ΝΠ | Επιστήμη

Τεχνητή Νοημοσύνη: Το κινεζικό σοκ της Wall Street

*

του ΔΗΜΗΤΡΗ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ

Εχθές Δευτέρα, οι μετοχές των αμερικανικών εταιρειών υψηλής τεχνολογίας υπέστησαν σημαντικές απώλειες στα χρηματιστήρια, με τον Δείκτη Nasdaq να σημειώνει πτώση περίπου 3%. Η μετοχή της NVIDIA, κορυφαίας παραγωγού ημιαγωγών για εφαρμογές τεχνητής νοημοσύνης, κατέγραψε πτώση περίπου 17%, μια απώλεια κεφαλαιοποίησης δηλαδή άνω των 700 δισεκατομμυρίων δολαρίων, τη μεγαλύτερη στην ιστορία του χρηματιστηρίου. (Η NVIDIA είχε βέβαια άνοδο πάνω από 1700% τα τελευταία 5 χρόνια). Οι μεγαλύτερες και πιο γνωστές εταιρείες τεχνολογίας παγκοσμίως, όπως η Apple, η Microsoft, η Amazon, η Google (Alphabet) σημείωσαν επίσης σημαντική πτώση.

Αυτή η αναταραχή προκλήθηκε από την κινεζική νεοφυή εταιρεία DeepSeek που ιδρύθηκε μόλις πριν ένα έτος και η οποία μία εβδομάδα νωρίτερα, στις 20.1.2025 ημέρα της ορκωμοσίας του νέου Αμερικανού προέδρου, λανσάρισε το μοντέλο τεχνητής νοημοσύνης R1. Το R1 προσφέρει δυνατότητες αντίστοιχες ή και ανώτερες από αυτές του ChatGPT κ.ά. αντίστοιχων μοντέλων, με κόστος ανάπτυξης μόλις 5,6 εκατομμύρια δολάρια, πολύ χαμηλότερο από τα εκατοντάδες εκατομμύρια που επενδύουν οι αμερικανικές εταιρείες. Αυτό το επίτευγμα αποκτά ακόμη μεγαλύτερη σημασία, καθώς επιτεύχθηκε με ποσό που αντιστοιχεί σε κλάσμα των δισεκατομμυρίων που δαπανούν οι αμερικανικές εταιρείες.

Παράλληλα, η ανάπτυξή του έγινε μέσα σε λίγους μήνες, σε αντίθεση με τα χρόνια εμπειρίας και έρευνας που έχουν οι ανταγωνιστές, και χωρίς τη χρήση των πιο προηγμένων τσιπ της αγοράς, λόγω του αμερικανικού εμπάργκο κατά των κινεζικών εταιρειών που εγκαινιάστηκε από την κυβέρνηση Μπάιντεν. Η εφαρμογή τροφοδοτείται από μοντέλο ανοιχτού κώδικα, το DeepSeek-V3. Καθώς πρόκειται για μοντέλο ανοιχτού κώδικα, αρκετοί χρήστες έχουν ήδη «πειράξει» τις λειτουργίες του, δίνοντάς του εξατομικευμένες δυνατότητες και συνδυάζοντας τις λειτουργίες του με εκείνες άλλων εφαρμογών.

Επιπλέον, το κόστος χρήσης του DeepSeek-R1 είναι έως και 30 φορές μικρότερο από αυτό των αμερικανικών αντίστοιχων συστημάτων, καθιστώντας το μια πραγματικά εντυπωσιακή και προσιτή επιλογή. Ο Μαρκ Αντρίσεν, υποστηρικτής του Τραμπ και ένας από τους κορυφαίους επενδυτές τεχνολογίας παγκοσμίως, χαρακτήρισε σε ανάρτησή του στο X το επίτευγμα της DeepSeek «μια από τις πιο εκπληκτικές και εντυπωσιακές ανακαλύψεις» που έχει δει ποτέ. (περισσότερα…)

Πώς εξαφανίστηκαν οι πρόγονοι των αρχαίων Ελλήνων;

Thomas Cole, The Course of Empire Desolation (1836)

