ημερολόγιο

Το ημερολόγιο της Εύας Μπέη «Με τον Νίκο Καρούζο» και μια έκθεση ζωγραφικής

*

τοῦ ΘΑΝΑΣΗ ΓΑΛΑΝΑΚΗ

Ὅταν ὁ Νίκος Κουφάκης, ἐκδότης τῆς Loggia, προανήγγειλε τὴν κυκλοφορία τοῦ βιβλίου τῆς Εὔας Μπέη μὲ τὸν ἁπλὸ πλὴν ἐμφατικὸ τίτλο Μὲ τὸν Νίκο Καροῦζο. Ἡμερολόγιο, ὁ ἀναγνωστικὸς κόσμος συνῆψε μιὰ σιωπηρὴ συμφωνία ἀναμονῆς. Δὲν μπορῶ νὰ θυμηθῶ πάνω ἀπὸ 5 ἢ 6 βιβλία τῶν τελευταίων ἐτῶν ποὺ νὰ δημιούργησαν μιὰν ἀντίστοιχη προσμονὴ ὑποδοχῆς καὶ τελικὰ αὐτὴ ἡ προσμονὴ νὰ δικαιώθηκε ὅταν ἔφτασαν στὰ ράφια καὶ στοὺς πάγκους τῶν βιβλιοπωλείων.

Πέραν τῆς ἀναγραφῆς τοῦ ὀνόματος τοῦ Καρούζου στὸν τίτλο, ποὺ —κακὰ τὰ ψέματα— λειτουργεῖ —ἂς συγχωρεθεῖ ἡ διαφημιστικὴ διάλεκτος— ὡς “κράχτης”, (μιᾶς καὶ οἱ μετοχές του στὸ λογοτεχνικὸ καὶ τὸ ἀναγνωστικὸ πεδίο ἔχουν ἀνεβεῖ κατακόρυφα προϊόντος τοῦ χρόνου), καὶ φυσικὰ πέραν τοῦ ὀνόματος τῆς συγγραφέως ποὺ ἐκτὸς ἀπὸ τὴ σχέση της μὲ τὸν ποιητή, ἔχει μιὰ μακρὰ πορεία στὰ εἰκαστικὰ δρώμενα τοῦ τόπου μας, ἡ ἴδια ἡ εἰδολογικὴ συνθήκη τοῦ βιβλίου ποὺ συζητᾶμε σήμερα διανοίγει ἕναν ὁρίζοντα ἀναγνωστικῆς προσδοκίας ποὺ ἐκ προοιμίου καλεῖ τὸν ἀποδέκτη σὲ συμμετοχή. Μ’ ἄλλα λόγια, τὸ ἡμερολόγιο ἀπὸ μόνο του ἐπιτρέπει ἕνα βλέμμα μέσα ἀπὸ τὴν κλειδαρότρυπα. Ἔτσι λοιπόν, ἡ ἐξελικτικὰ ἐπωφελὴς ροπὴ τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὴν περιέργεια δημιουργεῖ ἕνα θερμὸ ἐνδιαφέρον πρὸς τὸ εἶδος· ἂν δὲ τὸ βιβλίο εἶναι καλογραμμένο, τότε ἔχουμε νὰ κάνουμε μὲ ἕνα ἐκρηκτικὸ κειμενικὸ μεῖγμα. Ὅ,τι δηλαδὴ συμβαίνει καὶ μὲ τὸ κατακόκκινο αὐτό, κοραλλὶ σὲ ὁρισμένες στιγμὲς τῆς ἡμέρας, καλαίσθητο ἀπὸ κάθε ἄποψη βιβλίο, γιὰ τὸ ὁποῖο ἀξίζουν χάριτες σὲ συγγραφέα καὶ ἐκδότη. (περισσότερα…)

Άγνωστος, Ημερολόγιον Εγκλεισμού [24/11/1980-27/1/1981] (2/2)

(Συνέχεια ἀπὸ τὸ Πρῶτο Μέρος)

28-Imerologion_Egkleismoy29-Imerologion_Egkleismoy30-Imerologion_Egkleismoy31-Imerologion_Egkleismoy32-Imerologion_Egkleismoy33-Imerologion_Egkleismoy34-Imerologion_Egkleismoy35-Imerologion_Egkleismoy36-Imerologion_Egkleismoy37-Imerologion_Egkleismoy38-Imerologion_Egkleismoy39-Imerologion_Egkleismoy40-Imerologion_Egkleismoy41-Imerologion_Egkleismoy42-Imerologion_Egkleismoy43-Imerologion_Egkleismoy44-Imerologion_Egkleismoy45-Imerologion_Egkleismoy46-Imerologion_Egkleismoy47-Imerologion_Egkleismoy48-Imerologion_Egkleismoy49-Imerologion_Egkleismoy50-Imerologion_Egkleismoy51-Imerologion_Egkleismoy52-Imerologion_Egkleismoy53-Imerologion_Egkleismoy

Άγνωστος, Ημερολόγιον Εγκλεισμού [24/11/1980-27/1/1981] (1/2)

(Διανύοντας πρωτόγνωρες ἡμέρες, ἡμέρες καραντίνας καὶ ὑποχρεωτικοῦ ἐγκλεισμοῦ, θυμηθήκαμε τὴν ἱστορία ἑνὸς Ἀγνώστου τινός, ὁ ὁποῖος κατέγραψε στὸ Ἡμερολόγιόν του τὴν ἐμπειρία τοῦ ἐγκλεισμοῦ του. Τὴν ἱστορία αὐτή, ‘τυχαῖο’ εὕρημα τῆς φιλολόγου καὶ εἰκαστικοῦ Νότας Πατεριμοῦ, μετέγραψε, ἐπιμελήθηκε καὶ παρουσίασε στὸ περιοδικό Πλανόδιον (τχ. 25, Ἰούνιος 1997), ὁ Γιάννης Πατίλης μαζὶ μὲ τὴν Μάρω Τριανταφύλλου, κι’ ἐμεῖς τὴν ἀναδημοσιεύουμε, ἐπιθυμῶντας νὰ ἀναδείξουμε ἐπίσης τὸ στοιχεῖο ἐκεῖνο ποὺ τονίζεται στὸ προλογικὸ σημείωμα τοῦ Πλανοδίου: τὸν ἱδρυματικὸ χαρακτήρα τῆς σύγχρονης ἰδιωτικότητας, ὁ ὁποῖος φαίνεται νὰ ἐντείνεται ἀκόμη περισσότερο τοῦτες τὶς μέρες, μὲ μιὰν ὡστόσο σημαντικὴ διαφοροποίηση. Ὁ ἀπρόσωπος χαρακτήρας τῆς ἐποχῆς τοῦ Ἀγνώστου, φαίνεται ὅτι στὴν ἐποχὴ τῶν Μέσων Κοινωνικῆς Δικτύωσης ἐνδύεται πλέον μιὰ σκληρὰ προσωπικὴ καὶ παράλληλα ἀλλοτριωμένη ἐκδοχή, ἡ ὁποία φέρνει στὴν ἐπιφάνεια νευρώσεις, ἀγκυλώσεις καὶ ἄλλες παθογένειες, καλὰ κρυμμένες μέσα στὶς πολλὲς καὶ βολικὲς συνάφειες τοῦ κόσμου. Ἐλπίζοντας ἡ κατάσταση αὐτὴ νὰ περάσῃ τὸ συντομότερο δυνατόν, ἀφήνοντας ὅσα λιγοτερα γίνεται τραύματα στὸν κοινωνικὸ ἱστό, ἂς περάσουμε στὴν ἀνάγνωση αὐτοῦ τοῦ ὁπωσδήποτε ἐνδιαφέροντος κειμένου, σὰν ἕναν φόρο τιμῆς στὸ Πλανόδιον καὶ τὶς πάντοτε πρωτοποριακές του δημοσιεύσεις)

«Ν.Π.»

