*
Μετάφραση-Σχόλια-Επιμέλεια στήλης
ΦΩΤΗΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ
Δεν γνωρίζουμε πότε ακριβώς οι Δομινικανοί εισήγαγαν την παράδοση να προσκαλούν εξέχουσες προσωπικότητες εκτός του τάγματος προκειμένου να απευθύνουν πανηγυρικούς για τον Άγιο Θωμά Ακινάτη κατά την 7η Μαρτίου, την ημέρα τίμησης και μνήμης του. Στη σχετική παράδοση των Δομινικανών της Ρώμης, η παλαιότερη ομιλία που διασώζεται είναι εκείνη του Λορέντσο Βάλλα, θεμελιωτή της νεότερης φιλολογίας και ιστορικής κριτικής, η οποία εκφωνήθηκε το 1457 στη Βασιλική της Santa Maria sopra Minerva. Ο λόγος του Βάλλα, βέβαια, είναι ο λιγότερο αντιπροσωπευτικός και έχει πολλάκις χαρακτηρισθεί «αντι-πανηγυρικός». Δεν είναι τυχαίο ότι, καθώς μαθαίνουμε από συγκαιρινές πηγές, έτυχε ιδιαιτέρως δυσμενούς υποδοχής. Λαμβάνοντας υπόψη την εκτεταμένη αναζωογόνηση του θωμισμού στις αρχές του 15ου αιώνα –με τον Ακινάτη να έχει καταστεί κεντρικό σημείο αναφοράς της δομινικανής αυτοσυνειδησίας και τη Summa να επισκιάζει ως εγχειρίδιο ακόμα και τις Sententiae του Πέτρου Λομβαρδού–, οι ακροατές ενός λόγου που όχι μόνον αμφισβητούσε τη διαιώνια και υπερχρονική αξία της θωμιστικής φιλοσοφίας αλλά, εμμέσως πλην σαφώς, την καταδείκνυε και ως παράδειγμα προς αποφυγή, πρέπει να ένιωσαν τουλάχιστον αμήχανα. Στο Εγκώμιο του Αγίου Θωμά Ακινάτη ο Βάλλα συνοψίζει αφενός τις ρηξικέλευθες αντιμεταφυσικές του θέσεις και αφετέρου τον βιβλικό ανθρωπισμό που θα επηρέαζε αποφασιστικά μεταγενέστερους συγγραφείς, και πιο χαρακτηριστικά τον Έρασμο.
Στο προοίμιο ο Βάλλα υπερασπίζεται την πρακτική της επίκλησης των θείων κατά την έναρξη μιας ομιλίας. Στη διήγηση παρουσιάζει ένα μακροσκελές σκεπτικό δυσπιστίας απέναντι στην τυπική διάκριση των αγίων σε «μάρτυρες» και «ομολογητές», εντός της οποίας οι δεύτεροι θεωρούνται γενικά υποδεέστεροι των πρώτων. Ο Θωμάς, εξηγεί ο Βάλλα, αν και συγκαταλέγεται στους «ομολογητές», είναι στην πραγματικότητα ανώτερος από πολλούς «μάρτυρες». Οδηγώντας δε το σκεπτικό στην υπερβολή, φθάνει να τον συγκαταριθμήσει μεταξύ των Χερουβείμ και των Σεραφείμ, προκειμένου ακριβώς να αναγνωρίσει, γρήγορα και έντεχνα, την ανάγκη να τον εγκωμιάσει με αυστηρή αίσθηση του μέτρου. Στη σχετικά σύντομη απόδειξη ο Θωμάς επαινείται τόσο για τις αρετές του όσο και για τα σημάδια θεϊκής εύνοιας που συνόδευσαν τη ζωή του.
