ελληνική νουβέλα

Ελεγεία και ύμνος της παιδικής ηλικίας

*

του ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗ

~.~

Εύα Πολυβίου,
Οι ορτανσίες,
Βακχικόν, 2024

Η σπονδυλωτή νουβέλα Οι ορτανσίες αποτελεί την πρώτη πεζογραφική κατάθεση της κλασικής φιλολόγου, εκπαιδευτικού και προέδρου του Κέντρου Λογοτεχνικών και Πολιτιστικών Σπουδών (ΚΕΛΟΠΟΣ) Εύας Πολυβίου. Πιο συγκεκριμένα, η καλαίσθητη εκδοτικά νουβέλα αποτελείται από εννέα αυτόνομα και σύντομα ως επί το πλείστον κεφάλαια που διαδραματίζονται σε διαφορετικούς τόπους (π.χ. Καζάφανι, ένα ορεινό χωριό του Τροόδους, μια πόλη, Ευρώπη), στα οποία εκτός από τα κύρια πρόσωπα της οικογένειας της ηρωίδας Ελένης (Μυριάνθη [μητέρα], Παναγιώτης [πατέρας], γιαγιά Ελενού, θείος Αντρίκος), εμφανίζονται και άλλα δευτερεύοντα πρόσωπα (Νίκος, Σόνια, κ. Ανδρέας κ.ά.) Με πυρήνα και καταλύτη της μνήμης, λοιπόν, τις φουντωτές ορτανσίες που φυτρώνουν σε τενεκέδες στη βεράντα της γιαγιάς Ελενούς, η ενήλικη πια ηρωίδα της νουβέλας Ελένη καταβυθίζεται συνεχώς στις τραυματικές μα και συνάμα ευφρόσυνες στιγμές της παιδικής της ηλικίας, επιχειρώντας να κατανοήσει το επώδυνό της παρόν που έχει στιγματιστεί από την καθοριστική ψυχική νόσο της κατάθλιψης. Μια νόσο, που απ’ ό,τι υποδηλώνεται στο βιβλίο δεν έχει μόνο κληρονομική αιτία, αλλά ριζώνει εξελικτικά μετά τον θάνατο του θείου Αντρίκου στην εισβολή του 1974, τον θάνατο της επίσης καταθλιπτικής μητέρας της, αλλά και της γιαγιάς της ηρωίδας που φρόντιζε ανελλιπώς τα φυτά, τα οποία μετά τον θάνατό της ξεραίνονται.

Όπως αναφέρει η ίδια η αφηγήτρια:

Η μέρα που ξεράθηκε και η τελευταία ορτανσία σηματοδότησε για πάντα το τέλος μιας εποχής και την αρχή μιας άλλης. Ποτέ κανείς δεν ξαναμίλησε γι’ αυτές, όπως όλοι επιμελώς αποφεύγαμε να αναφερόμαστε και στον θείο Αντρίκο, όμως πιστεύω ότι το τέλος των ορτανσιών αποτέλεσε ένα ορόσημο βίαιης ενηλικίωσης, όχι μόνο για την αδερφή μου και εμένα, αλλά για ολόκληρη την οικογένεια. Καταρχάς, ποτέ ξανά δε γιόρτασα τα γενέθλιά μου· εκείνη τη μέρα είχαμε πάντα μνημόσυνο και τρισάγιο στον τάφο της γιαγιάς. […] Απλώς η μέρα που γεννήθηκα δεν αποτελούσε για μένα, όπως ίσως για τον υπόλοιπο κόσμο, την αφορμή για μια νέα αρχή, αλλά ακαριαία υπόμνηση του τέλους. (περισσότερα…)

«Αόρατες πέρασαν»

*

του ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗ

Ευφροσύνη Μαντά-Λαζάρου
Τα κόκκινα ελάφια, Βακχικόν 2023

Η νουβέλα Τα κόκκινα ελάφια της Ευφροσύνης Μαντά-Λαζάρου, ποιήτρας με εφτά συλλογές στο ενεργητικό της, δεν αποτελεί την πρώτη πεζογραφική απόπειρα της συγγραφέως, αλλά προϋποθέτει την εμπειρία συγγραφής ενός ακόμη μυθιστορήματος (Χωρίς την Αριάδνη στη χώρα του αυτισμού παρέα με την ποίηση, Γκοβόστης, 2006) και ενός παιδικού βιβλίου (Φίλε μου εγώ δεν είμαι σαν εσένα, το γράμμα ενός μοναχικού παιδιού, 2006). Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, που στην ανά χείρας, καλαίσθητη εκδοτικά, νουβέλα, η συγγραφέας βασισμένη στο ιστορικό γεγονός του πνιγμού της κυρά Φροσύνης-Ευφροσύνης Βασιλείου και άλλων δεκαέξι γυναικών στη λίμνη Παμβώτιδα από τον Αλή πασά το 1801, κινείται με μαεστρία τόσο ανάμεσα στον μύθο και την πραγματικότητα όσο και ανάμεσα στον πεζό και τον ποιητικό λόγο, καθώς η αδιάλειπτη και παραπληρωματική συνύπαρξη του αφηγηματικού με τον λυρικό-ποιητικό τρόπο δημιουργούν ένα δυναμικό λογοτεχνικό σύμπαν όπου οι δύο αυτοί τρόποι συνυφαίνονται αρμονικά και γίνονται ένας.