01-Imerologion_Egkleismoy

02-Imerologion_Egkleismoy (περισσότερα…)

Η Αίρεσις του Δεν

IMG_3474_1024x1024

Ἡ Αἵρεσις τοῦ Δέν

του ΙΓΟΥΑΣΑΚΙ ΓΙΑΤΑΡΟ

Γιατί, δὲ θέλω, δὲν μπορῶ, δὲν καταδέχομαι,
ὅσα ἔζησα
τώρα μονάχα ποίηση νά ’ναι
Βύρων Λεοντάρης, Ἡ ὁμίχλη τοῦ μεσημεριοῦ (1959)

 

ΝΑ ’ΤΑΝΕ ΚΑΠΟΙΟΣ νὰ τοῦ χά­ρι­ζε τὸ λυ­τρω­μό… Για­τὶ δὲν μπο­ρεῖ νὰ τὸ ἀρ­νη­θεῖ, μ’ ό­λο του τὸν σε­βα­σμὸ στὴν πα­ρά­δο­ση καὶ στὰ πο­λι­τι­στι­κά της ἐ­πι­τεύγ­μα­τα, τε­λι­κὰ πι­ό­τε­ρο συμ­φω­νοῦ­σε μ’ αὐ­τὰ ποὺ δι­ά­βα­ζε στὴν ὀ­θό­νη τῆς ταμ­πλέ­τας του. Κι αὐ­τὸς, πά­νω ἀ­π’ ὅ­λα, θὰ ἤ­θε­λε, σὰν τὴν πα­ρέ­α τοῦ Μυ­λω­νο­γιά­ννη, «νὰ τρα­γου­δή­σῃ τὸν π ο­ ν ε­ μ έ­ ν ο  ἄ – ν­ θ ρ ω­ π ο στὴν προ­σπά­θειά του νὰ λυ­τρω­θεῖ οἰ­κο­νο­μι­κά, πνευ­μα­τι­κά», για­τὶ ὁ «πο­νε­μέ­νος ἄνθρω­πος» ἔ­τσι σκέ­το κι ἀ­πε­ρι­ό­ρι­στο δὲν τοῦ ’­λε­γε τί­πο­τα… Τί τὸν ἔ­νοια­ζε αὐ­τὸν γιὰ τὶς ἀρ­ρυθ­μί­ες τοῦ Κον­το­μη­νᾶ, ἂν εἶ­ναι ὄν­τως σο­βα­ρὰ ἄρ­ρω­στος ὁ Πού­τιν, πῶς πά­ει ὁ καρκίνος τοῦ Ἐρ­ντο­γάν…

Καὶ στὸ ἄλ­λο θὰ συμ­φω­νοῦ­σε· δὲν εἶ­ναι ἡ ἐ­πο­χή μας γιὰ «τὰ γι­α­ρε­δά­κια, ὁ­ποῦ ’­ναι / καθὼς τὰ προ­σα­νάμ­μα­τα στὴ στιά», ἂν εἶ­ναι τ έ­ τ ο ι α  ἐ­ π ο­ χ ὴ νὰ τὴν κοιτ­τᾶς μέ­σα ἀ­πὸ τὸ μο­νὸ­κλ τοῦ κυ­ρί­ου Μα­λα­κά­ση… Κι ἂν ἦ­ταν νὰ κά­νῃ ἐ­πι­τέ­λους μιὰν ἐ­ξαί­ρε­ση, ἂς τὴν ἔκα­νε γιὰ κεῖ­νο τὸ γι­α­ρε­δά­κι τοῦ Μι­χά­λη Κα­τσα­ροῦ στῶν κλε­φτῶν τὴ μά­ζω­ξη, καὶ τ’ ἄλ­λο τοῦ Τρελ­λο­σκα­ρίμ­πα πα­ρέ­α μὲ τὸν Κύ­ριο τοῦ Τζάκ, ὅ­ταν ἀ­ψη­λώ­νου­νε τὰ με­ρά­κια καὶ γένων­ται δα­χτυ­λι­δά­κια οἱ κα­η­μοί!…

ΛυτρωμόςΝὰ ’ρ­χό­τα­νε, λέ­ει, κά­ποι­ος, καὶ νὰ τοῦ χά­ρι­ζε τὸ Λυ­τρω­μό !… Τί ψυ­χὴ εἶ­χε – ἑ­φτὰ τεύ­χη ὅλα κι ὅ­λα πρὶν τὴν ἄ­δο­ξη κα­τά­λη­ξη, Δε­κέμ­βρη τοῦ ’33… Κι ἂς εἶ­χε ὅ­λες τὶς φθο­ρὲς τοῦ χρό­νου στὸ πε­τσί του! Κι ὅ­λη αὐ­τὴ τὴ φα­γω­μά­ρα τῶν τρο­τσκι­στῶν μὲ τὴν προ­λε­τα­ρια­κὴ ὀρ­θο­δο­ξί­α μέ­σα στὶς ἴ­δι­ες τὶς σε­λί­δες του… Κι ἂς λοι­δω­ρού­σα­νε ἔ­τσι ἄ­σπλα­χνα τὸν Κρισνα­μοῦρ­τι! Κι ἂς βάλ­θη­καν νὰ ψα­λι­δί­σου­νε τὰ φτε­ρὰ τῶν μα­ραμ­ποῦ τοῦ Καβ­βα­δί­α γιὰ νὰ δο­ξά­σουν ἕ­ναν φτω­χὸ δε­κα­εν­νι­ά­χρο­νο ψα­ρὰ ὀ­νό­μα­τι Φώ­τη Ἀγ­γου­λέ, ποὺ ἀ­π’ τὰ χα­ρά­μα­τα δι­α­λα­λοῦ­σε τὴν ψα­ριά του, μο­σχο­βο­λών­τας θά­λασ­σα καὶ λα­κέρ­δα – ἐ­κεῖ στὴ Χιὸ ὅ­που ζοῦ­σε!…

Τὸ ἔ­νι­ω­θε: ἡ ἄρ­νη­σή τους ἦ­ταν ἡ πλη­γω­μέ­νη τους ἀ­ξι­ο­πρέ­πεια· ἡ ἀ­στι­κὴ ἀ­νυ­πο­λη­ψί­α, τὰ πε­νι­χρά τους μέ­σα, τρο­φο­δο­τοῦ­σαν τὴν ὑ­πε­ρή­φα­νη ἀ­κα­τα­δε­ξιά τους, τὴν ἴ­δια ὥ­ρα ποὺ ἄλ­λοι σκί­πη­δες στρῶ­ναν κα­ρι­έ­ρες… Φτω­χὰ, ἀ­σπού­δα­χτα παι­διά, ψυ­χὲς εἰ­κο­σά­χρο­νες φαρμα­κω­μέ­νες ποὺ ἡ πι­στο­λιὰ τοῦ Κα­ρυ­ω­τά­κη σκό­τω­σε μέ­σα τους διὰ παν­τὸς τὸν Μπατα­ριᾶ, καὶ τώ­ρα θέ­λα­νε νὰ θυ­μί­σουν «στοὺς με­φι­στο­φε­λι­κοὺς ὀ­πα­δί­σκους τῆς καρλαϋ­λι­κῆς ἀ­ε­ρο­λο­γί­ας καὶ στὴν ποί­η­ση», ὅ­πως λέ­γαν, πὼς εἶ­χε φτά­σει πιὰ ἡ ὥ­ρα τῆς ὁρι­στι­κῆς τους κα­τα­δί­κης, τοῦ λυ­τρω­μοῦ ἡ ὥ­ρα…

Τὸ μό­νο ποὺ κα­τα­φέρ­να­νε ἦ­ταν νὰ χα­λᾶ­νε τοὺς στί­χους τους:

Στὸ πρόσωπό σου τὸ χλωμὸ γροικῶ τὴν ἀγωνία
πὤχει ἡ καρδιά σου, ἀλήτη μου, τὸν πόνο τὸν κρυφό…
Καὶ βλαστημῶ μουτζώνοντας τὴ γύρω κοινωνία,
μ’ αὐτά της τ’ ἄθλια ξόανα τοὺς δῆθεν «κομιλφώ!»

