητα εδώ θα γίνει πολύ γαλαντόμα (όχι, όμως, και απλοϊκή), νομίζω ότι δικαίως θα μπορούσε κανείς να δει το έργο του Πλάτωνα ως μακρινό πρόγονο του συμβολισμού (αν και μάλλον δε θα τον χαροποιούσαν και πολύ οι στίχοι ενός Μπωντλαίρ ή ενός Ρεμπώ…) και τον Αριστοτέλη ως πρόγονο του ρεαλισμού (που μάλλον θα ήταν λίγο περισσότερο περήφανος για τα παιδιά του). Πέρα, όμως, από τους αστεϊσμούς, νομίζω ότι κανείς δε θα διαφωνούσε με την άποψη ότι και οι δύο σχολές σκέψης πρόσφεραν τα μέγιστα στον πολιτισμό, γιατί αμφότερες είναι όψεις της αλήθειας· είναι πραγματικότητες ή καλύτερα οι δύο κύριες εκπτύξεις της μίας πραγματικότητας. (περισσότερα…)

Εκλεκτικές συγγένειες στη ζούγκλα

*

του ΒΑΣΙΛΗ ΠΑΤΣΟΓΙΑΝΝΗ

Τι ακριβώς είναι ο ρεαλισμός στον κινηματογράφο; Έχει να κάνει με το περιεχόμενο, έχει να κάνει με το «σκηνικό» όπου τοποθετείται η υπόθεση, έχει να κάνει με την εκφορά του λόγου από τους ήρωες-πρωταγωνιστές, έχει να κάνει με τις αφηγηματικές τεχνικές, με την ουδετερότητα του φακού-αφηγητή, έχει να κάνει με τον τρόπο και το ύφος με το οποίο απευθύνεται ο σκηνοθέτης-παντογνώστης (ή λιγότερο) αφηγητής, με τις αξιώσεις που έχει από τη συνείδηση, από το βλέμμα των θεατών, με τον τρόπο με τον οποίο «σκάβει» μέσα στην υποκειμενικότητα των ηρώων, με το περιθώριο που δίνει στην «αδέσποτη» πραγματικότητα να παρεισδύσει στην πλοκή της υπόθεσης, με το πώς δείχνει μια πραγματικότητα στην οποία εκείνος δεν έχει παρέμβει, με το πόσο φανερά προβάλλει την ιδεολογία του ή την καλλιτεχνική του ιδιοτροπία μέσα στην ταινία; Είναι ο ρεαλισμός μια απτή αισθητική παράμετρος ή απλώς μια συνθηματική έννοια που μας βοηθά να συνεννοηθούμε κατά προσέγγιση; Υπάρχουν επίπεδα ρεαλισμού μέσα σε μια ταινία; Υπάρχουν πραγματολογικά κριτήρια με τα οποία μπορεί να σταθμιστεί ο ρεαλισμός; Είναι ο ρεαλισμός μια στρατηγικής μάλλον φύσεως έννοια, με πολιτικό και ιδεολογικό πρόσημο πιθανόν, που χρησιμοποιήθηκε σε κάποιες κρίσιμες φάσεις καλλιτεχνικής δημιουργίας προκειμένου να διεκπεραιωθεί μια συγκεκριμένη πολιτιστική πολεμική;

Τα παραπάνω και άλλα ερωτήματα ανακινούνται όταν μια ταινία όπως οι Βασιλιάδες του κόσμου της κολομβιανής Λάουρα Μόρα χαρακτηρίζεται ως ρεαλιστική: το σκηνικό της είναι το κολομβιανό Μεντεγίν και η κολομβιανή ενδοχώρα, κάτι τραχύ δηλαδή στην οπτική αφή που, κατ’ αρχήν, δεν αφήνει περιθώρια για την ανάπτυξη υποκειμενικοτήτων, που κρύβει τα νεύματά της στην όποια συγκινησιακή ανταπόκριση προς τον θεατή. Αυτός ο άλλος κόσμος, ο κόσμος του Λος Ολβιδάδος και του Πιτσότε, είναι διαφορετικής στάθμης από εκείνον του θεατή. Η βία και η ανομία δεσπόζουν εκεί, ένας ανοιχτός και ακήρυχτος πόλεμος φέρνει το άτομο αντιμέτωπο με όλη σχεδόν την κοινωνία, καθιστά τον πλησίον έναν επικείμενο εχθρό. Αυτό το σοκ είναι ένα δυνατό χαρτί στα χέρια της κινηματογραφικής δημιουργού· η βαθιά πραγματικότητα στην οποία αυτή προσκαλεί τον θεατή τον καθιστά σχεδόν συνένοχό της. Υπάρχει άραγε αυτή η απανθρωπιά, αυτή η αδυσώπητη κοινωνία, αναρωτιέται ο καλοπροαίρετος θεατής, και, αν ναι, είμαι υποχρεωμένος να υποκύψω στο ανηλεές ρίγος της ή μπορώ να εγκαταλείψω την αίθουσα όπως έναν εφιάλτη; Πάντως, τoύτη η τραχιά αίσθηση της πραγματικότητας, όπου οι ατομικοί και συλλογικοί δεσμοί διαψεύδονται, συνιστά, σίγουρα, μια εκδοχή «ρεαλισμού». (περισσότερα…)