κοινωνιολογία

Πραξικόπημα ενάντια στη φύση

*

του ΦΩΤΗ ΤΕΡΖΑΚΗ

~.~

α. Η καταστροφή των σημασιών

Ο 21ος αιώνας ανέτειλε στον αστερισμό τής ανησυχίας. Χωρίς το εκκοσμικευμένο απολυτρωτικό όραμα της ιστορίας, που κατήγγειλαν οι «μεταμοντέρνοι» δημαγωγοί, κανένας φραγμός δεν έμεινε ικανός να ανασχέσει τον τρόμο τού μέλλοντος. Η φιλοσοφική σκέψη, που η κρίση της είχε προειδοποιητικά αναγγελθεί από την τρίτη δεκαετία τού 20ου αιώνα, οδηγήθηκε με ανεξήγητους πανηγυρισμούς στην αυτοκτονία της στο τέλος τού ίδιου αυτού αιώνα. Εγκαταλείποντας τον μοναδικό ρόλο απ’ όπου αντλούσε την ανανεούμενη ζωτικότητάς της στους αιώνες που σφράγισε με την παρουσία της, τον ρόλο τού «διορθωτικού τής ιστορίας» (Χορκχάιμερ), γονάτισε μπροστά στις ιστορικές δυνάμεις τής καταστροφής που απεργάζονται το πραγματικό τέλος τού ανθρώπου και της γης. Αναθαρρυμένοι από την αδυναμία τού αντιπάλου, οι κήρυκες της ανθρώπινης υποδούλωσης εκφωνούν απερίφραστα τις μακάβριες δημηγορίες τους: από Το τέλος τής ιστορίας και ο τελευταίος άνθρωπος (1992)1 του Francis Fukuyama και Η σύγκρουση των πολιτισμών και ο ανασχηματισμός της παγκόσμιας τάξης (1996)2  του Samuel Huntington, μέχρι το Homo Deus. Μια σύντομη ιστορία τού μέλλοντος (2016)3  του Yuval Noah Harari και τo Η μεγάλη επανεκκίνηση (2020)4 των Klauss Schwab και Thierry Malleret, η σχεδιαζόμενη από την κορυφή τής διεθνούς κεφαλαιοκρατικής ελίτ δυστοπία έχει αναγγελθεί με ανατριχιαστική ακρίβεια.

Στην τελευταία αυτή πράξη τού παγκόσμιου ταξικού αγώνα, η έκβαση —προσωρινή, δικαιούμαστε ακόμα να ελπίζουμε— καθορίστηκε όχι μόνο από τη συντριπτική υπεροπλία και τη μακράν υπέρτερη ικανότητα οργάνωσης των κρατούντων, αλλά κι από ένα ανυπολόγιστης εμβέλειας όπλο που μπόρεσε να σπείρει τη σύγχυση στους «από κάτω», φαλκιδεύοντας την ικανότητά τους για συνεννόηση και οργάνωση: την καταστροφή των σημασιών ή, ακριβέστερα, τoν σφετερισμό τής γλώσσας τους και τη μεθοδευμένη αλλοίωση των νοημάτων της.

Το στρατήγημα αυτό έχει δύο συμπληρωματικές όψεις. Η μία είναι η πληθωριστική εισαγωγή νέων όρων για να σημάνουν περιεχόμενα τα οποία περιγράφονταν επαρκώς (με μια ερμηνευτική διεύρυνση ενδεχομένως) από ήδη υπάρχοντες με τους οποίους ήμασταν καλά εξοικειωμένοι. Δεν μιλάμε πια για νεοαποικιοκρατία αλλά για παγκοσμιοποίηση· δεν μιλάμε για ολοκληρωτισμό αλλά για μετα-δημοκρατία ή έστω τεχνοφεουδαρχία· δεν μιλάμε για εκμετάλλευση αλλά για ανθρώπινους πόρους, ούτε βέβαια για συμφέροντα αλλά για δικαιώματα· είναι αναχρονισμός να αναφερόμαστε σε καπιταλισμό και ταξική πάλη αλλ’ ακούγεται ορθό να λέμε πλουραλιστική κοινωνία και αγώνες αναγνώρισης· παρωχημένο να μιλάμε για εμπορευματοποίηση αλλά δέον να λέμε αξιοποίηση ή καινοτομία· δεν πρέπει να λέμε πραγμοποίηση αλλά απο-υποκειμενοποίηση· όχι θέσμιση αλλά μερισμός τού αισθητού· να μη λέμε ιδεολογία αλλά λογοθετικές πρακτικές· ούτε άγχος ευνουχισμού αλλά δυσφορία φύλου· όχι πια οικολογική καταστροφή αλλά κλιματική αλλαγή· κ.ο.κ. Δεν πρόκειται μόνο για την εγκλωβιστική επαναφορά τού ίδιου με την αμφίεση της διαφοράς (στο οποίο αναμφίβολα συνέβαλε η ματαιοδοξία διανοητών που θέλησαν να παρουσιάσουν εαυτούς ως καινοτόμους ελλείψει πραγματικών ιδεών), αλλά κυρίως για τη δημιουργία μιας τεχνητής ρηγμάτωσης στη σκέψη που διαλύει το συνεχές τής εμπειρίας και παραλύει την ικανότητα δράσης και προσανατολισμού στο ιστορικό παρόν. Είναι το αρχαίο στρατήγημα της Βαβέλ που τη χρησιμότητά του διείδαν σωστά οι κυρίαρχες τάξεις τού καιρού μας. (περισσότερα…)

Η διαμόρφωση της ιστορικής μεθόδου του Παναγιώτη Κονδύλη

Ο Παναγιώτης Κονδύλης σε φωτογραφία του 1970.

