‘Ελενα Σταγκουράκη

«Με το καράβι της εξορίας»: Αφιέρωμα στην Cristina Peri Rossi [2/3]

*

Εισαγωγή – Επιλογή – Μετάφραση
ΕΛΕΝΑ ΣΤΑΓΚΟΥΡΑΚΗ

~.~

Εισαγωγή και Πρώτο Μέρος
του αφιερώματος εδώ

~.~

ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΞΟΡΙΑ ΚΑΙ ΤΗ ΔΙΑΣΠΟΡΑ

Παρίσι 1974

Ο άντρας στεκόταν θλιμμένος
καταμεσής της Σαιν Ζερμαίν
αναποφάσιστος
ποια κατεύθυνση να πάρει.
Τούτοι οι δρόμοι είναι αλλιώτικοι απ’ τους δικούς μου,
σκεφτόταν,
τούτες οι λέξεις είναι αλλιώτικες απ’ τις δικές μου,
σκεφτόταν.
Εδώ που έφτασα,
αν το ήξερε ο παππούς μου,
αν μπορούσε να με δει,
να στέκομαι στη Σαιν Ζερμαίν ντε Πρε
χωρίς να ξέρω γρι γαλλικά,
χαμένο μες στα τρένα
τους σταθμούς και τα μετρό,
αν ο παππούς μου το γνώριζε
–είμαι ο πρώτος στο σόι που πάτησε Παρίσι–
θα το έλεγε στους φίλους του
και θα μ’ έκανε διάσημο,
σκεφτόταν,
στις πέντε του Νοέμβρη
του χίλια εννιακόσια εβδομήντα τέσσερα,
στεκoύμενος στη Σαιν Ζερμαίν
πεθαίνοντας της πείνας μες στο κρύο
χωρίς να ξέρει γρι γαλλικά.

(περισσότερα…)

Are you ready, Havanna?

*

του JORGE FORNET GIL

«Are you ready, Havanna?» Με αυτήν τη ρητορική ερώτηση προς το τέλος της συναυλίας του στην πρωτεύουσα της Κούβας, ο Μικ Τζάγκερ άφηνε να εννοηθεί ότι το καλύτερο μέρος τώρα κατέφθανε, ετοιμαστείτε, κυρίες και κύριοι, για να ακούσετε το πιο διάσημο τραγούδι στην ιστορία της ροκ. Και όντως, ήρκεσαν τα πρώτα κιόλας ακόρντα του “Satisfaction” για να αντηχήσουν οι αλαλαγμοί του μισού εκατομμυρίου θεατών. Ναι, η Αβάνα ήταν έτοιμη για την κορύφωση της απρόσμενης συνάντησής της με τους Ρόλιγκ Στόουνς. Εξίσου έτοιμη ήταν και για την επίσκεψη, μόλις λίγες μέρες νωρίτερα, του πρώτου Προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών εδώ και έξι δεκαετίες, διατεθειμένου να καπνίσει από κοινού με την κυβέρνηση της νήσου την πίπα της ειρήνης. Τα πράγματα άλλαζαν, δε χωρούσε αμφιβολία. Ήταν αδύνατο να φανταστεί κανείς παρόμοια σκηνικά, ακόμη και δύο ή τρία χρόνια νωρίτερα. Για την ακρίβεια, ήταν αδύνατον πριν την 17η Δεκεμβρίου 2014, οπότε οι πρόεδροι Ραούλ Κάστρο και Μπαράκ Ομπάμα ανακοίνωναν την πρόθεσή τους να αποκαταστήσουν τις διπλωματικές σχέσεις μεταξύ των χωρών τους. Εκ των υστέρων, η παράδοση εξουσιών εκ μέρους του απερχόμενου Προέδρου, Φιντέλ Κάστρο, στις 31 Ιουλίου 2006 και η εν συνεχεία πλήρης παραίτησή του από το αξίωμα κάποιους μήνες αργότερα μπορούν να ιδωθούν ως σημείο καμπής, όχι μόνο με όρους συμβολικούς, αλλά και γιατί ο διάδοχός του επιτάχυνε αλλαγές που ήδη είχαν ξεκινήσει ή εισήγαγε άλλες που σταδιακά θα άλλαζαν την κοινωνία της Κούβας, θέτοντας τις βάσεις για περαιτέρω αλλαγές –βαθύτερες ακόμη– που θα έποντο. Και όμως, όπως γνωρίζουμε, οι πιο δραστικές αλλαγές είχαν ξεκινήσει πολύ νωρίτερα και μάλιστα είχαν προαναγγελθεί στο χώρο της λογοτεχνίας, πριν ακόμη γίνουν ορατές ιστορικά και πολιτικά. Η Μαργαρίτα Ματέο θυμάται με ακρίβεια την 29η Μαίου 1989, οπότε εμφανίστηκε στην Επαναστατική Νεολαία[1] μία κριτική με τίτλο «Πένες με στόχο την ανανέωση. Μία συνάντηση που αποδεικνύει την ύπαρξη μιας υγιούς νεαρής πεζογραφίας στην Κούβα», αναφορικά με την πρόσφατη Εθνική Συνέλευση Νέων Πεζογράφων[2] που είχε πραγματοποιηθεί στην πόλη Κάρντενας. Παρόλο που το Τείχος του Βερολίνου στεκόταν τότε ακόμη όρθιο και δε διαφαινόταν η Πτώση του, η νέα γενιά συγγραφέων που αναδυόταν –αυτοί οι Νέοι, χαρακτηρισμός πρόχειρος που συνοδεύτηκε ωστόσο από ιδιαίτερη τύχη– έμοιαζε να φέρνει νέες προτάσεις. Με την Πτώση, ο ανανεωτικός της χαρακτήρας απλώς ριζοσπαστικοποιήθηκε.

