Ου. Μπ. Γέητς

W. B. Yeats, Στοχασμοί

*

 

Κάθε τοποθέτηση που βλέπει όλη την αλήθεια σε μία μόνο πλευρά, τον νου τον βαθυστόχαστο τον ταράζει και τον καταπονεί.

///

Γιατί τιμούμε τους πεσόντες στους πολέμους; Κανείς μπορεί να επιδείξει το ίδιο απερίσκεπτο θάρρος βουτώντας στην άβυσσο του εαυτού του.

///

Η ύψιστη τέχνη είναι η παραδοσιακή έκφραση μιας ηρωικής και θρησκευτικής αλήθειας, μεταλαμπαδευόμενης από εποχή σε εποχή, τροποποιούμενης κάθε φορά από την ατομική ιδιοφυΐα, αλλά ουδέποτε εγκαταλελειμμένης.

///

Όταν όλα θα ’χουν ειπωθεί, όλα θα ’χουν τελειώσει, δεν θα γνωρίζουμε πια ότι ο δικός μας παραλογισμός είναι καλύτερος από την αλήθεια κάθε άλλου; Γιατί έχει θερμανθεί στις δικές μας εστίες και στις δικές μας ψυχές και είναι τώρα φωλιά για τις αγριομέλισσες της αλήθειας και το δικό τους γλυκύτατο μέλι. Ω ας ξαναρχόσασταν στον κόσμο, αγριομέλισσες!

///

Κάθε νικημένος πειρασμός είναι και ένα νέο απόθεμα ηθικής ενέργειας. Κάθε δοκιμασία που η ψυχή μας υφίσταται και υπομένει καταπώς πρέπει, την εξευγενίζει και την δυναμώνει.

///

Δεν υπάρχουν ξένοι εδώ· μονάχα φίλοι που δεν έχεις ακόμη γνωρίσει. (περισσότερα…)

Γενοκτόνοι δημοκράτες

*

ΠΕΡΑΣΤΙΚΑ & ΠΑΡΑΜΟΝΙΜΑ | 05:25
Καιρικά σχόλια από τον ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ

Όπως ήδη οι αρχαίοι σφαγείς της Μήλου, έτσι και οι τωρινοί σφαγείς της Γάζας γελοιοποιούν παντελώς τον επίμονο ισχυρισμό ότι οι δημοκρατίες τάχα μου υπερέχουν ηθικά από τα λοιπά πολιτικά καθεστώτα. Η δημοκρατία όμως είναι πρώτα πρώτα κράτος, πάει να πει εξουσία. Και ο φέρων την εξουσία, όποιος και αν είναι αυτός, είτε μονήρης τύραννος είτε δήμος ολόκληρος, υπόκειται στους ίδιους διαχρονικούς πειρασμούς: η ισχύς του είναι συνήθως ευθέως ανάλογη της αυθαιρεσίας του. Ηθική νομιμοποίηση η εξουσία μπορεί να αντλήσει όχι από τον τύπο του πολιτεύματος, αλλά από ένα κριτήριο εντέλει εξωπολιτικό: τη δικαιοσύνη. Ο Σολομών και ο Αριστείδης ήταν άνδρες που η ιστορία τούς αποκάλεσε δίκαιους επειδή υπάκουαν σ’ έναν τέτοιο ηθικό γνώμονα. Ο Νετανιάχου και αυτοί που τον έφεραν και τον κρατούν στην γενοκτονική του εξουσία δεν είναι παρά η ενσάρκωση εκείνου του παλιού εφιάλτη της Χάννας Άρεντ. Ότι δηλαδή θα ’ρθει κάποτε καιρός που μια πλειοψηφία θα αποφασίζει δημοκρατικά να εξολοθρεύσει όποια μερίδα του πληθυσμού κρίνει χρήσιμο. (περισσότερα…)

Κακογερασμένος κόσμος

Κωνσταντίνος Ξενάκης, 1931-2020

*

ΠΕΡΑΣΤΙΚΑ & ΠΑΡΑΜΟΝΙΜΑ | 06:24
Καιρικά σχόλια από τον ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ

Η αθωότητα του νηπίου, το πάθος της νιότης, η καταλλαγή και η ισορροπία της ωριμότητας, η ξινίλα και η εριστικότητα της γεροντικής ηλικίας. Από τέσσερα στάδια περνάει η ζωή του καθενός αλλά και η πορεία κάθε πολιτισμού, πίστευε ο Γέητς. Και πώς να μη του δώσεις δίκιο. Από τους τίτλους του αστυνομικού δελτίου ώς τα καθέκαστα στους λογοτεχνικούς μας κύκλους, κάθε πρωία έχεις την εντύπωση πως ο κακογερασμένος μας κόσμος δεν σηκώνεται από το κρεβάτι παρά με την λύσσα να φάει ο ένας το λαρύγγι του αλλουνού. Σαν να έχει χαθεί κάθε θετική εικόνα της ζωής, σαν να έχει βουλιάξει εντελώς στον λασπόλακκο των μικρών και μεγάλων εκδικήσεων.

~.~

Όταν είσαι βέβαιος ότι εσύ μόνος (ή μόνη) κατέχεις την απόλυτη αλήθεια, τον δρόμο προς την Πρόοδο και τη Δικαιοσύνη, το ελιξήριο για τη θεραπεία πάσας νόσου, ο λογοτέχνης, ο καλλιτέχνης είναι ο εχθρός. Για ποιο λόγο; Μα διότι σου δείχνει καθαρά ότι λες βλακείες. Ότι η ανθρώπινη κατάσταση είναι χαοτικά πολύπλοκη, ότι το φως και το σκοτάδι δεν είναι αντίπαλα αλλά αλληλένδετα και αξεχώριστα, ότι οι καρικατούρες που έχεις φτιάξεις περί καλού και κακού μόνο στη φαντασία σου υφίστανται. Και ότι θα σκορπίσουν, σκορπούν ήδη, στο πρώτο φύσημα της Ιστορίας.