*

Κοινωνική ιστορία, ιστορία των εννοιών και ιστορία των προβλημάτων

του ΣΩΚΡΑΤΗ ΒΕΚΡΗ

///

1 .  Η Κοινωνική Ιστορία του Κόντσε

Ο Βέρνερ Κόντσε γεννήθηκε το 1910 και πέθανε το 1986, τη χρονιά που ο Κονδύλης δημοσίευσε (και του αφιέρωσε) το βιβλίο του για τον συντηρητισμό — ατυχής συγκυρία, καθώς ο Κόντσε δεν πρόλαβε να δει το έργο όπου οι καρποί της πολύχρονης διδασκαλίας του βρήκαν την πιο ευκρινή τους έκφραση. Στα πρώτα χρόνια της ακαδημαϊκής του πορείας, τα οποία σημαδεύτηκαν από την κατάρρευση της δημοκρατίας της Βαϊμάρης, την άνοδο του Ναζισμού και το ξέσπασμα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Κόντσε ασχολήθηκε με μια σειρά από θεμελιώδη ζητήματα της γερμανικής ιστορίας, εστιάζοντας στις αγροτικές μειονότητες των ανατολικών και σλάβικων περιοχών.[1] Οι μελέτες αυτής της περιόδου εντάσσονται στην ιστοριογραφική παράδοση της Volksgeschichte, η οποία, παρά τους εμφανείς δεσμούς της με την ιδεολογία του εθνικοσοσιαλισμού, υπήρξε σε πολλά επίπεδα καινοτόμα από αμιγώς ιστοριογραφική άποψη.[2] Σε γενικές γραμμές, η ενδιάμεση ζώνη μεταξύ Γερμανίας και Ρωσίας, κατοικούμενη από ένα μωσαϊκό εθνοτικών και γλωσσικών μειονοτήτων, καθώς και οι διάφοροι τρόποι με τους οποίους οι τελευταίες εισήλθαν στην τεχνική-βιομηχανική εποχή μέσω των εθνικών επαναστάσεων, αποτέλεσαν την αφετηρία και τον κεντρικό άξονα της ιστοριογραφίας του.[3] Μέσα από αυτές τις ιστορικές, εθνολογικές και κοινωνιολογικές ενασχολήσεις, κατέληξε, μεταξύ άλλων, σε ένα συμπέρασμα που θα αποδεικνυόταν καθοριστικό για τη διάγνωση του Κονδύλη σχετικά με την ιστορία της νεότερης Ελλάδας: πολλές από τις ανατολικές περιοχές εγκολπώθηκαν τα ιδεολογικά ρεύματα της Δυτικής Ευρώπης ενώ στερούνταν τις αστικές δομές της· γεγονός που οδήγησε σε μια «κατάφωρη αναντιστοιχία μεταξύ ιδεολογίας και πραγματικότητας».[4] Όπως ο Κονδύλης θα υπογράμμιζε χρόνια αργότερα, έτσι και ο καθηγητής του, ήδη δεκαετίες πριν, τόνιζε ότι η καχεξία της «bürgerliche Entfaltung» μπορούσε να εξηγήσει πολλά από τα δεινά και τις δυσλειτουργίες των εκάστοτε εξεταζόμενων περιοχών.[5]

Μετά τον πόλεμο, ο Κόντσε αναδείχθηκε σε μία από τις σημαντικότερες μορφές των γερμανικών ιστορικών επιστημών, εισάγοντας και προωθώντας τη «δομική ιστορία». Το 1957 ανέλαβε καθηγητής ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης, όπου ίδρυσε το Ινστιτούτο Κοινωνικής και Οικονομικής Ιστορίας και Ομάδα Εργασίας για τη Σύγχρονη Κοινωνική Ιστορία, δύο κέντρα έρευνας που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην ανάπτυξη και τη διάδοση του προγράμματος του. Μέχρι και το 1971 ο Κόντσε ονόμαζε την προσέγγισή του «δομική ιστορία» (Strukturgeschichte) και όχι «κοινωνική ιστορία» (Sozialgeschichte). Τον όρο «δομή» τον παρέλαβε από τον Γάλλο ιστορικό Φερνάντ Μπρωντέλ και τη σχολή Annales.[6] Στόχος της μεθοδολογίας που εισήγαγε ήταν η σύνθεση της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής ιστορίας υπό μια ενιαία «οργανωτική αρχή»—το συγκολλητικό υλικό, θα μπορούσαμε να πούμε—που εκφραζόταν μέσω της έννοιας της δομής. Ο ίδιος συχνά έκανε λόγο για «αλληλεπίδραση» (Wirkungszusammenhang) των κοινωνικών δομών, των πολιτειακών και συνταγματικών θεσμών και της πολιτικής, με τρόπο που θυμίζει την αντίστοιχη χρήση του όρου από τον Ντίλταϋ, αν και ο Κόντσε σπανίως αναφέρεται ρητά στις θεωρητικές του πηγές.[7] Από το 1971 και έπειτα, τη χρονιά δηλαδή που ο Κονδύλης εγκαταστάθηκε στην Φρανκφούρτη, ο Κόντσε εγκατέλειψε τον όρο «δομική ιστορία» και τον αντικατέστησε με αυτόν της «κοινωνικής ιστορίας», καθώς αντιλήφθηκε πως η προσέγγισή του διέφερε ουσιωδώς από αυτήν της Annales. Κι αυτό γιατί η κοινωνική ιστορία του Κόντσε περιλάμβανε τόσο την πολιτική ιστορία όσο και την ιστορία των εννοιών, δύο διαστάσεις που είναι απούσες από το έργο των Annalistes. Όπως εύστοχα παρατηρεί ο Ντήτριχ Χαρτ, ο Κονδύλης αναγνώρισε αμέσως στις μεθοδολογικές προϋποθέσεις της κοινωνικής ιστορίας του Κόντσε μια συγγένεια με τους βεμπεριανούς ιδεοτύπους, τους οποίους είχε ήδη αξιοποιήσει παραγωγικά στην μονογραφία του για τον Μακιαβέλλι.[8] (περισσότερα…)

Γιατί διαβρώθηκε η πίστη μας προς την πρόοδο;

*

Κηρύγματα υπέρ της προόδου ακούμε εδώ και 250 χρόνια. Ωστόσο, σύμφωνα με τον κοινωνιολόγο Andreas Reckwitz, οι απώλειες εξαιτίας της προόδου διαρκώς μεγεθύνονται. Όλο και περισσότεροι άνθρωποι βλέπουν τους εαυτούς τους ως ηττημένους της προόδου. Τι έχουμε χάσει από τότε που αρχίσαμε να ζούμε «μοντέρνες» ζωές;

Ήδη με τη μελέτη του Gesellschaft der Singularitäten (Η Κοινωνία των Μοναδικών, Suhrkamp, 2017) ο Ρέκβιτς, καθηγητής της Γενικής Κοινωνιολογίας και της Πολιτισμικής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο Χούμπολντ του Βερολίνου, μας προσέφερε έναν πολυσυζητημένο οδηγό για την κατανόηση του καιρού μας.[1] Αν η απήχηση μετριέται με τη διεθνή καταξίωση, στο πρόσωπο του Ρέκβιτς, του οποίου τα βιβλία έχουν μεταφραστεί σε 20 γλώσσες, η Γερμανία έχει έναν μεγάλο αστέρα. Στο νέο του βιβλίο Verlust: Ein Grundproblem der Moderne (Απώλεια: Ένα θεμελιώδες πρόβλημα της Νεωτερικότητας, Suhrkamp 2024), το οποίο σημειώνει εξίσου μεγάλη επιτυχία, πραγματεύεται ένα από τα κεντρικά αν και συνήθως παραβλεπόμενα μείζονα θέματα των δυτικών κοινωνιών μας.

