γλυπτική

Στις άκριες των χωριών του ινδικού νότου

*

του ΗΛΙΑ ΜΑΛΕΒΙΤΗ

Ταξιδεύοντας στον ινδικό νότο, πολύ συχνά βλέπεις στο διάβα σου ναούς, ιερά, ειδώλια κι αγάλματα, αλλά και το διαρκές πηγαινέλα στους ιερούς τόπους ενός πολύχρωμου κι αρίφνητου πλήθους πιστών μαζί με τις εξίσου πολυχρώματες προσφορές του από λουλούδια, υγρά και καρπούς. (Πρόσφατα μου είχε πει ένας Ινδός πως επιταγή αυστηρή κι απαραβίαστη ορίζει οι προσφορές στους ναούς να είναι μόνο από ιθαγενή, του ινδικού τόπου, γεννήματα κι όχι ξενοφερμένα, ακόμα κι ας είναι υιοθετημένα εκατοντάδες χρόνια πια. Δεν μπορώ να ελέγξω την ακρίβεια των λεγομένων του, μα απ’ όσα έχουν δει τα μάτια μου φαίνεται να έχουν ισχύ κι εφαρμογή γενική σ’ όλους του ναούς της Ινδίας.)

Έλεγα λοιπόν πως συντυχαίνεις στον δρόμο σου πέρα από τα αρχιτεκτονήματα, τόσους θεούς και θεές, σκαλισμένους πάνω στους ναούς, βαλμένους στα τρίστρατα και στις γωνιές των δρόμων, που μετά από μερικές μέρες ταξιδιού δε δίνεις σημασία πια και σ’ όσα τέτοια αγάλματα συναντάς στις πόλεις, στην ύπαιθρο, στα χωριά και στις πολίχνες ή και καταμεσής της διαδρομής κάτω από κανα δέντρο ή σ’ ένα μικρό βωμό παράμερα. Άλλη μια αλλόκοτη ινδική θεότητα, μια άλλη έκφανση του Σίβα ή του Βίσνου· έχει χορτάσει πια το μάτι σου τ’ αριστουργήματα της ινδικής τέχνης (αρχιτεκτονικής, γλυπτικής ή ζωγραφικής) απαξιώνοντας τα νεώτερα κακόγουστα ομοιώματα. Ιδίως σαν προσπερνάς χρωματοπλούμιστα, με πλαστική μπογιά βαμμένα, αγάλματα από τσιμέντο, η πληθωρικότητα του κιτς καθίσταται σχεδόν απαρατήρητη, ως πανταχού παρούσα. Κι έτσι κάποτε ξαστοχάς να ξεχωρίσεις μες στην πληθώρα και το ανακάτωμα των χρωμάτων, των σχημάτων και των πολυπρόσωπων ινδικών θεών και πλασμάτων κάποιες ιδιαίτερες φανερώσεις της ινδικής τέχνης και της θρησκευτικότητας. (περισσότερα…)

Ηρώ Νικοπούλου, Το Σβηστό Μανουάλι (Ένα έργο σε εξέλιξη)

 
KATA τὰ 1820 ἕνας βοσκὸς μὲ τὸ κοπάδι του καθισμένος στὸ πεζοῦλι κάποιου ρημοκλησιοῦ ἔπαιζε τὴ φλογέρα του. Ἐκεῖ ἕνας Ἄγγλος περιηγητής, περαστικός, ἀφοῦ χαιρέτησε, ρώτησε τὸ βοσκό:
— Τί πιστεύεις;
Ὁ τσοπάνος σήκωσε τὴν ἀγκλίτσα του καὶ χτύπησε τὸν τοῖχο τῆς ἐκκλησιᾶς:
— Ὅ,τι πιστεύει τούτη! εἶπε.
— Καὶ τί πιστεύει τούτη;
— Ὅ,τι πιστεύω γώ!
[Γιάννη Βλαχογιάννη, Ἱστορικὴ Ἀνθολογία. Ἀνέκδοτα – Γνωμικά – Περίεργα Ἀστεῖα ἐκ τοῦ βίου διασήμων Ἑλλήνων 1820-1864, Ἀθήνα, 1927.]

ΔΙΑΚΟΣΙΑ ολόκληρα χρόνια αριθμεί η παραπάνω καταγραφή, σωσμένη στην περίφημη Ιστορική Ανθολογία του Γιάννη Βλαχογιάννη, που έγινε για τον εορτασμό της πρώτης εκατονταετίας της νεοελληνικής εθνικής παλιγγενεσίας. Εντυπωσιακή η ταύτιση που θησαυρίζεται εκεί, συγκινητική στην απλότητά της, ζηλευτή στο αυτοσυναίσθημά της, σπάνια πάντως, ίσως και ανύπαρκτη στις μέρες μας. Τι έκανε εκείνο τον βοσκό να είναι τόσο απόλυτος και να μοιάζει συγχρόνως τόσο ασφαλής; Μήπως η βεβαιότητά του ότι είναι μέρος ενός ευρύτερου συνόλου, ότι με όλη την δύναμη της ύπαρξής του και της πίστης του ανήκει σε κάτι που τον υπερβαίνει και ταυτόχρονα τον στερεώνει;

(περισσότερα…)