Στήλες | Μεταφραστικά σταυρόλεξα (από την Νατάσα Κεσμέτη)

Μεταφραστικές δοκιμές από την ξένη ποίηση του καιρού μας.

Rolf Jacobsen, Φύλακας ἄγγελος

*

Εἶμαι τό πουλί πού φτεροκοπᾶ στό παράθυρό σου τό πρωί,
καί ὁ πιό κοντινός σου φίλος, πού ποτέ δέ μπορεῖς νά γνωρίσεις,
λουλουδίζει ψηλά ἐκεῖνο τό φῶς γιά τούς τυφλούς.

Εἶμαι ὁ παγετώνας πού λαμποκοπᾶ πάνω ἀπ’ τά δάση, τόσο ἁπαλά,
καί βαριές φωνές ἀπό τόν πύργο τοῦ καθεδρικοῦ.
Ἡ σκέψη πού αἰφνίδια σoῦ ἐμφανίζεται στό μέσο τῆς μέρας
καί σέ κάνει νά νιώθεις τόσο ὑπέροχα εὐτυχισμένος.

Εἶμαι αὐτός πού ἀγαπᾶς γιά πολλά χρόνια.
Βαδίζω δίπλα σου ὅλη μέρα καί σέ κοιτάζω ἐπίμονα
καί βάζω τό στόμα μου πάνω στήν καρδιά σου
παρόλο πού δέν τό ἀντιλαμβάνεσαι.

Εἶμαι τό τρίτο σου χέρι, ἡ δεύτερη σου σκιά, ἡ λευκή,
πού δέ μπορεῖς νά δεχτεῖς,
κι αὐτή εἶναι ἀδύνατο νά σέ ξεχάσει ποτέ.

(περισσότερα…)

Mark Strand, Ὁ Ἐρχομός τοῦ Φωτός

*

Ἀκόμη καί τόσο ἀργά, συμβαίνει:
ὁ ἐρχομός τῆς ἀγάπης, ὁ ἐρχομός τοῦ φωτός.
Ξυπνᾶς και τά κεριά εἶναι ἀναμένα σάν ἀπό μόνα τους,
ἀστέρια συνάζονται, ὄνειρα ξεχύνονται στά μαξιλάρια σου
στέλνοντας ψηλά θερμά μπουκέτα ἀέρα.
Ἀκόμη και τόσο ἀργά, τά ὀστά τοῦ σώματος λάμπουν
Καί ἡ αὐριανή σκόνη λαμπρή φουντώνει στήν ἀναπνοή.

(The Late Hour, 2002)

Μετάφραση Νατάσα Κεσμέτη

*

*

*

Seamus Heaney, Ὑστερόγραφο

*

Καί κάποια στιγμή βρές χρόνο νά ὁδηγήσεις δυτικά
Στήν κομητεία Clare, κατά μῆκος τῆς Ἀκτῆς Flaggy,
Σεπτέμβρη ἤ Ὀκτώβρη, ὅταν ὁ ἄνεμος
Καί τό φῶς αλληλοσυμπληρώνονται
Ἔτσι πού ὁ ὠκεανός ἀπ’ τή μιά πλευρά εἶναι ἄγριος
Μέ ἀφρούς και λάμψη, καί στήν ἐνδοχώρα ἀνάμεσα στίς πέτρες
Ἡ ἐπιφάνεια μιᾶς γκρίζας τοῦ σχιστόλιθου λίμνης ἀνάβει
Ἀπό τό γήϊνο ἄστραμμα ἑνός κοπαδιοῦ κύκνων
Μέ τά φτερά τους τραχιά καί ἀνακατωμένα, λευκό πάνω στό λευκό,
Τά πλήρως ἐνήλικα πεισματάρικα, ὅπως μοιάζουν, κεφάλια τους
Χωμένα ἤ ὀρθά στήν κορυφή τους ἤ ἀπασχολημένα κάτω ἀπ’ τά νερά.
Μάταιο νά σκεφτείς πως θά παρκάρεις καί θά τό ἀπαθανατίσεις
Πιό βαθιά. Δεν εἶσαι οὔτε κεῖ οὔτε ἐδῶ
Μιά βιασύνη ἀπ’ ὅπου γνωστά καί παράξενα πράγματα περνοῦν
Λές ἔρχονται μεγάλα μαλακά ραπίσματα ἀπ’τίς πλευρές τοῦ ἁμαξιοῦ
Καί ἀδράχνουν τήν καρδιά ἀφρούρητη καί τήν παρασύρουν ὀρθάνοιχτη.

