εκλογές

Με «δημοκρατικό» τρόπο: Η ρητορική του μικρότερου κακού

*

του ΚΩΣΤΑ ΜΕΛΑ

1.

Στο περιβάλλον της γερασμένης μετανεωτερικότητας, όπου η ιδεολογία ζει και βασιλεύει και τους ανθρώπους κυριεύει, παρά τα όσα αντίθετα λέγονται , η πολιτική ως κυβερνητικό φαινόμενο, δηλαδή ως άσκηση της εξουσίας και «διαχείριση» της κυριαρχίας από το πολιτικό προσωπικό των ελίτ, αδυνατεί να προκαλέσει την γνήσια εκδίπλωση συγκρουσιακών καταστάσεων που αποτελούν τον πυρήνα της Δημοκρατίας. Αυτό προφανώς οφείλεται στην απουσία εχθρού, πράγμα που εκφράζεται στην πλήρη κατανίκηση της πάλαι ποτέ οργανωμένης γνήσιας λαϊκής υποκειμενικότητας,

Το πολιτικό προσωπικό των ελίτ που ηγείται σήμερα στις χώρες του Δυτικού κόσμου όπου ανήκουμε και πρωτίστως μας ενδιαφέρει, μετριέται στην ικανότητα να «αλλάζει γήπεδο», να φαντάζεται και να εφευρίσκει νέες ευκαιρίες για «σύγκρουση», μέσω όμως των οποίων επιτυγχάνεται πάντοτε η «συναίνεση» που το εξυπηρετεί στα προκαθορισμένα επιθυμητά σημεία εντός του δεδομένου πλαισίου εξασφάλισης της κυριαρχίας του. Οι περίτεχνοι εκλογικοί νόμοι –πάντοτε σε πλειοψηφική κατεύθυνση– που συνεχώς εφευρίσκονται στο όνομα του αποστειρωμένου όρου της «κυβερνησιμότητας», σπρώχνει τον ψηφοφόρο να προβεί σε «χρήσιμες» επιλογές. Προφανώς αυτές οι «χρήσιμες επιλογές» συγκλίνουν προς το κέντρο, η κατάκτηση του οποίου στις χώρες της Δύσης αποτελεί το πραγματικό εκλογικό διακύβευμα. Άλλωστε αυτό εκφράζεται και από την εγκαθίδρυση στο κέντρο του συστήματος δύο πόλων: κεντροδεξιά – κεντροαριστερά στη θέση των τριών πόλων: δεξιά, κέντρο, αριστερά του πρόσφατου παρελθόντος[1].

Η πολιτική στο αντιπροσωπευτικό κοινοβουλευτικό φιλελεύθερο δημοκρατικό καθεστώς θεμελιώνεται στην ουσιαστική αδιαφορία της πλειονότητας των ενδιαφερομένων, χωρίς την οποία δεν υπάρχει δυνατότητα άσκησης πολιτικής. Η φθίνουσα συμμετοχή στις εκλογικές διαδικασίες στην Ευρώπη με την πάροδο του χρόνου αποτελεί αδιάψευστο μάρτυρα. Υπ’ αυτή την έννοια θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι δομικό στοιχείο της πολιτικής σε αυτό το καθεστώς είναι κατ’ αρχάς η τέχνη να εμποδίζονται οι άνθρωποι από το να αναμειγνύονται σε ό,τι τους αφορά. (περισσότερα…)