Περί τίνος πρόκειται; Αντικείμενο του συγγραφέα είναι οι «χαμένοι του εκσυγχρονισμού», αν και αυτή η διατύπωση παραπλανά λόγω της στενότητάς της. Το θέμα του βιβλίου είναι όλα αυτά που παραμερίζουμε στο όνομα της προόδου, αλλά την απώλειά τους την παραβλέπουμε επειδή ο σύγχρονος κόσμος φαίνεται να έχει σχεδιαστεί ώστε να τιθασεύει και να ελαχιστοποιεί τέτοιους είδους απώλειες. Να αποκρούει τους αστάθμητους παράγοντες της φύσης μέσω της τεχνολογίας, τις ασθένειες μέσω της ιατρικής, τον πόλεμο μέσω της «αιώνιας ειρήνης» (Καντ), να ξεπερνά τη φτώχεια και να ανοίγει τον δρόμο στην ατομική ευημερία χωρίς καμιά αρωγή και εποπτεία της εκκλησίας. Όταν μιλάμε για Νεωτερικότητα, εννοούμε τα τελευταία 250 χρόνια, τα οποία σφραγίστηκαν από την εκβιομηχάνιση και τον εξεπιστημονισμό, την εμπορευματοποίηση, την εκκοσμίκευση και τον εκδημοκρατισμό και που, στα χαρτιά, είχαν μόνο ευεργετικά αποτελέσματα.Τη λεγόμενη «πρόοδο». (περισσότερα…)

Κλεμμένη υπερηφάνεια: Από την ντροπή στην οργή

*

Μια «βαθιά ιστορία» για την άνοδο της αμερικανικής δεξιάς

του ΔΗΜΗΤΡΗ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ

Η Arlie Russell Hochschild, ομότιμη καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Μπέρκλεϋ της Καλιφόρνιας, είναι διακεκριμένη Αμερικανίδα κοινωνιολόγος, γνωστή για το ακαδημαϊκό έργο της στη κοινωνιολογία των συναισθημάτων, μελετήτρια του πώς τα συναισθήματα διαμορφώνονται και κατευθύνονται από κοινωνικούς κανόνες και πολιτισμικές επιρροές, καθώς επίσης της εμπορευματοποίησής τους.

Την τελευταία 12ετία, η Χοστσάιλντ έχει στραφεί στην κατανόηση του πώς τα συναισθήματα αλληλοεπιδρούν με τις κοινωνικές δομές και επηρεάζουν την πολιτική ζωή — έργο που εμπλουτίζει την πολιτική έρευνα, ανάλυση και θεωρία. Στο προηγούμενο βιβλίο της, Strangers in Their Own Land: Anger and Mourning on the American Right (2016), μελέτησε επί πέντε χρόνια κοινότητες με πολλούς υποστηρικτές του Tea Party, της πιο δεξιάς πτέρυγας τότε του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος στη Λουιζιάνα, τον Βαθύ Νότο. Ήταν περιοχές γύρω από τα πετροχημικά εργοστάσια της νότιας Λουιζιάνας. Εκεί επιχείρησε να κατανοήσει γιατί οι άνθρωποι σε αυτές τις κοινότητες, που πλήττονται άμεσα από την περιβαλλοντική καταστροφή και τις οικονομικές δυσκολίες, υποστηρίζουν ένα πολιτικό κίνημα που αντιτίθεται σε κυβερνητικές παρεμβάσεις, ρυθμίσεις και προγράμματα κοινωνικής πρόνοιας, μέτρα που θα μπορούσαν να τους βοηθήσουν. Εκεί ανακάλυψε ό,τι ονόμασε «βαθιά ιστορία» (deep story). Μια ιστορία που την αφηγούνται τα συναισθήματα – μια ιστορία που αφήνει έξω τα γεγονότα και τις επιμέρους αξιολογήσεις τους και μας αφηγείται πώς νιώθουν βαθύτερα οι άνθρωποι και πώς αυτό επηρεάζει την πολιτική τους τοποθέτηση.

Στο νέο βιβλίο της Stolen Pride: Loss, Shame, and the Rise of the Right, που κυκλοφόρησε στις 10 Σεπτεμβρίου 2024, η Χοστσάιλντ μελετά τις συναισθηματικές βάσεις της πολιτικής πόλωσης στις Ηνωμένες Πολιτείες, μέσα από το δίπολο της υπερηφάνειας και της ντροπής. Στο επίκεντρο της μελέτης της είναι το «Κεντάκυ 5», η περιοχή Pike, πέμπτη εκλογική περιφέρεια του Πολιτείας του Κεντάκυ, που είναι συνάμα η πιο «λευκή» αλλά και η δεύτερη φτωχότερη εκλογική περιφέρεια στις ΗΠΑ ανάμεσα σε 435 εκλογικές περιφέρειες. Μια περιοχή στα ανατολικά της Πολιτείας που η οικονομική της ανάπτυξη στηρίχτηκε στη βιομηχανία της εξόρυξης άνθρακα και η σημερινή της οικονομική παρακμή έχει προξενήσει αισθήματα οργής στις τοπικές κοινότητες. Οι κοινότητες αυτές, που κάποτε άνθιζαν ως κέντρα της αμερικανικής βιομηχανίας και τα μέλη της ένιωθαν προσωπικά υπερήφανα που ζούσαν «στην ενεργειακή πρωτεύουσα του κόσμου», βιώνουν τώρα μια βαθιά αίσθηση εγκατάλειψης και απόγνωσης. Στην καρδιά των Αππαλαχίων, που μαστίζεται από την απώλεια των θέσεων εργασίας στα ανθρακωρυχεία αλλά και από την παρατεταμένη φτώχεια, τον αλκοολισμό και τα ναρκωτικά.

