*
του ΘΑΝΑΣΗ ΓΑΛΑΝΑΚΗ
Μετὰ τὰ πρόσφατα ἐκλογικὰ ἀποτελέσματα στὴν Ἰταλία, ἐπανῆλθε στὴν ἐπικαιρότητα ἡ δημοσιογραφικῆς καταγωγῆς μανία γιὰ «σόκ», «ἀνατροπὲς» καὶ «φαντάσματα ποὺ ξυπνήσανε» στὸν μείζονα εὐρωπαϊκὸ χῶρο. Μία συνήθεια ποὺ ἂν καὶ ὑπακούει στὶς ἀνάγκες μιᾶς fast-track κατανάλωσης εἰδήσεων (μὲ κάθε πρακτικὴ clickbait νὰ εἶναι εὐνόητη ἕως κατανοητὴ κι’ ἀναμενόμενη γιὰ τὸν ἐπιούσιον ἄρτον· ὄχι ἡμῶν), ἀναδεικνύει ἕνα βαθύτερο πρόβλημα τῆς σύγχρονης πολιτικῆς ἀνάλυσης καὶ πιὸ συγκεκριμένα τοῦ πεδίου τῆς ἐκλογικῆς ἑρμηνευτικῆς· ἕνα πρόβλημα ποὺ ἔγκειται σὲ μεγάλο βαθμὸ στὴν ἀπεμπλοκή τους ἀπὸ τὴν παρατήρηση τοῦ πεδίου (καὶ πιὸ συγκεκριμένα τῆς βάσης) καὶ τὴ στροφὴ σὲ συστήματα καὶ προβλεπτικὰ μοντέλα μπετόν-ἀρμέ, ποὺ βασίζονται σὲ δημοσκοπικὲς παρακεταμόλες μὲ ἀμφισβητήσιμα στατιστικὰ δείγματα. Θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ πεῖ ὅτι ἡ ρίζα αὐτῆς τῆς ἀναντιστοιχίας προβλέψεων ἔγκειται στὸ ἑξῆς παράδοξο: ἡ πολιτικὴ ἀνάλυση εἶναι περισσότερο “πολιτικὴ” παρὰ “κοινωνιολογική”, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἐξαρτᾶται ἡ ὁρατότητά της ἀπὸ τὴ δημοσιογραφικὴ διάσταση τοῦ “πολιτικοῦ” μὲ τὴν εὐρεία του πλέον σημασία. Ἔτσι, φτάνουμε πλέον ὅλο καὶ συχνότερα σὲ διατυπώσεις ὅπως «παγκόσμιο σόκ» ἢ/καὶ σὲ «ἔκτακτες ἐπικαιρότητες», γιὰ τὶς ὁποῖες πρέπει κατόπιν ἑορτῆς νὰ χύνονται τόνοι μελάνης σχολιάζοντας μιὰ ἤδη συμβεβηκυῖα κατάσταση.
Κάπως ἔτσι, βρεθήκαμε ἔτι μία στὸν ὀρυμαγδὸ ἐπικειμένων κειμένων ἐπὶ κειμένων γιὰ τὴν πρόσφατη ἐπικράτηση μιᾶς Ἀκροδεξιᾶς ποὺ φοράει τὴν προβιὰ τῆς “Κεντροδεξιᾶς” στὴν Ἰταλία, ἐνῶ τὰ δείγματα γι’ αὐτὴ τὴν κατάσταση ἦταν πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν ὅλων ἐκείνων ποὺ ἂν πραγματικὰ ἐνδιαφέρονταν νὰ δοῦν τὶς διαθέσεις καὶ τὶς προθέσεις τῆς ἰταλικῆς ἐκλογικῆς βάσης στὶς πιὸ παραγωγικές της ἡλικίες θὰ εἶχαν διαπιστώσει ὅτι στὴν Δυτικὴ Εὐρώπη ἡ (κοστουμαρισμένη πιὰ) ριζοσπαστικὴ Δεξιὰ ἐπιβίωσε διηθημένη μέσα ἀπὸ τὴ μόδα, τὴ φασιστικὴ αἰσθητικὴ καὶ τὸ ὁμολογουμένως ἑλκυστικὸ ἀντιδραστικὸ λάϊφ-στάϊλ κυρίως στὴν χερσόννησο τῶν Ἀπεννίνων. Ἕνας ριζοσπαστισμὸς