(Ἀπό τήν συλλογή Τhe Spirit Level, 1996)

Μετάφραση Νατάσα Κεσμέτη

*

*

*

Karel Matěj Čapek-Chod, Ἡ Προσευχή τοῦ Κηπουροῦ

*
Ὤ Κύριε, εὐδόκησε ὥστε κάπως
νά γινόταν νά βρέχει κάθε μέρα,
γιά παράδειγμα ἀπό τά μεσάνυχτα περίπου
ὥς τίς τρεῖς τό ξημέρωμα.

Ὅμως, ξέρεις, ἡ βροχή πρέπει νά ’ναι σιγανή καί θερμή,
γιά νά μουσκεύει, ποτιστική·
εὐδόκησε ὥστε ταυτοχρόνως δέν θά βρέχει
στήν σιληνή, τό ἅλυσσο, τόν ἡλίανθο, τή λεβάντα καί ἄλλα πού
Ἐσύ στήν ἄπειρη σοφία Σου γνωρίζεις
πώς ἀγαποῦν τήν ξηρασία –
θά Σοῦ γράψω τά ὀνόματά τους σ’ ἕνα χαρτάκι
ἄν θέλεις – (περισσότερα…)

David Wagoner, Χαμένος

*

Στάσου ἀκίνητος. Τά δέντρα ἐμπρός σου κι οἱ θάμνοι δίπλα σου
Δέν εἶναι χαμένοι. Το ὄνομα ὅποιου τόπου κι ἄν βρίσκεσαι εἶναι Ἐδῶ,
Καί πρέπει νά τοῦ φερθεῖς σάν σέ ἰσχυρό ἄγνωστο,
Πρέπει νά ζητήσεις ἄδεια νά τόν γνωρίσεις καί νά τοῦ γίνεις οἰκεῖος.
Τό δάσος ἀναπνέει. Ἀφουγκράσου. Ἀπαντάει,
Ἔχω φτιάξει τοῦτο τόν τόπο γύρω σου.
Ἄν τόν ἐγκαταλείψεις, μπορεῖς νά γυρίσεις πάλι, λέγοντας Ἐδῶ.
Γιά τό Γεράκι δυό δέντρα δέν εἶναι ἴδια .
Δυό κλαδιά δέν εἶναι ἴδια γιά τόν Τρυποκάρυδο.
Ἄν ὅ,τι φτιάχνει ἕνα δέντρο ἤ ἕνας θάμνος πάει χαμένο γιά σένα,
Σίγουρα εἶσαι χαμένος. Στάσου ἀκίνητος. Τό δάσος γνωρίζει
Ποῦ βρίσκεσαι. Πρέπει νά τό ἀφήσεις νά σέ βρεῖ.

Μετάφραση Νατάσα Κεσμέτη

*

*

*

Elaine Feinstein, Ἰούνιος

*

Ἀφυδατωμένε γερο-κάκτε
κιτρινίζοντας σέ διάφορα σημεῖα
χλομά στεκάμενε στό παράθυρο τῆς κουζίνας μου
σέ εἶχα παρατήσει γιά τά καλά πεθαμένο
ἀλλά τά κατάφερες πάλι σέ μιά νύχτα
μ’ ἕνα λουλούδι κροσσωτή τρομπέτα
καί μιά θηριώδη κόκκινη ἀναλαμπή!
Λοιπόν εἶναι Ἰούνιος, Ἰούνιος πάλι,
ζεστός ἥλιος κελαηδισμός καί στεγνός ἀέρας·
θυμόμαστε τήν ἔρημο
και τίς πόλεις ὅπου τό γρασίδι σπανίζει.
Ἐδῶ πλάϊ στό πράσινο τῆς ἰτιᾶς ποτάμι
πλαγιάζουμε ξυπνητοί στήν ταράτσα
γιατί εἶναι Ἰούνιος, Ἰούνιος πάλι· (περισσότερα…)

Brian Bilston, Ἡ Ἀμερική εἶναι ἕνα Gun

*

Ἡ Ἀγγλία εἶναι ἕνα φλιτζάνι τσάι
Ἡ Γαλλία, ἕνα κεφάλι ὡριμασμένο μπρί.
Ἡ Ἑλλάδα, μιά κοντούλα ἐλιά χοντρή.
Ἡ Ἀμερική, πιστόλι 45άρι.