Το πιο διάσημο μέρος της ομιλίας του Βάλλα είναι, δίχως αμφιβολία, ο έλεγχος. Εκεί ο Βάλλα, αφού μεμφθεί με λεπτότητα την υποτιθέμενη πανεπιστημοσύνη του Ακινάτη, στρέφεται εναντίον τόσο του αντικειμένου, όσο και της ορολογίας της σχολαστικής μεταφυσικής. Για το πρώτο παρατηρεί ότι η σύμφυρση της θεολογίας με την –εγγενώς– σαθρή φιλοσοφία καταφέρνει μόνον να επιτείνει την άγνοια και την περιπλοκή γύρω από ιερά ζητήματα. Ως προς το δεύτερο, υπενθυμίζει τον βεβιασμένο/απερίσκεπτο χαρακτήρα της μεταφοράς ελληνικών φιλοσοφικών όρων στα λατινικά καθώς και ότι οι Λατίνοι πατέρες της εκκλησίας, κατεξοχήν εκείνοι του 4ου και του 5ου αιώνα, ουδέποτε υιοθέτησαν τέτοια ορολογία. Εκφράζοντας, λοιπόν, την αποστροφή του απέναντι στην τεχνητή και αφύσικη γλώσσα της σχολαστικής και πιστός στην προάσπιση του πρωτείου της ρητορικής έναντι της φιλοσοφίας, προβάλλει ως ανώτατο πρότυπο θεολογικού λόγου και ύφους τον Παύλο. Στον επίλογο ο Βάλλα παρουσιάζει μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα αποτίμηση και αντιπαραβολή των διδασκάλων της εκκλησίας σε Δύση και Ανατολή, δίνοντας στον Θωμά μια θέση πλάι στον Ιωάννη Δαμασκηνό.
~.~
ΛΟΡΕΝΤΣΟ ΒΑΛΛΑ
Εγκώμιο Αγίου Θωμά Ακινάτη [1]
I 1 Στα αρχαία χρόνια, τόσο στους Έλληνες όσο και στους Λατίνους, όταν κάποιος επρόκειτο να αγορεύσει για ένα σπουδαίο θέμα ενώπιον δικαστών ή του πλήθους, είθιστο να ξεκινά με μια επίκληση των θείων[2]. 2 Νομίζω πως τούτο το τελετουργικό εισήχθη από τους λάτρεις του αληθινού θεού, όπως άλλωστε και οι θυσίες, οι απαρχές[3], οι ιεροτελεστίες και άλλες μορφές τίμησης των θείων. Έπειτα δε, τούτο το τελετουργικό, όπως και όλα τα υπόλοιπα, μεταφέρθηκε από την αληθινή θρησκεία στις ψεύτικες. Αναμφισβήτητα, από όλα τα πράγματα που κάνουν οι άνθρωποι τούτο ξεχωρίζει ως η τερατωδέστερη ανοσιότητα και αποτελεί, ενδεχομένως, τη ρίζα όλων των κακών: να αποτίνουν τη θρησκευτική λατρεία που οφείλεται στον αθάνατο θεό και μοναδικό δημιουργό, στους θνητούς και τα δημιουργήματα. 3 Τούτη η συνήθεια, αφού ευδοκίμησε για πολλούς αιώνες και στα δύο έθνη, άρχισε σταδιακά να χάνει τη δύναμή της και οι άνθρωποι, είτε επρόκειτο να υπερασπιστούν καλό σκοπό, είτε κακό, έπαψαν να επικαλούνται τα θεία. Όσοι υπερασπίζονταν κακό σκοπό έπαψαν να τα επικαλούνται είτε επειδή δεν πίστευαν ότι υπάρχουν θεοί, είτε επειδή τους έτρεμαν (αφού, οποιοσδήποτε απευθύνει μια ικεσία στους θεούς, την απευθύνει προκειμένου να διασφαλίσουν την αλήθεια και τη δικαιοσύνη, πράγματα που ο κακός αποστρέφεται). Όσοι από την άλλη υπερασπίζονταν έναν καλό σκοπό, αφενός ήθελαν να καλλιεργούν την εντύπωση πως αποδίδουν μεγαλύτερη βάση στη θεσμοσύνη τους έναντι της κηδεμονίας των θεών, αφετέρου θεωρούσαν πως θα φαίνονταν πιο ανδροπρεπείς και σπουδαίοι εάν δεν κατέφευγαν διαρκώς σε ικεσίες προς τους θεούς όπως κάνουν οι γυναίκες (καθώς θεωρείτο τότε γυναικίσιο, και όχι ανδροπρεπές, να επικαλείσαι τα θεία, για αυτό και ο Κάτων -στον Σαλούστιο- λέει: «η αρωγή των θεών δεν εξασφαλίζεται ούτε με υποσχέσεις, ούτε με γυναικίσια παρακάλια»[4]). (περισσότερα…)
