αγγλική ποίηση

Lawrence Durrell, «Όμηρε τυφλέ»

*

Μετάφραση ΛΗΤΩ ΣΕΪΖΑΝΗ

Εκτός από το ατμοσφαιρικό και βαθυστόχαστο Αλεξανδρινό κουαρτέτο, εκτός από τα υπόλοιπα μυθιστορήματά του και τα ηλιόλουστα ταξιδιωτικά του, εκτός από τις ενδιαφέρουσες επιστολές του προς τον Χένρυ Μίλλερ, ο λογοτέχνης Λώρενς Ντάρρελλ έγραψε και αξιόλογα ποιήματα. Ένα μικρό δείγμα εδώ με αναφορές στην Ελλάδα, την ιστορία και την μυθολογία της.

///

Όμηρε τυφλέ

Χειμωνιάτικη νύχτα ξανά, η σελήνη μελάνι
Στα μάρμαρα χύνει και αποσύρεται

Τα έξι πεύκα σφυρίζουν, τεντώνονται κι εκεί,
Στην ανατολή, έτοιμο περιμένει το πινέλο του πρωινού

Εκεί όπου λίγα άστρα ελληνικά σβήνουν και αναγεννώνται
Κάθε νύχτα σε ηχηρά και λαμπυρίζοντα λουτρά.

Τώρα προς τον χειμώνα κάθε τι έχει αποβάλει
Κάτι σημαντικό, το δέρμα του φιδιού, τα κέρατα του ελαφιού,

Άσε να φύγει της ποίησης το δέρμα και του σταφυλιού.

Όμηρε τυφλέ, οι σαύρες την ζέστη ρουφάνε
Απ’ τα βράχια, κι ωστόσο η άνοιξη,

Αθόρυβη σαν τα νομίσματα επάνω στα μαλλιά
Αιώνια επαναλαμβάνει τους διφθόγγους.

Αντάλλαξε ένα βλέμμα με κάποιον που η τέχνη του
Όλο μυστικοπάθεια κατά της μοναξιάς συνωμοτεί

Αυτόν τον Φεβρουάριο του ’46, σφυγμός κανονικός, νεύρα εν ηρεμία:
Διάδοχος πάθησης παρόμοιας, που ήρθε όμως αργότερα

Πολύ πιο αβέβαιος για το χάρισμα των λέξεων,
Δίπλα από ένα πιάτο ελιές, από ένα μελανοδοχείο στεγνό. (περισσότερα…)

D. H. Lawrence, Ὁ θρίαμβος τῆς μηχανῆς


*

Mιλοῦν γιά τόν θρίαμβο τῆς μηχανῆς,
ἀλλά ἡ μηχανή ποτέ δέν θά θριαμβεύσει.

Ἀπό τίς χιλιάδες καί χιλιάδες αἰώνων τοῦ ἀνθρώπου
μέ τό ξετύλιγμα τῆς φτέρης,
τίς λευκές γλῶσσες τῆς ἄκανθας λείχοντας τόν ἥλιο,
χάρη σ’ ἕνα θλιβερό αἰώνα
οἱ μηχανές θριαμβεύουν, κατρακυλώντας μας ἐδῶ κι ἐκεῖ,
ταρακουνώντας τή φωλιά τοῦ κορυδαλλοῦ ὥσπου τ’ αὐγά νά σπάσουν.

Τρανταγμένοι οἱ ὑγρότοποι, ὥσπου φύγανε οἱ χῆνες
καί οἱ ἄγριοι κύκνοι πέταξαν μακριά
γιά μᾶς τραγουδώντας τό κύκνειο ἄσμα.

Σκληρά, σκληρά πάνω στήν γῆ οἱ μηχανές κυλοῦν,
ἀλλά μέσα ἀπό κάποιες καρδιές ποτέ δέν θά κυλήσουν.