 

ἀλ­λὰ κι ἔ­τσι χα­λα­σμέ­νοι ἤ­τα­νε πι­ό­τε­ρο ἀ­λη­θι­νοί, καὶ λέ­γα­νε, καὶ γιὰ τοὺς ἴ­διους καὶ γιὰ τὸν κό­σμο γύ­ρω τους ποὺ τοὺς πλή­γω­νε, πε­ρισ­σό­τε­ρα καὶ πιὸ ἀ­λη­θι­νά! (Γι’ αὐτὸ τὸ τάχα «ὡραῖο», τὸ ἐντὸς εἰσαγωγικῶν, ποὺ «νευρίαζε» τὸν ἀστὸ ποιητὴ Γ.Σ. καθὼς κατσάδιαζε, γι’ ἀκόμη μιὰ φορά, τώρα καὶ στὸ χαρτί, τὸν νιόπαντρο Ἀγγουλὲ ἐκείνη τὴν Κυριακή, 30 τοῦ Γενάρη τὸ ’44 στὴν Αἴγυπτο…) Για­τὶ ἔ­τσι κα­θὼς μου­τζώ­να­νε τοὺς ἄλ­λους, τὴν κοινωνί­α καὶ τὸν ἄ­δει­ο οὐ­ρα­νό, βγαί­να­νε ἀ­πὸ τὸ ἀ­πυ­ρό­βλη­το τῆς ψεύ­τι­κης εὐ­πρέ­πειας μου­τζώ­νον­τας τὸν ἴ­διο τους τὸν ἑ­αυ­τό, ὅ­πως σὲ κεί­νους τοὺς σπα­ρα­κτι­κοὺς στί­χους τοῦ Ζώ­η Μά­να­ρη, σα­ράν­τα χρό­νια, ἕ­ναν πό­λε­μο κι ἕ­ναν ἐμ­φύ­λιο με­τά:

μακροσκελῆ Ζώη Μάναρη,
ποὺ βρέχεσαι στὰ καρροτσάκια,
μουτζώνοντας ἀνάσκελα τὸν οὐρανό!
Φώναξες, μὰ ἡ κραυγή σου ἦταν ἀπὸ χαρτί
καὶ δὲν ἄγγιξε τίποτα!…

 

Ἂν ὑ­πάρ­χει μιὰ αἰ­σθη­τι­κὴ τῆς κραυ­γῆς, αὐ­τὴ ἔ­χει νὰ κά­νῃ πρὶν ἀ­π’ ὅ­λα μὲ ἐ­ρεί­πια. Θυμᾶται τέ­λη τῆς δε­κα­ε­τί­ας τοῦ ἑ­ξήν­τα ἕ­ναν σκο­τει­νὸ ἄν­θρω­πο. Κον­τὸ μὲ ζα­ρω­μέ­νο δέρμα καὶ μαῦ­ρα μά­τια ποὺ λάμ­πα­νε βα­θειὰ στὶς κόγ­χες… Τὸν εἶ­χε συ­ναν­τή­σει ἕ­να μεσημέ­ρι στὴν στο­ὰ τοῦ πα­λιοῦ Εἰ­ρη­νο­δι­κεί­ου. Βα­στοῦ­σε μιὰ φθαρ­μέ­νη δερ­μά­τι­νη τσάντα γε­μά­τη δι­κό­γρα­φα. Μα­ζὶ μὲ μιὰ δι­κή του συλ­λο­γὴ τοῦ εἶ­χε χα­ρί­σει κι ἕ­να βι­βλί­ο τοῦ Κρί­τω­να Ἀ­θα­να­σού­λη. Τοῦ ἔ­μει­νε στὴ μνή­μη για­τὶ ἦ­ταν ἡ μέ­ρα ποὺ θὰ λεῖ­παν οἱ δι­κοί της στὴν Κρή­τη, κι ἔ­τσι αὐ­τὸς θὰ κοι­μό­τα­νε στὸ σπί­τι της… Στὸ λε­ω­φο­ρεῖ­ο γιὰ τὸν Κορυδαλ­λὸ τῆς δι­ά­βα­ζε:

Τώρα ποὺ τρώει ἡ ἀγωνία τὸ πρόσωπο τῆς γῆς,
τί νὰ διαλὲς τὰ λόγια σου, τί νὰ προσέχῃς,
πῶς γίνεται καλύτερα νὰ πῇς τὴν λέξη ἀπελπισία;…
 
Γι’ αὐτὸ κι ἡ τέχνη μου ἔτσι ἀτημέλητη
φαντάζει,
μοιάζοντας μὲ τὴ φριχτὴ γυναίκα ὅπου πετιέται
μισόγυμνη ἀπ’ τὸ σπιτικὸ ποὺ καίεται
στοὺς δρόμους.
Ποιός ἔχει νοῦ νὰ πάρῃ ἀπ’ τὸ συρτάρι του
βραχιόλια καὶ μαλάματα,
νὰ στολιστῇ μ’ αὐτὰ κι ἀπὲ νὰ ξεχυθῇ
μὲς στὰ στενὰ φωνάζοντας βοήθεια!

 

Ἀλ­λὰ τώ­ρα ποὺ τὸ ξα­να­σκε­φτό­ταν, ἴ­σως νὰ εἶ­χε δί­κιο κι ὁ Ἀρ­γυ­ρί­ου ποὺ τοὺς κα­τα­λό­γι­ζε ἀ­δυ­να­μί­α νὰ στή­σου­νε ἀν­τί­λο­γο ἀ­πὸ ἔλ­λει­ψη παι­δεί­ας, μὲ τὰ φτωχὰ μαρξιστικά τους νὰ τὰ βάλουν μὲ τὸν συγκροτημένο κι ἐν Παρισίοις σπουδαγ­μένο συνομήλικό τους Πηνιάτογλου… Ὅ­ταν, ὅ­μως ἔ­φτα­σε στὸ τεῦ­χος 3 καὶ ἄρ­χι­σε νὰ δι­α­βά­ζει τὸ σχό­λιό τους «Κα­τά­πτω­ση!» δὲν μπό­ρε­σε νὰ μὴν χα­ρεῖ τὸ κρι­τι­κό τους θάρ­ρος, κι ἔ­πε­σε σὲ ἡ­δο­νι­κὴ ἀνά­γνω­ση ποὺ στὴν πο­ρεί­α της τοῦ προ­κά­λε­σε ἀ­νά­λο­γους σύγ­χρο­νους συ­νειρ­μούς:

Ἀ­πὸ τὸ Βό­λο μᾶς στεί­λα­νε μιὰν ἐ­φη­με­ρί­δα, τὴ «Λα­ϊ­κὴ Φω­νή», ἀ­πὸ τὸ χρο­νο­γρά­φη­μα τῆς ὁ­ποί­ας, μὲ ὑ­πο­γρα­φὴ Ἄ­θως Τριγ­κώ­νης, ἀν­τι­γρά­φου­με τὰ ἑ­ξῆς δι­α­σκε­δα­στι­κά, μὰ καὶ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὰ τοῦ δι­α­νο­η­τι­κοῦ ξε­πε­σμοῦ τῶν λο­γί­ων μας:

