*
Εισαγωγή- Μετάφραση ΒΑΣΩ ΧΡΗΣΤΑΚΟΥ
Ο Περουβιανός πεζογράφος Χόρχε Νιναπάυτα (Νάσκα, 1957 – Λίμα, 2014) έκανε τις πανεπιστημιακές του σπουδές στη Λίμα, στα πανεπιστήμια Κατόλικα και Σαν Μάρκος. Η διδακτορική του διατριβή ήταν πάνω στη λογοτεχνία. Εργάστηκε σαν καθηγητής στη Λίμα και τη Νέα Υόρκη, όπου έζησε πάνω από δέκα χρόνια. Η πολυάσχολη ακαδημαϊκή του ζωή και η σχολαστικότητα με την οποία διόρθωνε τα κείμενά του δεν του επέτρεψαν να αφήσει πίσω του έργο ιδιαίτερα εκτεταμένο. Διακρίθηκε ως διηγηματογράφος. Το έτος 2000 συγκέντρωσε όλα του τα βραβευμένα διηγήματα, μαζί με κάποια ανέκδοτα, στο βιβλίο Muñequita linda, έργο που τον καταξίωσε και διεθνώς ως έναν από τους σημαντικούς διηγηματογράφους της γλώσσας του.
Η σταθερά στα διηγήματα του Νιναπάυτα είναι οι μοναχικοί ήρωές του, άνθρωποι που δεν καταφέρνουν να αρθούν στο ύψος των προσδοκιών τους και γι’ αυτό πλάθουν μια άλλη ζωή «φανταστική» και παράλληλη, όπου γνωρίζουν την πλήρωση. Αυτή είναι και η περίπτωση του διορθωτή στο διήγημα «Ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες κι εγώ» ο οποίος έχει την τύχη να του αναθέσουν να επιμεληθεί την πρώτη έκδοση ενός έργου μοναδικού, του αριστουργήματος του Κολομβιανού συγγραφέα Εκατό χρόνια μοναξιάς.
~.~
Παράξενοι ήταν οι δρόμοι που με οδήγησαν στη δόξα. Τώρα που ανασκοπώ τη ζωή μου μπορώ να το διακρίνω καθαρά. Την ημέρα που έκλεινα τα είκοσι τρία, σ’ ένα μπαρ του Καγιάο μια αξιοσέβαστη και λιπόσαρκη τσιγγάνα μού διάβασε τη μοίρα στα χαρτιά. Μετά, με επίσημο ύφος, μου είπε ότι θα έκανα κάτι πολύ σπουδαίο στη ζωή μου· «κάτι μεγαλειώδες», ήταν τα λόγια της.
Η αλήθεια είναι ότι αυτό δεν ήταν και καμιά μεγάλη έκπληξη για μένα, ήμουν πάντα πεπεισμένος γι’ αυτό. Αν και πίστευα ότι δεν είναι απαραίτητο να κάνω κάτι υπερβολικό· μια συνεισφορά στην Ιστορία, όσο μικρή και να ’ναι, είναι αξιοσημείωτο επίτευγμα. Και ενώ η αναμενόμενη στιγμή πλησίαζε, εγώ εργαζόμουν ως διορθωτής κειμένων σ’ έναν εκδοτικό οίκο βιβλίων θεολογίας.
Τέσσερα χρόνια μετά, έφυγα από το Καγιάο σ’ ένα φορτηγό πλοίο που με πήγε σε διάφορα λιμάνια της Νότιας Αμερικής. Έτσι άρχισε ένας περίπλους που κράτησε πάνω από δέκα χρόνια. Κέρδιζα το ψωμί μου διορθώνοντας κείμενα. Σε όποιο μέρος έφτανα, έψαχνα για τους πιο γνωστούς εκδοτικούς οίκους ή εφημερίδες και πήγαινα εκεί για να προσφέρω τις υπηρεσίες μου.
Η διόρθωση των κειμένων είναι μια δουλειά παραγνωρισμένη. Και δεν είναι μια δουλειά εύκολη, ακόμα και αν μερικοί τη θεωρούν δουλειά βοηθητική και μικρής σημασίας. Σ’ αυτήν τη δουλειά πρέπει να κατέχεις όχι μόνο την ορθογραφία, τη γραμματική, τα συνώνυμα, αλλά και τον ρυθμό και την τέχνη της συνήχησης των φράσεων. Πολλές φορές επίσης, πρέπει να μαντέψεις αυτό που θέλει να πει ο συγγραφέας. Η εμπειρία προσφέρει δεξιότητα στον καλό διορθωτή· και με τα χρόνια, αρκεί μια γρήγορη ματιά στις πρώτες φράσεις ενός κειμένου για να ζυγιάσουμε την ποιότητα του συγγραφέα του, για να καταλάβουμε αν είμαστε ενώπιον ενός επαγγελματία της πέννας ή ενός άσχετου που συναρμολογεί λέξεις.
