Στήλες | Φτερὰ κι ἀγκάθια (από τον Θανάση Γαλανάκη)

Πολιτική / Κατανάλωση

*

«Φτερὰ κι ἀγκάθια»
γράφει ὁ
ΘΑΝΑΣΗΣ ΓΑΛΑΝΑΚΗΣ

~.~

“A Better Life, A Better World”, “Building a World That Works”, “Building a better working world”, “A Better World has to be Built”, “Building a smarter planet”, “Caring for the world, one person at a time”, “Creating a better everyday life for the many people”, “Bring the world closer together”, “Belong anywhere”. Ὅλα τὰ παραπάνω εἶναι λίγα μόλις ἑταιρικὰ σλόγκαν ἢ φράσεις ποὺ βρίσκονται στὴ δήλωση σκοποῦ μεγάλων ἐμπορικῶν ὀργανισμῶν ποὺ δραστηριοποιοῦνται σὲ κάθε σχεδὸν πεδίο τοῦ ἐπιστητοῦ. Κοινός τους παρονομαστὴς δὲν εἶναι ἄλλος ἀπὸ τὸν προφανῆ: ἡ ὑπόσχεση ἑνὸς νέου, πιὸ καινοτόμου, πιὸ λειτουργικοῦ, πιὸ συμπεριληπτικοῦ, πιὸ καλοῦ ἐν πάσῃ περιπτώσει κόσμου, ἀνεξαρτήτως παρεχόμενου προϊόντος ἢ προσφερόμενης ὑπηρεσίας. Πλάι ὅμως στὴ σημαντικὴ αὐτὴ δήλωση κρύβεται μιὰ ἀκόμα σημαντικότερη παραδοχή. Ὁ ὑπαρκτὸς κόσμος εἶναι ἀνεπαρκής, προβληματικός, ἀνολοκλήρωτος· τὰ δὲ —πλασματικὰ μονάχα— κυρίαρχα ὑποκείμενά του, δηλαδὴ οἱ ἄνθρωποι, εἶναι ἐξίσου εὐάλωτα, ἐπισφαλῆ καὶ μόνα. Εἶναι ἀνάγκη, λοιπόν, οἱ ὑπηρεσίες καὶ τὰ προϊόντα αὐτὰ νὰ χτίσουν ἕναν καλύτερο κόσμο· καλύτερο, ναί, ὅμως ὄχι «πιὸ καλὸ» ἀπ’ τὸν ὑπάρχοντα. Αὐτὸς ἐκ προοιμίου ἔχει ἀποφασιστεῖ ὅτι εἶναι ἀτελὴς καὶ γεμάτος τυφλὰ σημεῖα, παγίδες, βλάβες καὶ τέλος πάντων «ὄχι καλός». Θὰ ἦταν ἐνδεχομένως ὑπερβολὴ νὰ εἰκάσουμε ὅτι γιὰ τὸν διαφημιστικὸ λόγο ὁ κόσμος εἶναι ἁπλὰ «κακός» ‒ μὲ κάθε πιθανὴ ἐξακτίνωση τῆς λέξης;

Θὰ ἦταν ὑπερβολικὸ καὶ ἄδικο νὰ μποῦμε σὲ μιὰ συζήτηση ὀντολογικῆς τάξεως γιὰ τὸν κόσμο μὲ μιὰ τόσο ἀσήμαντη φαινομενικὰ ἀφορμή. Ἄλλωστε, σὲ κάθε ἐνδεχόμενη ἐπιχειρηματολογία θὰ φτάναμε στὸ ἀδιέξοδο, ἂν σκεφτοῦμε ὅτι διάφορες πολιτισμικὲς παραδόσεις ἔχουν ἀποφανθεῖ γιὰ τὴν ἠθικὴ ταυτότητα τοῦ κόσμου. Ἀλλοῦ ὁ κόσμος κι’ ὁ ἄνθρωπος ἐντός του εἶναι ριζικὰ ἐκ γενετῆς κακοὶ καὶ πειθαρχοῦν σὲ ἕνα κοινωνικὸ συμβόλαιο ποὺ τοὺς τρέπει σὲ μὴ-κακούς, τῇ ἐξαιρέσει τῶν ἁγίων ποὺ καταφέρνουν καὶ γίνονται καλοί, ἂν δὲν εἶναι ἤδη ἐξαρχῆς. Ἀλλοῦ τὸ καλὸ κυριαρχεῖ καὶ θεωρεῖται ἀναγκαῖα προϋπόθεση· ἐξωγενεῖς συνθῆκες ὁδηγοῦν στὸ κακὸ καὶ τὸ ἐπίβουλο, συνήθως πιστώνοντάς το σὲ ἀλλογενεῖς δυνάμεις ποὺ συγκεντρώνουν τὶς δυνάμεις τους γι’ αὐτὸν τὸν σκοπό. Ἀλλοῦ, τέλος, ὅλα εἶναι ἐπιλογὲς καὶ ἐξωτερικὲς πιέσεις. (περισσότερα…)