«Στὴν Ἀ­θη­να­ϊ­κὴ “Ἑ­στί­α” τῆς Τρί­της 18ης Ἰ­ου­λί­ου, ὁ με­γά­λος μας ποι­η­τὴς κύ­ριος —ὁ­λο­γρά­φως— Σκί­πης, δη­μο­σι­εύ­ει ἕ­να ἄρ­θρο “του” γιὰ τὸν Νορ­βη­γὸ συγ­γρα­φέ­α Μπγι­έν­ρσον, τὸ ὁ­ποῖ­ον εἶ­ναι παρ­μέ­νο, μὲ τὸν τί­τλο του μα­ζύ, ἀ­πὸ τὸ Γαλ­λι­κὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ “Φι­λο­λο­γι­κὰ Νέ­α” τῆς 3ης Δε­κεμ­βρί­ου 1932 (σε­λί­δες 6η, στῆ­λες 4η καὶ 5η). Ἀ­πὸ τὴ με­τά­φρα­ση αὐ­τὴ λεί­πουν με­ρι­κὰ κομ­μά­τια ποὺ ἀ­να­φέ­ρον­ται εἰ­δι­κῶς στοὺς Γάλ­λους καὶ ποὺ ἀ­ναγ­κά­σθη­κε ἢ νὰ πα­ρα­λεί­ψει ἢ νὰ τὰ με­τε­τρέ­ψει ὁ κύ­ριος Σκί­πης, γιὰ νὰ μὴν τὸν πι­ά­σου­νε στὰ πράσ­σα. Λεί­πει ἐ­πί­σης ἀ­πὸ τὸ ἄρ­θρο αὐ­τὸ τὸ ὄ­νο­μα αὐ­τοῦ ποὺ τὄ­γρα­ψε γαλ­λι­κά, τοῦ κ. —μὲ μι­κρὸ κ— Ζὰν Λε­σκοφ­φι­ὲ καὶ ἀντ’ αὐ­τοῦ ἔ­χει μπεῖ φαρ­δειὰ πλα­τειὰ τὸ ὄ­νο­μα τοῦ με­γά­λου Ἕλ­λη­να ποι­η­τῆ Σω­τή­ρη Σκί­πη, ὁ ὁ­ποῖ­ος πα­ρου­σιά­ζει ἔ­τσι τὴν ξέ­νη σο­φί­α γιὰ δι­κιά του.»

Ἐ­μεῖς δὲν ξέ­ρου­με τί νὰ πρω­το­θαυ­μά­σου­με σ’ ὅ­λην αὐ­τὴ τὴν ὑ­πό­θε­ση ὕ­ψους καὶ κα­τά­πτω­σης. Ὕ­ψους θρά­σους καὶ ἀ­ναί­δειας καὶ κα­τά­πτω­σης ἠ­θι­κῆς καὶ δι­α­νο­η­τι­κῆς. Νὰ θαυ­μά­σου­με τὸ με­γά­λο μας ποι­η­τῆ, τὸν ὑ­πο­ψή­φιο Ἀ­κα­δη­μα­ϊ­κό, ποὺ ἕ­ναν και­ρό, ἂν ὄ­χι καὶ τώ­ρα, ἐ­ρω­το­τρο­ποῦ­σε καὶ μὲ τό… Νόμ­πελ!, τὴ δι­α­νο­η­τι­κό­τη­τα αὐ­τῶν ποὺ τὸν δι­α­βά­ζουν καὶ τὸν θαυ­μά­ζουν κι­ό­λας (ὑ­πάρ­χουν τέ­τοι­οι ἄν­θρω­ποι!) ἢ τὴ στά­ση τῶν με­γα­λό­σχη­μων δι­α­νο­ου­μέ­νων μας, πού, μ’ ὅ­λο ποὺ θἄ­πε­σε σί­γου­ρα στὴν ἀν­τί­λη­ψή τους ἡ πα­ρα­πά­νω ἀ­χα­ρα­χτή­ρι­στη πρά­ξη τοῦ συ­να­δέλ­φου τους, ἀ­φί­νον­τας ἕ­να νέ­ο ἀ­π’ τὴν ἐ­παρ­χί­α —τι­μή του— νὰ τοῦ πε­τά­ξει τὴ λε­ον­τή!…

καὶ κα­λο­τύ­χι­σε τὸν ἑ­αυ­τό του ποὺ ἀν­τὶ νὰ ἔ­χῃ τὸ πορ­τραῖ­το του κρε­μα­σμέ­νο μα­ζὶ μὲ τοὺς ἄλ­λους «με­γά­λους» στὰ γραφεῖα τῆς Νε­φέ­λης, θυ­μᾶ­ται ἀ­κό­μη τὸ «ποι­η­μα­τά­κι» τοῦ Σακελλά­ρη Καμ­πού­ρη ἀ­πὸ τὴ συλ­λο­γή του μὲ τὸν ση­μα­δια­κὸ τί­τλο Ἡ Αἵ­ρε­σις τοῦ Δέν :

Φτιάξτε
τὰ πορτραῖτα τῶν ποιητῶν
γιὰ
νὰ βλέπετε μετὰ ἀπὸ χρόνια
ποιοί μαλάκες
ἦταν
πιὸ ρεαλιστὲς
ἀπὸ σᾶς

 

[Ἐκ τοῦ Ἰ­α­πω­νι­κοῦ / Τρι­το­πρό­σω­πες Ἡ­με­ρο­λο­για­κὲς Ση­μει­ώ­σεις]

Ιβασάκι

ΙΓΟΥΑΣΑΚΙ ΓΙΑΤΑΡΟ

Βίτολντ Γκομπρόβιτς, Επιλογή από το Ημερολόγιο [2/2]

hg_gombrowicz_2.jpg

*

Εισαγωγή – Επιλογή – Μετάφραση:  ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΡΟΣΔΑΝΗΣ

~.~

Για τον Καμύ και το τραγικό 

 Διάβασα σήμερα, χάρη στη γενναιόδωρη χειρονομία ενός φίλου παριζιάνου, τον Επαναστατημένο άνθρωπο του Καμύ, ένα χρόνο ακριβώς μετά την κυκλοφορία του. Το διαβάζω «κάτω από το θρανίο», όπως διαβάζαμε κάποτε στο σχολείο, και ο Καμύ θα μπορούσε δίκαια να εγείρει αντιρρήσεις για μια τέτοια ανάγνωση. Εντούτοις, το κείμενο αυτό έγινε αμέσως ο άξονας, το κέντρο των στοχασμών μου. «Τρόμος»; Ναι, πρόκειται για «τρόμο» – δεν μπορώ, για να πω την αλήθεια, να εκφράσω αυτό που νιώθω παρά εντός εισαγωγικών. Διότι, αν μιλώ για τρόμο, θα έλεγα ότι δεν είναι τόσο το δράμα που περιέχεται στο βιβλίο του Καμύ που με φοβίζει όσο η θέληση, τόσο αισθητή σ’ αυτόν, να δημιουργήσει ένα δράμα. Ο Χέγκελ, ο Σοπενχάουερ, ο Νίτσε, τους οποίους πρέπει να έχουμε συνεχώς στο μυαλό διαβάζοντας το βιβλίο, δεν ήταν βέβαια λιγότερο δραματικοί, αλλά εκείνη την εποχή η τραγική σκέψη της ανθρωπότητας περιείχε ακόμα την ηδονή της ανακάλυψης, ηδονή τόσο εμφανής στον Σοπενχάουερ και τόσο απτή, τόσο παιδιάστικη στον Νίτσε· ο Καμύ είναι ψυχρός.

Η κόλαση αυτού του βιβλίου είναι ανησυχητική επειδή είναι ψυχρή, κι ακόμα περισσότερο επειδή είναι ηθελημένη. Τίποτα δεν είναι ίσως πιο άδικο απ’ αυτά τα λόγια – βρίσκουμε πράγματι σπάνια βιβλίο πιο ανθρώπινο, πιο ευγενές στις προθέσεις του, και που να συνηγορεί με τόση θέρμη για την υπόθεση του ανθρώπου. Η θανάσιμή του ψυχρότητα παρ’ όλα αυτά προέρχεται από την άρνηση του Καμύ να δεχτεί μέχρι και την ευχαρίστηση που μας δίνει η κατανόηση του σύμπαντος : θέλει να μας προσφέρει μονάχα τον πόνο, και αρνείται την ηδονή του γιατρού που απολαμβάνει τουλάχιστον τη διάγνωσή του· θέλει να είναι ασκητικός. Από πού αντλεί την επιθυμία του για τη τραγωδία; Από το γεγονός ότι σήμερα, για εμάς, τραγωδία και μεγαλείο, τραγωδία και βάθος, τραγωδία και αλήθεια έχουν γίνει συνώνυμα. Πράγμα που σημαίνει ότι δεν ξέρουμε πια να είμαστε μεγάλοι, βαθιοί ή αυθεντικοί παρά μονάχα μέσω του τραγικού.