Ο χριστιανικός ζηλωτισμός φίμωσε την προσωπική έκφραση για αιώνες. Μωαμεθανοί και εβραίοι απαγόρευσαν την απεικόνιση της ίδιας της ανθρώπινης μορφής. Οι ιεροεξεταστές ψαλίδιζαν τα φτερά των αγγέλων του Θεοτοκόπουλου και σκέπαζαν τ’ αχαμνά στις φιγούρες του Μικελάντζελο. Όλα τα καθεστώτα, από τους πουριτανούς της φιλελεύθερης, υποτίθεται, Αγγλίας του 19ου αιώνα, ώς τα φερέφωνα των ολοκληρωτισμών του 20ού απεχθάνονταν την ελεύθερη σκέψη, την ελεύθερη έκφραση. Διότι αυτές δείχνουν πώς οι άνθρωποι πράγματι ήταν, είναι και θα είναι. Όχι όπως οι μικρονοϊκές μας ιδεολογίες τούς φαντάζονται. (περισσότερα…)

W. B. Yeats, Για το Βυζάντιο

*

Ο Αριστοτέλης λέει ότι αν δώσεις μια μπάλα σ’ ένα παιδί, δεν πα’ να κοστίζει τρεις δεκάρες, αν είναι η καλύτερη στην αγορά, είναι υπόδειγμα μεγαλείου – και το ύφος, είτε στη ζωή είτε στη λογοτεχνία, πηγάζει, νομίζω, από την υπερβολή, απ’ αυτό το κάτι πέρα και πάνω από τη χρησιμοθηρία που σφίγγει την καρδιά. Στα όψιμα ποιήματά μου το ονομάζω Βυζάντιο, από εκείνη την πόλη όπου οι αναλωμένες μορφές των Αγίων πρόβαλλαν πάνω σε χρυσό ψηφιδωτό φόντο, και ένα τεχνητό πουλί τραγουδούσε πάνω σ’ ένα χρυσόδεντρο εμπρός στον αυτοκράτορα – και σ’ ένα ποίημά μου έχω φανταστεί τα πνεύματα να κολυμπούν, καβάλα σε δελφίνια που σχίζουν τις αισθησιακές θάλασσες, για να χορέψουν στα πλακόστρωτά της.

~.~

Νομίζω ότι αν μου χάριζαν έναν μήνα Αρχαιότητας και είχα το ελεύθερο να τον περάσω όπου θέλω, θα διάλεγα το Βυζάντιο, λίγο προτού ο Ιουστινιανός τελέσει τα θυρανοίξια της Αγίας Σοφίας και βάλει λουκέτο στην Ακαδημία του Πλάτωνος. Νομίζω ότι θα πετύχαινα εκεί σε κάποιο ταβερνάκι κανέναν φιλόσοφο φηφιδογράφο ικανό ν’ απαντήσει όλες μου τις ερωτήσεις, που θα ’ταν πιο κοντά στο υπερφυσικό και από τον Πλωτίνο τον ίδιο, γιατί με την υπερήφανη δεξιοτεχνία του, ό,τι ήταν για τους ηγεμόνες και τους κληρικούς όργανο εξουσίας και για τον όχλο φονική παράκρουση, εκείνος θα το ’κανε να μοιάζει μορφή εξαίσια και λυγερή σαν τέλειου ανθρώπινου σώματος. Νομίζω ότι στο πρώιμο Βυζάντιο, ίσως όσο ποτέ πιο πριν ή πιο μετά στην καταγεγραμμένη ιστορία, θρησκευτική, αισθητική και πρακτική ζωή ήταν ένα, ότι οι αρχιτέκτονες και οι καλλιτέχνες –αν όχι, ίσως, και οι ποιητές, αφού η γλώσσα ήταν όργανο για έριδες και πρέπει να ’χε γίνει αφηρημένη– μιλούσαν και στους πολλούς και στους λίγους το ίδιο. (περισσότερα…)

Μακάβριος χορός

*

ΠΕΡΑΣΤΙΚΑ & ΠΑΡΑΜΟΝΙΜΑ | 01:24
Καιρικά σχόλια από τον ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ

Στην πιο διάσημη ίσως σκηνή του παγκόσμιου κινηματογράφου πρωταγωνίστησαν… φροντιστές και βοηθοί. Η ώρα ήταν προχωρημένη και το γύρισμα είχε τελειώσει όταν ο Μπέργκμαν και ο φωτογράφος του, Γκούναρ Φισερ, είχαν την ιδέα του «Μακάβριου χορού», της κινηματογραφικής δηλαδή εκδοχής του μεσαιωνικού «danse macabre» ή «Totentanz», της γυροβολιάς του Χάρου που πάει μπροστά και σέρνει πίσω τους αποθαμένους, για να θυμηθώ τα δικά μας αντίστοιχα. Κι επειδή οι ηθοποιοί είχαν σχολάσει, τα ρούχα τους φόρεσαν τεχνικοί και εργάτες που είχαν απομείνει στο σετ. Ισχύει λοιπόν, ο θάνατος μας εξισώνει – για να παραφράσω κι έναν δικό μας ποιητή.