Αρκετές φορές έχω επιχειρήσει να εννοήσω τη λογοτεχνία της Κούβας εντός του πλαισίου της Λατινικής Αμερικής. Το πρόβλημα ωστόσο –πρόβλημα δικό μου– παραμένει και δεν είναι άλλο, από τη δυσκολία συσχετισμού των Κουβανών συγγραφέων με τους υπόλοιπους στο ευρύτερο περιβάλλον τους. Το ξέρω, ιδανικά οι εν λόγω συγγραφείς θα χάνονταν μέσα στο σύνολο και θα συμφύρονταν με τους υπόλοιπους συναδέρφους τους, ωστόσο είναι δύσκολο να υπερνικηθεί η αντίσταση απέναντι σε μια τέτοιου είδους απαλοιφή. Η ιδέα περί λογοτεχνικής ιδιαιτερότητας της νήσου επιδρά τόσο στην πραγματικότητα, όσο και στην υποκειμενικότητα. Σε μεγάλο βαθμό, οι συγγραφείς της Κούβας διαφοροποιούνται μόνο και μόνο επειδή εμείς έτσι τους διαβάζουμε. (περισσότερα…)

Τάνια Μαλιάρτσουκ, Πίσω στο σπίτι στην εμπόλεμη ζώνη

*

Μετάφραση ΕΛΕΝΑ ΣΤΑΓΚΟΥΡΑΚΗ

Την Κυριακή ταξιδεύω για Ουκρανία, μου ανακοινώνει μια δεκαοχτάχρονη φοιτήτρια του πανεπιστημίου οικονομικών της Βιέννης, η ανιψιά μου. Η μητέρα της κατέφυγε το Φλεβάρη στο εξωτερικό και τώρα μαθαίνει διακαώς γερμανικά, χωρίς ωστόσο να διαφαίνεται η παραμικρή ελπίδα επιτυχίας. Ο πατέρας της παρέμεινε με τους δυο σκύλους στο σπίτι, μόνος κι έρημος. «Μπορεί να ταξιδέψει κανείς με την παρούσα κατάσταση;» ρώτησα με φωνή τρεμάμενη, λες και ήμουν εγώ το ανήλικο, ενώ εκείνη ενήλικη κι αγέρωχη. Όντως, αυτή την εντύπωση δίνει η Σοφία ως επί το πλείστον, ατρόμητη, σχεδόν αδιάφορη. Από το ξέσπασμα του πολέμου δεν την είδα να κλάψει ούτε μία φορά – ίσως να το κάνει όταν συναντιέται με τις φίλες της.