Εδώ βρίσκεται αναμφίβολα ένα από τα ουσιώδη χαρακτηριστικά της σκέψης μας του τελευταίου αιώνα. Από τη μια πλευρά έχουμε ωριμάσει σε τέτοιο βαθμό, ώστε να μη μας είναι πλέον δυνατό ν’ απολαύσουμε την αλήθεια μας· από την άλλη είμαστε ανοιχτοί και έτοιμοι να δεχτούμε το τραγικό στοιχείο, το οποίο αναζητούμε πεισματικά σαν να πρόκειται για θησαυρό. Επιπλέον, δεν είναι ο γέρικος κόσμος μας, τόσο μονότονος μέσα στη δυστυχία του, που έγινε πιο τραγικός, αλλά ο άνθρωπος. Και σ’ αυτό το σημείο συντρέχουν λόγοι ανησυχίας: εάν δε σταματήσουμε, σκυμμένοι όπως είμαστε πάνω από το κενό, να προκαλούμε τον δαίμονα μέσα από το μηδέν του, θα καταλήξει να γεμίσει τις παραμικρότερες γωνιές της ύπαρξής μας. Το σύμπαν θα γίνει όπως το θελήσαμε. Αν υπάρχει λοιπόν στον ουρανό ένας Θεός ελεήμων, ας κάνει να «μην έχουμε πλέον άσχημα όνειρα», γιατί «αυτό δεν είναι καλό και δε θα δώσει τίποτα καλό».

Τι έχω να πω για την ηθική του Επαναστατημένου ανθρώπου;

Είναι ένα βιβλίο που θα ήθελα να επιδοκιμάσω μ’ όλη μου την καρδιά. Ιδού όμως το πρόβλημα: για μένα, όταν πρόκειται για τη σωτηρία του σύμπαντος, η συνείδηση, θέλω να πω η ανθρώπινη συνείδηση, δεν έχει την ίδια δύναμη που έχει για τον Καμύ. Δε βλέπουμε σε κάθε μας βήμα ότι η συνείδηση δεν έχει σχεδόν τίποτα να μας πει; Ο άνθρωπος σκοτώνει ή βασανίζει επειδή πιστεύει ότι έχει το δικαίωμα; Σκοτώνει επειδή οι άλλοι σκοτώνουν. Βασανίζει επειδή οι άλλοι βασανίζουν. Η πιο φριχτή πράξη γίνεται εύκολη, όταν ο δρόμος που οδηγεί εκεί είναι ανοιχτός· έτσι, στα στρατόπεδα συγκέντρωσης το εργοτάξιο του θανάτου ήταν τόσο καλά οργανωμένο που ο μικροαστός, ανίκανος στο σπίτι του να πειράξει μύγα, σκότωνε τον πλησίον του ανενδοίαστα. Και αυτό που σήμερα μας κάνει να σαστίζουμε δεν είναι το τάδε ή το δείνα σύμπλεγμα προβλημάτων, αλλά, για να εκφραστώ έτσι, η διάλυση αυτών των προβλημάτων στο εσωτερικό της ανθρώπινης μάζας, η εκμηδένισή τους από τη δράση των ανθρώπων.

Σκοτώνω επειδή σκοτώνεις. Εσύ και αυτός και εσείς όλοι βασανίζετε, λοιπόν και εγώ επίσης βασανίζω. Τον σκότωσα επειδή θα με σκοτώνατε, αν δεν τον σκότωνα. Αυτή είναι η γραμματική και η σύνταξη της εποχής μας. Από αυτό μπορούμε να συναγάγουμε ότι η κινητήρια δύναμη της δράσης δεν εδράζεται στην ανθρώπινη συνείδηση, αλλά στη σχέση που δημιουργείται ανάμεσα στο άτομο και τους άλλους ανθρώπους. Κάνουμε το κακό όχι επειδή εκμηδενίσαμε το Θεό μέσα μας, αλλά επειδή ο Θεός και ο Διάβολος χάνουν κάθε σημασία από τη στιγμή που ένας άλλος άνθρωπος, ο πλησίον μας, γίνεται ο κριτής της εκτελούμενης πράξης. Πουθενά στο βιβλίο του Καμύ δε βρίσκω αυτή την τόσο απλή αλήθεια: το βάρος της αμαρτίας είναι αντιστρόφως ανάλογο της ποσότητας των ανθρώπων που τη διαπράττουν. Και αυτή η υποτίμηση της αμαρτίας και της ανθρώπινης συνείδησης δεν αντανακλάται πουθενά μέσα σ’ ένα βιβλίο του οποίου ο στόχος αντίθετα είναι να τις υπερτονίσει. Έπειτα από τόσους άλλους συγγραφείς, ο Καμύ βγάζει κι αυτός τον άνθρωπο από την ανθρώπινη μάζα και από την κοινωνία με τον συνάνθρωπό του· περιορίζεται να αντιπαραβάλλει την ανθρώπινη ψυχή στην ύπαρξη, πράγμα που ισοδυναμεί με το να βγάζει το ψάρι από το νερό.

Η σκέψη του είναι υπερβολικά ατομικιστική, υπερβολικά αφηρημένη. Πάει καιρός που αυτό το είδος ηθικολόγων μου φαινόταν μετέωρο πάνω από το κενό. Θέλετε να μη σκοτώνω; Να μην καταδιώκω; Κυρίως μην προσπαθείτε να μου εξηγήσετε ότι η εξέγερση αποτελεί «εκδήλωση αξίας». Επιχειρείστε καλύτερα να αποφορτίσετε όλο το δίκτυο των εντάσεων που συσσωρεύεται ανάμεσα σε μένα και τους άλλους, δείξτε μου πώς να μην υποκύψω σ’ αυτό. Η συνείδηση; Φυσικά και έχω μια συνείδηση αλλά, όπως όλα σ’ εμένα, είναι μια συνείδηση μισή, μια συνείδηση που δεν έχει ακόμα αναπτυχθεί. Είμαι κατά το ήμισυ τυφλός. Είμαι ελαφρύς, ασήμαντος. Είμαι όπως να ’ναι. Όσο τρομαχτικός γνώστης του κατώτερου κόσμου κι αν είναι, και ένας από αυτούς που μπόρεσε να εκφράσει άριστα το κενό που απομένει στην ατελή ανθρωποποίησή μας, ακόμα και ο ίδιος ο Καμύ καταλήγει να αναζητεί τη σωτηρία μας σε φράσεις και σε διατυπώσεις  εξιδανικευμένες.

Γιατί λοιπόν διαβάζοντας τους ηθικολόγους έχω πάντα την αίσθηση ότι ο άνθρωπος τους ξεφεύγει; Η ηθική τους μου μοιάζει αφηρημένη, θεωρητική, δίχως δυνατότητες, σαν η πραγματική μας ύπαρξη να συμβαίνει κάπου αλλού, εκτός αυτής. Και σας ρωτώ: είναι πράγματι ο Καμύ που μου μιλάει μέσα από αυτό το βιβλίο; Ή μια ορισμένη σχολή σκέψης γεννημένη σε γαλλική γη χάρη στις συλλογικές προσπάθειες των διαφόρων Πασκάλ; Και ιδού που οι άνθρωποι αυτής της σχολής έρχονται να εφαρμόσουν κατευθείαν σε μένα και στους άλλους ένα όργανο τελειοποιημένο και ακονισμένο από την εντατική δουλειά γενεών φιλοσόφων. Δεν είναι μια ηθική υπερβολικά εξειδικευμένη; Ευρεία; Υπερβολικά επινοημένη; Πώς να το πω… υπερβολικά βαθιά; Ακραία; Ανυψωτική; Μια ηθική η οποία όχι μόνο αποτελεί προϊόν ανθρώπων προικισμένων με μια αίσθηση του βάθους ιδιαίτερα εκλεπτυσμένη, αλλά οι οποίοι επιπρόσθετα τελειοποιούνται αδιάκοπα μεταξύ τους. Η σκέψη τους είναι ατομιστική  μονάχα επιφανειακά – ακόμα κι αν ενδιαφέρεται για το άτομο, δεν είναι ποτέ έργο του.