*

του ΝΙΚΟΛΑ ΓΚΙΜΠΙΡΙΤΗ

Γεννήθηκα την εποχή του Χαλκού
τώρα
δεν με θυμάται πια κανένας
σκέπασαν τους βωμούς μου δάφνες και φρύγανα
ΚΩΣΤΗΣ ΜΟΣΚΩΦ, Ποιήματα, 1987

~.~

Καταρρευσιολογία και πρωτοελλαδικοί πολιτισμοί

Δεν χωράει αμφιβολία ότι ένα απ’ τα πιο συναρπαστικά κεφάλαια στους επιστημονικούς κλάδους της ιστορίας, της αρχαιολογίας και της ανθρωπολογίας είναι τα χνάρια που αφήνουν πίσω τους όσοι παράγοντες έσπρωξαν έναν πολιτισμό στον γκρεμό.

Πράγματι, γεννιέται το ερώτημα: είναι η κοινωνική κατάρρευση αναπόφευκτη, εγγεγραμμένη στη μοίρα κάθε πολιτισμού, ή μήπως υπάρχουν σημάδια που κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου στους ανθρώπους, καλώντας τους με αυτόν τον τρόπο να αναπροσανατολίσουν τη ζωή τους, εάν θέλουν να σωθούν; Και τι είναι τελικά η «κατάρρευση»; Μπορεί, παρεμπιπτόντως, να συσταθεί μία θεωρία μελέτης που θα την προβλέπει; Πώς μπορεί, αφενός, να εξηγήσει κανείς τα φαινόμενα της κατάρρευσης και, αφετέρου, να μην υποκύψει στο δέλεαρ μιας προοδευτικής αφήγησης της Ιστορίας; Θα μπορούσε η θεωρία της κοινωνικής κατάρρευσης να εμπλουτίσει την αρχαιολογική γνώση και να χρησιμεύσει γενικώς σαν αντίληψη θέασης των πραγμάτων;

Αυτά είναι μερικά απ’ τα ερωτήματα που καταπιάνεται και έρχεται να απαντήσει το βιβλίο του Αθανάσιου Γεωργιλά Η κατάρρευση του πολιτισμού: Η παρακμή και η πτώση των ανακτορικών κοινωνιών στο Αιγαίο της Εποχής του Χαλκού (εκδ. Νησίδες, 2024). Ορμώμενο απ’ τα αρχαιολογικά ευρήματα του Μινωικού, του Μυκηναϊκού και του Κυκλαδικού πολιτισμού της Εποχής του Χαλκού (χοντρικά, απ’ τα μέσα της τρίτης χιλιετηρίδας μέχρι το 1050 π.Χ.), το πόνημα εξάγει εξαιρετικά χρήσιμα συμπεράσματα ανθρωπολογικής υφής και μας καλεί να ξανασκεφτούμε τους λόγους που καταρρέουν οι πολιτισμοί.

Τρεις είναι οι καινοτομίες της παρούσας ερευνητικής εργασίας, έτσι όπως την παρουσιάζει ο Γεωργιλάς σε μελετητές και λοιπούς ενδιαφερόμενους:

Α. Εξετάζει την εγκυρότητα της θεωρίας της κοινωνικής κατάρρευσης βάσει του αρχαιολογικού υλικού που έχουμε στη διάθεσή μας για τις κοινωνίες της αιγαιακής λεκάνης από το 2.200 π.Χ. μέχρι το 1050 π.Χ. Συνηγορούν τα ευρήματα υπέρ της εφαρμογής της εν λόγω θεωρίας, ή τελικά, ο κρητομυκηναϊκός πολιτισμός δεν δύναται να ενταχθεί στην άτυπη σχολή της καταρρευσιολογίας [collapsologie], και θα πρέπει να αναζητηθούν αλλού ενδεχομένως τα ερμηνευτικά εργαλεία για να κατανοήσουμε τους λόγους αφανισμού του ανακτορικού συστήματος; Όπως γνωρίζουμε, η ευρέως διαδεδομένη αντίληψη μέχρι σήμερα πάνω στο φαινόμενο της «εξαφάνισης των πολιτισμών» πηγάζει από τη θεωρία του καταστροφισμού. Η πτώση ενός πολιτισμού δεν οφείλεται στην αδυναμία των ελίτ να ανταποκριθούν στις προσδοκώμενες απαιτήσεις για τη διατήρηση του συστήματος διακυβέρνησης, αλλά, αντίθετα –πάντα σύμφωνα με την πεποίθηση του καταστροφισμού– υπάρχει κάποιος πολεμοχαρής εξωτερικός εισβολέας, με ανώτερη τεχνολογία οπλισμού και πολέμου, όπου κατέκτησε και εξολόθρευσε τους γηγενείς πληθυσμούς για να επιβάλλει το δικό του πολιτισμικό σχήμα. (περισσότερα…)