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα με τη σειρά. Το βιβλίο δομείται σε έξι μέρη-κεφάλαια, στα οποία δεσπόζει η πρωτοπρόσωπη αφήγηση τριών γυναικών: Η κυρίαρχη, αλλά και εκτενέστερη αφήγηση της Ευφροσύνης Βασιλείου, υπό τη μορφή ενός σπαρακτικού γράμματος αφενός προς τον αγαπημένο της, αλλά και τους σύγχρονους ή και μεταγενέστερους κατακριτές της, αναπτύσσεται στο πρώτο και τρίτο κεφάλαιο («Έρως αντεθνικός», «Αιώνιο λίκνο της παρεξήγησης»). Στο μέσο της κυρίαρχης αφήγησης της Ευφροσύνης Βασιλείου, παρεμβάλλεται, όχι τυχαία, κατά την άποψή μου, ο μονόλογος της αδελφής του πασά των Ιωαννίνων˙ μονόλογος ο οποίος φωτίζει αφηγηματικά τόσο την οπτική μιας γυναίκας που τον αγαπά όσο και σημαντικές πτυχές της σκοτεινής προσωπικότητας και της παιδικής ηλικίας του βίαιου και αδίστακτου πασά, που έδωσε την εντολή για να δολοφονηθούν οι 17 γυναίκες είτε εξαιτίας του παράνομου δεσμού που διατηρούσε η Ευφροσύνη με τον γιο του είτε ακόμη γιατί η Ευφροσύνη απέρριψε τον ίδιο τον πασά ερωτικά. (περισσότερα…)

Ἀξιοπρόσεχτο δεῖγμα σύγχρονης πεζογραφίας

του ΓΙΩΡΓΟΥ ΑΡΑΓΗ

Βασιλεία Γεωργίου,
Ὁ ἔρωτας μέ τή γυναίκα του,
Μανδραγόρας, Αθήνα 2021

Ὁ ἔρωτας μέ τή γυναίκα του. Ἔτσι ἐπιγράφεται ἕνας τόμος πού ἐκδόθηκε στό τέλος τοῦ 2021 ἀπό τίς ἐκδόσεις Μανδραγόρας.[1] Περιέχει τρία διηγήματα, ἀπό πενήντα ἕως ἑξήντα σελίδες τό καθένα, τά ὁποῖα ὀνομάζονται: «Σκιές», «Μιά παράξενη ἐρωτική ἱστορία», «Ὁ ἔρωτας μέ τή γυναίκα του». Ἐδῶ θά σταθῶ στό τελευταῖο ἀπό τά τρία, στό ὁμώνυμο τοῦ τόμου, πού εἶναι ἀρκετό γιά νά χαρακτηρίσει ὅλη τή δουλειά τῆς πεζογράφου. Σημειώνω ὅτι ἔχει προηγηθεῖ τό πεζογράφημα Ἡ Ἕκτη Μέρα, ἀπό τίς ἐκδόσεις Γαβριηλίδη τό 2015, πού φέτος ἔκανε δεύτερη ἔκδοση ἀπό τόν Μανδραγόρα.[2]