Το πάθος του Καμύ συχνά θραύει αυτόν τον σκελετό και τότε αναπνέω. Ωστόσο, η αφύσικη και εξιδανικευμένη συνείδηση που μας προτείνει ο Καμύ, αυτή η οριστική και κοσμική συνείδηση με κουράζει. Πώς να ζωογονήσω αυτή την ηθική, να της αφαιρέσω τη θεωρητική της όψη, τι να κάνω ώστε να αγγίξει μέσα μου τον άνθρωπο; Μάταια ο Καμύ θέλει να βαθύνω τη συνείδησή μου. Το πρόβλημα μου δεν είναι να την τελειοποιήσω, αλλά να ξέρω πριν απ’ όλα σε ποιο βαθμό η συνείδησή μου είναι δική μου. Πράγματι, αυτή που διαθέτω σήμερα είναι προϊόν της κουλτούρας μας, και αν αληθεύει ότι η κουλτούρα είναι προϊόν των ανθρώπων, πόρρω απέχει από το να είναι πανομοιότυπη με τον άνθρωπο. Ορίστε που θέλω να καταλήξω: όταν θέλετε να μου εφαρμόσετε αυτό το συλλογικό προϊόν, αποφύγετε να με μεταχειριστείτε σαν μια αυτόνομη και μοναχική ψυχή μέσα στον κόσμο, γιατί ο δρόμος που οδηγεί σε μένα περνά από τους άλλους. Εάν θέλετε τα λόγια σας να πιάσουν τόπο, οφείλετε να τους λάβετε υπόψη.

Η αίσθηση μοναξιάς που πηγάζει από τον Καμύ δε μας καταβάλλει λιγότερο από την ξηρότητα του μαρξιστικού κολεκτιβισμού. Όσο πιο αληθινές είναι οι αξίες του Επαναστατημένου ανθρώπου τόσο περισσότερο αυτό το βιβλίο μας γεμίζει ανησυχία. Θαυμάζω, βέβαια, συμφωνώ, βρίσκω στήριγμα, προσυπογράφω ευχαρίστως, αλλά την ίδια στιγμή θωρώ με δυσπιστία την ίδια μου την προσχώρηση. Και αν προχωρώ στον ίδιο δρόμο, δεν είναι επειδή το θέλω, αλλά επειδή είμαι αναγκασμένος.

~.~

Για τα μουσεία και την τέχνη γενικότερα

Συνάντησα στους Γκροντζίτσκι τον νεαρό ποιητή Έσλερ και του δήλωσα: Δεν πιστεύω στη ζωγραφική. (Στους μουσικούς λέω: Δεν πιστεύω στη μουσική). Έμαθα αργότερα από τον Γκροxόλσκι ότι ο Έσλερ τον ρώτησε εάν καλλιεργώ αυτό το είδος των παραδοξολογιών για πλάκα. Δεν μπορούν καν να διανοηθούν πόση αλήθεια κρύβεται πίσω από αυτήν την πλάκα – αλήθεια αναμφισβήτητα αυθεντικότερη από τη δουλική τους «αφοσίωση» στην τέχνη.

Υποκύπτοντας στις πιέσεις του Ν… τον συνόδευσα χθες στο Museo Nacional de Bellas Artes. Η πληθώρα των πινάκων με εξουθένωσε, πριν καν αρχίσω να τους κοιτώ· περνούσαμε από τη μια σάλα στην άλλη, σταματούσαμε μπροστά σ’ έναν πίνακα, έπειτα πλησιάζαμε έναν άλλο. Ο σύντροφος μου ανέδιδε την «απλότητα» και τη «φυσικότητα» (αυτή τη φυσικότητα δευτέρου βαθμού που είναι στην πραγματικότητα κυριαρχημένη επιτήδευση) και, σύμφωνα με το ισχύον savoirvivre, απέφευγε οτιδήποτε θα μπορούσε να θεωρηθεί υπερβολικό… Όσο για μένα, μέσα μου κυριαρχούσε η απάθεια ανακατωμένη με αηδία, αποστροφή, εξέγερση, θυμό και αίσθηση παραλογισμού.

Υπήρχαν εκτός από εμάς καμιά δεκαριά άτομα που πλησίαζαν, θαύμαζαν, απομακρύνονταν… Οι μηχανικές κινήσεις τους, οι πνιγμένες τους φωνές τους έκαναν να μοιάζουν με μαριονέτες, και τα πρόσωπά τους εκμηδενίζονταν μπροστά στα πρόσωπα των πινάκων που μας ατένιζαν από ψηλά. Δεν είναι η πρώτη φορά που ένιωσα ενοχλημένος από το πρόσωπο της μεγάλης τέχνης η οποία εκλείπει το πρόσωπο των ζωντανών. Ποιοι συχνάζουν στα μουσεία; Κάποιοι ζωγράφοι, πιο συχνά ένας φοιτητής καλών τεχνών, μια γυναίκα που δεν ξέρει πώς να σκοτώσει τον χρόνο της, τουρίστες που επισκέπτονται την πόλη… Ποιος λοιπόν ακόμα; Σχεδόν κανείς, παρόλο που όλος ο κόσμος είναι έτοιμος να ορκιστεί γονατιστός στις θεότητές του ότι ο Τιτσιάνο και ο Ρέμπραντ μπορούν να προκαλέσουν ανατριχίλες.

Αυτή η αδιαφορία δε με εκπλήσσει. Αυτές οι γεμάτες πίνακες άδειες αίθουσες, ορίστε κάτι το τρομαχτικό και το απωθητικό, ικανό να σας ρίξει στα βάραθρα της απελπισίας. Οι πίνακες; Μα έχουν φτιαχτεί για να ’ναι ο ένας κρεμασμένος δίπλα από τον άλλο σ’ έναν άδειο τοίχο; Ένας πίνακας προορίζεται να διακοσμήσει ένα εσωτερικό, να ευχαριστήσει αυτούς που τον κοιτούν κάθε μέρα. Στο μουσείο υπάρχει πληθώρα, η ποσότητα εξουδετερώνει την ποιότητα, τα αριστουργήματα, με την ντουζίνα, παύουν να είναι αριστουργήματα. Ποιος μπορεί να κοιτάξει όπως πρέπει τον Μουρίγιο, όταν ο Τιέπολο από δίπλα επιζητεί το βλέμμα του, όταν τριάντα άλλοι πίνακες του φωνάζουν κοίταξε με, κοίταξε με; Υπάρχει ένα απροσμέτρητο, εξευτελιστικό χάσμα ανάμεσα στην πρόθεση καθενός από αυτά τα έργα που είναι αποκλειστική και μοναδική – και την έκθεσή τους μέσα σ’ αυτό το κτήριο. Αλλά η τέχνη, – και όχι μόνο η ζωγραφική τέχνη – κατακλύζεται από περιθωριακούς παραλογισμούς, χάσματα, ασχήμιες, ανοησίες που με βιασύνη εξολοθρεύουμε από μέσα μας. Ο γέρος, γκριζομάλλης τενόρος παίζοντας τον Ζίγκρφιντ, οι τοιχογραφίες που είναι σχεδόν αδύνατο να καταλάβουμε, η Αφροδίτη με τη ξεριζωμένη μύτη, η γριά ρυτιδιασμένη κυρία που σας απαγγέλει νεανικά ποιήματα, τίποτα απ’ όλα αυτά δε μας σοκάρει.