Ἡ Βραζιλία, στήν ἄμμο ποδοσφαίρου μπάλα.
Ἡ Ἀργεντινή, τοῦ Μαραντόνα ἡ ἀλάνα.
Ἡ Γερμανία, ἀπό τοῦμπες μιά μπάντα.
Ἡ Ἀμερική, ἕνα Browning Gun.

Ξύλινο τσόκαρο, ἡ Ὀλλανδία.
Γκούλας στιφάδο, ἡ Οὐγγαρία.
Καγκουρώ, ἡ Αὐστραλία.
Ἡ Ἀμερικάνικη Συμπολιτεία, ἕνα Gun.

Ἡ Ἰαπωνία, ἰαματικός λουτρός.
Ἡ Σκωτία, τῶν ὑψιπέδων χορός.
Ὤ, καλύτερα νά εἶσαι   ἄ  λ  λ  ο    τ  ί
παρά σάν Magnum ἡ Ἀμερική.

(περισσότερα…)

D. H. Lawrence, Ὁ θρίαμβος τῆς μηχανῆς


*

Mιλοῦν γιά τόν θρίαμβο τῆς μηχανῆς,
ἀλλά ἡ μηχανή ποτέ δέν θά θριαμβεύσει.

Ἀπό τίς χιλιάδες καί χιλιάδες αἰώνων τοῦ ἀνθρώπου
μέ τό ξετύλιγμα τῆς φτέρης,
τίς λευκές γλῶσσες τῆς ἄκανθας λείχοντας τόν ἥλιο,
χάρη σ’ ἕνα θλιβερό αἰώνα
οἱ μηχανές θριαμβεύουν, κατρακυλώντας μας ἐδῶ κι ἐκεῖ,
ταρακουνώντας τή φωλιά τοῦ κορυδαλλοῦ ὥσπου τ’ αὐγά νά σπάσουν.

Τρανταγμένοι οἱ ὑγρότοποι, ὥσπου φύγανε οἱ χῆνες
καί οἱ ἄγριοι κύκνοι πέταξαν μακριά
γιά μᾶς τραγουδώντας τό κύκνειο ἄσμα.

Σκληρά, σκληρά πάνω στήν γῆ οἱ μηχανές κυλοῦν,
ἀλλά μέσα ἀπό κάποιες καρδιές ποτέ δέν θά κυλήσουν.

Ὁ ἄγριος κύκνος κολυμπᾶ στoύς ὑγρότοπους τῶν λαγόνων του,
καί στίς πλατιές παιδιάδες τοῦ στέρνου του
νεαρός ταῦρος ποιμαίνει τίς ἀγελάδες του,
ἀρνάκια σκιρτοῦν ἀνάμεσα στίς μαργαρίτες τοῦ μυαλοῦ του. (περισσότερα…)

Mary Oliver, Λάμπες

*

Στίς ὀκτώ, ὄχι ἀργότερα
Ἀνάβεις τίς λάμπες,

Τή μεγάλη πλάι στό φαρδύ παράθυρο,
Τή μικρή πάνω στό γραφεῖο σου.

Δέν προορίζονται γιά νά βλέπεις περνώντας –
Ἔξω πλανιέται τό λυκόφως πάνω ἀπό τήν ἄμμο,

Τίς χαμηλές βελανιδιές καί τά κούμαρα.
Ἀκόμη καί τά μικρόπουλα δέν ἔχουν καταλαγιάσει

Πέφτοντας γιά ὕπνο, ἀνέγγιχτα (περισσότερα…)

Ὁ θάνατος τοῦ Ρέμπραντ


*

Τί γνώρισα;
Τό σκότος πού συνέλαβα, πέραν
Κάθε ξεχωριστοῦ προσώπου, στό νοῦ μου εἰσχωρεῖ
Μοῦ ἀποκαλύφθηκε
Ἡ νύχτα τῶν πενθούντων
Ὅπου ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἶναι τυφλοί.

