*
του ΞΑΝΘΟΥ ΜΑΪΝΤΑ
Στον Στέλιο Χαραλαμπόπουλο
Έτσι, σιγά, υποβλητικά! Σχεδόν συνωμοτικά.
— Σε κυνηγάνε;
Κι ύστερα με λίγες λέξεις αλλά ξεκάθαρα,
— Πες μου. Δεν καταλαβαίνεις είμαι μαζί σου.
Αυτή τη φορά ψιθυριστά.
— Αν ξανάρθουν το βράδυ, πρόσεξε να μη σε βρούν. Σκαρφάλωσε την πίσω μάντρα της αυλής σου, ύστερα άλλο ένα σπίτι, μια αυλή και μετά είναι το δικό μου. Έλα έχω τον τρόπο μου. Μπορώ να σε κρύψω.
Η φράση που αποκαλύπτει τον χαρακτήρα του έργου. Σε κυνηγάνε; Ο Δράκος του Κούνδουρου, 1956. Ο Ντίνος Ηλιόπουλος, του λείπει το μουστάκι, αλλιώς θα ήτανε ίδιος ο Νίκος Πλουμπίδης. Κι αυτόν στο κάτω-κάτω ένας δικός του τον κάρφωσε στο τέλος.
Στην ανάκριση του Δράκου-Ντίνου Ηλιόπουλου ο εξευτελισμός και τα χάχανα των χωροφυλάκων. Γι’ αυτό πάντοτε έλεγες: Το βράδυ στο κρεββάτι με τα ρούχα. Να μην μας πιάσουν με τα σώβρακα, είναι θέμα τιμής. Κι όταν γύρισες σπίτι, κάπου αρχές Δεκεμβρίου, έπεφτες με το παντελόνι να πλαγιάσεις. Για ύπνο ποιος μιλάει τώρα;
Όχι δεν το θέλω έτσι. Προκαλώ την ταινία και συνεχίζω με άλλο τρόπο. Αντίθετο, εντελώς αντίθετο. Ανακατεύω σκηνές.
— Γιατί σε φέρανε εσένα εδώ;
— Γιατί με πιάσανε.
— Γιατί σε πιάσανε;
— Δεν έτρεξα αρκετά γρήγορα. (περισσότερα…)
