λατινοαμερικανική λογοτεχνία

Are you ready, Havanna?

*

του JORGE FORNET GIL

«Are you ready, Havanna?» Με αυτήν τη ρητορική ερώτηση προς το τέλος της συναυλίας του στην πρωτεύουσα της Κούβας, ο Μικ Τζάγκερ άφηνε να εννοηθεί ότι το καλύτερο μέρος τώρα κατέφθανε, ετοιμαστείτε, κυρίες και κύριοι, για να ακούσετε το πιο διάσημο τραγούδι στην ιστορία της ροκ. Και όντως, ήρκεσαν τα πρώτα κιόλας ακόρντα του “Satisfaction” για να αντηχήσουν οι αλαλαγμοί του μισού εκατομμυρίου θεατών. Ναι, η Αβάνα ήταν έτοιμη για την κορύφωση της απρόσμενης συνάντησής της με τους Ρόλιγκ Στόουνς. Εξίσου έτοιμη ήταν και για την επίσκεψη, μόλις λίγες μέρες νωρίτερα, του πρώτου Προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών εδώ και έξι δεκαετίες, διατεθειμένου να καπνίσει από κοινού με την κυβέρνηση της νήσου την πίπα της ειρήνης. Τα πράγματα άλλαζαν, δε χωρούσε αμφιβολία. Ήταν αδύνατο να φανταστεί κανείς παρόμοια σκηνικά, ακόμη και δύο ή τρία χρόνια νωρίτερα. Για την ακρίβεια, ήταν αδύνατον πριν την 17η Δεκεμβρίου 2014, οπότε οι πρόεδροι Ραούλ Κάστρο και Μπαράκ Ομπάμα ανακοίνωναν την πρόθεσή τους να αποκαταστήσουν τις διπλωματικές σχέσεις μεταξύ των χωρών τους. Εκ των υστέρων, η παράδοση εξουσιών εκ μέρους του απερχόμενου Προέδρου, Φιντέλ Κάστρο, στις 31 Ιουλίου 2006 και η εν συνεχεία πλήρης παραίτησή του από το αξίωμα κάποιους μήνες αργότερα μπορούν να ιδωθούν ως σημείο καμπής, όχι μόνο με όρους συμβολικούς, αλλά και γιατί ο διάδοχός του επιτάχυνε αλλαγές που ήδη είχαν ξεκινήσει ή εισήγαγε άλλες που σταδιακά θα άλλαζαν την κοινωνία της Κούβας, θέτοντας τις βάσεις για περαιτέρω αλλαγές –βαθύτερες ακόμη– που θα έποντο. Και όμως, όπως γνωρίζουμε, οι πιο δραστικές αλλαγές είχαν ξεκινήσει πολύ νωρίτερα και μάλιστα είχαν προαναγγελθεί στο χώρο της λογοτεχνίας, πριν ακόμη γίνουν ορατές ιστορικά και πολιτικά. Η Μαργαρίτα Ματέο θυμάται με ακρίβεια την 29η Μαίου 1989, οπότε εμφανίστηκε στην Επαναστατική Νεολαία[1] μία κριτική με τίτλο «Πένες με στόχο την ανανέωση. Μία συνάντηση που αποδεικνύει την ύπαρξη μιας υγιούς νεαρής πεζογραφίας στην Κούβα», αναφορικά με την πρόσφατη Εθνική Συνέλευση Νέων Πεζογράφων[2] που είχε πραγματοποιηθεί στην πόλη Κάρντενας. Παρόλο που το Τείχος του Βερολίνου στεκόταν τότε ακόμη όρθιο και δε διαφαινόταν η Πτώση του, η νέα γενιά συγγραφέων που αναδυόταν –αυτοί οι Νέοι, χαρακτηρισμός πρόχειρος που συνοδεύτηκε ωστόσο από ιδιαίτερη τύχη– έμοιαζε να φέρνει νέες προτάσεις. Με την Πτώση, ο ανανεωτικός της χαρακτήρας απλώς ριζοσπαστικοποιήθηκε.