Ἀκτινογραφία φανατικοῦ

*

«Φτερὰ κι ἀγκάθια»
γράφει ὁ
ΘΑΝΑΣΗΣ ΓΑΛΑΝΑΚΗΣ

~.~

Δὲν πάει καιρὸς ἀπ’ ὅταν ἄνοιξε στὴν ἀρένα τῶν κοινωνικῶν δικτύων μὲ ἀφορμὴ τὴ δολοφονία τοῦ Τσάρλυ Κὲρκ μιὰ συζήτηση γιὰ τὸν φανατισμὸ καὶ τὰ θλιβερά του ἀποτελέσματα. Καὶ πράγματι, ἂν τὸ σκεφτεῖ κανεὶς ψύχραιμα καὶ ἐξ ἀποστάσεως δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ καταλήξει στὸ ἴδιο συμπέρασμα. Ὁ φανατικὸς δρᾶ παρωπιδικά, σὰν τὸ γαϊδούρι ποὺ ξέρει ἕνα μονοπάτι καὶ δὲν τὸ ἀλλάζει εἴτε ἔχει κατολίσθηση, εἴτε ἔχει ρίξει ἕνα μέτρο χιόνι, εἴτε ἂν προκύψει ἕνας νέος ὁμαλότερος δρόμος ποὺ θὰ διασφαλίσει τὴ σωματική του ἀκεραιότητα. Ναί, εἶναι κάπως ἔτσι. Παρὰ ταῦτα, ἡ ὀπτικὴ αὐτὴ πέρα ἀπὸ ἐξίσου θυμικὴ μὲ τὸν θυμικὸ ἀγώνα τοῦ φανατικοῦ εἶναι κάπως ἀνάλατη, γλυκερή, ἴσως εὐχετική, σὰν τὶς ἐκθέσεις ποὺ γράφαμε στὸ σχολεῖο, τῶν ὁποίων ἂν ἀκολουθούσαμε τὰ προτάγματα ποὺ ὑποστηρίζαμε γιὰ νὰ πάρουμε καλὸ βαθμὸ στὴ μετέπειτα ἐνήλικη ζωή, θὰ φτάναμε νὰ καταφέρουμε τὶς αὐτονομιστικὲς εὐτοπίες (τελικὰ δυστοπίες) τοῦ Καστοριάδη καὶ ἄλλων χαρούμενων στοχαστῶν τοῦ γραφείου.

Προφανῶς, τὰ πράγματα δὲν κινοῦνται πάντοτε στὸ ἀσπρόμαυρο δίπολο, ὡστόσο μιὰ συζήτηση γιὰ τὸν φανατισμὸ («Ποὺ θἄπρεπε νἆναι μόνο στὰ γήπεδα», ὅπως μοῦ ΄λεγε πρόσφατα νηφάλια πλὴν ἐμπύρως ὁ Πατίλης) δὲν γίνεται νὰ περιοριστεῖ σὲ εὐχολόγια καὶ δυνητικότητες· κι’ αὐτὸ ἀφ’ ἑνὸς ἐπειδὴ ἡ νηφαλιότητα εἶναι κατακτημένη κατάσταση κι’ ὄχι φυσική, βιολογικὴ προϋπόθεση, ἀφ’ ἑτέρου ἐπειδὴ τὸν ἀντιμετωπίζουμε καθημερινὰ μένοντας στὸν φαινότυπο καὶ ἀποσιωπῶντας τὸν γονότυπο.

