Ιζαμπέλ Υπέρ

Linguaphone αλά γαλλοκορεατικά

*

του BΑΣΙΛΗ ΠΑΤΣΟΓΙΑΝΝΗ

Mια Γαλλίδα, κατά τα φαινόμενα αλλά και κατά λεγόμενα, έχει απομείνει στη Σεούλ της Νότιας Κορέας. Το πρόβλημά της είναι ότι έχει ξεμείνει από χρήματα, χωρίς να ξέρουμε πώς και γιατί ακριβώς, και έτσι, αρχίζει μια σειρά από συναντήσεις με ντόπιους με σκοπό να τους διδάξει γαλλικά. Δεν έχει καμιά διδακτική πείρα, και δεν έχει πρόβλημα να το δηλώσει. Δεν εφαρμόζει κάποια πεπατημένη μέθοδο εκμάθησης· εντελώς εμπειρικά και διαισθητικά υιοθετεί μια δική της βιωματική και καταστασιακή προσέγγιση που θέλει να συνδέσει τη γλωσσική έκφραση με τη συναισθηματική εμπειρία ως μιαν ασφαλή βάση για την εκμάθηση της ξένης γλώσσας. Διαισθητικά καταλαβαίνει ότι η γλώσσα δεν είναι μόνο μια στεγνή εγκεφαλική λειτουργία αλλά σχετίζεται με το σώμα, με τη θέση και τη στάση του μέσα στον κόσμο, μέσα στην κοινωνία, καθώς συνδυάζεται πάντα με τις συναισθηματικές ροές που το διαπερνούν. Χρησιμοποιεί μιαν αυτοσχέδια, εμπειροτεχνική μέθοδο που δεν στηρίζεται σε κάποιες θεωρητικές προδιαγραφές. Δεν χρησιμοποιεί καν κάποιο διδακτικό εγχειρίδιο με μικροκειμενικές κοινοτοπίες του στυλ «θα ήθελα, παρακαλώ, ένα εισιτήριο», που μπορούν αβίαστα να καταλήξουν στο ιονεσκικό «το ταβάνι είναι πάνω από το πάτωμα», στον παραλογισμό της κοινοτοπίας δηλαδή που κρύβει η καθημερινή συμβατική επικοινωνία.

Είναι μια επιλογή που, στην Ταξιδιώτισσα του Χονγκ Σανγκ-σου, την ταινία στην οποία αναφερόμαστε, γίνεται συνειδητά ή γίνεται από οκνηρία και ερασιτεχνισμό; Δεν θα το μάθουμε, όπως δεν θα μάθουμε πολλά για το υπόβαθρο της συγκεκριμένης Γαλλίδας. Όπως δεν θα μάθουμε εξάλλου για την επιτυχία ή την αποτυχία της μεθόδου της. Μπορεί οι πρώτες κρούσεις κατά τη διάρκεια των μαθημάτων της να είναι ενθαρρυντικές και να προμηνύουν μια αίσια έκβαση αυτών των διδακτικών επαφών, στηρίζονται όμως κυρίως στην καλή προαίρεση της πρώτης συνάντησης, στην προσήνεια που επιβάλλει η προσέγγιση μεταξύ αγνώστων, μεταξύ ξένων, αλλά και επιπλέον μεταξύ πολιτισμικά αλλοδαπών. Η ταινία θα τελειώσει χωρίς να μας δώσει κάποια πληροφορία για τη συνέχεια των μαθημάτων, για την τύχη τής εν λόγω διδακτικής μεθόδου. Το «άνοιγμα» της πρώτης επικοινωνίας θα μείνει εκκρεμές, θέτοντας τα ζητήματά του, αλλά χωρίς να συνεχίζει ή να επιλύει κανένα.

Δύο πολιτισμοί, δύο νοοτροπίες συμπλησιάζουν χωρίς όμως να προκαλείται η σπίθα της δραματικής σύγκρουσης· οι αντιθέσεις διαφαίνονται κάτω από την επιφάνειά τους όπως οι ύφαλοι κάτω από το νερό. Δεν επιβάλλουν καμιά καθοριστική παρουσία, ακόμη και όταν οι ενήλικοι κορεάτες μαθητές της Γαλλίδας καθηγήτριας, της Ιρίς (Ιζαμπέλ Υπέρ) εκφράζουν απορίες και δισταγμούς για τη μέθοδο της δασκάλας τους, και εμμέσως για τη διδακτική της πείρα και επάρκεια. Εκείνο που κάνει το εμπόδιο αυτό να ξεπεραστεί είναι η αυθεντική ιθαγένεια της ομιλήτριας, που χρησιμοποιεί τη μητρική της γλώσσα, και άρα την κατέχει στο καταδηλωτικό και στο συνδηλωτικό επίπεδο, και επιπλέον ότι είναι φορέας μιας φυσικής και αβίαστης γλωσσικής ταυτότητας που μέσω της ξενότητάς της εγγυάται την αυθεντικότητα της γλωσσικής μάθησης. (περισσότερα…)