Η νοσταλγία για τον Οδηγητή

*

του ΚΩΣΤΑ ΜΕΛΑ

Η σημερινή εποχή είναι διαποτισμένη από ένα μεγάλο παράδοξο: ενώ η δημοκρατία ως γενική έννοια, είναι τόσο δημοφιλής σήμερα και βρίσκεται στο στόμα όλων ανεξαιρέτως, διαπιστώνεται η δραστική συρρίκνωση της ονομαζόμενης «φιλελεύθερης δημοκρατίας» (κοινοβουλευτικής, αστικής ή συνταγματικής) καθιστώντας την ουσιαστικά σκιά αυτής που υπήρξε ειδικά την περίοδο μετά τνο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Οι βασικοί πυλώνες της φιλελεύθερης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας –η συνταγματικότητα, η ισονομία, η ισότητα, οι πολιτικές, αστικές και κοινωνικές ελευθερίες– έχουν υποστεί σοβαρότατους κλυδωνισμούς κατά τη διεργασία της παγκοσμιοποίησης και του κυρίαρχου νεοφιλελεύθερου δόγματος, με αποτέλεσμα να έχουν καταρρεύσει σήμερα σε μεγάλο βαθμό. Η δε φιλελεύθερη κοινοβουλευτική δημοκρατία έχει μεταλλαχθεί σε μαζικοδημοκρατική μεταδημοκρατία ανοίγοντας διάπλατα το δρόμο για τον επερχόμενο απολυταρχισμό και αυταρχισμό.

Ο απολυταρχισμός καλπάζει. Δεν καλπάζει μόνο στις σχετικά φτωχές χώρες. Καλπάζει επίσης και στις ευημερούσες χώρες, συμπεριλαμβανομένων και των ΗΠΑ, της χώρας η οποία υπερασπίστηκε και προώθησε τη φιλελεύθερη δημοκρατία καθ’ όλη τη διάρκεια του 20ου αιώνα, αλλά και στο σύνολο των χωρών της ΕΕ. Η υποχώρηση της συλλογικής ρύθμισης και η άρνηση του ελέγχου της αγοράς, η κατάργηση του δημόσιου νοικοκυριού ως φορέα εξισορρόπησης των ανισοτήτων, η ιδιωτικοποίηση των πάντων, η ελεύθερη κίνηση κεφαλαίων και εμπορευμάτων αλλά όχι ανθρώπινου δυναμικού, η επικράτηση «ουδέτερων εκσυγχρονιστικών» μηχανισμών και ιδεολογιών, η απίστευτη διόγκωση της χρηματιστηριακής σφαίρας, ο υπερκαταναλωτισμός των οικονομικών ελίτ, έχουν προκαλέσει σοβαρότατες αλλαγές στις υλικές συνθήκες παραγωγής και κατανομής του πλούτου, οξύνοντας στο έπακρον τις υπάρχουσες ανισότητες έτσι ώστε ο πυλώνας της ισότητας και της ισονομίας ουσιαστικά να μην υφίσταται πλέον. (περισσότερα…)

Η αποχή ως επιλογή ελευθερίας

*

του ΑΓΓΕΛΟΥ ΧΡΥΣΟΓΕΛΟΥ

Κάποιος είχε περιγράψει κάποτε την διαφορά μεταξύ αυταρχισμού και ολοκληρωτισμού ως εξής: Ένα αυταρχικό καθεστώς σε εμποδίζει να κάνεις αυτό που θέλεις. Ένας ολοκληρωτικό καθεστώς σε υποχρεώνει να κάνεις αυτό που δεν θέλεις.

Τα περισσότερα αυταρχικά καθεστώτα στην ιστορία ήθελαν να περιορίσουν τις ελευθερίες και τις επιλογές των πολιτών τους. Τα ολοκληρωτικά καθεστώτα του 20ού αιώνα όμως απαιτούσαν την μαζική κινητοποίηση και συμμετοχή, καθοδηγούμενη από τα πάνω φυσικά, ως μια διαρκή επιβεβαίωση της νομιμοποίησής τους. Οι πολίτες έπρεπε να είναι σε μόνιμη εγρήγορση, να συμμετέχουν σε ογκώδεις εκδηλώσεις, «αυθόρμητες» διαδηλώσεις ή, στην καθημερινότητά τους, σε συζητήσεις διαφωτισμού και να προσαρμόζουν την συμπεριφορά τους αναλόγως.