ποὺ ὑποτάχθηκε ἐξ ὁλοκλήρου στὶς ἀνάγκες τοῦ κέντρου: ἀφοῦ ἔγινε αἰσθητικὸ ἀντικείμενο (μὲ ὅλες τὶς προεκτάσεις ποὺ μπορεῖ αὐτὸ νὰ ἔχει) κι’ ἀφοῦ κατέκτησε ὅλη τὴ διψασμένη γιὰ ἐπίδειξη ἐπιβολῆς πιτσιρικαρία, ἀπέκοψε τὶς ρίζες του καὶ μεταλλάχθηκε σὲ καθεστωτισμὸ ποὺ σιγὰ σιγὰ ἐμπεδώθηκε σὲ ἐπίπεδο κοινοβουλευτικῆς δημοκρατίας, ἔτσι ὥστε ὅταν ἔρθει κάποια στιγμὴ στὴν ὀρθόδοξη μορφή του ἡ μετάβαση νὰ εἶναι εὐκολότερη, προλειασμένη. Ὅσον ἀφορᾶ στὴν ἰταλικὴ περίπτωση καὶ στὴν παρατήρησή μας περὶ σημάτων ποὺ ἔρχονται ἀπὸ τὴ βάση, σημάτων ποὺ ποτὲ δὲν τέθηκαν συστηματικὰ ὑπὸ ἐξέταση, σάμπως καὶ οἱ κυβερνήσεις κληρώνονται καὶ δὲν ἐκλέγονται, θὰ μπορούσαμε νὰ δοῦμε ἐν τάχει τὸ παρακάτω παράδειγμα.
*
*
Ἂν παρατηροῦσε κανεὶς τὶς κερκίδες τῶν ὀργανωμένων ὀπαδῶν τῶν ἰταλικῶν ποδοσφαιρικῶν ὁμάδων σὲ ὅλες τὶς μεγάλες κατηγορίες (κι’ ὄχι μόνον στὴ Serie A), θὰ διαπίστωνε ὅτι ἤδη ἀπὸ τὰ τέλη τῆς δεκαετίας τοῦ ’60, κάθε μία ἀπὸ αὐτὲς τὶς ὀργανώσεις ὄφειλε νὰ ἔχει ἕνα σαφὲς πολιτικὸ στίγμα, τὸ ὁποῖο 8 στὶς 10 περιπτώσεις ἦταν ἐθνικιστικὸ ἕως νεοφασιστικό/νεοναζιστικό. Ἂν μάλιστα ἀναλογιστεῖ κανεὶς τὴν ὑψηλὴ δημοφιλία τοῦ βασιλιᾶ τῶν σπὸρ στὴν ἰταλικὴ κοινωνία, ὅπως ἐπίσης καὶ τὴ συντήρηση αὐτῶν τῶν φαινομένων ὄχι μόνο ἀπὸ τὴν πολιτικὰ χρωματισμένη ὀπαδικὴ βάση τῆς κάθε ὁμάδας, ἀλλὰ καί ἀπὸ τοὺς λοιποὺς φιλάθλους ποὺ σιωπηρὰ ἀποδέχονται μέχρι σήμερα τὴν κατάσταση αὐτή, θὰ ἔπρεπε εὔλογα νὰ ἀναμένεται σὲ μεγάλο βαθμὸ τὸ ἐν λόγῳ ἀποτέλεσμα, ὄχι μόνο στὴν τελευταία ἀναμέτρηση, ἀλλὰ σὲ ὅλες σχεδὸν τὶς πρόσφατες ἐκλογικὲς ἀναμετρήσεις ἀπὸ τὴ δεκαετία τοῦ ’90 κ.ἑ. Κι’ αὐτὸ ἀφ’ ἑνὸς ἐπειδὴ μοιραῖα ὑπάρχει μιὰ συνεχὴς ἐπιστράτευση νεώτερων σὲ ἡλικία ὀπαδῶν ποὺ ἀνανεώνουν τὴν προαναφερθεῖσα ὀπαδικὴ βάση ἐνστερνιζόμενοι γιὰ ποικίλους λόγους τὸ πολιτικὸ προφὶλ τῶν συντρόφων τους, κι’ ἀφ’ ἑτέρου διότι τὰ γήπεδα κι’ οἱ ἄνθρωποι ποὺ συρρέουν τακτικὰ σὲ αὐτὰ συνιστοῦν ἕνα σημαντικὸ κοινωνικὸ ὑποσύνολο ποὺ λειτουργεῖ ὡς ἕνα ἀσφαλὲς σὲ μεγάλο βαθμὸ στατιστικὸ δεῖγμα μιᾶς καὶ ἡ οἰκονομικὴ κατάσταση, ἡ κοινωνικὴ καταγωγὴ καὶ ἡ ἡλικιακὴ κατανομὴ ποικίλουν. Καὶ προλαβαίνοντας