Αν και το «Κεντάκυ 5» ψήφιζε στο παρελθόν υπέρ των Δημοκρατικών, υπέρ του Ρούσβελτ, του Κέννεντυ και του Μπιλ Κλίντον, μέσα σε μια γενιά άρχισε να αλλάζει ταχύτατα. Το 2016 και το 2020 το 80% του πληθυσμού ψήφισε τον Ντόναλντ Τραμπ και ήταν μία από τις πέντε περιφέρειες που μετατοπίστηκαν γρήγορα προς τους Ρεπουμπλικάνους. Στην πόλη Πάικβιλ του «Κεντάκυ 5» έγινε μάλιστα μια διαδήλωση ακροδεξιών τον Απρίλιο 2017, η οποία αποτέλεσε προπομπό της ακροδεξιάς διαδήλωσης «Unite the Right» στο Σάρλοτσβιλ της Βιρτζίνιας τον Αύγουστο του 2017. (περισσότερα…)

Τρίτη 16 Ιουλίου | Η σκέψη στη σημερινή Ελλάδα

*

Τρίτη 16 Ιουλίου | Συζήτηση στρογγυλής τραπέζης

Η σκέψη στη σημερινή Ελλάδα

Ποιες είναι οι τύχες του στοχασμού στη σημερινή Ελλάδα; Ακούγεται ο λόγος της φιλοσοφίας, των κοινωνικών επιστημών, της θεολογίας, των ανθρωπιστικών σπουδών στη δημόσια σφαίρα; Πώς προσλαμβάνεται και από ποιους, διεξάγεται ουσιαστικός διάλογος πάνω τους, ποια είναι η επιρροή των ιδεών που διακινούνται;

Συζητούν: Ιωάννα Τσιβάκου, κοινωνιολόγος, ομότιμη καθηγήτρια του Πάντειου Πανεπιστημίου, Σωτήρης Γουνελάς, ποιητής και συγγραφέας, και Κώστας Ανδρουλιδάκης, καθηγητής της φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης. Συντονίζει ο Κώστας Κουτσουρέλης.

~.~

Ο Κώστας Ανδρουλιδάκης γεννήθηκε το 1956 στο Ηράκλειο Κρήτης. Είναι απόφοιτος της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, διδάκτωρ της φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου του Μονάχου και καθηγητής της φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης. Τα ερευνητικά ενδιαφέροντά του επικεντρώνονται στην κλασική γερμανική φιλοσοφία, την ηθική, τη μεταφυσική και την αισθητική. Έχει μεταφράσει (με εκτενείς εισαγωγές και σχόλια) κορυφαία έργα της γερμανικής σκέψης, ιδίως του Ιμμάνουελ Καντ του οποίου έχει αποδώσει στα ελληνικά το μεγαλύτερο τμήμα του ώριμου έργου του, και έχει συγγράψει μελέτες για Έλληνες και ξένους λογοτέχνες (Σολωμό, Παλαμά, Σικελιανό, Γκόττφρηντ Μπεν). Τελευταία βιβλία του: Καντιανή Ηθική. Θεμελιώδη ζητήματα και προοπτικές, Σμίλη, Αθήνα, 2η έκδ. 2018· Δημήτριος Βικέλας,  Η Ελλάς προ του 1821. Τιμητική έκδοση για τα διακόσια χρόνια της Ελληνικής Επανάστασης, επιμέλεια, επιλεγόμενα, Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη Ηρακλείου, Ηράκλειο 2021· Φρήντριχ Σίλλερ, Περί της αισθητικής παιδείας του ανθρώπου σε μια σειρά επιστολών, μετάφραση, σχόλια, επίμετρο (1η έκδ.: Ιδεόγραμμα, 2006), Σμίλη, Αθήνα, 2η έκδ. 2024 (υπό έκδοση). Ετοιμάζεται: Ι. Καντ, Ανθρωπολογία από άποψη πραγματιστική, μετάφραση, σχόλια, επίμετρο.

Ο Σωτήρης Γουνελάς πρωτοεμφανίζεται εκδοτικά με δύο πεζοποιητικά βιβλία το 1976 και 1978 (εκδόσεις Κέδρος) που αποτυπώνουν τη σχέση του με τα ευρωπαϊκά μοντέρνα λογοτεχνικά ρεύματα της εποχής. Η ανάγνωση των έργων του Πλάτωνα  και η μελέτη της νεοελληνικής  λογοτεχνίας τον τον στρέφουν προς τον αρχαιοελληνικό λόγο και την ορθόδοξη χριστιανική παράδοση. Συνεργάζεται με το περιοδικό Σύναξη σχεδόν από το πρώτο τεύχος (1982) και το 1986 μετά την εκδημία του ιδρυτή της, Παναγιώτη Νέλλα, αναλαμβάνει την εκδοτική επιμέλεια του περιοδικού  την οποία και συνεχίζει μέχρι το 1997. Εκείνη τη χρονιά εκδίδεται από τον Αρμό το βιβλίο του Η κρίση του πολιτισμού – κρίση του ανθρώπου, απώλεια του νοήματος, θέμα που θα τον απασχολήσει σταθερά και στα επόμενα τρία βιβλία του : Ο Αντιχριστιανισμός (2009), Πρόταση Λόγου και Πολιτισμού (2013) και Κριτική ανάγνωση στο έργο του Χρήστου Μαλεβίτση (2016). Το 2006 κυκλοφορεί το βιβλίο του Ο ποιητικός οραματισμός του Γ. Σαραντάρη. Την περίοδο 1995-2000  εκδίδει την Ποιητική τετραλογία και επιμελείται την σειρά ‘Γέφυρες’ στον Αρμό. Άλλα βιβλία του: η ποιητική σύνθεση Διάπλους (Αρμός 2016), το μακρύ ποίημα Ιωνάς (Αρμός 2021), το δοκίμιό του Το τέλος του ανθρώπου ή η παραμόρφωσή του (Αρμός 2022) και εντελώς πρόσφατα Νικηφόρος Βρεττάκος «ο αλήτης τ’ ουρανού» (1912-1991) Εισαγωγή-Ανθολόγηση-Επίμετρο Σωτήρη Γουνελά, Ίδρυμα Τάκης Σινόπουλος, 2024.