Το ωραίο και η τεχνητή νοημοσύνη [3/3]

*

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ Η ΜΗΧΑΝΗ   4

Προσεγγίσεις στον κόσμο της τεχνητής νοημοσύνης και των πραγματικών ή πλασματικών οριζόντων της

~.~

της ΛΑΡΙΣΣΑ ΜΠΕΡΓΚΕΡ

Εισαγωγή-Μετάφραση:
ΘΑΝΟΣ ΣΠΗΛΙΩΤΑΚΑΡΑΣ-ΝΙΚΟΣ ΣΤΡΑΤΗΓΑΚΗΣ

~.~

|| η εισαγωγή και το πρώτο μέρος εδώ, το δεύτερο μέρος εδώ ||

~.~

4. Η τεχνητή νοημοσύνη, η ευχαρίστηση και το ωραίο

Τι μας διδάσκουν όλα αυτά για την τεχνητή νοημοσύνη; Μια λειτουργιστική προσέγγιση της ευχαρίστησης σαν αυτή που παρουσιάσαμε αρκετά πιο πάνω θα μπορούσε ίσως να αναγνωρίσει στην ΤΝ την δυνατότητα ευχαρίστησης. Μάλιστα, ο Νέιτζελ επισημαίνει ότι «λειτουργικές καταστάσεις, ή εμπρόθετες καταστάσεις, […] θα μπορούσαν να αναγνωριστούν σε ρομπότ ή αυτόματα που συμπεριφέρονται σαν άνθρωποι μολονότι δεν βιώνουν τίποτε ως εμπειρία» (Nagel 1974, σελ. 436). Ως υπόθεση εργασίας, θα πούμε ότι η ΤΝ θα μπορούσε να έχει παραστάσεις (κάτι για το οποίο δεν είμαι διόλου βέβαιη). Αν ένας υπολογιστής λάμβανε μια παράσταση ως ερέθισμα και, στη συνέχεια, είτε διατηρούσε τον εαυτό του στην τρέχουσα κατάσταση είτε παρήγε ένα κάποιο αντικείμενο ως απόκριση στο ερέθισμα, τότε, εφόσον ακολουθούσαμε τη λειτουργιστική εικόνα που εξαγάγαμε από τον ορισμό του Καντ για την ευχαρίστηση, θα μπορούσαμε να αναγνωρίσουμε ότι ο υπολογιστής αυτός ευχαριστιέται. Ωστόσο, υποστήριξα ότι η επαρκής σύλληψη της ευχαρίστησης δεν είναι λειτουργική αλλά φαινομενολογική για τον Καντ. Υποστηρίζω ότι η ΤΝ δεν δύναται να βιώσει την ευχαρίστηση και το υποστηρίζω ευθέως, ως εξής: Η ΤΝ (στην παρούσα φάση της εξέλιξής της) καθορίζεται και περιγράφεται πλήρως, τουλάχιστον κατ’ αρχήν, από τους νόμους της φυσικής επιστήμης. Οι νόμοι της επιστήμης είναι δεμένοι στο αντικειμενικό σημείο θέασης. Δεν καταδεικνύουν κανένα «να ’σαι κάπως» – αλλιώς θα ξέραμε πώς είναι να ’σαι νυχτερίδα αν μαθαίναμε τα πάντα για τις νυχτερίδες με όρους φυσικής επιστήμης.[1] Δεδομένου ότι η ευχαρίστηση, σύμφωνα με τον Καντ, χαρακτηρίζεται πρώτιστα από το πώς είναι κάποιος να την αισθάνεται –δηλαδή από τον φαινομενικό της χαρακτήρα–, η ΤΝ δεν μπορεί να νιώσει ηδονή. Ο Σένεκερ το θέτει ως ακολούθως: «Το να ’σαι υπολογιστής δεν είναι κάπως, και κατά συνέπεια, σε αντίθεση με την περίπτωση των όντων για τα οποία υπάρχει μια κάποια φαινομενική έσω (;) ζωή, το να βρίσκεται κάτι σε κατάσταση υπολογιστή δεν αποτελεί πνευματική κατάσταση» (Schönecker 2018, σελ. 78 κ.ε.). Αφού, λοιπόν, δεν είναι κάπως το «να ’σαι υπολογιστής», δεν υπάρχει το πώς «να αισθάνεσαι ηδονή» ως υπολογιστής. (περισσότερα…)