Οι κόσμοι μας διαφέρουν όσο η μέρα με τη νύχτα, πράγμα που έχω αποδεχτεί προ πολλού. Η Σοφία είναι ειδική στη στοχευμένη επικοινωνία, τα σόσιαλ μήντια και το μάρκετινγκ μέσω αυτών, ενώ εγώ κατά κύριο λόγο έχω ασχοληθεί με το Ολοκαύτωμα στη Γαλικία, απ’ όπου καταγόμαστε και οι δυο μας. Η Σοφία διαχειρίζεται ορθολογικά τους πόρους της, επενδύοντας 10% των πενιχρών εσόδων της σε δωρεές για τον ουκρανικό στρατό και 30% του ελεύθερου χρόνου της στη βοήθεια των προσφύγων. Εγώ από την πλευρά μου πέρασα ολόκληρο το χειμώνα και την άνοιξη επικοινωνώντας με δημοσιογράφους, γράφοντας κείμενα τις νύχτες, διατρέχοντας τη Γερμανία, την Αυστρία και την Ελβετία και ολοκληρώνοντας επιτυχώς πενήντα «πολεμικές εμφανίσεις». Η αναπόφευκτη κατάρρευση που με ισοπέδωσε τελικά στις αρχές του καλοκαιριού περισσότερο έμοιαζε με σωτηρία.

Δεν μπορώ πια να διαβάσω τίποτα, παρεκτός τον Κόσμο του χθες του Στέφαν Τσβάιχ. Τα πρωινά πηγαίνω για περίπατο στο κανάλι του Δούναβη, κάποτε μαζί με τη Σοφία, που μου διηγείται τα όμορφα, όσο και απαιτητικά σχέδιά της. Εντυπωσιακό, το πώς εξακολουθεί να καταστρώνει σχέδια. Τη λέξη «πόλεμος» δεν την προφέρουν πια τα χείλη μας. Ούτε και για τις απώλειες στο περιβάλλον μας μιλάμε, λες και δεν υπάρχουν, λες και οι σύζυγοι των φιλενάδων μου και οι πατεράδες των συμφοιτητριών της να εξακολουθούν να βρίσκονται εν ζωή. Αντ’ αυτού, ονειροπολούμε για την Ουκρανία και παραδεχόμαστε ότι ποτέ πριν δεν μας έλειψε τόσο, όσο τώρα. Δύο μετανάστριες, οι οποίες άφησαν κάποτε οικειοθελώς την πατρίδα τους από περιέργεια για τα ξένα, νιώθουν τώρα να ασφυκτιούν, να χάνουν το έδαφος κάτω απ’ τα πόδια τους, λες και τους το έκλεψαν. Κάτι παρόμοιο συμβαίνει με τα μανιτάρια που αναπτύσσονται σε μια όμορφη κοιλάδα, ενώ το μυκήλιό τους καταστρέφεται χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά. Στο νου μου καταφθάνει όμως άλλη εικόνα, περισσότερο ταιριαστή: περισσότερο μοιάζουμε με κουμπαράδες. Οι βίαια σκοτωμένοι νεκροί, παλιοί μας γνώριμοι από τα παιδικά χρόνια, πέφτουν μέσα μας σαν χρυσά νομίσματα και ένα αλλόκοτο κουδούνισμα ηχεί σε κάθε βήμα μας. Σε κάθε λέξη μας. (περισσότερα…)

Τάνια Μαλιάρτσουκ, Την πατρίδα στον ώμο

*

Μετάφραση ΕΛΕΝΑ ΣΤΑΓΚΟΥΡΑΚΗ

Γνώρισα κάποτε έναν Τυνήσιο, ο οποίος ξεκινούσε κάθε πρότασή του με τη φράση «Σε μας στην Τυνησία είναι έτσι». Όταν του είπα ότι είμαι συγγραφέας, ο Φουρτ –έτσι λεγόταν– με κοίταξε με απερίγραπτη λύπηση, λες και ήμουν κολοβό κουνέλι. «Σε μας στην Τυνησία είναι έτσι», έσπευσε να ανακοινώσει, «οι έξυπνοι σπουδάζουν μαθηματικά και φυσική, οι λιγότερο έξυπνοι οικονομικά, και οι εντελώς βλάκες, μην όντας ικανοί για τίποτα, ασχολιούνται με τη λογοτεχνία. Έτσι για να ξέρεις, εγώ είμαι μαθηματικός». Πάντα, όταν μιλούσε, στόλιζε το λόγο του με ανάλογες σοφίες.