Η πιο σημαντική χρονιά της ζωής μου ήταν το 1967, όταν βρέθηκα στο Μπουένος Άιρες. Εργαζόμουν διορθώνοντας βιβλία τεχνικού περιεχομένου, ενημερωτικά έντυπα και κάποιες συλλογές παραμυθιών σ’ έναν αρκετά καλό εκδοτικό οίκο, αφού πριν είχα καταντήσει να δουλεύω σαν βοηθός κουζίνας σ’ ένα γιαπωνέζικο εστιατόριο. Δεν συνέβαινε κάτι ιδιαίτερο στη ζωή μου και ήδη άρχιζα να αμφιβάλλω για μένα. Μέχρι που τεσσερισήμισι μήνες μετά την πρόσληψή μου σ’ αυτόν τον εκδοτικό οίκο, μου έφτασε στα χέρια ένα ογκώδες κείμενο σ’ έναν κίτρινο φάκελο. Ήταν ένα μυθιστόρημα, μου είπαν, στο οποίο έπρεπε να κάνω τη διόρθωση: «Βιάσου, ο εκδότης θέλει να προχωρήσει στην έκδοση σε μία βδομάδα».
Είναι σύνηθες παντού· οι εκδότες πάντα βιάζονται και θέλουν ο καθένας να σκοτώνεται την τελευταία στιγμή, όταν αυτοί έχουν χάσει πολύτιμο χρόνο κάνοντας υπολογισμούς πάνω στα κοστολόγια παραγωγής και άλλες κοινοτοπίες.
Ξεφύλλισα απρόθυμα τις σελίδες, περιμένοντας να βρεθώ μπροστά σε κάποιο ακαταλαβίστικο κείμενο επαρχιώτικου ύφους και δακρύβρεχτης θεματικής, από εκείνα που επιβιώνουν ακόμα και τώρα. Όμως συνέβη κάτι απρόβλεπτο· από τις πρώτες σελίδες αυτού του μυθιστορήματος έμεινα έκπληκτος. Κάτι είχα διαβάσει προηγουμένως του ίδιου συγγραφέα, κάποια διηγήματα νομίζω· αλλά αυτό το μυθιστόρημα, που στην πρώτη σελίδα του αναγραφόταν Εκατό χρόνια μοναξιάς, ήταν αναμφίβολα ένα έργο ξεχωριστό και πρωτότυπο.
Διασκέδασα πάρα πολύ διαβάζοντας με απόλαυση κάθε κεφάλαιο, κάθε παράγραφο, κάθε γραμμή. Κάθε φράση καλούσε την επόμενη με φυσικότητα, καθώς δένονταν μεταξύ τους σ’ ένα μεγάλο κόσμημα από φίνα αραβουργήματα και η ιστορία προχωρούσε τυλίγοντάς με σε ένα θαυμαστό σύμπαν. Δεν του έβρισκα κανενός είδους λάθη, ούτε καν ανορθογραφίες.
Η δουλειά μου, εκείνη τη φορά, περιορίστηκε στην αντιβολή του πρωτότυπου με το κείμενο που θα πήγαινε προς έκδοση, για να εντοπίσω τα λάθη της δακτυλογράφου. Ωστόσο, φαινόταν ότι ακόμα και εκείνη, μια χοντρέλα από την Μεντόσα, που αγκομαχούσε καθώς κοπάναγε τα πλήκτρα, είχε κολλήσει την ίδια τελειομανία και είχε ξεχάσει τα συχνά λάθη της. Και ενώ έκανα τη δουλειά μου, σκεφτόμουν ότι κάτι τέτοιο, ακριβώς τέτοιο, θα μου άρεσε να γράψω. Και θυμήθηκα αυτό που είχε πει η τσιγγάνα.
Προχωρούσα την ανάγνωση του μυθιστορήματος χωρίς να βρίσκω κανένα λάθος. Κάθε σελίδα που τσεκάριζα την έβαζα πάνω σε ένα δίσκο απ’ όπου την έπαιρνε ένας υπάλληλος του εκδοτικού οίκου. Μέχρι που, λίγο μετά τη μέση, βρήκα κάτι που με αιφνιδίασε: μια κλητική χωρίς το κόμμα της. Σ’ έναν διάλογο, τον Αουρελιάνο Μπουενδία τον φώναζε κάποιος από τους υπολοχαγούς του και το όνομα εμφανιζόταν χωρίς το «αυστηρό» κόμμα. Σκέφτηκα ότι μάλλον επρόκειτο για απροσεξία τής δακτυλογράφου, δεν υπήρχε άλλη εξήγηση. Αλλά όταν ξαναδιάβασα το πρωτότυπο, η έκπληξή μου ήταν τεράστια διαπιστώνοντας ότι ούτε εκεί εμφανιζόταν το απαραίτητο σημείο στίξης. Ο, δεξιοτέχνης, συγγραφέας είχε κάνει λάθος. Ήταν δυνατόν; Μάλλον από το πολύ ξεψάχνισμα και διόρθωμα των φράσεων. Συμβαίνει μερικές φορές.