Βασικό χαρακτηριστικό των ολοκληρωτικών καθεστώτων ήταν η εκλογική διαδικασία, η κύρια ομοιότητά τους με την μαζική φιλελεύθερη δημοκρατία, τόσο ως επιλογής πολιτικού προσωπικού όσο, το κυριότερο, ως τελετουργία νομιμοποίησης. Η κρίσιμη διαφορά φυσικά είναι ότι στον ολοκληρωτισμό η κινητοποίηση γινόταν από και για ένα κόμμα. Στην μαζική φάση της φιλελεύθερης δημοκρατίας αντίθετα, η συνολική νομιμοποίηση του καθεστώτος προέκυπτε από το άθροισμα της κινητοποίησης από πολλά μαζικά κόμματα στις κοινωνικές τάξεις και στρώματα που εκπροσωπούσαν. Υπό αυτήν την έννοια, τα υψηλά ποσοστά συμμετοχής στις εκλογές των φιλελεύθερων δημοκρατιών τον 20ό αιώνα δεν αποτελούσαν ψήφο εμπιστοσύνης μιας απροσδιόριστης «κοινωνίας» προς την «δημοκρατία» γενικώς και αορίστως. Ήταν επιβεβαίωση της αντιπροσωπευτικότητας αυτών των πολιτικών συστημάτων.

Δεν είναι τυχαίο ότι το σημερινό άγχος σχετικά με την εκλογική συμμετοχή ως δείκτη νομιμοποίησης των φιλελεύθερων καθεστώτων αναδύθηκε ακριβώς από την εποχή που τα κόμματα σταμάτησαν να παίζουν αυτόν τον ρόλο της εκπροσώπησης και μεταβλήθηκαν στην πράξη σε μηχανισμούς διαφημιστικής και μηντιακής υποστήριξης της προσωπικής πολιτικής καριέρας των στελεχών τους. Η εμμονή της σύγχρονης φιλελεύθερης δημοκρατίας με την μείωση της μαζικής συμμετοχής αποτελεί μάλιστα ιστορική ειρωνεία αν αναλογιστεί κανείς ότι στις απαρχές της τον 18ο-19ο αιώνα, κατά την αστική φάση της, η ίδια ήταν ένα κατεξοχήν ελιτιστικό σύστημα που περισσότερο φοβόταν την μαζικότητα παρά την ενθάρρυνε. (περισσότερα…)

Σήματα καπνού

*

Λογοθεσίες από τον
ΗΡΑΚΛΗ ΛΟΓΟΘΕΤΗ

*

Σήματα καπνού

Όταν ζορίζει ο καιρός και ο ζόφος, λίγο-πολύ καθορισμένος και συνάμα ακαθόριστος, ζώνει τον κόσμο από παντού, επιστρέφω στο Koyaanisqatsi του Γκόντφρεϋ Ρέτζιο. Η ταινία ξετυλίγεται γύρω από ένα μινιμαλιστικό μουσικό μοτίβο του Φίλιπ Γκλας και δεν έχει αφήγηση ούτε ηθοποιούς. Ο φακός παρακολουθεί σε αντίστιξη, απρόσιτα φυσικά τοπία και αγχώδη στιγμιότυπα από τη διαβίωση στις μεγαλουπόλεις. Περνάει από τα πυκνά δάση στις συστάδες των ουρανοξυστών. Παρασυνορίζει την αιωνιότητα των βράχων με την παροντικότητα της υστερικής επιτάχυνσης. Σαλπίζει μια προειδοποίηση για το τέλος (ολοκλήρωση και συντέλεια), που επέρχεται στο όνομα της προόδου. Η ταινία συγκροτεί τον πυρήνα της γύρω απ’ αυτή τη μία και μοναδική λέξη: Koyaanisqatsi. Μια ινδιάνικη λέξη που σημαίνει (περίπου), ζωή σε κρίσιμη αστάθεια, ζωή χωρίς ισορροπία, ζωή σε τροχιά ηθικής πτώσης, διασαλευμένη, φθίνουσα, τραυματισμένη βαθιά στον κορμό, ίσως και στη ρίζα της.