Το ωραίο και η τεχνητή νοημοσύνη [2/3]

*

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ Η ΜΗΧΑΝΗ  #  4

Προσεγγίσεις στον κόσμο της τεχνητής νοημοσύνης και των πραγματικών ή πλασματικών οριζόντων της

~.~

της ΛΑΡΙΣΣΑ ΜΠΕΡΓΚΕΡ

Εισαγωγή-Μετάφραση:
ΘΑΝΟΣ ΣΠΗΛΙΩΤΑΚΑΡΑΣ-ΝΙΚΟΣ ΣΤΡΑΤΗΓΑΚΗΣ

~.~

|| η εισαγωγή και το πρώτο μέρος εδώ ||

~.~

3. Ο Καντ, το υποκειμενικό και η ευχαρίστηση του ωραίου

Άραγε, η ευχαρίστηση που μας επιφυλάσσει το ωραίο είναι υποκειμενική υπό την έννοια του Νέιτζελ (ΥΝ);[1] Με άλλα λόγια: Άραγε, η κατά Καντ ευχαρίστηση ενώπιον του ωραίου έχει φαινομενικό χαρακτήρα και είναι δεμένη με ένα υποκειμενικό (ατομικό ή προσιδιάζον στο γένος) σημείο θέασης; Για να απαντήσουμε σ’ αυτές τις ερωτήσεις, πρέπει πρώτα να ρίξουμε μια ματιά στη γενικότερη ιδέα του Καντ περί της ευχαρίστησης.

3.1. Η ευχαρίστηση γενικά

Σύμφωνα με τον Καντ, η ευχαρίστηση είναι υποκειμενική με τη σημασία που ορίσαμε ως Υ4: δεν μπορεί να χρησιμεύσει στη γνώση. Ωστόσο, εξ αυτού δεν προκύπτει ότι όλες οι μορφές ευχαρίστησης είναι αυστηρώς προσωπικές [ιδιωτικές] ούτε ότι έχουν αυστηρώς προσωπική εγκυρότητα (Υ2). Άλλωστε, η ευχαρίστηση ενώπιον του ωραίου και η ευχαρίστηση ενώπιον του αγαθού είναι διυποκειμενικώς έγκυρες και, αν μη τι άλλο, η πρώτη μπορεί χρησιμεύει ως  (προσδι)ορίζουσα βάσηγια υποκειμενικώς καθολικές κρίσεις (Υ3). Σε μια σύγχρονη οπτική, ίσως να φαίνεται προφανές ότι τα συναισθήματα είναι κατ’ εξοχήν περιπτώσεις φαινομενικών καταστάσεων.[2] Εντούτοις, δεν είναι διόλου δεδομένο ότι και στην περίπτωση του Καντ η ευχαρίστηση έχει φαινομενικό χαρακτήρα (ΥΝ).