Ὁ ἄγριος κύκνος κολυμπᾶ στoύς ὑγρότοπους τῶν λαγόνων του,
καί στίς πλατιές παιδιάδες τοῦ στέρνου του
νεαρός ταῦρος ποιμαίνει τίς ἀγελάδες του,
ἀρνάκια σκιρτοῦν ἀνάμεσα στίς μαργαρίτες τοῦ μυαλοῦ του. (περισσότερα…)

Robert Browning, Ο εραστής της Πορφυρίας

*

Νωρίς απόψε κόπιασε η βροχή
κι ο άνεμος, αγουροξυπνημένος,
μαδούσε απ’ την κακία του την κορφή
της γριάς φτελιάς και, μ’ όλο του το μένος,
τη λίμνη ανάδευε: μαρμαρωμένος

τον άκουγα ώσπου, ίδια αερικό,
γλιστράει η Πορφυρία μες στο καλύβι
κι αφού κλειδώνει έξω όλο το κακό
τα κάρβουνα ν’ ανασκαλέψει σκύβει
– το μέσα κι έξω κρύο μου συνετρίβη.

Θ’ απάλλασσε την ακριβή μορφή της
απ’ τον μανδύα της που ’σταζε, το σάλι
τα γάντια, το καπέλο –η στεγνή της
κόμη, λυτή, τον χώρο μου ν’ αγάλει–
στο πλάι μου, τέλος, για να προβάλει

με τ’ όνομά μου και να με καλέσει.
Άχνα δεν έβγαλα. Ωστόσο εκείνη
το χέρι μου περνά γύρω απ’ τη μέση
της και τον τρυφερό της ώμο γδύνει
κι ανάλαφρα προς τη μεριά μου κλίνει

το μάγουλό μου εκεί για ν’ αναπαύσει·
με τα ξανθά μαλλιά της με τυλίγει
και λόγια αγάπης πιάνει δίχως παύση – (περισσότερα…)

Edmund Blunden (1896-1974), Δυό μικρές ἐλεγεῖες

 

Ὁ σκατζόχοιρος πού σκοτώθηκε στό δρόμο

Ἀργοπάτητε φίλε, φτωχό πλάσμα τῆς γῆς, τά λυπημένα σου μάτια,
Σάν σέ συνάντησα σερνάμενο νά ἐγκαταλείπεις τή ζωή, ἔμοιαζε
Ἴχνος συμπάθειας νά μήν προσδοκοῦν ἀπό γίγαντες σφαιρῶν ἄλλων,
Σέ πενθῶ πεσμένο ἐδῶ· καί στό σχῆμα σου
Ματαίως ἐπιδέξια κουλουριασμένο στερνή φορά, στ’ ἀγκάθια σου
Σπασμένα κι ἀσήμαντα, βλέπω ὁμοιότητα πολύ βαθιά
Μέ ἄλλα βάσανα, ἄλλες παράλογες
Ἐκρήξεις θανάτου, ἀδιανόητες γιά τό νεκρό σου τώρα μυαλουδάκι,
Κι ὅμως δεινά παρόμοια μέ τά δικά σου. Γιά σέ τά δάκρυα, παιδί τῆς γῆς.

~.~ (περισσότερα…)

Μπέντζαμιν Ζεφανάια, Γαλοπούλες σταράτες

*

Μετάφραση Δήμητρα Φιλιπποπούλου

~.~

Γαλοπούλες σταράτες

Φερθείτε όμορφα στις γαλοπούλες σας τα Χριστούγεννα που ’ρχονται.
Απλά θέλουν κι αυτές να περάσουν καλά.
Οι γαλοπούλες είναι τέλειες, είναι απίθανες οι γαλοπούλες
και κάθε γαλοπούλα έχει μια Μαμά.
Φερθείτε όμορφα στις γαλοπούλες σας τα Χριστούγεννα που ’ρχονται.
Μην τις φάτε, κρατήστε τες στην ζωή,
Θα μπορούσες να είσαι συ, φίλε, άδειο το πιάτο σου στείλε,
πες «Γιο!», Γαλοπούλα, είμαι για σένα εκεί.
Είναι φίλοι πολλοί, γαλοπούλες κι αυτοί
και όλοι τους φοβούνται τα Χριστούγεννα.
Θέλουν να τα απολαύσουν, λένε, γιατί οι άνθρωποι να τα χαλάσουν;
Και οι άνθρωποι τα μυαλά τους έχουν χάσει.
Ναι, είναι φίλοι πολλοί, γαλοπούλες κι αυτοί,
όλοι έχουν δικαίωμα να έχουνε ζωή,
όχι μετάλλαξη γενετική, για πάντα σε κλουβί,
από έναν αγρότη και την κυρά μαζί. (περισσότερα…)

Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, Τέσσερα σονέτα

*

Απόδοση ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗΣ

~.~

127

Το μαύρο στους παλιότερους δεν άρεσε πολύ,
κι αν άρεσε της ομορφιάς τ’ όνομα δεν του δίναν·
μα τώρα έχει του θρόνου της την πλήρη κατοχή,
οι νέοι σκηπτούχοι τ’ όμορφο το νόθευσαν, το αισχύναν.

Στο άσχημο η Τέχνη δάνεισε πρόσωπο νέο, πλαστό,
της Φύσης σφετερίστηκε τη νόμιμη εξουσία
και πια δεν έχει η ομορφιά όνομα ή ιερό
και μέσα στην ασέβεια ζει ή και στην ατιμία.

Έχει η κυρά μου ίσως γι’ αυτό σαν πένθιμα πουλιά
μάτια και φρύδια ολόμαυρα: για να πενθεί κι εκείνη
όσους αλαζονεύονται με κάλλη τεχνητά
και δυσφημούν την πλάση αυτή με την ψευδή τους φήμη.

Μα τόσο τούτο το βαρύ το πένθος τής ταιριάζει
που όλα τα χείλη έχουν να πουν: η ομορφιά έτσι μοιάζει. (περισσότερα…)

W. H. Auden, Νεκρώσιμο μπλουζ

*

Γραμμένο το 1936 αρχικά ως ποίημα σατιρικό για την πομπώδη ταφή ενός πολιτευτή (χαρακτηριστικές οι καυστικές εικόνες της δεύτερης στροφής), και διασκευασμένο αργότερα για τραγούδι καμπαρετίστικο (τη μουσική έγραψε ο Μπέντζαμιν Μπρίττεν στο λαϊκό ύφος που υπαγορεύει ο τίτλος), το «Funeral Blues» του Ώντεν γνώρισε δόξα απρόσμενη όταν ένας από τους πρωταγωνιστές της ρομαντικής κομεντί Τέσσερις γάμοι και μια κηδεία του 1994 το διάβασε ως ερωτική εξομολόγηση στο ξόδι του συντρόφου του. Habent sua fata poemata… Αυτές είναι οι ερμηνευτικές «προσχώσεις», για τις οποίες κάνει λόγο κάπου ο Σεφέρης. To «Νεκρώσιμο μπλουζ» (κατά τα «Νεκρώσιμο εμβατήριο», «Νεκρώσιμος ακολουθία» και τα συναφή) έχει μεταφραστεί κάμποσες φορές στα ελληνικά. Εδώ αποπειράθηκα να κρατήσω κάτι από την πρώτη σατιρική του πνοή και, φυσικά, την άψογη ωδική του φόρμα.  — ΚΚ

~.~

ΝΕΚΡΩΣΙΜΟ ΜΠΛΟΥΖ

Σπάστε τ’ ακουστικά, φιμώστε τα ρολόγια,
χώστε τα πιάνα και τα τύμπανα στα υπόγεια,
το ζώο μπουκώστε, τα γαυγίσματα να πάψουν,
φέρτε το φέρετρο να ρθούν για να τον κλάψουν.

Άστε από πάνω να βογγάνε τ’ αεροπλάνα
το «Είναι νεκρός» φιδοχαράζοντας στα ουράνια,
πένθιμα ας βάλουν παπιγιόν τα περιστέρια
κι οι τροχονόμοι γάντια ολόμαυρα στα χέρια.

Βοριά τον είχα και Νοτιά, Δύση κι Αυγή μου,
τον είχα καθημερινή, σχόλη, γιορτή μου,
ήταν οι ώρες μου όλες, ο καημός, το πάθος.
Έλεγα δεν πεθαίνει η αγάπη. Έκανα λάθος.