~.~

Όσο περισσότερα βιβλία ή φιλμ βιογραφικά βλέπει κανείς, τόσο πιο φανερό γίνεται: το πιο δυσεξήγητο πράγμα στον κόσμο είναι το μεγαλείο. Γιατί ο Βοναπάρτης, γιατί ο Λέοναρντ Μπερνστάιν υπήρξαν σπουδαίοι, γιατί εξακολουθούν από τον τάφο τους να μας ενδιαφέρουν, να μας γοητεύουν, να μας συνταράσσουν, ενίοτε να μας ενοχλούν; Ο Ρίντλεϋ Σκοτ στην (θεαματικά ναυαγισμένη) ταινία του «Ναπολέων» και ο Μπράντλεϋ Κούπερ στον δικό του (αξιοθέατο πάντως) «Μαέστρο» ουσιαστικά το ομολογούν: ιδέα δεν έχουν. Το μουσικό ή το στρατιωτικό χάρισμα, το βουλητικό θεμέλιο, η τρομερή δύναμη που προϋποθέτει και αποπνέει κάθε κορυφαίο έργο είναι πράγματα ψυχικώς ανεξιχνίαστα, άρα απερίγραπτα: κανείς βιογράφος δεν μπορεί να τα αναπαραστήσει για τον απλό λόγο ότι κανείς βιογράφος δεν μπορεί να τα κατανοήσει.

Οι καλοί βιογράφοι αυτά τα γνωρίζουν και περιορίζονται στα όσα μπορούν: στο αράδιασμα των εξωτερικών, των αντικειμενικών συμβάντων. Δίνουν έτσι μια ιδέα της εποχής, του μιλιέ, του περίγυρου, των συνθηκών, του σκηνικού διάκοσμου εντέλει. Οι κακοί και οι μέτριοι, και φοβάμαι ότι σ’ αυτούς ανήκουν και οι δυο που προανέφερα, δεν κάνουν ούτε αυτό αλλά κυνηγούν τη χίμαιρα. Προσπαθούν να δουν το βλέμμα της Μέδουσας πάνω στην ασπίδα του Περσέα. Κόλπο παρόμοιο με εκείνο που επιστρατεύουν οι αστρονόμοι όταν παρατηρούν τις μελανές οπές του Σύμπαντος. Καθώς τις ίδιες δεν μπορούν να τις δουν, αφού καταπίνουν τα πάντα ακόμη και το ίδιο τους το φως, μελετούν τα ουράνια σώματα που περιδινίζονται γύρω τους.

Πόσο μάταια ωστόσο! Γιατί ούτε η Ιωσηφίνα ντε Μπωαρναί ούτε η Φελίσια Μοντεαλέγκρε, που σπαταλούν τόσα πλάνα, έχουν κάτι, το παραμικρό, να μας μαρτυρήσουν για τα ηγετικά ή καλλιτεχνικά κατορθώματα των συζύγων τους. Αυτό το χούι της εποχής μας, προϊόν ίσως ανεπίγνωστου φθόνου για την κατωτερότητά της, να παρουσιάζει τις εξέχουσες φυσιογνωμίες του παρελθόντος σαν ανθρωπάκια διαρκώς ετοιμόρροπα, σαν μισοαυτιστικά ρομποτάκια (Ναπολέων) ή λάγνα κτήνη (Μπερνστάιν) για να μας δείξει τάχα τη «λοξότητά» τους, είναι μια (αυτ)απάτη.

Αλίμονό μας αν ήταν όλοι οι λοξοί της ιστορίας κορυφαίοι. Στην πραγματικότητα αυτοί οι τελευταίοι είναι ελάχιστοι και ανάμεσά τους κάμποσοι που δεν είναι διόλου, μα διόλου λοξοί, αλλά το αντίθετο άνθρωποι κομιλφώ, κοινοί, βαρετοί. (Μπορεί κανείς να φανταστεί μια ταινία βιογραφική για τον Καντ ή τον Μπαχ, λ.χ. και το κοινό από κάτω να μη χασμάται ακατάσχετα;)

Θα το ξαναπώ με τα λόγια του Γιώργου Σεφέρη. Το ψυχικό βάθος του δημιουργού ανθρώπου δεν μπορεί να βολιδομετρηθεί. Η βολίδα που φανταζόμαστε ότι έχουμε γι’ αυτόν τον σκοπό, είναι κοντή.

~.~ (περισσότερα…)

Αναλογισμοί για την παρούσα κατάσταση του κόσμου

*

Ι

Τόσα και τόσα εκπληκτικά έχουν χαθεί
που για τα πλήθη θαύματα φαντάζαν
αλώβητα απ’ τους κύκλους της σελήνης
που τα κοινά και τα μικρά σκορπούν. Νά εκεί
μες σε μαρμάρινα και χάλκινα στολίδια
στεκόταν ένα ξόανο απ’ αρχαία ελιά,
πια η ελεφάντινη θεά πάει του Φειδία,
παν και τα ολόχρυσά τζιτζίκια στα μαλλιά.

Νέοι παιχνίδια είχαμε ωραία κι εμείς·
αρχές αδιάφορες για εγκώμια και ψόγους,
ρεγάλα κι απειλές· ζέση ικανή να λειώσει
σαν ήλιος το κερί κάθε αδικία της γης·
λέγαμε η γνώμη η κοινή θέλει καιρό
για να μας κρίνει, όμως θα ωριμάσει.
Τι ιδέα λαμπρή η ιδέα μας πως πια έχουν λείψει
μπράβοι, κακούργοι και ζαβοί απ’ τον κόσμο αυτό.