Ενδέχεται κανείς να υποστηρίξει ότι ο Καντ έχει μια λειτουργική αντίληψη της ευχαρίστησης. Αντλώ εδώ από τον Λέβιν, όπου διαβάζουμε ότι «οι λειτουργιστικές θεωρίες υποστηρίζουν ότι η ταυτότητα μιας πνευματικής κατάστασης ορίζεται από τις αιτιακές σχέσεις που αναπτύσσει με τα αισθητηριακά ερεθίσματα, με τις άλλες πνευματικές καταστάσεις καθώς και με τη συμπεριφορά» (Levin 2018, παρ. 3).[3] Με μια πρώτη ματιά, ο ορισμός του Καντ για την ευχαρίστηση στην παρ. 10 της Τρίτης Κριτικής φαίνεται να ταιριάζει με αυτή τη λειτουργιστική εικόνα:

«Η συνειδητότητα περί της αιτιότητας μιας παράστασης σε σχέση με την κατάσταση του υποκειμένου, προκειμένου ακριβώς αυτό να διατηρηθεί σε αυτή την κατάσταση, μπορεί εδώ να ορίσει γενικώς αυτό που λέγεται ευχαρίστηση· αντίθετα προς το άνω, η αποστροφή είναι η παράσταση η οποία περιέχει τη βάση για τη μεταστροφή της κατάστασης των παραστάσεων προς το αντίθετό τους (ήτοι να εμποδιστούν ή να εξαλειφθούν).» (KU, AA 05: 220)

Στο ακόλουθο απόσπασμα της Πρώτης Εισαγωγής, σκιαγραφείται μια παρόμοια εικόνα της ευχαρίστησης:

«Η ευχαρίστηση είναι μια κατάσταση του νου όπου μια παράσταση βρίσκεται σε συμφωνία με τον εαυτό της, ως βάση είτε για να διατηρηθεί αυτή η κατάσταση ως έχει (γιατί η κατάσταση στην οποία οι δυνάμεις του νου αμοιβαία ενισχύονται η μια την άλλη εντός μιας παράστασης τείνει να διατηρείται) είτε για να παραχθεί το αντικείμενο της.» (EEKU, AA 20: 230 f.) (περισσότερα…)

Το ωραίο και η τεχνητή νοημοσύνη [1/3]

*

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ Η ΜΗΧΑΝΗ  #  4

Προσεγγίσεις στον κόσμο της τεχνητής νοημοσύνης και των πραγματικών ή πλασματικών οριζόντων της

~.~

Εισαγωγή-Μετάφραση:
ΘΑΝΟΣ ΣΠΗΛΙΩΤΑΚΑΡΑΣ-ΝΙΚΟΣ ΣΤΡΑΤΗΓΑΚΗΣ

To άρθρο της Larissa Berger (γεν. 1988), ερευνήτριας στο Forschungsinstitut für Philosophie του Αννοβέρου, «Περί του υποκειμενικού, του ωραίου και της τεχνητής νοημοσύνης: Μια καντιανή προσέγγιση», πρωτοδημοσιεύτηκε το 2022 στον τόμο Kant and Artificial Intelligence, που επιμελήθηκαν οι Hyeongjoo Kim και Dieter Schönecker (De Gruyter Verlag). Ορμώμενη από την αισθητική φιλοσοφία του Ιμμάνουελ Καντ, η Λαρίσσα Μπέργκερ διερευνά επισταμένα και συστηματικά  τη σχέση μεταξύ της τεχνητής νοημοσύνης και του συναισθήματος της ευχαρίστησης, το οποίο συνοδεύει την καλαισθητική εμπειρία, ως μια πτυχή του γενικότερου ζητήματος της σχέσης μεταξύ τεχνητής νοημοσύνης και ανθρώπινης ύπαρξης.