Η Ιωάννα Τσιβάκου είναι ομότιμη καθηγήτρια του Παντείου Πανεπιστημίου Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών. Πριν από την ακαδημαϊκή της καριέρα συνεργάστηκε με ξένες πολυεθνικές επιχειρήσεις στον τομέα της επιχειρηματικής ανάλυσης, οργάνωσης και προγραμματισμού, ενώ την περίοδο  1984-1990 αποτέλεσε μέλος της Διοικούσας Επιτροπής του Πανεπιστημίου Αιγαίου συμβάλλοντας στη λειτουργία του. Δίδαξε επί χρόνια Θεωρία και Κοινωνιολογία οργανώσεων στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου αρχικά και του Παντείου εν συνεχεία, όπου της δόθηκε η ευκαιρία να εντρυφήσει στην κοινωνική διάσταση των θεσμών και των τυπικών οργανώσεων. Επίσης, ως επισκέπτρια καθηγήτρια δίδαξε σε γνωστά ακαδημαϊκά και ερευνητικά κέντρα των ΗΠΑ και της Μεγάλης Βρετανίας. Άρθρα της έχουν δημοσιευτεί σε διεθνή και ελληνικά περιοδικά και συλλογικούς τόμους· έχει τιμηθεί για την αρθρογραφία της με διεθνή βραβεία, ενώ έγκυροι ξένοι ακαδημαϊκοί έχουν αφιερώσει και επιστημονικό νόμο στη μεθοδολογία επίλυσης μέσω διαλόγου προβλημάτων στο πεδίο των κοινωνικών συστημάτων, με το όνομα της: “Tsivacous  Law of requisite autonomy”. Παλαιότερα βιβλία της κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Θεμέλιο και Νεφέλη. Τα πιο πρόσφατα βιβλία της, όλα από τις εκδόσεις Ι. Σιδέρης: Ατομικισμός και φιλία: η ταυτότητα των νέων Ελλήνων (2017), το οποίο  τιμήθηκε ως το καλύτερο κοινωνικο-φιλοσοφικό δοκίμιο της χρονιάς από το ίδρυμα Φωτέα, Συναίσθημα και ορθολογικότητα: η ελληνική εμπειρία (2019) και  «Περίπλους στις ακτές του νοήματος (2023).

*

*

*

~

.

~

Τρίτη 16 Ιουλίου | Η σκέψη στη σημερινή Ελλάδα

*

Τρίτη 16 Ιουλίου | Συζήτηση στρογγυλής τραπέζης

Η σκέψη στη σημερινή Ελλάδα

Ποιες είναι οι τύχες του στοχασμού στη σημερινή Ελλάδα; Ακούγεται ο λόγος της φιλοσοφίας, των κοινωνικών επιστημών, της θεολογίας, των ανθρωπιστικών σπουδών στη δημόσια σφαίρα; Πώς προσλαμβάνεται και από ποιους, διεξάγεται ουσιαστικός διάλογος πάνω τους, ποια είναι η επιρροή των ιδεών που διακινούνται;

Συζητούν: Ιωάννα Τσιβάκου, κοινωνιολόγος, ομότιμη καθηγήτρια του Πάντειου Πανεπιστημίου, Σωτήρης Γουνελάς, ποιητής και συγγραφέας, και Κώστας Ανδρουλιδάκης, καθηγητής της φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης. Συντονίζει ο Κώστας Κουτσουρέλης.

~

.

~

Ιωάννα Τσιβάκου, «Η κοινωνιολογία έχει αλωθεί από τη λειτουργική οπτική»

Ώριμος καρπός της μακράς θητείας της στην κοινωνιολογική επιστήμη, ο Περίπλους στις Ακτές του Νοήματος της Ιωάννας Τσιβάκου (Εκδόσεις Ι. Σιδέρης, 2023) ανατρέχει στη θεωρητική σκέψη των Νέων Χρόνων, επισημαίνει την συνυπαιτιότητα αυτής της τελευταίας στην «έκπτωση του κοινωνικού νοήματος» και διαπιστώνει τη σταδιακή περιαγωγή της από δύναμη αξιακή «σε μέσον προωθητικό της λειτουργικότητας» και του ωφελιμισμού. Στη συνέντευξη που μας παραχώρησε, η Ιωάννα Τσιβάκου απάντησε στα ερωτήματα που της έθεσε  ο Κώστας Κουτσουρέλης.

~.~

Στα βιβλία σας κινήστε με άνεση σε πολλούς όμορους χώρους των κοινωνικών μορφωμάτων και σχέσεων (τεχνολογία, εργασία, γραφειοκρατία, ταυτότητα, συναίσθημα, ορθολογισμός). Τι σας παρακίνησε αυτή τη φορά να αναμετρηθείτε με την πολύπτυχη, συχνά νεφελώδη, και αιωνίως διαφιλονικούμενη έννοια του νοήματος;

Θά ’λεγε κανείς πως τα θέματα δεν τα διαλέγουμε, μας διαλέγουν. Μέσα από προσωπικές εμπειρίες και μελέτες κάποιες απορίες γεννώνται, που όταν ωριμάσουν έρχονται στην επιφάνεια της συνείδησης και ζητούν απαιτητικά την ενασχόλησή μας μαζί τους. Ακριβώς η ρευστή και διαφιλονικούμενη έννοια του νοήματος ήλκυσε από νωρίς την προσοχή μου. Σε όλες μου τις μελέτες το περιτριγυρίζω, ως κάτι που αναδύεται από την διεπαφή του νου με τα πράγματα του κόσμου. Για παράδειγμα, στο βιβλίο μου Το oδοιπορικό του Εαυτού, που κυκλοφόρησε το 2000, μιλώ εκτεταμένα για το νόημα και πώς μέσω αυτού συγκροτείται ο εαυτός του υποκειμένου. Το αντιλαμβάνομαι ως ενέργεια πνευματική, άυλη, η οποία όμως εμποτίζει τα πράγματα και τα φέρνει στην παρουσία, προικίζοντάς τα με ιδιότητες που δεν θα είχαν χωρίς αυτό. Ιδιότητες που μας αποκαλύπτουν οι διάφορες όψεις των πραγμάτων ανάλογα με το φως που ρίχνει επάνω τους το νόημα.