Λοιπόν τό διήγημα[3] «Ὁ ἔρωτας μέ τή γυναίκα του» ἀφορᾶ τέσσερα πρόσωπα, τήν ἀνώνυμη ἀφηγήτρια, τόν Γιάννη, τή Δήμητρα καί τόν ἄντρα της Χρῆστο. Κύριο πρόσωπο εἶναι ἡ ἀφηγήτρια, πού ὅπως καί οἱ ὑπόλοιποι εἶναι γιατρός. Στό ἑξῆς θά τήν ἀναφέρω ὡς Α. Ἐκτός ἀπό τά πρόσωπα, τό διήγημα παρουσιάζει ὁρισμένο θεματικό ἔνδυμα. Μέ λίγα λόγια. Ὁ Γιάννης γιορτάζει τά γενέθλιά του σ᾿ ἕνα κέντρο. Τό βράδι περνάει καί παίρνει τήν Α μέ τό αὐτοκίνητό του γιά νά πᾶνε στό καπαρωμένο κέντρο. Στή διαδρομή τῆς λέει πώς θά ἔρθει καί ὁ Χρῆστος, μέ τόν ὁποῖο ἡ Α εἶχε στό πρόσφατο παρελθόν μιά αἰσθηματική περιπέτεια. Πράγματι ἔρχεται ὁ Χρῆστος μέ τήν ἕξι μηνῶν ἔγκυο γυναίκα του τή Δήμητρα. Ἡ Α, πού δυσανασχετεῖ, θέλει νά φύγει νωρίς. Τό ἴδιο καί ὁ Χρῆστος μέ τή Δήμητρα, πού τήν παίρνουν μέ τό αὐτοκίνητό τους. Οἱ δυό γυναῖκες συμφωνοῦν νά πᾶνε τήν ἑπόμενη μέρα στό κολυμβητήριο -ὁ Χρῆστος θά ἔχει 24ωρη ἐφημερία. Πράγματι τήν ἄλλη μέρα οἱ δυό γυναῖκες, ὁδηγώντας ἡ Δήμητρα, πηγαίνουν στό κολυμβητήριο. Πρός τό τέλος ἡ Α νιώθει πονοκέφαλο καί ἄλλα συμπτώματα, πού θυμίζουν ὑποτροπή τῆς νευροπάθειάς της, ἀπό τήν ὁποία βρίσκεται σέ ἀνάρρωση. Στό γύρισμα ἡ Δήμητρα τήν κρατάει στό διαμέρισμά της. Ἡ Α διαπιστώνει ὅτι πρόκειται γιά ἡμικρανία. Κοιμᾶται σέ ἕνα ξεχωριστό δωματιάκι τοῦ ζευγαριοῦ καί συνέρχεται ἀργά τή νύχτα. Φεύγει τό πρωί. Μετά ἀπό μερικές μέρες, νύχτα, ἡ Δήμητρα τῆς τηλεφωνεῖ ζητώντας ἄσυλο στό διαμέρισμά της. Ἡ Α δέχεται νά τή φιλοξενήσει.

Αὐτό εἶναι μέ λίγα λόγια τό ὑποτυπῶδες θεματικό κάλυμμα τοῦ πεζογραφήματος. Μέ μιά τόσο ἰσχνή ὑπόθεση φαίνεται, ἀπό πρώτη ἄποψη, πώς ἔχουμε νά κάνουμε μ᾿ ἕνα χλιαρό ἀνάγνωσμα. Κι ὅμως, κάθε ἄλλο, παρά συμβαίνει κάτι τέτοιο. Ἀντίθετα πρόκειται γιά ἕνα νευρῶδες ἀνάγνωσμα ἀξιοπρόσεχτο. Μιά ἔκπληξη, θά ἔλεγα, πού ὀφείλεται στήν εὐαισθησία μέ τήν ὁποία πραγματώνεται ἡ ἐσωτερική δράση τῆς ἀφήγησης. Οἱ βασικότεροι τρόποι μέ τούς ὁποίους σχηματίζεται τό κείμενο αὐτῆς τῆς δράσης εἶναι, καθώς πιστεύω, οἱ ἀκόλουθοι τρεῖς.

α) Ἡ σύνθεση δύο χρονικῶν στιγμῶν τοῦ τώρα καί τοῦ πρίν, ἔτσι πού ἡ παρελθοντική στιγμή νά προσδιορίζει καί νά ἐνισχύει τήν τωρινή καί ἀντίστροφα. Παράδειγμα. Ὅταν ἡ Α ξυπνάει στό ξεχωριστό, μᾶλλον ξενώνα, δωματιάκι τοῦ ζευγαριοῦ καί καταλαβαίνει πώς ἕνα ξεχαρβαλωμένο κατασκεύασμα ἐκεῖ ἀπέναντι, δέν εἶναι κάτι τέτοιο, ἀλλά εἶναι τό κρεβατάκι τοῦ μελλοντικοῦ μωροῦ τῆς Δήμητρας καί τοῦ Χρήστου, διαλογίζεται:

«Εἶχα ἀπομείνει μέ τό βλέμμα καρφωμένο στήν κούνια καί τίς σκιές της καί ἕνα μελαγχολικό βάρος πίεζε τό μέτωπό μου, ἴδιας ποιότητας καί ἔντασης μέ αὐτό πού ἔνιωθα κάθε φορά πού μιά ἀσήμαντη ἀφορμή ἐπισφράγιζε τήν ἀπόρριψή μου ἀπό τόν Χρῆστο. Ὅλες ἐκεῖνες οἱ στιγμές στροβιλίστικαν πάλι στό μυαλό μου σέ μιά ἀέναη, μαρτυρική ἐπανάληψη, ἡ ὄψη τοῦ μωρουδίστικου κρεβατιοῦ ἀντιπροσώπευε τό ἀπόσταγμα τῆς θλίψης πού μέ βάραινε σέ ὅλην αὐτήν τήν ἱστορία.»

Κι ἕνα δεύτερο παράδειγμα. Ἡ Α διακρίνει πώς ἡ Δήμητρα κάποια στιγμή, μέσα στό σαλόνι της, σιγανοκλαίει. Δέν ἤξερε τί νά κάνει κι ἀκολούθησε μιά βασανιστική σιωπή. (περισσότερα…)