«Σε μας στην Τυνησία είναι έτσι», συνήθιζε να λέει ο Φουρτ: «Ο μηχανικός κατασκευάζει το αεροπλάνο, ο οικονομολόγος υπολογίζει την αξία του και ο συγγραφέας το κοιτάζει κι αναφωνεί ‘αχ, τι ωραίο!’. Γιατί, ποια είναι η δουλειά σας, εσάς των συγγραφέων;! Ας πάρουμε, για παράδειγμα, το μυθιστόρημα. Ούτε μία λέξη δεν αληθεύει εκεί μέσα, όλα αποκυήματα της φαντασίας. Ψεύδεστε ασύστολα και για τα πάντα!»

Τον Φουρτ τον γνώρισα στα μαθήματα γερμανικών στη Βιέννη. Λατρεύω τα μαθήματα γερμανικών γιατί εκεί μπορεί να παρατηρήσει κανείς καλύτερα την ποικιλία και τη διαφορετικότητα της υφηλίου. Εκεί η υφήλιος συναντιέται έτσι, όπως είναι, συγκρούεται και απομακρύνεται άρον-άρον ανυπόμονη, ξεροκέφαλη, πολύξερη, προκατειλημμένη, αντιλέγει τα ίδια της τα λεγόμενα, τσακώνεται και περιφρονεί, εκεί η υφήλιος δεν αποδέχεται τον εαυτό της. Ο Φουρτ ονειρευόταν για παράδειγμα πως δεν θα υπήρχε ο κόσμος, παρά μονάχα μια μεγάλη, πολύχρωμη Τυνησία, και πως η Τυνησία θα βρισκόταν παντού, θα κάλυπτε τα πάντα. Ο Φουρτ κουβαλούσε, με άλλα λόγια, την πατρίδα του στον ώμο, τη μετέφερε διασχίζοντας τη Μεσόγειο, την έκανε φύλακα-άγγελο κι ασπίδα ενάντια σε κάθε φόβο που του επεφύλασσε το Άγνωστο. Έτσι ένιωθε πιο ήρεμος, έτσι έβρισκε παρηγοριά.

«Σε μας στην Τυνησία είναι έτσι», έλεγε πραγματικά με κάθε ευκαιρία, πράγμα που μου την έδινε γερά στα νεύρα. Ώσπου ξεκίνησα κι εγώ μ’ αυτό. (περισσότερα…)

Τζοκόντα Μπέλλι, «Πόλις» (1/4)