Υπάρχει το αντικειμενικό, κοινωνικό νόημα, και το υποκειμενικό νόημα. Η σύζευξή τους ή ο αλληλοεπηρεασμός τους είναι από τα θέματα που με απασχόλησαν. Το αντικειμενικό νόημα συνδέεται με τον πολιτισμό μας εποχής. Πώς μια κοινωνία βλέπει τη θέση της στον κόσμο, πώς τον ερμηνεύει και πώς ρυθμίζει τη στάση της απέναντι του. Μια τέτοια οπτική με οδήγησε στην πεποίθηση πως ο τρέχων πολιτισμός μας είναι εμποτισμένος από το νόημα της λειτουργίας, καθώς όλες οι αντιλήψεις μας για τον κόσμο ομνύουν στη χειραγώγησή του, ενώ η ιδιότητα της λειτουργικότητας είναι εκείνη η οποία αναδεικνύεται σε κάθε σχέση υποκειμένου – αντικειμένου. Δεν αναφέρομαι στην εργαλειακότητα και στα αξιοποιούμενα μέσα, αλλά στον ίδιο τον σκοπό της κοινωνικής δράσης και των κοινωνικών σχέσεων. Η σχέση, δηλαδή, υποκειμένου-αντικειμένου, ανεξαρτήτως του είδους του αντικειμένου ─είτε πρόκειται για φυσικό αντικείμενο είτε για τον άλλον άνθρωπο, είτε για κοινωνική οντότητα ή κατάσταση─, διέπεται από την αρχή της λειτουργικότητας, καθώς όλα τα έργα και επιτεύγματά του ανθρώπινου νου έχουν κατακυριευθεί από το νόημα της λειτουργίας. Αυτό υποκρύπτεται στον πυρήνα του κάθε κοινωνικού φαινομένου, με αποτέλεσμα να ανάγεται σε οντικό στοιχείο του κοινωνικού.

Αυτό το τελευταίο, η αναγωγή του νοήματος σε οντικό στοιχείο του κοινωνικού, έθετε επί τάπητος την επαναφορά στον κοινωνικό προβληματισμό της οντολογικής οπτικής. Μια οπτική η οποία καίτοι παραμερίστηκε από την πρόοδο των επιστημών, εν τούτοις ως αναζήτηση της ενδότερης φύσης των πραγμάτων, ιδιαίτερα με την εδραίωση του κοινωνικού κονστρουκσιονισμού, εξακολουθεί να υποφώσκει στον φιλοσοφικό και κοινωνικό στοχασμό. Αφ’ ης στιγμής η αλήθεια σχετικοποιήθηκε, το νόημα (είτε το αντικειμενικό το προσδιοριστικό της κουλτούρας, είτε το υποκειμενικό) ανάγεται σε απώτατο στοιχείο του κοινωνικού εξαναγκάζοντας τον μελετητή των κοινωνικών φαινομένων να αναμετρηθεί εκ νέου μαζί του. (περισσότερα…)

Νόημα και λειτουργία στον σύγχρονο κόσμο

Ιωάννας Τσιβάκου,
Περίπλους στις ακτές του νοήματος,
Εκδόσεις Ι. Σιδέρης, Μάιος 2023

Για να προσεγγίσει κανείς με κάποια πιθανότητα επιτυχίας τα σύγχρονα πολύπλοκα, πλουραλιστικά και συνάμα αντιφατικά κοινωνικά φαινόμενα της δυτικής κοινωνίας, είναι υποχρεωμένος να περπατήσει εκ νέου στα μονοπάτια της κοινωνικής οντολογίας, χαραγμένα κατά το παρελθόν από μεγάλους κοινωνικούς στοχαστές. Το εγχείρημα για μια οντολογικής φύσεως διερεύνηση μοιάζει σαν να έχει εξοριστεί στις μέρες μας από τα χωράφια της κοινωνιολογικής σκέψης, καθώς το τρέχον και το επίκαιρο, οι συνεχείς κοινωνικές μεταβολές και το κυρίαρχο πνευματικό κλίμα της αβεβαιότητας είναι τόσο εξαπλωμένα, ώστε μια εκ νέου θεωρητική αναζήτηση σε συστατικά στοιχεία της κοινωνίας να θεωρείται περιττή.

Κι όμως, ένας παρόμοιος ισχυρισμός δεν αληθεύει. Μια περιδιάβαση σε κείμενα σημαντικά της κοινωνικής θεωρίας δείχνει ανάγλυφα πως η ουσία των κοινωνικών οντοτήτων συγκροτείται από ένα θεμελιακό στοιχείο, κι αυτό είνται το νόημα. Το νόημα ξεπροβάλλει μέσα από όλες τις αναλύσεις ως το συστατικό, οντικό δεδομένο αυτών, και είναι αυτή η οπτική που κίνησε το ενδιαφέρον της συγγραφέως για έναν Περίπλουν στις Ακτές του Νοήματος.

Γύρω από τον άξονα του νοήματος περιστρέφεται σε κάθε ιστορική περίοδο η κοινωνική ζωή. Κάθε της έκφανση, κάθε φάση του πολιτισμού μας, αξιοποιεί το νόημα για να δώσει μορφή και περιεχόμενο σε σχέσεις και πράγματα που όχι μόνο μας περιβάλλουν, αλλά ορίζουν τον κοινωνικό χώρο και χρόνο εντός του οποίου εμείς οι ίδιοι συγκροτούμαστε ως ανθρώπινα υποκείμενα. Το ζήτημα συνεπώς δεν είναι η απουσία ενός οντικού δεδομένου για τις κοινωνικές οντότητες, αλλά η απουσία της διερεύνησης του είδους του εκάστοτε κυρίαρχου νοήματος, γεγονός που σταδιακά μας οδήγησε αντί ν’ αναφερόμαστε στη φύση και στην ποιότητα του νοήματος, να αναφερόμαστε με μεριστική λογική σε ιδιότητες αυτού και δη, όπως σήμερα, στη λειτουργικότητά του. (περισσότερα…)

Ιωάννα Τσιβάκου, Περίπλους στις Ακτές του Νοήματος (Προδημοσίευση)

*

Το παρακάτω κείμενο αποτελεί προδημοσίευση από το υπό εκτύπωση βιβλίο της Ιωάννας Τσιβάκου Περίπλους στις Ακτές του Νοήματος (Εκδόσεις Ι. Σιδέρης). Η συγγραφέας θεωρεί πως η θεωρητική σκέψη από την αυγή των Νέων Χρόνων κι ύστερα, έως σήμερα, εποχή της ψηφιακής τεχνολογικής έκρηξης, είναι συνυπεύθυνη με τις αντικειμενικές συνθήκες του καπιταλισμού για την έκπτωση του κοινωνικού νοήματος από ενεργειακή δύναμη έμπλεη αξιακού περιεχομένου σε μέσον προωθητικό της λειτουργικότητας των κοινωνικών φαινομένων. Προς απόδειξη αυτού, στο πρώτο μέρος της συγγραφής παρακολουθεί την πορεία του νοήματος προς τη λειτουργοποίησή του, όπως αυτή αποτυπώνεται σε μεγάλα έργα της κοινωνικής οντολογίας. Στο δεύτερο μέρος εντρυφά σε θέματα της τεχνολογίας πληροφοριών και στην εμπέδωση πλέον ενός λειτουργικού νοήματος και, κατ’ επέκταση, ενός λειτουργικού πολιτισμού. Το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί περιληπτικό σκιαγράφημα του πρώτου μέρους.