Να με συγχωράει ο Θεός, αλλά ομολογώ ότι μου έδωσε πολλή χαρά αυτό το γεγονός, αφού από τότε ήμουν πεισμένος ότι αυτό το μυθιστόρημα θα έγραφε ιστορία. Εκείνη τη στιγμή ένιωσα καθαρά ότι μια φωνή με καλούσε από ψηλά και με προτρεπτικό τόνο μου έδειχνε ότι είχε φτάσει η στιγμή. Η δική μου σ τ ι γ μ ή .
Ξανακοίταξα την κλητική, που έμοιαζε σαν εγκαταλελειμμένη και ανυπεράσπιστη χωρίς το κόμμα της. Και τότε δεν μου απέμενε παρά να επιτελέσω το έργο μου, να βάλω το λιθαράκι μου. Έτσι λοιπόν πήρα τη χοντρή μου πέννα με την υγρή μελάνη, προσπαθώντας να αγνοήσω ένα τρέμουλο που στην αρχή απείλησε να παραλύσει το χέρι μου, ανέπνευσα βαθιά και αργά, υπολόγισα την απόσταση, την απαραίτητη πίεση και αυτή τη φορά με σίγουρο χέρι και σταθερό σφυγμό έβαλα το κόμμα: μια χοντρή τελεία με μια ουρίτσα από κάτω, όπως ορίζουν οι κανόνες, τόσο στην εκδοχή του συγγραφέα όσο και σε αυτή της δακτυλογράφου. Αυτό ήταν όλο. Αυτό ήταν αρκετό.
Τα υπόλοιπα είναι ιστορία. Το μυθιστόρημα στην πράξη εγκαινίασε έναν νέο τρόπο αφήγησης, κυκλοφόρησαν ποικίλες εκδόσεις του και πουλήθηκαν εκατομμύρια αντίτυπα. Εγώ παρέμεινα στο Μπουένος Άιρες μόνο μέχρι την τρίτη έκδοση. Επέστρεψα στο Καγιάο, όπου προσλήφθηκα σαν διορθωτής σ’ ένα τμήμα του Υπουργείου Παιδείας. Παντρεύτηκα, έκανα τρία παιδιά, ήμουν ευτυχισμένος· τίποτα σπουδαίο. Χρόνια αργότερα, συνταξιοδοτήθηκα.
Η ζωή μου στη συνέχεια προσηλώθηκε στην παρακολούθηση της εκδοτικής πορείας του έργου. Μόλις μια νέα έκδοση έφτανε στα βιβλιοπωλεία, έτρεχα να πάρω ένα αντίτυπο, εν μέρει για να τιμήσω το μυθιστόρημα, πάνω απ’ όλα όμως για να επαληθεύσω την παρουσία του κόμματός μου, για να βεβαιωθώ αν πράγματι συνέχιζε να είναι στη θέση του. Και, ασφαλώς, εκεί ήταν· καλά ριζωμένο, εκπληρώνοντας την τιμημένη του αποστολή, επιπλέον μάλιστα μου φαινόταν ότι ξεχώριζε περισσότερο από τα άλλα κοντινά σημεία στίξης.
Τώρα, που η ταπεινή μου σύνταξη δεν μου επιτρέπει να αγοράζω τις καινούριες εκδόσεις –και κάποιες είναι ιδιαίτερα πολυτελείς– μπορώ μόνο να τις θαυμάζω. Μπαίνω σ’ αυτά τα κομψά βιβλιοπωλεία του κέντρου, προσπερνώ τον πωλητή που με κοιτάζει με περιφρονητικό ύφος, εντοπίζω την καινούρια έκδοση, φτάνω ώς την επίμαχη σελίδα –που ποικίλει ανάλογα με τον εκδοτικό οίκο– και βλέπω το κόμμα μου. Και όταν διαβάζω τη σχετική παράγραφο και θυμάμαι όλη την αναγνώριση που αξιώθηκε το έργο, το πόσο συνέβαλε στο να κερδίσει ο συγγραφέας του το Νόμπελ, νιώθω και εγώ περηφάνεια και μου φουσκώνει το στήθος από συγκίνηση. Αυτές τις στιγμές διακρίνω καθαρά την ανάσα της δόξας να μου αγγίζει το πρόσωπο και να ανακατεύει τα γκρίζα μου μαλλιά και νιώθω υπερήφανος, πολύ υπερήφανος, γι’ αυτό το μυθιστόρημα που, προ πολλών ετών, σε εποχή μακρινή τώρα πια, γράψαμε ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες και εγώ.
ΧΟΡΧΕ ΝΙΝΑΠΑΫΤΑ
*