Είμαι, προσωπικά, όλο και λιγότερο πρόθυμος να μοιράσω την ευαισθησία μου σε ξεχωριστά τμήματα, και αρνούμαι να κλείσω τα μάτια μου σ’ όλους τους παραλογισμούς που, χωρίς να ’ναι τέχνη, τη συνοδεύουν. Απαιτώ από την τέχνη όχι μόνο να είναι καλή, αλλά κυρίως να ’ναι γερά ριζωμένη στην πραγματικότητα. Δεν ανέχομαι ούτε ναούς τέχνης ούτε δεήσεις υπερβολικά γελοίες. Εάν τα αληθινά αριστουργήματα οφείλουν να μας ενθουσιάζουν, γιατί το συναίσθημα μας είναι τόσο φοβισμένο, αβέβαιο, δισταχτικό; Πριν να γονατίσουμε μπροστά σ’ αυτό το αριστούργημα, αναρωτιόμαστε αν είναι όντως ένα αριστούργημα, θέλουμε τάχιστα να μάθουμε αν πρέπει πραγματικά να πέσουμε ξεροί μπροστά του, εάν έχουμε το δικαίωμα να νιώσουμε ουράνιες ηδονές και αφού πια έχουμε σιγουρευτεί, η έκσταση μας καταλαμβάνει. Πώς, σας παρακαλώ, να συμφιλιώσουμε την υποτιθέμενη κεραυνοβόλα δύναμη της τέχνης, δύναμη ακατανίκητη, αυθόρμητη, προφανή με τις διστακτικές αντιδράσεις μας; Εξάλλου, σε κάθε βήμα, γελοίες γκάφες, φριχτές ιστορίες και μοιραία λάθη έρχονται να ξεμασκαρέψουν την υποκρισία της γλώσσας μας. Κάθε στιγμή τα γεγονότα χαστουκίζουν τα ψέματά μας. Γιατί αυτό το πρωτότυπο κοστίζει δέκα εκατομμύρια, ενώ αυτό το αντίγραφο που σας κάνει την ίδια ακριβώς εντύπωση κοστίζει μόνο δέκα χιλιάδες; Γιατί μπροστά στο πρωτότυπο αυτές οι μάζες ευλαβικά γονατισμένες και μπροστά στο αντίγραφο – κανείς; Όσο περνούσε για ένα έργο του Λεονάρντο, αυτός ο πίνακας δημιουργούσε ουράνια συναισθήματα και ορίστε που σήμερα, αφού η ανάλυση έδειξε ότι στην πραγματικότητα ήταν ο πίνακας ενός μαθητή, κανείς δεν του ρίχνει ούτε μια ματιά. Και αυτή η πλάτη του Γκωγκέν, πραγματικό αριστούργημα! Ναι, αλλά για να μπορέσει κανείς να την εκτιμήσει, πρέπει να έχει τεχνικές γνώσεις, να παίζει στα δάχτυλα του χεριού του την ιστορία της ζωγραφικής, να έχει γούστο ειδικού. Λοιπόν, με ποιο δικαίωμα αυτοί που δεν είναι καθόλου εκπαιδευμένοι το θαυμάζουν; Όμως – έλεγα στον σύντροφό μου έχοντας εγκαταλείψει το μουσείο – εάν, αντί να αναλύσουμε τα χρώματα, υποβάλλουμε τις αντιδράσεις του θεατή σε μια αυστηρή πειραματική εξέταση, θα ανασύρουμε στην επιφάνεια άπειρα ψέματα που θα τραντάξουν όλους τους Παρθενώνες και θα κάνουν να κοκκινίσει από ντροπή η Σιξτίνα.

*

32-41a-thumb-large

*

Με λοξοκοίταξε επειδή τον έκανα να ζήσει μια κρίση εμπιστοσύνης. Τα επιχειρήματά μου του φαίνονταν απλοϊκά, όχι πως έβρισκε ότι έχω άδικο, άλλα δε χρησιμοποιούσα τη γλώσσα ενός ατόμου της καλλιτεχνικής « κοινότητας » : ούτε ο Μαλρώ ούτε ο Κοκτώ ούτε κανείς από αυτούς που θαύμαζε δεν θα εκφραζόταν έτσι. Υπήρχε στα λόγια μου μια ζώνη εννοιών που αυτοί είχαν ξεπεράσει από πολύ καιρό, μια ζώνη οριστικά «κατώτερη», κάτω του επιτρεπόμενου επιπέδου. Πώς μπορούσαμε να μιλάμε για την τέχνη σε τέτοιο τόνο; Και ήξερα τι του περνούσε από το μυαλό: ήμουν στα μάτια του ένας Πολωνός, άρα ένας βάρβαρος, αλλά ήμουν την ίδια στιγμή ο συγγραφέας βιβλίων που ο ίδιος θεωρούσε «ευρωπαϊκά»… Έτσι, αυτά τα λόγια δεν ήταν στα χείλη μου τα λόγια ενός πρωτόγονου σλάβου, αλλά ένα είδος προσποίησης ή ένας κακός αστεϊσμός. Δήλωσε: τα λέτε αυτά για να με προκαλέσετε.

Να τον εκνευρίσω! Να τον εξοργίσω! Αφού η βλακεία σας δεν παύει να μ’ εξοργίζει, ας σας εξοργίσω λίγο με τη σειρά μου! Και γιατί, σας παρακαλώ, δεν καταλαβαίνετε ότι κάθε εκλέπτυνση, όχι μόνο δεν αποκλείει την απλότητα, αλλά μπορεί και πρέπει να συνδυάζεται μαζί της. Ότι αυτός που δουλεύοντας την ίδια του την πολυπλοκότητα αγνοεί την τέχνη του να γίνεται ταυτόχρονα πιο απλός, χάνει αυτόματα την ικανότητα να αντιστέκεται στις δυνάμεις που διέγειρε και οι οποίες θα καταλήξουν να τον καταστρέψουν. Και ακόμα και αν στα λόγια μου υπήρχε μονάχα η άρνησή μου να «υποστώ» την τέχνη, η επιθυμία μου να διατηρήσω απέναντί της όλη μου την ανεξαρτησία, ακόμα και τότε άρμοζε να χειροκροτήσουμε: αυτή είναι μια καλή και υγιής πολιτική για έναν καλλιτέχνη. Είχα επίσης μέσα μου και άλλους, βαθύτερους λόγους που ο σύντροφός μου δεν μπορούσε παρά να αγνοεί. Θα μπορούσα να του είχα πει αυτό:

Με νομίζετε αφελή, ενώ είστε εσείς ο αφελής. Ούτε καν διανοείστε τι συμβαίνει μέσα σας όταν κοιτάζετε αυτούς τους πίνακες. Πιστεύετε αναμφίβολα ότι πλησιάζετε την τέχνη με τη θέληση σας, γοητευμένος από την αίγλη της, ότι η κοινωνία σας μαζί της λαμβάνει χώρα σε μια ατμόσφαιρα ελευθερίας, ότι η ευχαρίστηση, θεϊκά αναβλύζουσα από την μπαγκέτα του Ωραίου, γεννιέται μέσα σας αυθόρμητα… Η αλήθεια είναι πολύ διαφορετική: ένα χέρι σας άρπαξε από το σβέρκο, για να σας φέρει μέχρι αυτόν τον πίνακα και να σας πετάξει στα γόνατα μπροστά του, μια θέληση πολύ δυνατότερη από τη δικιά σας που σας εξαναγκάζει να προσπαθήσετε να νιώσετε τα δέοντα συναισθήματα. Ποιο χέρι και ποια θέληση; Αυτό το χέρι δεν είναι ενός ανθρώπου, αυτή η θέληση είναι συλλογική, διαμορφωμένη σε μια διάσταση που αγνοείτε τελείως: τη διανθρώπινη. Και δε θαυμάζατε καθόλου, προσπαθείτε να θαυμάσατε.