Για τ’ άστρα τώρα αδιαφορώ· κάντε τα πέρα,
φράξτε το φως του φεγγαριού, θάψτε τη μέρα·
χύστε τις θάλασσες, ξηλώστε κάθε δάσος·
δεν έχω τίποτε να ελπίσω πια ή να χάσω.

W. H. AUDEN
Προλόγισμα-Μετάφραση Κώστα Κουτσουρέλη

*

Φίλιπ Λάρκιν, Tό Χορτοκοπτικό

 

 

Μετάφραση ΝΑΤΑΣΑ ΚΕΣΜΕΤΗ

Σαράντα μέρες ἀπό τήν τελευτή τοῦ Ποιητῆ Νίκου Φωκᾶ
Στήν ἀγαπημένη μνήμη του.

Τό χορτοκοπτικό σταμάτησε, δυό φορές· γονατίζοντας βρῆκα
Ἕνα σκατζόχοιρο καταπληγωμένο ἀνάμεσα στίς λεπίδες,
Σκοτωμένος. Ζοῦσε στό ψηλό γρασίδι.

Τόν εἶχα ξαναδεῖ, καί μάλιστα μιά φορά τόν τάϊσα.

Τώρα τόν ταπεινό του κόσμο εἶχα πλήξει
Ἀνεπανόρθωτα. Καμιά γιατρειά μέ τήν ταφή:

Τό ἄλλο πρωί ἐγώ σηκώθηκα, κι ἐκεῖνος ὄχι.
Ἡ πρώτη μέρα μετά ἀπό ἕνα θάνατο, ἡ νέα ἀπουσία
Πάντοτε ἴδια· καλύτερα νά εἴμαστε προσεχτικοί

Ὅσο ἀκόμα εἶναι καιρός
Ὁ ἕνας γιά τόν ἄλλον σπλαχνικοί.

~.~

Σημείωση της μεταφράστριας

Πρόκειται γιά ἕνα ἀπό τά λίγα ποιήματα τοῦ Larkin πού γράφτηκαν ἀνάμεσα στήν ἔκδοση τῆς συλλογῆς High Windows τό 1974 καί τόν θάνατό του τό 1985. Σ’ ἕνα γράμμα τῆς 20ης Μαϊου 1979 στή φίλη του Judy Egerton, ἔγραψε: » Τό Πάσχα βρῆκα ἕνα σκατζόχοιρο νά βολτάρει στόν κῆπο μου, ὁλοφάνερο πώς εἶχε μόλις ξυπνήσει ἀπό τή νάρκη του: δέχτηκε γάλα, ἀλλά γύρισε στόν ὕπνο του ὑποθέτω, καί ἔκτοτε δέν τόν ξανάδα». Στίς 10 Ἰουνίου τῆς ἴδιας χρονιᾶς ἔγραψε στήν Egerton: » Αὐτή ἡ μέρα ἦταν μᾶλλον καταθλιπτική: σκότωσα ἕνα σκατζόχοιρο καθώς ἔκοβα τό γρασίδι, φυσικά κατά τύχη. Ἔχω ἀναστατωθεῖ.» Τό Χορτοκοπτικό γράφτηκε στίς 12 Ἰουνίου.
Ἡ Betty Mackereth, πού ἐργαζόταν μαζί μέ τόν Larkin στήν Βιβλιοθήκη Brynmor Jones University of Hull, ἔγραψε γιά τό ποίημα: «Θυμᾶμαι πολύ καλά τόν Φίλιπ νά μοῦ λέει γιά τόν θάνατο τοῦ σκατζόχοιρου, στό γραφεῖο του τό ἑπόμενο πρωί, μέ δάκρυα νά κυλοῦν στό πρόσωπό του.» ( Τhe Philip Larkin Society Website, May 2002). Ἡ ἐκτίμηση τοῦ μακαριστοῦ Νίκου Φωκᾶ στό πρόσωπο καί τήν ποίηση τοῦ φίλου του Philip Larkin εἶναι γνωστή.
Τά ἔργα ποὺ κοσμοῦν τήν ἀνάρτηση εἶναι τοῦ Γεώργιου Προκοπίου («Ἀθάνατα»).