Αρκετές φορές έχω επιχειρήσει να εννοήσω τη λογοτεχνία της Κούβας εντός του πλαισίου της Λατινικής Αμερικής. Το πρόβλημα ωστόσο –πρόβλημα δικό μου– παραμένει και δεν είναι άλλο, από τη δυσκολία συσχετισμού των Κουβανών συγγραφέων με τους υπόλοιπους στο ευρύτερο περιβάλλον τους. Το ξέρω, ιδανικά οι εν λόγω συγγραφείς θα χάνονταν μέσα στο σύνολο και θα συμφύρονταν με τους υπόλοιπους συναδέρφους τους, ωστόσο είναι δύσκολο να υπερνικηθεί η αντίσταση απέναντι σε μια τέτοιου είδους απαλοιφή. Η ιδέα περί λογοτεχνικής ιδιαιτερότητας της νήσου επιδρά τόσο στην πραγματικότητα, όσο και στην υποκειμενικότητα. Σε μεγάλο βαθμό, οι συγγραφείς της Κούβας διαφοροποιούνται μόνο και μόνο επειδή εμείς έτσι τους διαβάζουμε. (περισσότερα…)

14 Ιουνίου 1986: Ο Μπόρχες πεθαίνει στη Γενεύη

*

του ΗΛΙΑ ΜΑΛΕΒΙΤΗ

Ονειρεύτηκε το ξίφος στον ιδεώδη τόπο του, τον στίχο.
ΜΠΟΡΧΕΣ, «Ονειρεύεται κάποιος»

Στις 14 Ιουνίου 1986, ο Χόρχε Λουΐς Μπόρχες πέθανε και τάφηκε στη Γενεύη (Cimitière de Plainpalais, 18 Ιουνίου). Πάνω απ’ τον τάφο του τοποθετήθηκε μια ολωσδιόλου ιδιαίτερη επιτύμβια πέτρα, αμφίπλευρα σκαλισμένη, από τον Αργεντινό γλύπτη Eduardo Longato. Στην μπροστινή της όψη, στο επάνω μέρος είναι χαραγμένο το όνομά του και κάτω αριστερά οι χρονολογίες γέννησης και θανάτου του (1899-1986) στο πλάι ενός ψηλόκορμου κέλτικου σταυρού. Στο κέντρο βρίσκεται σκαλισμένη μία σκηνή με πολεμιστές που υψώνουν σπαθιά και τσεκούρια, αντίγραφο μιας ταφόπλακας της μονής του Lindisfarne, που πιθανόν δημιουργήθηκε μετά την πρώτη επιδρομή των Βίκινγκ το 793. Ακριβώς κάτω από την ανάγλυφη σκηνή υπάρχει η επιγραφή: «and ne forhtedon nā».

Η φράση αυτή, που προέρχεται από το έπος Η μάχη του Μάλντον, της παλαιο-αγγλικής (αγγλοσαξονικής) γλώσσας, μεταφράζεται: «και να μη φοβούνται». Στην πίσω όψη της επιτύμβιας πλάκας είναι σκαλισμένο ένα καράβι των Βίκινγκ που με αναπεπταμένο το ιστίο πλέει στα κύματα και το επιστέφει η επιγραφή «Hann tekr sverthit Gram ok leggr i methal theira bert», ενώ ακριβώς αποκάτω του αναγράφεται «De Ulrica a Javier Otárola». Η φράση αυτή στα παλαιο-νορδικά είναι ένας στίχος από το 27ο κεφάλαιο της Völsunga saga. Ο Ζίγκουρντ, μεταμφιεσμένος στον σύζυγο της Βρουγχίλδης ξαπλώνει δίπλα της «παίρνει το ξίφος Γκραμ και γυμνό το βάζει ανάμεσά τους». [1]

Η ίδια ακριβώς αυτή φράση είναι το μότο του μπορχεσιανού αφηγήματος «Ουλρίκα» (στο Βιβλίο από άμμο) και η μνεία της εκεί συσχετίζει άμεσα το αφήγημα με την αναγραφή της στην ταφόπετρα. Η συγκεκριμένη ιστορία είναι η μόνη ερωτική ιστορία σε όλο το μπορχεσιανό corpus, όπως έχει ειπωθεί, όπου μνημονεύεται μία σεξουαλική συνεύρεση (ή ακριβέστερα: αφήνεται με ποιητική ευκρίνεια και σαφήνεια να εννοηθεί). Ενώ η ηρωίδα Ουλρίκα στην αρχή αρνείται «με ευγενική αποφασιστικότητα» στον αφηγητή Χαβιέ Οτάλορα την ερωτική επαφή, συγκατανεύει αργότερα στο πανδοχείο, όταν πια αυτή τον αποκαλεί Ζίγκουρντ κι εκείνος Βρουγχίλδη. Η ιστορία αυτή εξηγεί και τη συνοδευτική αφιέρωση στην πέτρα «από την Ουλρίκα στον Χαβιέ Οτάρολα» (παρά τη μετάθεση των υγρών ρ και λ). [2] (περισσότερα…)

