Ο Παναγιώτης Κονδύλης σε φωτογραφία του 1970.
*
Κοινωνική ιστορία, ιστορία των εννοιών και ιστορία των προβλημάτων
του ΣΩΚΡΑΤΗ ΒΕΚΡΗ
///
1 . Η Κοινωνική Ιστορία του Κόντσε
Ο Βέρνερ Κόντσε γεννήθηκε το 1910 και πέθανε το 1986, τη χρονιά που ο Κονδύλης δημοσίευσε (και του αφιέρωσε) το βιβλίο του για τον συντηρητισμό — ατυχής συγκυρία, καθώς ο Κόντσε δεν πρόλαβε να δει το έργο όπου οι καρποί της πολύχρονης διδασκαλίας του βρήκαν την πιο ευκρινή τους έκφραση. Στα πρώτα χρόνια της ακαδημαϊκής του πορείας, τα οποία σημαδεύτηκαν από την κατάρρευση της δημοκρατίας της Βαϊμάρης, την άνοδο του Ναζισμού και το ξέσπασμα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Κόντσε ασχολήθηκε με μια σειρά από θεμελιώδη ζητήματα της γερμανικής ιστορίας, εστιάζοντας στις αγροτικές μειονότητες των ανατολικών και σλάβικων περιοχών.[1] Οι μελέτες αυτής της περιόδου εντάσσονται στην ιστοριογραφική παράδοση της Volksgeschichte, η οποία, παρά τους εμφανείς δεσμούς της με την ιδεολογία του εθνικοσοσιαλισμού, υπήρξε σε πολλά επίπεδα καινοτόμα από αμιγώς ιστοριογραφική άποψη.[2] Σε γενικές γραμμές, η ενδιάμεση ζώνη μεταξύ Γερμανίας και Ρωσίας, κατοικούμενη από ένα μωσαϊκό εθνοτικών και γλωσσικών μειονοτήτων, καθώς και οι διάφοροι τρόποι με τους οποίους οι τελευταίες εισήλθαν στην τεχνική-βιομηχανική εποχή μέσω των εθνικών επαναστάσεων, αποτέλεσαν την αφετηρία και τον κεντρικό άξονα της ιστοριογραφίας του.[3] Μέσα από αυτές τις ιστορικές, εθνολογικές και κοινωνιολογικές ενασχολήσεις, κατέληξε, μεταξύ άλλων, σε ένα συμπέρασμα που θα αποδεικνυόταν καθοριστικό για τη διάγνωση του Κονδύλη σχετικά με την ιστορία της νεότερης Ελλάδας: πολλές από τις ανατολικές περιοχές εγκολπώθηκαν τα ιδεολογικά ρεύματα της Δυτικής Ευρώπης ενώ στερούνταν τις αστικές δομές της· γεγονός που οδήγησε σε μια «κατάφωρη αναντιστοιχία μεταξύ ιδεολογίας και πραγματικότητας».[4] Όπως ο Κονδύλης θα υπογράμμιζε χρόνια αργότερα, έτσι και ο καθηγητής του, ήδη δεκαετίες πριν, τόνιζε ότι η καχεξία της «bürgerliche Entfaltung» μπορούσε να εξηγήσει πολλά από τα δεινά και τις δυσλειτουργίες των εκάστοτε εξεταζόμενων περιοχών.[5]
Μετά τον πόλεμο, ο Κόντσε αναδείχθηκε σε μία από τις σημαντικότερες μορφές των γερμανικών ιστορικών επιστημών, εισάγοντας και προωθώντας τη «δομική ιστορία». Το 1957 ανέλαβε καθηγητής ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης, όπου ίδρυσε το Ινστιτούτο Κοινωνικής και Οικονομικής Ιστορίας και Ομάδα Εργασίας για τη Σύγχρονη Κοινωνική Ιστορία, δύο κέντρα έρευνας που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην ανάπτυξη και τη διάδοση του προγράμματος του. Μέχρι και το 1971 ο Κόντσε ονόμαζε την προσέγγισή του «δομική ιστορία» (Strukturgeschichte) και όχι «κοινωνική ιστορία» (Sozialgeschichte). Τον όρο «δομή» τον παρέλαβε από τον Γάλλο ιστορικό Φερνάντ Μπρωντέλ και τη σχολή Annales.[6] Στόχος της μεθοδολογίας που εισήγαγε ήταν η σύνθεση της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής ιστορίας υπό μια ενιαία «οργανωτική αρχή»—το συγκολλητικό υλικό, θα μπορούσαμε να πούμε—που εκφραζόταν μέσω της έννοιας της δομής. Ο ίδιος συχνά έκανε λόγο για «αλληλεπίδραση» (Wirkungszusammenhang) των κοινωνικών δομών, των πολιτειακών και συνταγματικών θεσμών και της πολιτικής, με τρόπο που θυμίζει την αντίστοιχη χρήση του όρου από τον Ντίλταϋ, αν και ο Κόντσε σπανίως αναφέρεται ρητά στις θεωρητικές του πηγές.[7] Από το 1971 και έπειτα, τη χρονιά δηλαδή που ο Κονδύλης εγκαταστάθηκε στην Φρανκφούρτη, ο Κόντσε εγκατέλειψε τον όρο «δομική ιστορία» και τον αντικατέστησε με αυτόν της «κοινωνικής ιστορίας», καθώς αντιλήφθηκε πως η προσέγγισή του διέφερε ουσιωδώς από αυτήν της Annales. Κι αυτό γιατί η κοινωνική ιστορία του Κόντσε περιλάμβανε τόσο την πολιτική ιστορία όσο και την ιστορία των εννοιών, δύο διαστάσεις που είναι απούσες από το έργο των Annalistes. Όπως εύστοχα παρατηρεί ο Ντήτριχ Χαρτ, ο Κονδύλης αναγνώρισε αμέσως στις μεθοδολογικές προϋποθέσεις της κοινωνικής ιστορίας του Κόντσε μια συγγένεια με τους βεμπεριανούς ιδεοτύπους, τους οποίους είχε ήδη αξιοποιήσει παραγωγικά στην μονογραφία του για τον Μακιαβέλλι.[8] (περισσότερα…)