τυχὸν ἀντιδράσεις διευκρινίζεται ὅτι, πρῶτον, τὸ γήπεδο εἶναι μὲν σὲ μεγάλο βαθμὸ καθρέφτης τῆς ἐργατικῆς τάξης καὶ τῶν λοῦμπεν στρωμάτων στὰ πέταλα, ὅμως ὄχι καὶ στὶς ἀκριβότερες θύρες ὅπου ἡ κοινωνικὴ διαστρωμάτωση ποικίλει σημαντικά, καὶ δεύτερον, ὅτι ἀσφαλῶς ἔχουμε νὰ κάνουμε μὲ ἕνα δεῖγμα συντριπτικὰ προσανατολισμένο στοὺς ἄνδρες, ἂν καὶ τὸ στοιχεῖο αὐτὸ ἔρχεται σὲ δεύτερη μοῖρα μιᾶς καὶ ἡ συντηρητικὴ κοινωνία τῆς Ἰταλίας (ὄχι μόνο στὴν ἐπαρχία, ἀλλὰ καὶ στὰ μεγάλα ἀστικὰ κέντρα) δὲν ἀφήνει δυστυχῶς πολλὰ περιθώρια πολιτικῆς αὐτενέργειας στὶς συζύγους, τὶς συντρόφους ἢ τὶς κόρες τῶν ἐμπλεκόμενων στὴν ὀπαδικὴ κουλτούρα.
Διαβάζοντας κανεὶς τὸ πολὺ κατατοπιστικὸ βιβλίο τοῦ Σεμπαστιὰν Λουί, Tὸ φαινόμενο τῶν Ultras στὴν Ἰταλία[1], διαπιστώνει ὅτι στὴ διὰ θαλάσσης γείτονα χώρα δὲν μποροῦμε νὰ μιλᾶμε ἔπειτα ἀπὸ τὸν Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο γιὰ ἐκφασισμὸ τῆς κοινωνίας, μιᾶς καὶ αὐτὸ θὰ δήλωνε μιὰ δυναμικὴ δραστηριότητα. Ἀντιθέτως, φαίνεται ὅτι στὴν Ἰταλία ἡ Δεξιὰ σὲ ὅλες της τὶς πιθανὲς ἐκφάνσεις εἶναι ἐγγεγραμμένη στὸ γενετικὸ ὑλικὸ τῆς συμπάγειας τοῦ λαοῦ, χωρὶς βέβαια αὐτὸ νὰ διαγράφει τὴ σημαντικὴ πορεία τῶν ἀριστερῶν καὶ ἀναρχικῶν κινημάτων, ἰδιαίτερα κατὰ τὶς πρῶτες μεταπολεμικὲς δεκαετίες, ἡ φλόγα τῶν ὁποίων ἔμεινε ἀναμμένη σὲ ὁρισμένες περιφέρειες γιὰ πολὺ συγκεκριμένους ἱστορικοὺς καὶ κοινωνικοὺς/δημογραφικοὺς λόγους. Στὴ δὲ ἐκλογικὴ διάσταση αὐτῆς τῆς κατάστασης, μιὰ ματιὰ μόνο στὰ ἀποτελέσματα τῶν ἐκλογικῶν ἀναμετρήσεων ἀποδεικνύει ὅτι ἤδη ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τῆς δεκαετίας τοῦ ’90, ἡ δεξιὰ πτέρυγα ἀρχίζει νὰ ἐνδυναμώνεται, στοιχεῖο ποὺ μπορεῖ νὰ ἰδωθεῖ ὣς ἕναν βαθμὸ μὲ τὴν παρατήρηση περὶ τῶν ὀπαδικῶν πολιτικῶν προτιμήσεων. Ἂν σκεφτεῖ κανεὶς ὅτι οἱ πρῶτες ὀργανώσεις τῶν τιφόζι ξεκινοῦν δυναμικὰ νὰ δίνουν τὸ στίγμα τους στὰ τέλη τοῦ ’60 ἢ στὶς ἀρχὲς τοῦ ’70, ἔχουμε περίπου ἀπόσταση μιᾶς γενιᾶς κατὰ τὴν ὁποία ἡ σοσιαλιστικὴ ἀριστερὰ ἀρχίζει νὰ υἱοθετεῖ τὸ ἀφήγημα τοῦ κεντρώου χώρου καὶ ὁμαδοποιήσεις ὅπως ἡ Forza Italia, ἡ Lega Nord καὶ τὸ “ὑπερκομματικὸ” Κίνημα τῶν 