Ορίστε αυτά που θα μπορούσα να του πω και άλλα ακόμα… αλλά δεν το έκανα. Πρέπει όλα αυτά να παραμείνουν πνιγμένα μέσα μου· τι να κάνω για να δώσω σ’ αυτήν τη σκέψη το ειδικό της βάρος; Να τη χτίσω πιο στέρεα, να την εισάγω σε μια εργασία πιο ευρεία: ο χρόνος που διαθέτω είναι ο χρόνος – που κανείς δε σέβεται – ενός κατώτερου υπαλλήλου[1]. Πρέπει λοιπόν να εκφράζομαι με μισές λέξεις; Με απλούς υπαινιγμούς για μια αλήθεια που δεν έρχεται ποτέ πλήρως στο φως; Όφειλα να μείνω έτσι ανέκφραστος και αποσπασματικός, δίχως βοήθεια απέναντι στο παράλογο που μου παραμορφώνει το πρόσωπο – και όχι μονάχα το δικό μου…

Μου λέει: θαυμάζω. Εγώ, λέω: προσπαθείτε να θαυμάσετε. Λεπτομέρεια, αλλά είναι ακριβώς πάνω σ’ αυτήν τη λεπτή διαφορά που κατορθώσαμε να χτίσουμε ένα βουνό αξιολύπητων ψεμάτων. Και στη σχολή του ψεύδους κατασκευάζεται ένα ύφος: όχι μονάχα ένα ύφος τέχνης, αλλά κυρίως ένα ύφος  σκέψης και συναισθήματος, υιοθετημένο από μια ελίτ που συχνάζει στα μουσεία με σκοπό να οξύνει την ευαισθησία της και να κατακτήσει την τέχνη της φόρμας.


[1] Κατά την περίοδο της παραμονής του στην Αργεντινή, ο Γκομπρόβιτς δούλεψε στην τράπεζα Banco Polaco για εφτά χρόνια, από το 1947 ως το 1955.

~.~

(Δείτε το πρώτο μέρος εδώ)

*

*

*

Βίτολντ Γκομπρόβιτς, Επιλογή από το Ημερολόγιο [1/2]

download

*

Εισαγωγή – Επιλογή – Μετάφραση:  ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΡΟΣΔΑΝΗΣ

Το έργο του Βίτολντ Γκομπρόβιτς είναι γνωστό στη χώρα μας. Τα μυθιστορήματα και τα θεατρικά του, μεταφρασμένα από τα Αγγλικά ή τα Γαλλικά, κυκλοφορούν στα Ελληνικά. Το Ημερολόγιο του αντιθέτως, με εξαίρεση κάποια αποσπάσματα μεταφρασμένα από τον Δημήτρη Δημητριάδη υπό μορφήν προλόγου στην Πορνογραφία,[i] παραμένει άγνωστο. Η παρούσα μετάφραση έρχεται να καλύψει αυτό το κενό. Να παρουσιάσει δηλαδή μια επιλογή κειμένων του Ημερολογίου, στα οποία ο μεγάλος Πολωνός μυθιστοριογράφος αποδεικνύεται εξίσου μεγάλος στοχαστής.

Το Ημερολόγιο αποτελεί καρπό της συνεργασίας του Γκομπρόβιτς με το πολωνικό περιοδικό Kultura, που εκδιδόταν στο Παρίσι από Πολωνούς μετανάστες. Η συγγραφή του ξεκίνησε το 1953 στο Μπουένος Άιρες και ολοκληρώθηκε στη Βανς της Γαλλίας το 1969. Απαγορευμένο στην Πολωνία επί κομμουνισμού, θα εκδοθεί στη χώρα του συγγραφέα του μόλις το 1986 – αν και κυκλοφορώντας παράνομα μέχρι τότε θα ασκήσει καταλυτική επίδραση στα πολωνικά γράμματα. Μεταφρασμένο σήμερα σε πολλές ξένες γλώσσες, κατέχει ξεχωριστή θέση στην ευρωπαϊκή γραμματεία του 20ου αιώνα.

Το  Ημερολόγιο μπορεί να χρησιμεύσει ως οδηγός σ’ όλους αυτούς που γοητεύτηκαν και πιθανότητα χάθηκαν στο ομολογουμένως δύσκολο λογοτεχνικό έργο του Πολωνού συγγραφέα. Ο Γκομπρόβιτς δεν προτείνει φυσικά ερμηνείες των έργων του· «η τέχνη», γράφει στο Ημερολόγιο, «θέτει ερωτήματα, δε δίνει απαντήσεις». Εξηγεί πάντως κάποιες βασικές ανθρωπολογικές αντιλήψεις, οι οποίες διαπερνούν τα μυθιστορήματα και τα θεατρικά του. Η κυριότερη από αυτές αφορά τη διανθρώπινη διάσταση της ανθρώπινης ύπαρξης: ο άνθρωπος δε μπορεί να νοηθεί ανεξάρτητα από την σχέση του με τον Άλλο. O Ρενέ Ζιράρ στο χώρο της λογοτεχνίας και ο Τζβετάν Τοντόροφ στο χώρο των ιδεών έδειξαν ότι κυρίαρχη τάση της σύγχρονής δυτικής σκέψης είναι να παραβλέπει το διανθρώπινο και να εκλαμβάνει το άτομο ως αυτόνομη και ανεξάρτητη μονάδα. Ορισμένοι μόνο μυθιστοριογράφοι και στοχαστές  συνειδητοποίησαν και πρόβαλλαν στο έργο τους το ρόλο που παίζει ο Άλλος στη συγκρότηση του υποκειμένου.[ii] Μεταξύ αυτών θα πρέπει να κατατάξουμε και τον Γκομπρόβιτς· η μυθιστορηματική του σκέψη του σε αυτό το πλαίσιο βρίσκει τη θέση της και γίνεται καλύτερα κατανοητή.

Έχοντας ως αρχή την παραπάνω ανθρωπολογική θέση, ο Γκομπρόβιτς διηγείται στο Ημερολόγιο τη διανοητική του περιπέτεια. Την ταραγμένη του σχέση με την Πολωνία, τις σκέψεις του για τη θρησκεία, την επιστήμη, την τέχνη, τη γλώσσα, τη νιότη και την πραγματικότητα. Την αμφιθυμία του απέναντι στα ρεύματα σκέψης που διαμόρφωσαν την εποχή του: κομμουνισμός, υπαρξισμός, στρουκτουραλισμός. Την απέχθειά του για τους μηχανισμούς της κουλτούρας οι οποίοι, θεοποιώντας την τέχνη και τον καλλιτέχνη, μετατρέπονται σε μηχανισμούς αλλοτρίωσης. Η ενότητα πίσω από την πραγμάτευση τόσο διαφορετικών θεμάτων θα πρέπει να αναζητηθεί τόσο στη γκομπροβιτσιανή ανθρωπολογία, για την οποία έγινε ήδη λόγος, όσο και σε μια άλλη θεμελιώδη τάση του έργου του: την απόσταση απέναντι στη Φόρμα. Σ’ οτιδήποτε (ιδεολογία, φιλοσοφία, στάση ζωής) επιβάλλει παγιωμένη μορφή σε σκέψεις, επιθυμίες, συμπεριφορές. Απόσταση που δεν αποσκοπεί να διασώσει κάποια υποτιθέμενη αυθεντικότητα στην οποία ο Γκομπρόβιτς δεν πιστεύει, αλλά ν’ αποκτήσει ο άνθρωπος λίγη περισσότερη ελευθερία και ελαστικότητα συνειδητοποιώντας όλα όσα διαπερνούν και πλάθουν ακατάπαυστα την ύπαρξή του. «Μάταια ο Καμύ θέλει να βαθύνω τη συνείδησή μου» γράφει σχολιάζοντας τον Επαναστατημένο άνθρωπο, «Το πρόβλημά μου δεν είναι να την τελειοποιήσω, άλλα να ξέρω πριν απ’ όλα σε ποιο βαθμό η συνείδησή μου είναι δίκη μου».

Κάθε σελίδα του Ημερολογίου εμψυχώνεται από το διανοητικό θάρρος, τον φανατικό ρεαλισμό και την ακούραστη υπεράσπιση του ανθρώπινου εγώ ενάντια σε όλες τις παραμορφώσεις και τις αφαιρέσεις που το απειλούν. Χαρακτηριστικά που το καθιστούν ανάγνωσμα εξαιρετικά συναρπαστικό κι ωφέλιμο.

(περισσότερα…)