Ξεδοντιασμένοι ξαφνικά, γυμνοί διαμιάς
κι όλη η φριχτή στρατιά τους για το θεαθήναι·
τι κι αν υνιά δεν γίναν τα κανόνια ώς τώρα;
δεν βλάπτει, πίστευαν βουλή και βασιλιάς,
λίγο μπαρούτι πού και πού, χαρά στο πράμα,
για να ξεσκάν κι οι καημένοι οι σαλπιγκτές.
Μα και των ίππων της φρουράς μπορεί έτσι κάπως
να ξεμουδιάσουνε οι νυσταλέες οπλές.

Τώρα τις μέρες μας δράκοι τις κατοικούν,
διαρκώς στον ύπνο μας καλπάζουν εφιάλτες:
μες στο μεθύσι του μια μάνα ένας στρατιώτης
σφάζει στην πόρτα της και δεν τον ενοχλούν·
ιδρώνει η νύχτα από τον τρόμο όσο και πριν,
προτού συλλάβουμε την υψηλή θεωρία
περί ειρήνης που εφεξής το παν θα διέπει,
σαν τις νυφίτσες μες στον λάκκο ούτως ειπείν.

Αυτός που βλέπει τα σημάδια και τυφλά
στην ημιπλάνη δεν βουτά μιας κούφιας νάρκης·
αυτός που ξέρει ότι απ’ τα έργα μας κανένα
δεν διαρκεί, όση προσπάθεια και δουλειά,
όσα λεφτά κι υγείες κι αν χαραμιστούν,
αφού καμιά τιμή ή μνημείο δεν αντέχει,
παρηγοριά έχει μια μονάχα: οι θρίαμβοι όλοι
στης μοναξιάς το φάσμα πάνω ναυαγούν.

Κι ωστόσο, την παρηγοριά πού να τη βρεις;
Ερωτευόμαστε εκείνο που πεθαίνει,
τι άλλο να ειπωθεί; Στη χώρα αυτή μια μέρα,
το ’χεις κι εσύ σκεφτεί κι ας μην τ’ ομολογείς,
φανατισμένα χέρια, χέρια εμπρηστικά
στη ρημαγμένη Ακρόπολη φωτιά θ’ ανάψουν,
την ελεφάντινη θεά θα κομματιάσουν,
θα ξεπουλήσουν τα τζιτζίκια τα χρυσά. (περισσότερα…)

Ο σώζων εαυτόν σωθήτω!

*

ΠΕΡΑΣΤΙΚΑ & ΠΑΡΑΜΟΝΙΜΑ | 05:23
Καιρικά σχόλια από τον ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ

Γαλήνη αφάνταστη απλώνεται σ’ όλα τα καταστρώματα.
— Σας ομιλεί ο πλοίαρχος. Η ώρα είναι δύο και σας διατάσσω:
ο σώζων εαυτόν σωθήτω! — Μουσική! Για το φινάλε
ο αρχιμουσικός σηκώνει την μπαγκέτα του.

ΗANS MAGNUS ENZENSBERGER
Το ναύαγιο του Τιτανικού, 1978

~.~

Μπορεί κανείς να «δει» τα νούφαρα του Μονέ με τον φασματογράφο; Τον Ποσειδώνα του Αρτεμισίου με τα όργανα του ανατόμου; Το ρωμαϊκό Πάνθεον με τα κριτήρια της ογκομετρίας;

Κι όμως, πάμπολλες φιλολογικές μελέτες σήμερα κάνουν ακριβώς αυτό. Εκεί που χρειάζεται το γυμνό μάτι, επιστρατεύουν το μικροσκόπιο ή το τηλεσκόπιο, αντιμετωπίζουν την λογοτεχνία ως αποδεικτικό υλικό μιας θεωρητικής φαντασμαγορίας, ως πεδίο εστιάσεως ενός κλινικού φακού. Ζουμάρουν ασύμμετρα εκεί όπου η κλίμακα είναι εντελώς φυσική.

Η θεωριοκρατία και ο μικροφιλολογισμός, παρά τα ενδιαφέροντα ευρήματα που κομίζουν ενίοτε, έχουν απομακρυνθεί δραστικά από την λογοτεχνία. Μπορεί να την μελετούν, αλλά το κάνουν με έναν τρόπο που την μεταβάλλει «εις άλλο είδος», που αγνοεί και παραβλέπει εκείνα ακριβώς τα γνωρίσματα που την έχουν καταστήσει τέτοια, ήτοι λογοτεχνία. Την ερευνούν με τον τρόπο που ένας μικροβιολόγος προσεγγίζει έναν βάκιλλο, κάποτε και με ενδιαφέρον μικρότερο του δικού του.

Δεν είναι τυχαίο ότι η ακαδημαϊκή γλώσσα μοιάζει σήμερα τόσο αποξηραμένη, τόσο στεγνή. Ο τύπος του πανεπιστημιακού δασκάλου που, διδασκόμενος από τους συγγραφείς που μελετά και σε δημιουργική ώσμωση μαζί τους, συνδυάζει στη γραφίδα του τη δύναμη της διεισδυτικής παρατήρησης και τη χάρη της καλλιέπειας σπανίζει όλο και πιο πολύ.