Η φιλοσοφία του Καντ είναι ένας κλασσικός τόπος βαθιάς και συστηματικής πραγμάτευσης του ερωτήματος σε τι συνίσταται η ανθρωπινότητα. Ως γνωστόν, ο Καντ συνόψισε σε τρία καίρια ερωτήματα την αποστολή της φιλοσοφίας: «Τι μπορώ να γνωρίσω;», «Τι πρέπει να πράξω;» και «Σε τι μπορώ να ελπίσω;». Κάθε ένα από αυτά τα ερωτήματα καλύπτει μια διαφορετική περιοχή της φιλοσοφίας, όπως τη μεταφυσική, τη γνωσιοθεωρία και την ηθική, και μόνο η ενδελεχής απάντηση σε αυτά φέρνει σε πέρας την αποστολή της φιλοσοφίας. Όμως, ο Καντ  δήλωσε επίσης ότι αυτά τα τρία ερωτήματα μπορεί να θεωρηθούν πως υπάγονται και αναφέρονται σε ένα τέταρτο ερώτημα που τα συμπερικλείει, δηλαδή στο ερώτημα «Τι είναι ο άνθρωπος;». Κατ’ επέκταση, η ανθρωπολογία είναι η έκφανση εκείνη της φιλοσοφίας που συμπεριλαμβάνει όλες τις επιμέρους περιοχές. Την επικέντρωση αυτήν της καντιανής φιλοσοφίας γύρω από το ερώτημα  «Τι είναι ο άνθρωπος;» αποδίδει επιδέξια η πραγμάτευση της Λαρίσσα Μπέργκερ.

Η εμπειρία ενώπιον του ωραίου είναι μια από τις πολλές πτυχές που απαντάει στο ανωτέρω ερώτημα, καθότι αυτή χαρακτηρίζεται από το συναίσθημα της ευχαρίστησης, το οποίο βιώνει ο άνθρωπος μέσα από έναν συγκεκριμένο «φαινομενικό» χαρακτήρα – χαρακτήρα που καταδεικνύει με ενάργεια η καντιανή αισθητική φιλοσοφία. Οι υπολογιστές και η τεχνητή νοημοσύνη, αποφαίνεται η Μπέργκερ, δεν δύνανται να έχουν συναισθήματα φαινομενικού χαρακτήρα. Κατά συνέπεια, δεν μπορεί υποστηριχθεί ότι βιώνουν την εμπειρία της αισθητικής ευχαρίστησης, ανεξάρτητα από το πόσο μπορούν να προσιδιάσουν την ανθρώπινη συμπεριφορά – κάτι που λειτουργιστικές και αναγωγιστικές προσεγγίσεις σχετικά με την τεχνητή νοημοσύνη αποτυγχάνουν να δείξουν. Ακόμα κι αν μια τεχνητή νοημοσύνη παρουσιάσει όλα τα εξωτερικά γνωρίσματα της ανθρώπινης συμπεριφοράς, ακόμα κι εκείνα της συγκίνησης μπροστά στο ωραίο και μπροστά στην τέχνη, αυτό δεν αρκεί για να πούμε ότι έχουμε ενώπιόν μας ένα τεχνητό πλάσμα το οποίο απέκτησε πια συνείδηση. Έτσι, στα βήματα του John Searle, με το περίφημο «κινέζικο δωμάτιο» (1980), και του Frank Jackson, με το «δωμάτιο της Μαίρης, της υπερεπιστήμονος» (1982 & 1986), η Μπέργκερ προσπαθεί να φτάσει φαινομενολογικά στα μύχια της ιδιότυπα ανθρώπινης εμπειρίας. Σ’ αυτό το άρρητο πεδίο, εντοπίζει κάτι το αμιγώς ανθρώπινο, κάτι που δεν φαίνεται να μπορεί να το φτάσει η τεχνητή νοημοσύνη. Η φιλοσοφία του Καντ αναδεικνύει ότι η εμπειρία ενώπιον του ωραίου είναι μια ιδιότυπα ανθρώπινη εμπειρία και ότι η καλαισθητική συγκίνηση που τη χαρακτηρίζει αποτελεί ένα οριακό σημείο – ένα σημείο όπου η μυχιότητα του ανθρώπινου υποκειμένου είναι θεμελιώδης, πάλλουσα και, προς το παρόν, μοναδική.

Υποθέτουμε ότι  η άνοδος των νευρωνικών δικτύων και η συνεχής βελτίωσή τους θα απαιτεί, στο άμεσο μέλλον, όλο και πιο ενδελεχή, και μάλιστα πυρετώδη, μελέτη τέτοιων ζητημάτων. Η εμφατική, πλέον, παρουσία της τεχνητής νοημοσύνης θα κάνει εκ των πραγμάτων όλο και περισσότερους στοχαστές να διερευνήσουν τα όρια της ανθρωπινότητας και τα ειδοποιά της γνωρίσματα, όσο αυτά μένουν απόρθητα.

