βεβαιότητες

Ἐμίλ Σιοράν, Εἶναι ὁ διάβολος σκεπτικιστής;

*

Ἐπιμέλεια στήλης-Μετάφραση
ΤΕΤΟΣ ΣΟΥΡΔΟΣ

Ὁ Ἐμίλ Σιοράν (ρουμανιστί Τσοράν) γεννήθηκε στίς 8 Ἀπριλίου τοῦ 1911 στό Ρασινάρι της Ρουμανίας. Ριζοχώρι των Καρπαθίων. Θά ἀναπολεῖ πάντοτε τίς παλιές καλές ἡμέρες πού ἔζησε ἐκεῖ. Ὁ πατέρας του, ὁ Ἐμιλιάν, ὀρθόδοξος ἱερέας. Ἡ μητέρα του, ἡ Ἐλβίρα, ἔκλινε πρός τήν ἀθεΐα. Τό 1922, ἕντεκα χρονῶν φοιτᾶ στό γερμανόφωνο Λύκειο τοῦ Σιμπίου, παρακείμενης πόλης. Περιφέρεται ἀσκόπως στά στενά σοκάκια. Πρῶτες κρίσεις ἀυπνίας. Πιθανῶς ἐκεῖ, στίς ροῦγες, «ἅρπαξε γιά πρώτη φορά τήν κακιά ἀρρώστια, τόν ἰό τῆς ἀλήθειας»… (Ἡ συνέχεια τοῦ εἰσαγωγικοῦ σημειώματος τῆς σειρᾶς, ἐδῶ).

Καί οἱ ἀπεχθέστερες ἀκόμα πράξεις, σάν αὐτές πού τό βάρος τῆς εὐθύνης τους φέρει ὁ διάβολος, εἶναι ὡς πρός τίς συνέπειες λιγότερο ἐπιζήμιες ἀπό τά σκεπτικιστικά ἐπιχειρήματα, ὅταν αὐτά παύουν νά ἀποτελοῦν ἕνα πρός ψυχαγωγία παίγνιο καί καταντοῦν ἔμμονη στάση. Καταστρέφω σημαίνει ὅτι ἀναπτύσσω μιά δράση, ὅτι δημιουργῶ ἀπ’ τήν ἀνάποδη, σημαίνει ὅτι κατά ἕναν ἰδιαίτερο τρόπο τάσσομαι ἀλληλέγγυος μέ ὅ,τι ὑπάρχει. Ὡς φορέας του μή-ὄντος, τό Κακό παρεμβάλλεται στήν οἰκονομία του ὄντος, εἶναι ἀπαραίτητο, ἐκπληρώνει μιά σημαντική, ἄν ὄχι ζωτική, λειτουργία.

Ποιά λειτουργία ὅμως ἐκπληρώνει ἡ ἀμφιβολία; Σέ ποιά ἀναγκαιότητα ἀνταπαντᾶ; Ποιός, ἐκτός ἀπό τόν ἀμφιβάλλοντα, τήν ἔχει ἀνάγκη; Ἀχρείαστη συμφορά, ἀπόλυτη συντριβή ἐλπίδων, δέν ἀνταποκρίνεται σέ καμιά ἀπό τίς θετικές ἀπαιτήσεις τῆς ζωῆς. Χωρίς εὔλογη αἰτία, θέτει τό ὅλον ἐν ἀμφιβολίᾳ, ἐνδοιάζει ἀκόμη κι ὅταν ὀνειροπολεῖ.

*

Πρός ἐπίτευξη τῶν σκοπῶν του, ὁ διάβολος, πνεῦμα δογματικό, μηχανεύεται ἐνίοτε τεχνάσματα σκεπτικιστικά· θέλει νά μᾶς κάνει νά πιστέψουμε ὅτι δέν ἐνδιατρίβει ὁλοψύχως σέ τίποτα, προσποιεῖται τήν ἀμφιβολία, εὐκαιρίας δέ δοθείσης τήν καλεῖ πάντοτε πρός ἐπίρρωση. Ἄν καί τή γνωρίζει καλά, ὡστόσο δέν αἰσθάνεται ποτέ ἰδιαίτερη εὐχαρίστηση μαζί της, τή φοβᾶται μάλιστα τόσο πολύ πού δέν εἶναι διόλου πεπεισμένος ὅτι θέλει πράγματι νά τή συστήσει ἤ νά τήν ἐπιβάλει στά θύματά του.

Τό δρᾶμα τοῦ ἀμφιβάλλοντος εἶναι μεγαλύτερο ἀπό τοῦ ἀρνητῆ, ἐπειδή τό νά ζεῖς χωρίς σκοπό εἶναι δυσχερέστερο ἀπό τό νά ζεῖς γιά ἕναν κακό σκοπό. Ὅθεν, ὁ σκεπτικιστής δέν διαπνέεται ἀπό σκοπούς: ὄντες ὅλοι τους εὔθραυστοι ἤ ἀβάσιμοι, ποιόν νά ἐπιλέξει; Ἡ ἄρνηση, ἀπό τήν ἄλλη, ἰσοδυναμεῖ μέ ἕνα πρόγραμμα· καταλαμβάνει τήν ὕπαρξη, ἐκπληρώνει καί τίς πιό ἀπαιτητικές ἀνάγκες της· πλήν αὐτοῦ, εἶναι ὡραῖο νά ἀρνεῖσαι, εἰδικά ὅταν εἶναι ὁ Θεός αὐτός πού πλήττεται: ἡ ἄρνηση συνιστᾶ πληρότητα, ὄχι κενότητα, μιά πληρότητα ἀνήσυχη καί ἐπιθετική. Ἄν ἡ σωτηρία βρίσκεται στήν πράξη, τότε ἡ σωτηρία τοῦ ἑαυτοῦ ἐπέρχεται διά τῆς ἄρνησης, ἀφοῦ χάριν αὐτῆς ἀκολουθῶ ἕνα σχέδιο, διαδραματίζω ἕναν ρόλο. Μποροῦμε νά καταλάβουμε γιατί ὁ σκεπτικιστής, μετανιωμένος πού διάλεξε νά βαδίσει σέ τεντωμένο σχοινί, ζηλοφθονεῖ τόν διάβολο. Ὁ λόγος εἶναι ὅτι, παρά τίς ὅποιες ἐπιφυλάξεις, ἡ ἄρνηση εἶναι πηγή δράσης καί βεβαιότητας: ὅταν ἀρνούμαστε, ξέρουμε τί θέλουμε· ὅταν ἀμφιβάλλουμε, ὁδηγούμαστε στό νά μήν ξέρουμε πιά.

(περισσότερα…)