Αντιθέτως, έχουμε το αντίθετο φαινόμενο. Όλο και συχνότερα, λογοτέχνες και κριτικοί μιμούνται κακόζηλα την πανεπιστημιακή ξηρογραφία, ιδίως τη θεωριοκρατούμενη. Και άθελά τους προδίδουν έτσι ότι τη γλώσσα της ίδιας της λογοτεχνίας, την ικανότητά της να «εκφράσει», δηλαδή να περιγράψει τον κόσμο, δεν την πολυεμπιστεύονται. (περισσότερα…)

Κωστής Παλαμάς – Ουίλλιαμ Μπ. Γέητς, παράλληλοι

*

Αφιέρωμα του ΝΠ στον Ουίλλιαμ Μπ. Γέητς   [ 6 / 6 ]

~.~

ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ – ΟΥΙΛΛΙΑΜ ΜΠ. ΓΕΗΤΣ, ΠΑΡΑΛΛΗΛΟΙ

του ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ

Οι “τύχες” του Ουίλλιαμ Μπάτλερ Γέητς στην Ελλάδα δεν ανήκουν στις αξιοζήλευτες. Ο Ιρλανδός μεταφράζεται καθυστερημένα, αποσπασματικά και, το κυριότερο, προβληματικά. Καθυστερημένα, επειδή ποίημα δικό του μεταφράζεται πρώτη φορά στα ελληνικά μόλις στα 1941, από την Μελισσάνθη στα Νεοελληνικά Γράμματα, δύο χρόνια μετά τον θάνατο του Γέητς και σχεδόν δυο δεκαετίες μετά το Βραβείο Νομπέλ που του απονέμεται στα 1923[1]. Αποσπασματικά, διότι τα ογδόντα αυτά χρόνια έκτοτε, το ογκωδέστατο έργο του, ποιητικό και άλλο (δραματικό, δοκιμιακό, αφηγηματικό, φιλοσοφικό), αντιπροσωπεύεται στα ελληνικά με μια δεκαριά μόλις αυτοτελείς εκδόσεις και κάποιες σποράδην παρουσίες του σε ανθολογήματα και περιοδικά, σχεδόν όλες ολιγοσέλιδες. Προς σύγκριση, μόνο από το 2010 και εντεύθεν έχουμε πάνω από τριάντα ελληνικές εκδόσεις του Λόρκα, άλλες τόσες του Μπρεχτ, δεκαπέντε του Μαγιακόφσκι και δώδεκα του Έλιοτ, ενός ποιητή που στον ίδιο τον αγγλόφωνο κόσμο θεωρείται συνήθως υποδεέστερος του Γέητς. Αποσπασματικές είναι όμως  οι υπάρχουσες μεταφράσεις και εξαιτίας της σύστασής τους. Μεγάλα κομμάτια του γεητσιανού κόρπους, κάποτε περίοδοι ολόκληρες, υποαντιπροσωπεύονται, ενώ τα κρίσιμα συνθετικά ποιήματά του παρουσιάζονται κερματισμένα, με τρόπο που τα συσκοτίζει.

Πρωτίστως όμως, ο Γέητς μεταφράζεται προβληματικά. Τους λόγους για την ανεπάρκεια των ελληνικών μεταφράσεων ώς το 1995 τους απαριθμεί ο Διονύσης Καψάλης στο σχετικό του δοκίμιο: μικρή τριβή με την αγγλόφωνη ποίηση και το ιστορικό της βάθος· ελλιπής γνώση της κλασσικής προσωδίας που κατ’ αποκλειστικότητα χρησιμοποιεί ο Γέητς· περιρρέουσα λογοτεχνική ατμόσφαιρα που απέχει πολύ από το πνεύμα και την ποιητική του[2]. Ατυχώς, τα προβλήματα αυτά δεν λείπουν και από τις (κατά πολύ περισσότερες) μεταφράσεις ποιημάτων του της τελευταίας εικοσιπενταετίας. Αντιθέτως, σε κάποιες είναι οξυμένα.

Τώρα, η φτωχή αυτή ποσοτικά και ποιοτικά μεταφραστική σοδειά επόμενο ήταν να επηρεάσει και την εικόνα του Γέητς που σχηματίστηκε στην Ελλάδα όλα αυτά τα χρόνια. Και αυτή είναι κατά τα ουσιώδη της λειψή και παραπλανητική. Ως επί το πολύ, ο Γέητς μάς συστήνεται ως ποιητής που ανοίγει τον δρόμο προς τον «μοντερνισμό», γενικώς και αορίστως. Ή μας παρουσιάζεται ως κήρυκας ποικίλλων, μεγαλοφάνταστων, κάποτε και συγκεχυμένων «οραμάτων και θαυμάτων», για να θυμηθώ τον Μακρυγιάννη. Όσοι προτιμούν την πρώτη ερμηνεία, τον παραλληλίζουν με τον Κ. Π. Καβάφη. Όσοι επιμένουν στη δεύτερη, τον αντιπαραβάλλουν με τον Άγγελο Σικελιανό[3].

Δίχως άλλο, ο Γέητς έχει κοινά και με τον ένα και με τον άλλο Έλληνα ομότεχνό του. Τα όψιμα βιωματικά ποιήματα του Ιρλανδού, αυτή η εκ βαθέων αντιμέτρηση με το γήρας και τη φθορά, θυμίζουν ενίοτε τον τόνο τον καβαφικό. Αντίστοιχα, η διαρκής πάλη του Γέητς με τους μεγάλους μύθους, ο αγώνας του για την αναμάγευση και την ανανοηματοδότηση του κόσμου, φέρνουν στον νου τον Λευκαδίτη ποιητή. Πολύ περισσότερα είναι όμως αυτά που χωρίζουν τον Γέητς από τους δυο Έλληνες. Την καχυποψία του Καβάφη απέναντι στον ιδεαλισμό λ.χ. ο Γέητς δεν την συμμεριζόταν διόλου. Απεναντίας, ώς το τέλος νοσταλγεί τα μεγάλα ιδεώδη του 19ου αιώνα και μυκτηρίζει τους συμπατριώτες του επειδή τα λησμόνησαν. «Είναι ρωμαντικοί, ρωμαντικοί, ρωμαντικοί!» ανέκραζε ο γέρων Αλεξανδρινός στα 1932 κατακεραυνώνοντας τους Αθηναίους ομοτέχνους του. «We were the last romantics», δήλωνε με μαχητική υπερηφάνεια έναν χρόνο προηγουμένως ο Δουβλινέζος στο αυτοβιογραφικό ποίημά του «Coole Park and Ballylee, 1931». Για τον Γέητς την ιστορία την κινούν πρωτίστως τα πάθη, τα όνειρα, οι ιδέες, τα «ανεξέλεγκτα μυστήρια» – κι αυτά οι λεγόμενοι «Ρεαλιστές», σημειώνει,  δεν έχουν μάτια να τα δουν[4].