Τὸ γονιδίωμα τοῦ φανατισμοῦ εἶναι ἑλικοειδὲς καὶ κινεῖται σὲ δύο παράλληλους ἄξονες ποὺ ἅπτονται πολλῶν ἐπικρατειῶν. Στὸν πρῶτο ἕλικα/ἄξονα ὑπάρχει ὁ ὀρθολογικοποιημένος φανατισμὸς ποὺ προκύπτει κατόπιν σκέψης, ἐπιλογῶν, συνθηκῶν καὶ ἀποκλεισμῶν ἕτερων φανατισμῶν, ἐνῶ στὸν ἄλλον βρίσκεται αὐτὸ ποὺ ὀνομάζεται κοινῶς «τυφλὸς φανατισμός», ποὺ ὅμως δὲν διαφέρει καθόλου ἀπ’ ὅ,τι καθημερινὰ ὀνομάζουμε «πίστη». Ὁ ἕνας ἕλικας εἶναι προϋπόθεση τοῦ ἄλλου· ὁ πρῶτος ὡριμάζοντας μετατρέπεται στὸν δεύτερο, καὶ κάθε νέα πληροφορία, κάθε νέο ἐρέθισμα, κάθε ἐξωγενὴς παράσταση ἐπανατροφοδοτεῖ τὸν πρῶτο. Ἡ πίστη δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι πίστη, ἂν δὲν εἶναι «τυφλή». Ὅλα τὰ ὑπόλοιπα (ἔλεγχος, αἰτιολόγηση, ὀρθολογικοποίηση, ἀξιολογικὲς παράμετροι) ἐδῶ ἀπάδουν.

Ὁ φανατικὸς νιώθει παράλληλα ὅτι ἔχει ἐπιλέξει νὰ στηρίζει κάτι, ἐνῶ τὴν ἴδια στιγμὴ αὐτὸ τὸ «κάτι» τοῦ φαίνεται ὡς προέκταση τοῦ ἑαυτοῦ του, κάτι ποὺ βαστᾶ ἀπὸ τὴ γέννα καὶ δὲν θὰ μποροῦσε ἐπουδενὶ λόγῳ νὰ εἶναι ἀλλιῶς. Εἶναι ὡς νὰ ὁρίστηκε ἀπὸ κάποιον ἢ κάτι στὴν ὑπηρεσία ἑνὸς σκοποῦ ποὺ ἐνῶ πρόκειται γιὰ μιὰ ἁπλὴ πίστη τείνει νὰ γίνεται ἕνα ἀπ’ ἀρχῆς ἕως τέλους συνεκτικὸ modus vivendi et operandi. Οἱ ὅποιες ἀποκλίσεις προκύπτουν περιστασιακὰ ἢ ἀναγκαστικά, γρήγορα γίνονται φύση τοῦ κυρίως κορμοῦ σὲ βαθμὸ ποὺ πλέον δὲν λογίζονται ὡς τέτοιες, παρὰ μόνον ὡς ἐξελιγμένες ἐκδοχὲς τοῦ ἀρχικοῦ πλάνου. Μὲ ἄλλα λόγια, τὰ πάντα βγάζουν νόημα στὸν κόσμο τοῦ φανατικοῦ, καθὼς ἡ βαθιὰ πεποίθηση ὕπαρξης ἑνὸς κόσμου ποὺ μπορεῖ νὰ ἰδωθεῖ μὲ ἴσιο κρέας μόνο μέσα ἀπὸ τὰ μάτια του ἢ τὰ μάτια τῶν ὁμοϊδεατῶν του, πλημμυρίζει τελικὰ τὸ πράττειν του σὲ μιὰν ὁρῶσα [γιὰ τὸν ἴδιον] τύφλωση [γιὰ τοὺς ἄλλους]. (περισσότερα…)