Ἀνακαλῶ ὅμως
Γέρικα πρόσωπα ρημάδια, μέ μάτια
Καρφωμένα σέ κείνη τήν ἀδιαφάνεια –
Ἀναμένοντας ὁλόκληρη
Ζωή ἐντούτοις ἀπορώντας ἴσως μέ σοφή,
Ἀνέπαφη ἱεροφάνεια·

Kαί στόν νέο Ἰουδαῖο
Πού ὑπῆρξε ὁ Χριστός μου
Βλάστησε ἡ συμπόνοια –
Σέ ἐξουθενωμένης, κι ἄν τά πάντα ἔβλεπε, μορφῆς
Λές καί καρτερικά μποροῦσε νά διαβάσει
Τούς πόνους μιᾶς ὁλόκληρης φυλῆς (περισσότερα…)

Richard P. Feynman, Στέκομαι στήν ἀκτή μονάχος

*

Στέκομαι στήν ἀκτή, μονάχος, κι ἀρχίζω νά σκέπτομαι
Ὑπάρχουν τά ὁρμητικά κύματα, βουνά ἀπό μόρια
Κάθε χαζομάρα πού κοιτάζει τή δική της δουλειά
Τρισεκατομμύρια ξεχωριστά, πού ὅμως ἑνωμένα
Δημιουργοῦν μιάν ἄσπρη ἐπιφάνεια

Αἰῶνες ἐπί αἰώνων, προτοῦ κανένα μάτι μπορέσει νά δεῖ
Χρόνο μέ τό χρόνο,
Κεραυνοβόλα χτυπώντας τήν ἀκτή ὅπως τώρα
Γιά ποιόν, γιατί;
Σ’ ἕνα νεκρό πλανήτη, δίχως ζωή νά εὐφραίνεται
Ποτέ σέ ἡσυχία, τυραννισμένα ἀπό τήν ἐνέργεια
Ξοδεμένα θαυμαστά ἀπό τόν ἥλιο, χυμένα στό διάστημα
Μιά δύναμη κάνει τή θάλασσα νά βρυχᾶται
Βαθιά στη θάλασσα, ὅλα τά μόρια ἐπαναλαμβάνουν τά μοτίβα
Τοῦ ἑνός καί τοῦ ἄλλου ὡσότου νέα περίπλοκα σχηματίζονται
Κάνουν τά ἄλλα ὅμοια μ’ αὐτά
Κι ἕνας νέος χορός ξεκινᾶ (περισσότερα…)

Μεταφραστοῦ ἐφιάλτης

*

Πρέπει, θαρρῶ στό Λίμπο νά συνέβη, ὅπου
Κατά τόν Δάντη σπουδαῖοι ποιητές συνάζονται,
Φιλίες παλιές θυμοῦνται, κόντρες πού βγάζανε μάτι
Καί, τώρα πού τόν κόσμο ἀφῆκαν πίσω τους, δικαίως
Βάζουν ἀνάλογα τά πράγματα σέ τάξη.

Mέσα στό στριμωξίδι τῆς μεταφορᾶς στό τράνζιτ
Ἕνας Θεός ξέρει για ποιά καταραμένη τρύπα,
Τό ρίσκο εἶπα νά πάρω καί νά παρλάρω
Μέ μερικούς ἀπ’ τούς celebrities πού φαίνονταν
Βαριεστημένοι τόσο, ὅσο παγιδευμένοι θεατρῶνες
Ἀκριβοπληρωμένο ἔχοντας σέ μετρητά κι
Ἀνακαλύπτοντας μετά πόσο μισοῦν τό σόου τελικά…

Ἔπιασα ἕναν: «Ἀμφίβολο νά μέ γνωρίζετε, νομίζω…»
Τινάχτηκε καί μέ περιεργάστηκε: «Νά σέ γνωρίζω,
Κλαψούρη βλάκα!… Νά σέ γνωρίζω; Βεβαίως σέ γνωρίζω!
Ἐσύ ’σαι πού κατάστρεψες τό ἀριστούργημά μου! Δεῖτε
Ποιός εἶναι δῶ…» Στήν παρεούλα στράφηκε μέ χλευασμό,
«Στόκος κακόγλωσσος, τῆς τέχνης μας καταστροφή!
Ἡ πιό μεγάλη βρώμα ἀπό τοῦ Βελζεβούλη τήν πιό πρόσφατη πορδή!» (περισσότερα…)