~.~

Με τη θεωρία των κοινωνικών δικτύων έφθασε σχεδόν στο τέλος του ο περίπλους μας στις ακτές του νοήματος μέχρι τα τέλη του 20ού αιώνα, με σκαρί παλιό μεν, αγέραστο δε, καλαφατισμένο με την οπτική της κοινωνικής οντολογίας και με πηδάλιο που τραβά συνεχώς προς τον ορίζοντα μιας σκέψης και δράσης ελκυόμενες από το ιδεώδες της λειτουργίας. Επιχειρήσαμε να δείξουμε την ευθύνη της θεωρητικής σκέψης για τη λειτουργοποίηση του νοήματος μέχρι σχεδόν τα τέλη του 20ού αιώνα, χωρίς βεβαίως να εισέλθουμε στην επίδραση των κοινωνικών συνθηκών για τη στροφή της σκέψης από τη μεταφυσική προς την κοινωνική οντολογία και, προφανώς, στα αίτια που έστρεψαν τη θεωρία από την ανίχνευση της ουσίας και της υπόστασης των όντων, στη διερεύνηση των κοινωνικών οντοτήτων και στο νόημα που τις συγκρότησε.

Στη σύντομη αναδρομή μας, αφού αφήσαμε πίσω μας μεταφυσικές αντιλήψεις, προσεγγίσαμε θεωρίες που επεξεργάστηκαν στο πλαίσιο ενός διαδικαστικού ολισμού τις κοινωνικές σχέσεις και το νόημα.

Διαπιστώσαμε, πως σε κάθε προσπάθεια της κοινωνικής οντολογίας να εντοπίσει το στοιχειακό δεδομένο της κοινωνίας, σε κάθε θεωρητική πραγμάτευση των κοινωνικών οντοτήτων, προκειμένου να αναδειχθεί είτε το βασικό συστατικό τους είτε ο κυρίαρχος ρόλος τους στη σύσταση της κοινωνικής πραγματικότητας, στο βάθος ήταν το είδος του νοήματος ─ως περιεχομένου και μορφής─ που επιστράτευε ο θεωρητικός για να ερμηνεύσει τη διαμόρφωση και εξέλιξη του κοινωνικο-ιστορικού. Γύρω από τον άξονα του νοήματος περιεστράφη σε κάθε ιστορική περίοδο η κοινωνική ζωή. Κάθε της έκφανση, κάθε φάση του πολιτισμού μας, αξιοποιεί το νόημα για να δώσει μορφή και περιεχόμενο στα πράγματα που όχι μόνο μας περιβάλλουν, αλλά ορίζουν τον χώρο και τον χρόνο εντός του οποίου εμείς οι ίδιοι συγκροτούμαστε ως ανθρώπινα υποκείμενα και ως κοινωνία.

Το ενδιαφέρον της πραγματείας για το νόημα, όπως δηλώθηκε ήδη από την αρχή, εντοπίστηκε στην εξελικτική του πορεία: πώς από νόημα προτρεπτικό για μια ζωή άξια να τη βιώνει η ανθρώπινη ύπαρξη, άρα από νόημα ηθικό/αξιακό, όπως το συνέλαβε και το επεξεργάστηκε η μεταφυσική σκέψη, μετατράπηκε σε νόημα λειτουργικό, υποκινητικό της επίτευξης αντικειμένων χρήσης, ικανών να προσφέρουν χαρά αλλά και να αιχμαλωτίζουν τη ζωή στη δική τους ουσία, ήτοι, στη δική τους χρηστικότητα.

Αρχίζοντας με τον Σπινόζα, είδαμε πώς η δυτική σκέψη προχώρησε στην εποχή της εγκοσμιότητας και της εξατομίκευσης. Ο σπινοζικός άνθρωπος προβάλλει ως άτομο, παρότι εξακολουθεί να μην θεωρείται αυτόνομη ύπαρξη παρά θεϊκό δημιούργημα, προικισμένο με τις θείες ιδιότητες της σκέψης αλλά και της έκτασης (ήτοι του σώματος). Ο Θεός από υπερβατική ιδέα γίνεται φύση, εγκόσμια δύναμη, ικανή να πλημμυρίζει με το φως της τα ανθρώπινα όντα. Μπορεί οι σχέσεις ανάμεσα στα ανθρώπινα όντα να είναι αλληλεπιδράσεις ανάμεσα σε σώματα και ιδέες, οι οποίες αποτελούν αντανάκλαση της θείας φύσεως, όμως συχνά οδηγούνται σε αντιπαραθέσεις και συγκρούσεις∙ κι αυτό, διότι, ενώ το ανθρώπινο πνεύμα ─και συνεπώς το νόημα που το διακατέχει─, μέσω της θεϊκής καταγωγής του, ωθεί τον άνθρωπο στην ενατένιση του αγαθού, το σώμα τον ωθεί προς μια ζωική παρόρμηση για τη διατήρηση της βιολογικής του συνθήκης. Μέσα από τη διαπάλη νου – σώματος, διαμορφώνεται το ανθρώπινο νόημα, ένα μίγμα θεϊκού πνεύματος και ανθρώπινης όρεξης, διαποτισμένου ωστόσο από λειτουργικούς σκοπούς. (περισσότερα…)

Ιωάννα Τσιβάκου, Συναίσθημα και ορθολογικότητα. Η ελληνική εμπειρία (προδημοσίευση)