Σήμερα, με φόντο τις ανταύγειες της φωτιάς στην Πάρνηθα, στο δάσος της Δαδιάς, στη μέσα Ελλάδα της καρδιάς, καταφεύγω και πάλι σ’ αυτή την (περίπου) αμετάφραστη λέξη. Η ελλιπής της νοηματοδότηση εκφράζει την παρούσα κατάσταση πραγμάτων με τρόπο που δεν θα το κατόρθωνε καμιά γνωστή λέξη του δυτικού πολιτισμού. Μιλά με την αρτιότητα ενός χρησμού για τη σαθρότητα και την αποδιοργανωμένη τάξη του πλανήτη. Στη σάρκα της σαλεύει ακόμα κάποια τρεμάμενη συνείδηση, η γενική κατήφεια και η πικρή γεύση της ανημπόριας που συνοδεύει τις έσχατες επιγνώσεις. Από την επιφάνειά της όμως αναδύονται επίσης σήματα καπνού που, με την ένταση μιάς διφορούμενης προκαταβολής, καλούν τον καθένα να διαλέξει: νόμισμα ζωής ή κέρμα θανάτου. (περισσότερα…)

Θρησκεία και πολιτική

*
Όσοι πιστεύουν ότι πολιτική και θρησκεία
δεν αναμειγνύονται, δεν καταλαβαίνουν καμιά τους.
ΑΛΜΠΕΡΤ ΑΪΝΣΤΑΪΝ

Μια από τις αυταπάτες του Διαφωτισμού ανἐκαθεν ήταν ότι διαχωρίζοντας την Εκκλησία από το Κράτος, θα κρατηθεί η θρησκεία μακριά από την πολιτική. Μια ματιά σε κράτη από την απαρχή τους αμιγώς κοσμικά, τις ΗΠΑ ή την Τουρκία λ.χ., δείχνει το μέγεθος της πλάνης. Ο προτεσταντικός ριζοσπαστισμός στις ΗΠΑ, η εθνική ορθοδοξία του Πούτιν, ο πολιτικός ισλαμισμός σε όλες του τις εκδοχές, ο ινδουϊσμός του Μόντι, ο ζηλωτικός ιουδαϊσμός του Νετανιάχου είναι μερικές ακόμη αποδείξεις για τι συμβαίνει σήμερα στην πράξη, παγκοσμίως.

Μια δεύτερη αυταπάτη του Διαφωτισμού είναι ότι η θρησκεία έχει να κάνει πρωτίστως με την μεταφυσική πίστη, ότι μπορεί να αρκεστεί στα του οίκου της στο μέτρο που δίνεται στους πιστούς της η ελευθερία να την ασκούν. Η θρησκεία όμως μόνο δευτεροτριτευόντως έχει να κάνει με την πίστη και τα θεολογικά δόγματα. Η θρησκεία προσδίδει ταυτότητα, πυξίδα, προσανατολισμό, κοινωνικοποιεί, διαπλάθει συλλογικότητες, είναι δίχτυ κοινοτικής ασφάλειας και μέριμνας. Αυτή είναι η κύρια λειτουργία της, όχι η λατρεία σ’ ένα εν υψίστοις Ανώτατο Ον.

Η νεωτερικότητα όλα αυτά προσπάθησε να τα αναπληρώσει, και το πέτυχε για ένα διάστημα, με την οικονομική ανάπτυξη και το κράτος προνοίας. Από τη στιγμή που και το ένα και το δεύτερο στόμωσαν, ήταν επόμενο ότι κάτι άλλο θα επιχειρούσε να πάρει τη θέση τους.

Πριν λίγες μέρες μόλις ο Ντόναλντ Τραμπ αναρωτήθηκε ρητορικά στη λαοσύναξη των Αμερικανών ευαγγελικαλιστών αν ένας χριστιανός μπορεί ποτέ να ψηφίζει Δημοκρατικούς. Και το ερώτημά του έχει βάση, κοσμική θρησκεία αυτών των τελευταίων είναι ο ατομοκεντρικός δικαιωματισμός, που δεν συμβιβάζεται με την ατομική και κοινωνική ηθική του χριστιανισμού. (Για την ακρίβεια, είναι οι αντίποδές της).