Επιμέλεια, επιλογή, μετάφραση: ΕΛΕΝΑ ΣΤΑΓΚΟΥΡΑΚΗ

Εντρυφώντας εδώ και καιρό στον κόσμο της Τζοκόντας Μπέλλι, δεν κατόρθωσα να ξεφύγω από τη γοητεία της, γοητεία που γητεύει και καθηλώνει οποιονδήποτε ασχοληθεί μαζί της. Εντυπωσιάστηκα από τον πολύπλευρο χαρακτήρα αυτής της γυναίκας, την οποία γνώρισα ως άκρως θηλυκή, ερωτική και γήινη ποιήτρια (δημιουργό κάποιων από τα ωραιότερα ερωτικά ποιήματα που έχω διαβάσει), ως ιδιαίτερα επιτυχημένη και αγαπητή συγγραφέα της Λατινικής Αμερικής, ως γυναίκα-κεφαλή μιας πολυμελούς οικογένειας και μητέρα τεσσάρων παιδιών, αλλά –αυτό και αν κάνει τη διαφορά!– και ως αντάρτισσα που συμμετείχε ενεργά στην αντίσταση του Μετώπου Εθνικής Απελευθέρωσης των Σαντινίστας εναντίον της δικτατορίας Σομόσα στη Νικαράγουα, γεγονός στο οποίο οφείλεται η εξορία της σε Μεξικό, Κόστα Ρίκα και Κούβα. Παρακολουθώντας λοιπόν στενά, διαβάζοντας και μεταφράζοντας, τόσο την ποίησή της, όσο και τον πολιτικό επικαιρικό σχολιασμό της, συνάντησα μια γυναίκα με συναίσθηση της φύσης του φύλου της· μια γυναίκα με επίγνωση του κοινωνικού της ρόλου και της πολιτικής της ευθύνης ως τέτοιας, αφενός ως ‘ον πολιτικό’ εν γένει που οφείλει να συμμετέχει στα κοινά, αφετέρου ως γυναίκα της Λατινικής Αμερικής με τις συγκεκριμένες ιδιαιτερότητες και ανάγκες που προκύπτουν λόγω της συχνής –κάποτε δε συστηματικής και παραδοσιακής– καταπάτησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε βάρος των γυναικών εκεί. Στη Μπέλλι βλέπω μια γυναίκα που διαρκώς αγωνίζεται, είτε για να ομορφύνει τον κόσμο με τους στίχους της είτε για να τον καταστήσει πιο δίκαιο και αξιοβίωτο με το συνεχή σχολιασμό της και τη διαρκή δημόσια δραστηριοποίησή της, ακόμη και μετά την αποχώρησή της από το κόμμα των Σαντινίστας το 1994. Πολύ συχνά μάλιστα η ποίησή της συνιστά ένα ακόμη μέσο πολιτικού αγώνα. Αυτήν ακριβώς την ποίηση θέλησα να παρουσιάσω εδώ, με όλο της το πάθος, όλο της το βάθος και όλη την τρυφερότητα για τον άνθρωπο, στοιχεία που τόσο χαρακτηρίζουν την Μπέλλι.

Ε.Σ.

***************************************************************

Βασιλικό ύδωρ  

(Αποχαιρετιστήριο κείμενο για την αποχώρησή της από τη «Νέα εφημερίδα», τον Ιανουάριο του 2012.)

Της Τζοκόντας Μπέλλι

Κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας του 2006, εξέφρασα σε φίλο και παλιό συναγωνιστή την πεποίθησή μου πως εάν επικρατούσε ο Ντανιέλ Ορτέγα, δεν θα σηκώναμε ποτέ πια κεφάλι ως χώρα. Εκείνος, αμετανόητα αισιόδοξος, μου απάντησε με έμφαση: «Όχι, Τζοκόντα, αυτή η χώρα δεν είναι πια η ίδια. Δεν θα μπορέσει να κάνει κάτι τέτοιο». Δυστυχώς, εγώ ήμουν εκείνη που δικαιώθηκε. Μοιάζει ψέμα, ωστόσο ακόμη και σε μία χώρα που υπέφερε τόσο πολύ και πολέμησε τόσο γενναία για να αποτινάξει μακροχρόνιες και επαναλαμβανόμενες δικτατορίες, στάθηκε δυνατόν η ιστορία να αναδιπλωθεί και η χώρα να επιστρέψει στην τρωτή εκείνη θέση, στην οποία την καταδικάζει η παράδοση, ως έρμαιο στα χέρια οποιουδήποτε διαθέτει τον απόλυτο χειρισμό των μηχανισμών εξουσίας.

Αυτή ακριβώς είναι και η περίπτωση του Ντανιέλ Ορτέγα, ο οποίος από το 1979 κατείχε, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, θέσεις-κλειδιά στον πολιτικό χώρο της Νικαράγουας και ο οποίος προτίθεται να αναλάβει εκ νέου τα ηνία της χώρας, ως επικεφαλής  της κυβέρνησης, στη μακροβιότερη θητεία που είχαμε ποτέ.