Hope that you may understand !
What can books of men that wive
In a dragon-guarded land,
Paintings of the dolphin-drawn
Sea-nymphs in their pearly wagons
Do, but awake a hope to live
That had gone
With the dragons? (περισσότερα…)

Ο Γέητς για το ελληνικό δημοτικό τραγούδι

*

Αφιέρωμα του ΝΠ στον Ουίλλιαμ Μπ. Γέητς   [ 5 / 6 ]

~ . ~

Εισαγωγή-μετάφραση ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗΣ

Τον Οκτώβριο του 1896 ο Ουίλλιαμ Μπ. Γέητς δημοσίευσε στο γνωστό περιοδικό του Λονδίνου The Bookman, του οποίου υπήρξε τακτικός συνεργάτης, μία βιβλιοκρισία για την ανθολογία ελληνικών δημοτικών τραγουδιών της Λούσυ Μ. Τζ. Γκαρνέττ, που με θεωρητική εισαγωγή του Τζ. Σ. Στούαρτ-Γκλέννι είχε κυκλοφορήσει εκείνη τη χρονιά (New Folklore Researches: Greek Folk Poesy, translated by Lucy M. J. Garnett, with Essays on Folklore by J. S. Stuart-Glennie, in two volumes, Guilford: Billing and Sons, 1896). Η βιβλιοκρισία είναι ομότιτλη του κρινόμενου έργου: «Ελληνική δημοτική ποίηση»

Το βιβλιοκριτικό αυτό άρθρο παρουσιάζει πολλαπλό ενδιαφέρον. Όχι μόνο επειδή αποτελεί έκφραση των αριστοκρατικών ιδεών του Γέητς περί ποιήσεως και του, παράλληλου, μεγάλου θαυμασμού του για τη λαϊκή λογοτεχνία – χωρίς τα δύο αυτά να αποτελούν για εκείνον αντίφαση. Αλλά και για τον τρόπο που βλέπει τη δημοτική λογοτεχνική παράδοση ειδικότερα, εν προκειμένω την περίπτωση του ελληνικού, και όχι μόνο, δημοτικού τραγουδιού.

Ο Γέητς απαξιώνει τη μεταφραστική εργασία της Γκαρνέττ, και συγχρόνως διατυπώνει τη δική του αντίληψη για τη φύση και τη λειτουργία της ποιητικής μετάφρασης. Τις μεταφράσεις της Γκαρνέττ τις βρίσκει τόσο ελάχιστα ποιητικές ώστε να μην επιτρέπουν την αξιολόγηση της λογοτεχνικής αξίας του πρωτοτύπου. «Μια επιστημονική θεωρία προσωρινά μόνο ζημιώνεται από τη γλώσσα της έκθεσής της, αλλά ένα δημοτικό τραγούδι ξαναχυμένο σε κακούς στίχους χάνει το ήμισυ του επιστημονικού και όλο σχεδόν το λογοτεχνικό του ενδιαφέρον». Όμως και ως περιεχόμενο τα τραγούδια της ανθολογίας ελάχιστα τον ενθουσιάζουν, ιδίως όταν τα συγκρίνει με άλλες δημοτικές ποιητικές παραδόσεις. «Η ελληνική δημοτική ποίηση», γράφει, «φαίνεται να είναι ποίηση άκρως πολιτισμένη, με ελάχιστη από την υπεράνθρωπη ανησυχία και την εξωφρενική ομορφιά της ρουμανικής και της γαελικής λαϊκής ποίησης».

Παρ’ όλα αυτά, κατά δική του μαρτυρία, από τα ελληνικά δημοτικά εμπνεύστηκε λίγους μήνες μετά, το 1897, ένα δικό του ποίημα. Πρόκειται για το «Τραγούδι του περιπλανώμενου Αίγκους». Πηγή του Γέητς είναι το τραγούδι της Κρήτης «Τα τρία Ψαράκια». Η Γκαρνέττ το περιέλαβε στην ανθολογία της από το βιβλίο του Αντώνιου Γιανναράκη ή Γιάνναρη Άσματα κρητικά μετά διστίχων και παροιμιών (Λιψία, 1876).

Τόσο στο «Song of Wandering Aengus» όσο και στο κρητικό τραγούδι, η κεντρική ιδέα είναι η ίδια: το ψάρι που όταν το ρίχνουν στη φωτιά μεταμορφώνεται σε πανέμορφη κόρη. «The poem was suggested to me by a Greek folk song», γράφει στις σημειώσεις του, «but the folk belief of Greece is very like that of Ireland, and I certainly thought, when I wrote it, of Ireland, and of the spirits that are in Ireland.» Πράγματι η ατμόσφαιρα του ποιήματος είναι χαρακτηριστικά ιρλανδική, και ο Αίγκους στον τίτλο του Γέητς είναι ο Κέλτης θεός του έρωτα.