Όμως η πραγματική διαπάλη εδώ βρίσκεται κάτω από τα δόγματα και τις ιδεολογίες. Η σύγκρουση είναι κοινωνική/ταξική: η βαθιά εθνικόφρων και παραδοσιολατρική Αμερική των περιοχών της σκουριάς και της παρακμής εξεγείρεται κατά των υπερφιλελεύθερων διεθνιστικών ελίτ της Ουώλλ Στρητ και των μητροπόλεων. Ο χριστιανισμός και ο δικαιωματισμός εδώ είναι απλώς τα σύμβολα, τα ιερά λάβαρα δύο διαφορετικών κόσμων. Και η (κοσμοϊστορική) σύγκρουση θα είναι απηνής, διότι πλέον δεν υπάρχει τίποτε που να γεφυρώνει το χάσμα ανάμεσά τους. (περισσότερα…)

Μαύρα καράβια τα όνειρά μας

*

Λογοθεσίες από τον
ΗΡΑΚΛΗ ΛΟΓΟΘΕΤΗ

Μαύρα καράβια τα όνειρά μας

Ασπρίζει η καρδιά μου από τη λύπη βλέποντας πως το ορθοπολιτικό κίνημα στα γράμματά μας είναι ακόμα δειλό και άτολμο. H προφορική μας παράδοση ωστόσο επιβάλλεται να επανεξεταστεί αυστηρά και η γραμματεία μας να ξαναγραφτεί απ’ την αρχή, προκειμένου να απαλλαγεί από τα γλωσσικά ανομήματα της λευκής πατριαρχίας. Ένα απ’ αυτά, για παράδειγμα, συσχετίζει δυσφημιστικά το μαύρο χρώμα με τη θλίψη και τον θάνατο ενώ συνδέει το λευκό με θετικές αξίες. Έτσι, ξεκινώντας από τη μυθολογία και την τραγωδία, προτείνω τα πρόσημα να αντιστραφούν. Οι μαύρες Ευμενίδες ν’ ασπρίσουν από το κακό τους και ο Θησέας να προξενεί τον θάνατο του πατέρα του σηκώνοντας κατά λάθος άσπρο πανί. Η μαύρη χολή του Αχιλλέα να ωχριάσει και οι μαύρες σκιές που τριγυρίζουν τον Οδυσσέα στον Άδη να γίνουν λευκές οπτασίες. Ο Χάρος να πάψει ν’ απεικονίζεται ως μαύρος καβαλάρης και τα νερά της Στυγός να ρέουν γαλακτόχρωμα. Ακολούθως, η δήλωση του Σωκράτη, «λευκή στάθμη ειμί προς τους νέους», είναι αναγκαίο ν’ αλλάξει φιλοσοφικό χρωματισμό και να γίνει μαύρη στάθμη. Ο στίχος του Σολωμού, γλυκειά η ζωή κι ο θάνατος μαυρίλα, να εξοριστεί από τα αναγνωστικά μας για τη ρατσιστική του παρομοίωση, όσο για την ποιητική του κόρη, ας επιτραπεί να κατεβαίνει απ’ το βουνό αλλά μόνο μαυροντυμένη. Τα υπόπτου πολιτικής αποχρώσεως μαύρα ερείπια της καβαφικής Πόλεως θα πρέπει να βαφτούν άσπρα και το απαράδεκτο για τις ιδεολογικές του παρασημάνσεις Εν Λευκώ του Ελύτη, να τιτλοφορηθεί εκ νέου Εν Αμαυρώ. Η διαλεύκανση μιάς εκκρεμούσας αστυνομικής υποθέσεως να κοινοποιείται ως διαμαύρωση, καθαρό ποινικό μητρώο να λογίζεται το μαύρο και, αντιθέτως, η αμαύρωση της φήμης ενός αδίκως κατηγορούμενου να στηλιτεύεται εφεξής ως λεύκανση. Η λευκή κάρτα, ως μεταφορική ένδειξη εμπιστοσύνης, να αντικατασταθεί με την επίδοση μαύρης κάρτας και εκφράσεις όπως, η μαύρη μου η μοίρα, να λογοκριθούν απηνώς ενώ πάσα κακοτυχία να ντυθεί στα λευκά. Το μαύρισμα ενός υποψηφίου στις εκλογές να τραπεί σε άσπρισμα και η μαύρη ώρα της απώλειας ενός αγαπημένου προσώπου να γυρίσει σε λευκή. Τα μαύρα ταμεία των διεφθαρμένων επιχειρήσεων να ονομάζονται πλέον πάλλευκα, η μαύρη ψυχή ενός κακούργου να καταγγέλλεται ως λευκή και την ώρα της κρίσεως να γκρεμίζεται σε άσπρα βάραθρα. Γενικότερα, ο μονομερής παραλληλισμός της αθωότητας με τη λευκότητα χρήζει ανατροπής, όθεν η υπεράσπιση μιάς συνειδήσεως λευκής ως περιστερά να γίνει μαύρη σαν καλιακούδα. Τέλος, το βαμμένο στην προκατάληψη δημοτικό τραγούδι, μαύρη ζωή που κάνουμε εμείς οι μαύροι κλέφτες, να διαγραφεί από τα ιστορικά μας κατάστιχα, μπας και ξημερώσει επιτέλους και για μας μια μαύρη μέρα! (περισσότερα…)