Η δόλια και δίχως ενδοιασμούς πολιτική, συνιστώντας το χαρακτηριστικότερο γνώρισμα του Ορτέγα, κατάφερε μέσα σε αυτά τα πέντε χρόνια να παγιωθεί πέρα από κάθε προσδοκία, χάρη στη στήριξη της συζύγου του, Ροζάριο Μουρίγιο. Σε εκείνην οφείλει ο Ορτέγα μια επικοινωνιακή πολιτική χειραγώγησης που του επέτρεψε να ανακυκλώνεται ως μυθική μορφή και θεματοφύλακας συλλογικών κεκτημένων, όχι μόνο του Σαντίνο και ολόκληρου του επαναστατικού ρεύματος των Σαντινίστας, αλλά και του συνόλου των αξιών του λαού της Νικαράγουας. Υπό την καθοδήγηση της Ροζάριο Μουρίγιο, το ιδίωμα της κυβέρνησής του μετατράπηκε σε αμάλγαμα θελκτικών και γλυκερών επιθέτων που επιστρατεύουν εξίσου τα πιο παγιωμένα κλισέ του χριστιανισμού και τα πιο επαναστατικά σλόγκαν, προκειμένου να δημιουργήσουν μια ατμόσφαιρα αχλύος, βαμβακιού, μιας ζάχαρης χρώματος ροζ, ένα προπέτασμα πυκνού καπνού, πίσω από το οποίο εξυφαίνεται μέρα με τη μέρα ένα δίχτυ πυκνό και κολλώδες, προορισμένο να ακινητοποιεί οποιαδήποτε κοινωνική δυναμική εναντιώνεται στην απόλυτη συγκέντρωση ισχύος σε αυτό το δίδυμο.

Η φυσική τάση του ανθρώπου για ειρήνη και αρμονία, οτιδήποτε ανυψώνει και μπορεί να επαναλαμβάνεται σαν προσευχή στο πλαίσιο προπαγάνδας, ο ιδεαλισμός των χίπηδων και η ποπ τέχνη μετατράπηκαν στα χέρια της Μουρίγιο σε γλυκό σιροπάκι που τα παληκαράκια δεν διστάζουν στιγμή να καταπιούν, έτσι όπως λαχταρούν την πολυπόθητη συλλογικότητα που αμβλύνει την αξιοσέβαστη επιθυμία τους να συμμετέχουν στον καθορισμό του πεπρωμένου της πατρίδας τους.

Έτσι ηττήθηκε κατά κράτος η λογική στη Νικαράγουα, με ένα φαντασμαγορικό νούμερο ταχυδακτυλουργικής, αντάξιο εκείνου [Ορτέγα] που πιστεύει στο μαγικό υπόστρωμα της κοινής φαντασίας και στερείται ενδοιασμών να το εκμεταλλευτεί. Το άκρον άωτον είναι πως ακόμη και ολόκληρο Πρίγκηπα κατόρθωσαν να αναμείξουν. Αμφιβάλλω αν ο Πρίγκηπας Φίλιππος γνωρίζει για το κερασάκι αυτό με το οποίο σερβίρεται το επιδόρπιο που προσεκτικά μαγειρεύει η Πρώτη Κυρία.

Πριν πέντε χρόνια ανέλαβα αυτή τη στήλη στη «Νέα εφημερίδα», με την πρόθεση να παρακολουθήσω τα βήματα της κυβέρνησης Ορτέγα, ελπίζοντας ότι ο φίλος μου θα είχε δίκιο και πως δεν θα ήταν πια δυνατόν να επιστρέψει το παρελθόν. Θέλησα να κρατήσω τα ιστορικά πρακτικά της τύφλωσης που προκαλεί η εξουσία, η οποία ουκ ολίγες φορές έχει εμπνεύσει τη λατινοαμερικανική λογοτεχνία. Ωστόσο, ως είθισται, η πραγματικότητα ξεπέρασε κάθε φαντασία: ο Ντανιέλ Ορτέγα και η αυλή του ήρθαν για να μείνουν. Θα μείνουν με το καλό, με το κακό, με οποιοδήποτε τίμημα, πεπεισμένοι πως συνιστούν την πανάκεια πάντων των δεινών που μας καταδυναστεύουν.