Εισαγωγικά

Ο «συναισθηματικός» Έλληνας, έναυσμα και σκοπός

Συχνά, διανοούμενοι και πολιτικοί, ως και άνθρωποι της τέχνης, χαρακτηρίζουν τον ελληνικό λαό «συναισθηματικό». Κρίνοντας από τα συμφραζόμενα, θα έλεγα, πως χρησιμοποιούν τον εν λόγω χαρακτηρισμό για να εξηγήσουν τον κατά τη γνώμη τους έντονο αυθορμητισμό που διακρίνει τους Έλληνες, την έλλειψη τάξης στις πράξεις και σκέψεις τους, όπως και το ευσυγκίνητο του χαρακτήρα τους. Παρόμοιες συμπεριφορές είτε αποδίδονται σε γεωγραφικά και γενετικά αίτια συνδεδεμένα με τη φυλή, είτε, πράγμα που ενδιαφέρει εν προκειμένω, σε μακρο-κοινωνικούς και πολιτισμικούς παράγοντες συνδεδεμένους με την οικογενειακή δομή και θρησκεία. Ακούγεται συχνά, πως το ελληνικό άτομο, αναθρεμμένο μέσα σε κλειστούς κοινωνικούς κύκλους, κυρίως της οικογένειας και μικρών κοινωνικών ομάδων –εντοπιότητας ή προσωπικών φιλικών σχέσεων–, αναπτύσσει ψυχισμό ρέποντα προς συναισθηματικές και όχι ορθολογικές κρίσεις και αποφάσεις για τη ζωή του όπως και για τα κοινά. Υπ’ αυτήν την οπτική, το συναίσθημα ερμηνεύεται ως η άλλη όψη όχι της αναισθησίας, αλλά του ορθολογισμού. Με τον τελευταίον όρο υπονοούνται συμπεριφορές και στάσεις ζωής εγκαθιδρυμένες κατά τους Νέους Χρόνους, όταν απέναντι στον μεσαιωνικό άνθρωπο του δυτικού κόσμου ορθώθηκε από την φιλοσοφικο-πολιτική σκέψη το εκλογικευμένο άτομο. Το υποκείμενο που πρόβαλε τότε στη σκηνή των δυτικών κοινωνιών, δεν έπαψε να είναι φορέας συναισθημάτων, όμως, όπως υποστηρίχθηκε από μεγάλο τμήμα του δυτικού στοχασμού, η κύρια συνιστώσα του θεωρήθηκε ο έλλογος νους, ο οποίος όφειλε να καλλιεργείται έτσι, ώστε ο μακρόπνοος σχεδιασμός του βίου του και, κατά ακολουθίαν, η δράση του να διακρίνονται από ορθολογικότητα. Συνεπώς, όταν γίνεται αναφορά στον συναισθηματισμό των Ελλήνων, η έννοια εκφέρεται υποτιμητικά, καθώς, υπόρρητα, συγκρίνεται με τον ορθολογισμό που κατά τη γνώμη τους εξακολουθεί να διέπει τα άτομα των δυτικών κοινωνιών, κυρίως όσων έχουν βιώσει την περίοδο της νεωτερικότητας.

ΕξώφυλλοΤσιβάκου.jpgΜεγάλο μέρος της ελληνικής πολιτικής, κοινωνιολογικής και ιστοριογραφικής σκέψης επιχείρησε να ερμηνεύσει τις παρατηρούμενες κατά τη γνώμη τους αντιφατικές ελληνικές συμπεριφορές επί τη βάσει του εκσυγχρονιστικού θεωρητικού προτύπου που αναδείχτηκε κατά τις δεκαετίες 1950-1960 και επανήλθε στο προσκήνιο κατά τις δεκαετίες 1990-2000. Με ρίζες στον Βέμπερ, το εν λόγω θεωρητικό σχήμα στηρίχθηκε κυρίως στο μοντέλο του Τάλκοτ Πάρσονς, ο οποίος ισχυρίστηκε πως οι κοινωνίες προχωρούν εξελικτικά από μια προνεωτερική σε μια νεωτερική, εκσυγχρονιστική φάση. Οι Έλληνες θεωρητικοί επέμειναν πως η ελληνική κοινωνία εξακολουθεί να κινείται με παλινδρομήσεις ανάμεσα σ’ ένα παραδοσιακό, προνεωτερικό πρότυπο, όπου κυριαρχεί η επιθυμία του προστατευτισμού και των συγγενικών σχέσεων, η ξενοφοβία και ανασφάλεια, οι συγκινήσεις και τα εθνικιστικά συναισθήματα, και σ’ ένα πρότυπο εκσυγχρονιστικό, νεωτερικό, εξωστρεφές, βασισμένο στις δημοκρατικές αρχές, τον ελεύθερο ανταγωνισμό, την ορθολογική λειτουργία του πολιτικού συστήματος κλπ.

Είναι αλήθεια πως ο δυϊσμός που παρατηρήθηκε από πολιτικούς διανοητές στις ελληνικές αντιλήψεις και συμπεριφορές αναφερόταν στην πολιτική κουλτούρα και όχι γενικά στο μοντέλο πολιτισμού της κοινωνίας, γι’ αυτό και η συζήτηση περιστράφηκε κυρίως γύρω από τον εκσυγχρονισμό των θεσμών. Η διάκριση μεταξύ πολιτικής σφαίρας και κοινωνίας ακολουθεί μια συστημική οπτική, παλαιότερα εγκαθιδρυμένη από τον Πάρσονς και μεταγενέστερα από τον Λούμαν, όπου η κοινωνική διαφοροποίηση είναι οριζόντιας μορφής, βασισμένη στην υποδιαίρεση των κοινωνικών λειτουργιών σε αυτόνομα, αυτοαναφερόμενα συστήματα. Δεν υπάρχει ωστόσο αμφιβολία πως οι υποστηρικτές του εκσυγχρονισμού της πολιτικής κουλτούρας γνωρίζουν πως η τελευταία δεν είναι δυνατόν να διαχωριστεί από τη γενικότερη κουλτούρα της κοινωνίας, όπως και από το μακροπρόθεσμο πολιτισμικό της πρότυπο, μιας και αναφέρεται σε ιδεώδη και αξίες, όπως και στις παραδόσεις και ιστορικές μνήμες ενός λαού. Αυτόν τον λόγο τον θεωρώ επαρκή προκειμένου να επεκτείνω την οπτική του πολιτικού εκσυγχρονισμού σε όλη την κοινωνία, και να θεωρήσω πως, στο βάθος, αφορά στο σύνολο των ελληνικών κοσμοαντιλήψεων. (περισσότερα…)