Για να μην κλαίμε πάνω απ’ το χυμένο γάλα, πρέπει πρώτα-πρώτα να μην το χύνουμε

*

του ΘΑΝΑΣΗ ΓΑΛΑΝΑΚΗ

Μετὰ τὰ πρόσφατα ἐκλογικὰ ἀποτελέσματα στὴν Ἰταλία, ἐπανῆλθε στὴν ἐπικαιρότητα ἡ δημοσιογραφικῆς καταγωγῆς μανία γιὰ «σόκ», «ἀνατροπὲς» καὶ «φαντάσματα ποὺ ξυπνήσανε» στὸν μείζονα εὐρωπαϊκὸ χῶρο. Μία συνήθεια ποὺ ἂν καὶ ὑπακούει στὶς ἀνάγκες μιᾶς fast-track κατανάλωσης εἰδήσεων (μὲ κάθε πρακτικὴ clickbait νὰ εἶναι εὐνόητη ἕως κατανοητὴ κι’ ἀναμενόμενη γιὰ τὸν ἐπιούσιον ἄρτον· ὄχι ἡμῶν), ἀναδεικνύει ἕνα βαθύτερο πρόβλημα τῆς σύγχρονης πολιτικῆς ἀνάλυσης καὶ πιὸ συγκεκριμένα τοῦ πεδίου τῆς ἐκλογικῆς ἑρμηνευτικῆς· ἕνα πρόβλημα ποὺ ἔγκειται σὲ μεγάλο βαθμὸ στὴν ἀπεμπλοκή τους ἀπὸ τὴν παρατήρηση τοῦ πεδίου (καὶ πιὸ συγκεκριμένα τῆς βάσης) καὶ τὴ στροφὴ σὲ συστήματα καὶ προβλεπτικὰ μοντέλα μπετόν-ἀρμέ, ποὺ βασίζονται σὲ δημοσκοπικὲς παρακεταμόλες μὲ ἀμφισβητήσιμα στατιστικὰ δείγματα. Θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ πεῖ ὅτι ἡ ρίζα αὐτῆς τῆς ἀναντιστοιχίας προβλέψεων ἔγκειται στὸ ἑξῆς παράδοξο: ἡ πολιτικὴ ἀνάλυση εἶναι περισσότερο “πολιτικὴ” παρὰ “κοινωνιολογική”, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἐξαρτᾶται ἡ ὁρατότητά της ἀπὸ τὴ δημοσιογραφικὴ διάσταση τοῦ “πολιτικοῦ” μὲ τὴν εὐρεία του πλέον σημασία. Ἔτσι, φτάνουμε πλέον ὅλο καὶ συχνότερα σὲ διατυπώσεις ὅπως «παγκόσμιο σόκ» ἢ/καὶ σὲ «ἔκτακτες ἐπικαιρότητες», γιὰ τὶς ὁποῖες πρέπει κατόπιν ἑορτῆς νὰ χύνονται τόνοι μελάνης σχολιάζοντας μιὰ ἤδη συμβεβηκυῖα κατάσταση. (περισσότερα…)