Ζαν Ανούιγ

Οι συμβιβασμένοι και οι ασυμβίβαστοι

*

του ΓΙΩΡΓΗ ΜΑΝΟΥΣΑΚΗ

Ἐπιλογὴ καὶ ἐπιμέλεια Ἀγγελικὴ Καραθανάση

«Ὑπάρχουνε δυὸ φυλὲς πλασμάτων», λέει ἕνας ἥρωας τοῦ Ζὰν Ἀνούιγ. «Μιὰ φυλὴ πολυάριθμη, γόνιμη, εὐτυχισμένη, χοντρὴ πάστα γιὰ ζύμωμα, ποὺ τρώει ἥσυχα ἥσυχα λουκάνικα, φτιάχνει παιδιά, δουλεύει μὲ τὰ ἐργαλεῖα, μετρᾶ τὶς δεκάρες ἀφρόντιστα, παρ’ ὅλες τὶς ἐπιδημίες καὶ τοὺς πολέμους, ἴσαμε τὸ ἔσχατο ὅριο τῆς ζωῆς, ἄνθρωποι δηλαδὴ καθημερινοί,  ποὺ δὲν τοὺς φαντάζεσαι νεκρούς. Κι ὕστερα ὑπάρχουν οἱ ἄλλοι, οἱ εὐγενικοί, οἱ ἥρωες. Αὐτοὶ ποὺ τοὺς φαντάζεσαι κάλλιστα πεσμένους χάμω, χλωμούς, μὲ μιὰ κόκκινη τρύπα στὸ κεφάλι τους γιὰ νὰ θριαμβεύουνε, γιὰ μιὰ στιγμή, μὲ μιὰ τιμητικὴ φρουρὰ γύρω τους ἢ κι ἀνάμεσα σὲ δυὸ χωροφύλακες, ἀναλόγως. Ἡ ἀριστοκρατία».[1]

Δὲν εἶναι λίγοι αὐτοὶ  ποὺ στὰ νιάτα τους λαχταρήσανε νὰ γίνουνε μέλη τούτης τῆς τραγικῆς ἀριστοκρατίας. Ἐκεῖνα τὰ χρόνια ὁλάκερη ἡ ὕπαρξή τους ἤτανε πυρωμένη ἀπὸ ἰδανικὰ γιὰ δικαιοσύνη, γιὰ ἀγάπη, γιὰ ὀμορφιά. Καὶ τὰ ὑπερασπίζονταν μὲ πάθος ἀληθινὸ ἐνάντια σ’ ὅποιον ἤθελε νὰ τὰ χτυπήσει, ἀκόμη καὶ νὰ τὰ εἰρωνευτεῖ. Κι ἐπίστευαν ὁλόψυχα πὼς τίποτα δὲ θὰ μποροῦσε ποτὲ νὰ τοὺς κάμει νὰ ἐγκαταλείψουνε τὴν ὡραία ἀδιαλλαξία τους. Ἦταν εὔκολο τότε νά ’χει κανεὶς ἕνα ἰδανικὸ καὶ νὰ τοῦ μένει πιστός. Μὰ σὰν ἐπήρανε κι αὐτοὶ μιὰ θέση ὑπεύθυνη μέσα στὴ κοινωνικὴ ζωή, εἴδανε νὰ ὀρθώνεται ἀδυσώπητο μπροστά τους τὸ δίλημμα: Ἢ νὰ κρατήσουνε τὸν ἰδεαλισμό τους καὶ νά ’ρθουνε σὲ σύγκρουση μὲ τοὺς πανάρχαιους, ἀλύγιστους νόμους τῆς κοινωνίας, ἢ νὰ τὸν ἀπαρνηθοῦνε καὶ νὰ βολευτοῦνε κι αὐτοὶ μέσα σ’ ἕνα ἐπάγγελμα καὶ σὲ μιὰ οἰκογένεια, ὅπως ὅλοι οἱ γύρω τους. Κι οἱ πιὸ πολλοὶ προτιμήσανε τὸ δεύτερο. Ἴσως ὄχι χωρὶς λύπη, χωρὶς κάποια πίκρα, ὅμως δὲ μπορούσανε νὰ κάμουνε διαφορετικά. Ὁ ἄλλος δρόμος ζητοῦσε θυσίες κι αὐτοί ‒τώρα μόνο τὸ βλέπανε‒ δὲν ἦταν ἀπὸ κείνους ποὺ ἀνταλλάζουνε τὴν ἐχτίμηση τοῦ κόσμου καὶ τὶς χίλιες δυὸ μικρὲς χαρὲς τῆς ζωῆς μ’ ἕνα στεφάνι «ἀπὸ δάφνες κι ἀγκάθια». (περισσότερα…)