5 Ἀστέρων ἔρχονται δυναμικὰ στὸ προσκήνιο. Ἡ δὲ νεοφασιστικὴ ὀργάνωση Casapound διατηρεῖ χιλιάδες μέλη στὸ ἐνεργητικό της μὲ γραφεῖα ἀνὰ τὴν ἐπικράτεια, μὲ τὸν ραδιοφωνικὸ σταθμὸ Radio Bandiera Nera νὰ ἐκπέμπει ὄχι στὰ ἑρτζιανὰ ἀλλὰ στὸ διαδίκτυο, μὲ ἑκατοντάδες χιλιάδες χτυπήματα ἀπ’ ὅλη τὴν Εὐρώπη, τὴν ἴδια στιγμὴ ποὺ σημαντικὸ ποσοστὸ τῶν Ἰταλῶν ἐπικροτεῖ τὶς “Λαμπεντοῦζες”, κραδαίνει λάβαρα μὲ τὸν Μουσολίνι, τὸν κέλτικο σταυρὸ καὶ ρωμαϊκὰ διάσημα, παραπέμποντας στοὺς ναζὶ ἑτέρους τους. Ἐπιπλέον, ἂν ἀναλογιστοῦμε ὅτι κατὰ τὰ ἔτη 1948-1992 τὸ Movimento Sociale Italiano, πολιτικὸς ἀπόγονος τοῦ φασιστικοῦ κόμματος, ἔπαιρνε στὶς ἐκλογὲς ἀπὸ 2,01 ἕως 8,67%, (ποσοστὰ ποὺ μειώθηκαν ἔκτοτε σημαντικὰ κι’ ὡς ἐκ τούτου ἀπορροφήθηκαν ἀπὸ τὰ παραπάνω δεξιὰ κόμματα) δὲν θὰ πρέπει νὰ ὑποπίπτουμε στὴ δημοσιογραφικὴ παγίδα τοῦ «σόκ!», καθὼς τὰ πράγματα εἶναι ἡλίου φαεινότερα. Ἕνα σημαντικὸ μέρος τῆς ἰταλικῆς λαϊκῆς βάσης δὲν ἀπεμπόλησε ποτὲ τὶς ριζοσπαστικές δεξιές του προτιμήσεις· ἀντιθέτως, κάθε φορὰ τοὺς ἔδωσε διαφορετικὸ κομματικὸ πρόσημο, γέρνωντας εἴτε στὴν λαϊκίστικη Δεξιὰ τοῦ Μπερλουσκόνι, εἴτε στοὺς ἀκροδεξιοὺς Ἀδελφοὺς τῆς Ἰταλίας τῆς Μελόνι.
Κι’ ἡ παραπάνω ὑπόθεση ἐργασίας ἀσφαλῶς δὲν διεκδικεῖ καμία περγαμηνή, ἁπλῶς αὐτὸ ποὺ ἐπιχείρησε νὰ δείξει εἶναι ὅτι ἡ πολιτικὴ ἀνάλυση ἔχει πλέον ἐπιλέξει τὴν ἐπανάπαυση μιᾶς μετὰ Χριστὸν προφητείας, ἡ ὁποία ἔρχεται —ἀφοῦ πρῶτα ἔχει ἐπέλθει τὸ ὁποιοδήποτε ἀποτέλεσμα— νὰ καταδείξει ἐκ τοῦ ἀσφαλοῦς τὰ αἴτιά του, ἀποδεχόμενη τὴν ἀδυναμία της νὰ προβλέψει εὐθὺς ἐξαρχῆς τὴν ἔλευσή του ‒ ἴσως, ἄλλωστε, καὶ τὸ παρὸν κείμενο νὰ ἀντανακλᾶ μιὰν ὄψη αὐτοῦ τοῦ φαινομένου. Τὸ παράδειγμα τῶν ὀπαδικῶν πολιτικῶν προτιμήσεων θὰ μποροῦσε, λόγου χάρη, νὰ εὐτυχήσει ἀπείρως περισσότερο στὰ χέρια ἑνὸς πολιτικοῦ ἐπιστήμονα μὲ κοινωνιολογικὲς μεθοδολογικὲς ἀναζητήσεις, ὁ ὁποῖος θὰ ἐπέλεγε νὰ ἐξετάσει μία πολιτικὴ τάση ὄχι ὡς συμβεβηκὸς ἀλλὰ ὡς δυναμικὴ διαδικασία ἐν τῇ γενέσει της, ἀντὶ νὰ μεμψιμοιρεῖ κατόπιν ἑορτῆς γιὰ ἕνα ἐκλογικὸ ἀποτέλεσμα ποὺ γυρνᾶ τὴν Εὐρώπη σὲ χρόνια ὄχι καὶ τόσο δοξασμένα ὅπως λέει καὶ τὸ λαϊκὸ ἄσμα.