Η ίδια η χρονογράφος εξομολογείται πως δεν διαθέτει πια ούτε το στομάχι ούτε τη διάθεση για ένα χρονογράφημα, το οποίο στις 19 Ιουλίου του 1979 πίστεψε πως δεν θα ξαναγραφόταν στη χώρα της, τουλάχιστον όχι στη διάρκεια του δικού της βίου.

Με την εκ νέου ανάληψη της εξουσίας από τον Ηγέτη και τη Μοργκάνα του, η πραγματικότητα στη Νικαράγουα θα παραμείνει μεταλλαγμένη σε φαντασίωση. Για πολύ καιρό –αγνοώ πόσον–, οι λέξεις δεν θα έχουν περιεχόμενο: θα ζούμε μέσα σε μιαν ομίχλη, εξαπατημένοι με τεχνητά θαύματα αιώνιων Χριστουγέννων και θεατρινίστικων ψευδαισθήσεων.

Παίρνω λοιπόν τις λέξεις μου και τραβάω γι’ αλλού. Δεν σιωπώ επ’ ουδενί. Σας περιμένω στα μυθιστορήματα, στα ποιήματά μου, σε εκείνα τα αποκυήματα της φαντασίας που, μέρα με τη μέρα,  μοιάζουν περισσότερο αληθινά από τούτο δω.

Ευχαριστώ τους πιστούς σχολιαστές που συντρόφευσαν τα λόγια μου αυτά τα χρόνια, όπως κι εκείνους που μου επιτέθηκαν και τους άλλους που με εγκωμίασαν. Όλοι τους, συμμέτοχοι σε τούτη την άσκηση.

Ευχαριστώ και τον Φρανσίσκο Τσαμόρρο –άλλος ένας που πήρε τις λέξεις του και τράβηξε γι’ αλλού– για την υποδοχή που μου επεφύλαξε στην παλιά του εφημερίδα, η οποία πλέον –μετά βεβαιότητος– είναι νέα.

 

 

ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Εμβατήριο (Canto de guerra)

Θα έρθει ο πόλεμος, αγάπη μου
και στη μάχη ούτε ανακωχή θα υπάρχει
ούτε ανάπαυλα για εμβατήρια
μα ποίηση από τη σκοτεινή οπή
της κάνης των τουφεκιών.
Θα έρθει ο πόλεμος, αγάπη μου
και θα χαθούμε στα αναχώματα
σκάβοντας το μέλλον στα φουστάνια της Πατρίδας
συγκρατώντας στην κόψη της καρδιάς και της φωτιάς
τις ορδές των βαρβάρων
που καιροφυλακτούν να πάρουν ό,τι αγαπούμε κι ό,τι είμαστε.
Θα έρθει ο πόλεμος, αγάπη μου
κι εγώ θα τυλιχτώ την ανίκητη σκιά σου,
σαν λέαινα ανήμερη
θα προφυλάξω τη γη των παιδιών μου
και κανείς δεν θ’ ανακόψει τη νίκη ετούτη
οπλισμένη μέλλον απ’ άκρη σ’ άκρη.
Και αν ακόμη δεν βλεπόμαστε
και ώσπου να μπορέσουν να σβηστούνε οι αναμνήσεις,
σου τ’ ορκίζομαι για χάρη σου,
σου τ’ ορκίζομαι αγκαλιάζοντας τη Νικαράγουα
σαν βρέφος που θηλάζει:
Δεν θα τους περάσει, αγάπη μου,
η νίκη είναι δική μας!

 

Αποχωρισμός σε καιρό πολέμου (Despedida en tiempos de guerra)

Μου γέμισες τα σωθικά γιορτή.
Μου αφιέρωσες κάθε μέρα και από ποίημα.
Μου κέντησες πεταλούδες στα μαλλιά.

Κρούστα έγινες στο δέρμα μου
—μαχαίρι οδυνηρό εσύ του έρωτα που αφήνει γεια—
και τώρα υγραίνονται τα μάτια μου στη σκέψη σου
και νιώθω τις φλέβες μου νερό να ξεχειλίζουν
και το αίμα μου να ψάχνει να σε βρει.

Μαζί μου θα μείνεις,
σύντροφε, εραστή, αδερφέ μου.