Jorge Ninapayta, Ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες και εγώ

*

Εισαγωγή- Μετάφραση ΒΑΣΩ ΧΡΗΣΤΑΚΟΥ

Ο Περουβιανός πεζογράφος Χόρχε Νιναπάυτα (Νάσκα, 1957 – Λίμα, 2014) έκανε τις πανεπιστημιακές του σπουδές στη Λίμα, στα πανεπιστήμια Κατόλικα και Σαν Μάρκος. Η διδακτορική του διατριβή ήταν πάνω στη λογοτεχνία. Εργάστηκε σαν καθηγητής στη Λίμα και τη Νέα Υόρκη, όπου έζησε πάνω από δέκα χρόνια. Η πολυάσχολη ακαδημαϊκή του ζωή και η σχολαστικότητα με την οποία διόρθωνε τα κείμενά του δεν του επέτρεψαν να αφήσει πίσω του έργο ιδιαίτερα εκτεταμένο. Διακρίθηκε ως διηγηματογράφος. Το έτος 2000 συγκέντρωσε όλα του τα βραβευμένα διηγήματα, μαζί με κάποια ανέκδοτα, στο βιβλίο Muñequita linda, έργο που τον καταξίωσε και διεθνώς ως έναν από τους σημαντικούς διηγηματογράφους της γλώσσας του.

Η σταθερά στα διηγήματα του Νιναπάυτα είναι οι μοναχικοί ήρωές του, άνθρωποι που δεν καταφέρνουν να αρθούν στο ύψος των προσδοκιών τους και γι’ αυτό πλάθουν μια άλλη ζωή «φανταστική» και παράλληλη, όπου γνωρίζουν την πλήρωση. Αυτή είναι και η περίπτωση του διορθωτή στο διήγημα «Ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες κι εγώ» ο οποίος έχει την τύχη να του αναθέσουν να επιμεληθεί την πρώτη έκδοση ενός έργου μοναδικού, του αριστουργήματος του Κολομβιανού συγγραφέα Εκατό χρόνια μοναξιάς.

~.~

Παράξενοι ήταν οι δρόμοι που με οδήγησαν στη δόξα. Τώρα που ανασκοπώ τη ζωή μου μπορώ να το διακρίνω καθαρά. Την ημέρα που έκλεινα τα είκοσι τρία, σ’ ένα μπαρ του Καγιάο μια αξιοσέβαστη και λιπόσαρκη τσιγγάνα μού διάβασε τη μοίρα στα χαρτιά. Μετά, με επίσημο ύφος, μου είπε ότι θα έκανα κάτι πολύ σπουδαίο στη ζωή μου· «κάτι μεγαλειώδες», ήταν τα λόγια της.

Η αλήθεια είναι ότι αυτό δεν ήταν και καμιά μεγάλη έκπληξη για μένα, ήμουν πάντα πεπεισμένος γι’ αυτό. Αν και πίστευα ότι δεν είναι απαραίτητο να κάνω κάτι υπερβολικό· μια συνεισφορά στην Ιστορία, όσο μικρή και να ’ναι, είναι αξιοσημείωτο επίτευγμα. Και ενώ η αναμενόμενη στιγμή πλησίαζε, εγώ εργαζόμουν ως διορθωτής κειμένων σ’ έναν εκδοτικό οίκο βιβλίων θεολογίας.

Τέσσερα χρόνια μετά, έφυγα από το Καγιάο σ’ ένα φορτηγό πλοίο που με πήγε σε διάφορα λιμάνια της Νότιας Αμερικής. Έτσι άρχισε ένας περίπλους που κράτησε πάνω από δέκα χρόνια. Κέρδιζα το ψωμί μου διορθώνοντας κείμενα. Σε όποιο μέρος έφτανα, έψαχνα για τους πιο γνωστούς εκδοτικούς οίκους ή εφημερίδες και πήγαινα εκεί για να προσφέρω τις υπηρεσίες μου. (περισσότερα…)