Ακολουθούν η μετάφραση της βιβλιοκρισίας του Γέητς, το ποίημα του ίδιου και το ελληνικό δημοτικό τραγούδι που το ενέπνευσε.

(περισσότερα…)

W. B. Yeats, Στοχασμοί και αποφθέγματα

*

Αφιέρωμα του ΝΠ στον Ουίλλιαμ Μπ. Γέητς   [ 4 / 6 ]

~.~

Επιλογή-Μετάφραση ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗΣ

Τα αποσπάσματα που ακολουθούν, έχουν ανθολογηθεί από το εκτενέστατο δοκιμιακό έργο του ποιητή. Μολονότι παρατίθενται εδώ χωρίς προκαθορισμένη σειρά, δίνουν μια πειστική όσο και γοητευτική γεύση από τη ρώμη αλλά και τη λεπταισθησία της γεητσιανής σκέψης. – ΚΚ

~.~

Οι Έλληνες, οι μόνοι τέλειοι καλλιτέχνες του κόσμου, έστρεψαν το βλέμμα τους εντός των συνόρων τους· εμείς σαν αυτούς, διαθέτουμε μια ιστορία γεμάτη με γεννήματα της φαντασίας όσο κανενός άλλου σύγχρονου έθνους, θρύλους που ξεπερνούν σε άγρια ομορφιά, καθώς νομίζω, όλους τους άλλους πέρα απ’ τους δικούς τους· στα χώματά μας, όπως και στα δικά τους, δεν υπάρχει ποτάμι ή βουνό που να μην έχει συνδεθεί στη συλλογική μνήμη με κάποιο γεγονός ή θρύλο· την ίδια στιγμή, λόγοι πολιτικοί έχουν κάνει την φιλοπατρία μεταξύ μας, πιστεύω, ακόμη πιο έντονη από τη δική τους. Θα ήθελα οι συγγραφείς και οι άλλοι τεχνίτες μας να κάνουν δική τους αυτήν την ιστορία κι αυτούς τους θρύλους, να μνημειώσουν ετούτα τα βουνά και τα ποτάμια κάνοντάς τα και πάλι ορατά μέσ’ απ’ τις τέχνες τους, έτσι που κάθε Ιρλανδός, κι ας βρίσκεται χιλιάδες μίλια μακριά, να είναι πάντα στον τόπο του. Είτε διαλέξουν θέμα τους τον θρύλο του Καστανού Ταύρου είτε τον ερχομό του Αγίου Πατρικίου, είτε τον πολιτικό αγώνα των μεταγενέστερων εποχών, ο υπόλοιπος κόσμος είναι τόσο πολύ παρών μες σ’ όλα αυτά που η αγάπη του θα παρακινήσει τα χέρια τους όσο, ίσως, τα χέρια κάποτε των Ελλήνων τεχνιτών. Με άλλα λόγια, η Ιρλανδία θα έπρεπε να αποκαταστήσει τις αρχαίες τέχνες, τις τέχνες όπως τις έβλεπαν στην Ιουδαία, στην Ινδία, στη Σκανδιναβία, στην Ελλάδα και στη Ρώμη, σε κάθε αρχαία γη· όπως τις καταλάβαιναν όταν συνέπαιρναν λαούς ολόκληρους και όχι μια δράκα ανθρώπους που μεγάλωσαν ως προνομιούχοι αργόσχολοι και έκαναν την ερμηνεία τους επάγγελμα.

~.~

Πείστηκα να μην αναζητώ ποτέ το σκηνικό ενός ποιήματος σε άλλη χώρα παρά στη δική μου, και νομίζω πως θα μείνω πιστός σ’ αυτή μου την πεποίθηση ώς το τέλος.

~.~

Δεν υπάρχει σπουδαία εθνικότητα χωρίς λογοτεχνία και, αντιστρόφως, δεν υπάρχει σπουδαία λογοτεχνία χωρίς εθνικότητα.

~.~

Ο Αριστοτέλης λέει ότι αν δώσεις μια μπάλα σ’ ένα παιδί, δεν πα’ να κοστίζει τρεις δεκάρες, αν είναι η καλύτερη στην αγορά, είναι υπόδειγμα μεγαλείου – και το ύφος, είτε στη ζωή είτε στη λογοτεχνία, πηγάζει, νομίζω, από την υπερβολή, απ’  αυτό το κάτι πέρα και πάνω από τη χρησιμοθηρία που σφίγγει την καρδιά. Στα μεταγενέστερα ποιήματά μου το ονομάζω Βυζάντιο, από εκείνη την πόλη όπου οι αχρείαστες μορφές των Αγίων πρόβαλλαν πάνω σε χρυσό ψηφιδωτό φόντο, και ένα τεχνητό πουλί τραγουδούσε πάνω σ’ ένα χρυσόδεντρο εμπρός στον αυτοκράτορα – και σ’ ένα ποίημά μου έχω φανταστεί τα πνεύματα να κολυμπούν, καβάλα σε δελφίνια που σχίζουν τις αισθησιακές θάλασσες, για να χορέψουν στα πλακόστρωτά της.