Μαζί μου, την ερημιά μου να ζεσταίνεις
και τις ώρες τις σκληρές του πολέμου.

Θα μείνεις στα κόκαλά μου χαραγμένος
σαν σφαίρα εύστοχη που το δρόμο γνωρίζει
ώς το κέντρο μου.

Εγώ θα σε φορώ στα ρούχα μου,
στις φόρμες εργασίας,
στο πανωφόρι το μπλε,
στην κουβέρτα·
θα σε φορώ σαν φυλαχτό
σαν πέτρα μαγική για το κακό.

Θα σε φορώ σαν ετούτα τα συγκρατημένα δάκρυα,
τώρα που πια δεν απομένει χρόνος
μήτε χώρος
για το κλάμα.

Το αίμα των άλλων (La sangre de otros)

Διαβάζω τα ποιήματα των νεκρών
εγώ που είμαι ακόμη ζωντανή
εγώ που επέζησα για να κλάψω, να γελάσω,
να φωνάξω Λεύτερη Πατρίδα ή Θανή
πάνω σ’ ένα καμιόνι
τη μέρα που αποφτάσαμε στη Μανάγουα.

Διαβάζω τα ποιήματα των νεκρών,
κοιτάζω τα μυρμήγκια στο γρασίδι,
τα ξυπόλητά μου πόδια,
τα δικά σου ολόισια μαλλιά,
πλάτη γερμένη πάνω απ’ τη συνάθροιση.
Διαβάζω τα ποιήματα των νεκρών
και νιώθω πως το αίμα τούτο
που μ’ αυτό αγαπηθήκαμε,
δεν μας ανήκει.

Η στοργή των λαών (Ternura de los pueblos)

Σου έλεγα πως η αλληλεγγύη
είναι η στοργή των λαών.
Σου το έλεγα μετά το θρίαμβο,
μετά τους δύσκολους καιρούς μέσα σε μάχες
και σε θρήνους—
τώρα, καθώς αναθυμούμαι πράγματα που έγιναν πέρα μακριά,
τότε που όλα δεν ήταν παρά όνειρο και όνειρο, στον ύπνο και στον ξύπνιο,
δίχως κούραση καμιά, ποτέ, στην τροφοδότηση του ονείρου,
ώσπου έπαψε να ’ναι όνειρο, ώσπου αντικρίσαμε σημαίες κοκκινόμαυρες
―στ’ αληθινά― να κυματίζουν πάνω από σπίτια και σπιτάκια και παράγκες
και δέντρα του δρόμου, σκεπτόμενοι όσα αξιωθήκαμε να ζήσουμε
κι έμοιαζαν γρίφο υπερμεγέθη από οργή κι από φωτιά,
από αίμα και ελπίδα…

 

Υπήρξα κάποτε κορίτσι γελαστό (Yo fui una vez una muchacha risueña)

Υπήρξα κάποτε κορίτσι γελαστό
που με το γέλιο του όργωνε
ολόκληρη δική του πολιτεία.
Υπήρξα κάποτε ποιήτρια
γεννώντας ποιήματα καινούργια
σαν οι άλλοι γεννούν παιδιά
να τα διδάξουνε,
να τα ευχαριστηθούνε.
Υπήρξα κάποτε μητέρα δυο πολύτιμων κοριτσιών,
βαδίζοντας σίγουρη για την ευτυχία μου,
τον άνεμο προκαλώντας και τα πράγματα.
Τώρα,
είμαι η γυναίκα που δεν γνωρίζει τη γη όπου ζει,
δίχως αγάπη, δίχως γέλιο, και δίχως Νικαράγουα,
είμαι η ποιήτρια
που γράφει στα κρυφά
σε στιβαρά γραφεία και ξενώνες,
είμαι το κορίτσι που θρηνεί
κάτω απ’ την ομπρέλα
σαν η ανάμνηση το δαγκώνει,
είμαι η μάνα που νοσταλγεί τη χαρά των κοριτσιών της.
Τώρα,
είμαι το τραγούδι της βροχής, της νοσταλγίας―
είμαι όλη μια απουσία.