Πέραν ὅλων αὐτῶν, σὲ μιὰν Ἰταλία μὲ ὅλα τὰ παραπάνω χαρακτηριστικά, δηλ. μιὰ χώρα μὲ ροπὴ στὶς ἀκραῖες λύσεις καὶ μὲ δύσκολα οἰκονομικά, ποὺ βρέθηκε στὸ μάτι τοῦ κυκλώνα —ὅπως ἀκριβῶς κι’ ἡ Ἑλλάδα— σὲ προσφυγικὰ καὶ μεταναστευτικὰ ρεύματα ποὺ δὲν μπόρεσε νὰ τὰ ἀπορροφήσει (παρὰ τὶς ἀνθρωπιστικὲς —ἐξ ἀποστάσεως— κορῶνες τῆς ΕΕ), εἰλικρινά, ποιός θὰ περίμενε κάτι διαφορετικό; Πολλῷ δὲν μᾶλλον ὅταν ὁ ριζοσπαστισμὸς καὶ ἡ ἀνάγκη γιὰ ἀκτιβιστικὴ/ἐξτρεμιστικὴ πολιτικὴ δράση αἰσθητικοποιεῖται ὁλοένα καὶ περισσότερο πρὸς τὴ μεριὰ τῆς Δεξιᾶς ἐκδοχῆς της, ἀφήνοντας τὴν Ἀριστερὰ δίχως κομμάτι ἀπὸ τὴν πίτα, φυσικὰ μὲ ὑπαιτιότητα τῆς ἴδιας. Διότι ὅσο τὰ προβλήματα τῆς ἄμεσης ἐπιβίωσης ζητοῦν πολιτικὸ ἅρμα γιὰ τὴν ἐπίλυσή τους, ἡ ριζοσπαστικὴ δεξιὰ στὴ νεοφασιστική, νεοναζιστικὴ ἢ “ἀκραιοκεντρικὴ” ἐκδοχή της σπεύδει νὰ προσεταιριστεῖ τὶς μάζες αὐτές, σερβίροντας ὅ,τι θέλει ν’ ἀκούσει ὁ μέσος ἐργάτης, ἐνῶ ἡ Ἀριστερὰ ἐπιδίδεται σὲ ἀγῶνες γιὰ τὰ πιὸ ἀπίθανα δικαιώματα, ἀφήνοντας κατὰ μέρους τὸν πρωταρχικὸ προορισμό της. Καὶ κάπως ἔτσι, ἡ Ἰταλία μίλησε, ἡ Σουηδία μίλησε, ὁ ὀρμπανισμὸς τείνει νὰ γίνει πολιτικὸ παράδειγμα τῆς τρέχουσας δεκαετίας, ἐνῶ ὁλοένα καὶ περισσότερες φωνὲς ἐντὸς τῆς Εὐρώπης ἔρχονται νὰ θυμίσουν, ὅπως ἔλεγε κι’ ὁ Βύρων Λεοντάρης, ὅτι «εἴμαστε ἀνίατα μεσοπόλεμος». Οἱ λαοὶ “μιλοῦν” μὲ ὅλες τους τὶς δραστηριότητες· καὶ “μιλοῦν” τόσο σημαντικά, ὥστε δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ πεῖ τὸ βολικό του «Ἐγὼ δὲν ἤξερα».
ΘΑΝΑΣΗΣ ΓΑΛΑΝΑΚΗΣ
*
*
[1] Sebastien Louis, Tὸ φαινόμενο τῶν Ultras στὴν Ἰταλία. Χρονικὸ τοῦ κινήματος τῶν ὀπαδῶν ultras στὴν Ἰταλία ἀπὸ τὸ 1968 ὣς τὸ 2009, (πρόλ.: Κριστιὰν Μπρομπερζέ), (ἐπιμ.: Γιῶργος Καράμπελας), (μτφρ.: Βάσια Γιαννακοπούλου), Ἀθήνα, Ἐκδόσεις Ἀπρόβλεπτες, 2011.
*