~.~ (περισσότερα…)

W. B. Yeats, Ποιήματα (Μέρος Β΄)

*

Αφιέρωμα του ΝΠ στον Ουίλλιαμ Μπ. Γέητς   [ 3 / 6 ]

~.~

Π Ο Ι Η Μ Α Τ Α

Μέρος Β΄

Μετάφραση ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗΣ

~.~

ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΑ ΠΑΙΔΙΑ

Ι

Για ώρα πλανήθηκα στις αίθουσες ρωτώντας·
μια γηραιή καλόγρια απαντούσε ευγενικά·
εδώ διδάσκουμε ιστορία, εδώ ωδική,
εδώ μαθαίνουν να διαβάζουν τα παιδιά,
να κόβουν και να ράβουν, να μιλούν σωστά,
με τις μεθόδους που η σύγχρονη ζωή απαιτεί –
τα μάτια τους κοιτούσαν απορώντας
τον εξηντάρη επίσημο να τους χαμογελά.

II

Αναπολώ μιας Λήδας το κορμί, γερμένο
επάνω στη μισόσβηστη φωτιά να μου ιστορεί
πώς μια επίπληξη άγρια, πράγμα συνηθισμένο,
την ένιωσε μαθήτρια σαν τραγωδία σωστή –
να μου ιστορεί κι οι δυο μας φύσεις λίγο λίγο
να σμίγουν λες στη σφαίρα ενός νεαρού καημού
ή, παραφράζοντας του Πλάτωνα τον μύθο,
στον κρόκο και τ’ ασπράδι του ίδιου αυγού.

III

Και με τη σκέψη μου σ’ αυτό αναρωτιόμουν
ενώ τριγύρω τα παιδιά περιεργαζόμουν,
τάχα τους έμοιαζε μικρή –γιατί ακόμα
κι οι θυγατέρες ενός κύκνου έχουν κοινά
με της κοινής της πάπιας την κληρονομιά–,
τέτοιό ’χαν τα μαλλιά, τα μάγουλά της χρώμα;
Ώσπου η καρδιά μου χτύπησε σάμπως τρελή:
κι εμπρός μου στάθηκε έξαφνα, παιδί.

IV

Πώς μοιάζει τώρα αναλογίστηκα μετά –
του Quattrocento έπλασε άραγε ένα χέρι
τα μάγουλά της τα φρυγμένα, κρύο αγέρι
μπέρδεψε ετούτες τις σκιές στο πρόσωπό της;
Κι ο ίδιος, που δεν ήμουνα κι Αυτού ωραιότης,
κάποτε είχα κόμη εβένου – μα αρκετά,
να τους χαμογελάς σαν σου χαμογελούν,
πως είσαι σκιάχτρο απ’ τα καλόβολα να δουν.

V

Ποια νέα μητέρα προδομένη από το μέλι
της σάρκας, τούτη τη μορφή που στην ποδιά της
όλο παλεύει για ύπνο, κλάμα και φυγή
όπως η ανάμνηση ή η νάρκωση το θέλει,
άραγε θά ’λεγε αν έβλεπε μπροστά της
τον γιο της ξάφνου που ’χει εξηνταρίσει,
πως του αγώνα της για να τον αναστήσει
και των ωδίνων της αυτή ’ναι η ανταμοιβή; (περισσότερα…)

W. B. Yeats, Ποιήματα (Μέρος Α΄)

*

Αφιέρωμα του ΝΠ στον Ουίλλιαμ Μπ. Γέητς   [ 2 / 6 ]

~.~

Π Ο Ι Η Μ Α Τ Α

Μέρος Α΄

Μετάφραση ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗΣ

~.~

ΤΟ ΠΕΠΛΟ, Η ΒΑΡΚΑ ΚΑΙ ΟΙ ΣΟΛΕΣ

«Τι πλέκεις με τέτοιο μαλλί φωτεινό;»

«Το πέπλο σάς πλέκω της Θλίψης:
Ω σ’ όλων τα μάτια ποθώ να το δω,
και θα ’ναι το πέπλο της Θλίψης.»

«Τι φτιάχνεις με τόσα πανιά και κουπιά;»

«Τη βάρκα σάς φτιάχνω της Θλίψης:
Ω μέρα και νύχτα θα πλέει στ’ ανοιχτά,
και θα ’ναι η βάρκα της Θλίψης.»

«Τι ράβεις με τέτοιο πετσί μαλακό;»

«Τις σόλες σάς ράβω της Θλίψης,
στ’ αυτί σας το βήμα τους θα ’ναι απαλό,
το αιφνίδιο το βήμα της Θλίψης.»

Crossways  (1889)

~.~

ΤΟ ΡΟΔΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

Ποιος σ’ όνειρο είδε ότι όνειρο είναι κι η ομορφιά;
Αν υπερήφανα πενθούν τ’ άλικα ετούτα χείλη,
πενθούν που θαύμα τέτοιο πια άλλο δεν θ’ ανατείλει,
της Τροίας τη δόξα κήδεψε μεγάλη πυρκαγιά,
παν τ’ Ούσνα τα παιδιά.

Διαβαίνει ο κόσμος, όλων μας διαβαίνουν οι καημοί:
τρέμουν οι ανθρώπινες ψυχές και σβήνουν και σκορπάνε
σαν του χειμώνα τα χλωμά νερά που αργά κυλάνε,
μα μες στων άστρων τον αφρό βαθιά θα ζει ες αεί
η άμοιαστη αυτή μορφή.

Υποκλιθείτε, αρχάγγελοι· για να βαδίσει εδώ,
πριν από σας, προτού οι καρδιές καν οι θνητές προστρέξουν
ικέτισσες στον θρόνο Του λύτρωση να γυρέψουν,
για εκείνη Εκείνος έστρωσε σαν δρόμο χλοερό
όλον τον κόσμο αυτό.

The Rose  (1893)

~.~ (περισσότερα…)