(περισσότερα…)

«Κλιματική κρίση» είπατε;

*

του ΦΩΤΗ ΤΕΡΖΑΚΗ

Αν τα βάρη τής αναγκαίας ενεργειακής μετάβασης πέσουν στις πλάτες των πολλών, τότε […] θα επιφέρει σε πολλές κρίσιμες χώρες την άνοδο του ακροδεξιού λαϊκισμού και ακροδεξιών μορφωμάτων, αλλά και την άρνηση της κλιματικής κρίσης. Θυμάστε που είχαμε αρνητές τής πανδημίας; Τώρα θα έχουμε και αρνητές τής κλιματικής κρίσης!
ΑΛΕΞΗΣ ΤΣΙΠΡΑΣ
(Δημόσια ομιλία τής 24ης Νοεμβρίου 2022,
αναμετάδοση από την ΕΡΤ) [1]
Οι αρνητές της κλιματικής αλλαγής δεν διαφέρουν σε τίποτα από τους αντιεμβολιαστές· έχουν ψυχικές διαταραχές και χρειάζονται θεραπεία.
DONALD TRUMP

Από το 1980 περίπου, μια ανησυχία για την «υπερθέρμανση του πλανήτη» έχει αντικαταστήσει την ανησυχία για «παγκόσμια ψύξη» που επικρατούσε τις προηγούμενες δύο δεκαετίες.[2] Ανθρωπιστικές κρίσεις όπως η πείνα, οι επιδημίες στην τροπική ζώνη και οι ανελέητοι πόλεμοι αυξάνονται προκαλώντας εκατομμύρια νεκρούς κάθε χρόνο, αλλ’ απασχολούν πολύ λιγότερο τους φακούς τής δημοσιότητας απ’ όσο οι πάγοι που λιώνουν κάθε καλοκαίρι στου πόλους για να ξανασχηματιστούν ξεχασμένοι τον χειμώνα. Ειδήσεις κι επιστημονικές δημοσιεύσεις βομβαρδίζουν την κοινή γνώμη με κάθε είδους απειλές για το μέλλον, οι οποίες βασίζονται σε στατιστικά μοντέλα και προσομοιώσεις αδύνατης εγκυρότητας.[3] Το σήριαλ τής ανόδου τής στάθμης των θαλασσών κρατάει με κομμένη ανάσα το κοινό του, αλλά οι μετρήσεις που έρχονται είναι αβέβαιες και αλληλοαναιρούμενες. Οι κυβερνήσεις δικαιολογούν την ανικανότητα (ή την αδιαφορία) τους να αντιμετωπίσουν φυσικούς κινδύνους όπως δασικές πυρκαγιές, ξηρασίες, πλημμύρες, κατολισθήσεις, σεισμούς, καταιγίδες ή χιονοπτώσεις επικαλούμενες τη δήθεν πρωτόγνωρη ένταση των φαινομένων που οφείλεται στην «κλιματική αλλαγή». Δισεκατομμύρια σπαταλιούνται σε μάταιες έρευνες και δράσεις χωρίς κανένα πρακτικό αποτέλεσμα ενώ επιστημονικές σταδιοδρομίες χτίζονται με δημοσιεύσεις για την επίδραση της «κλιματικής αλλαγής» σε ό,τι μπορεί κάποιος να φανταστεί – από τις πολεμικές συγκρούσεις, την έμφυλη βία και την εγκληματικότητα μέχρι τη διανοητική υγεία και την πέτρα στο νεφρό…(!). Οι κυβερνήσεις δημιουργούν Υπουργεία Κλιματικής Κρίσης, τα πανεπιστήμια ιδρύουν σχετικά μεταπτυχιακά και η Ευρωπαϊκή Ένωση ανακοινώνει ότι θα διαθέσει 600 δισ. ευρώ για την «καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής», όχι βέβαια σε τεχνικά έργα που θα βοηθούσαν στην ανάσχεση πλημμυρών και ξηρασιών είτε στη διαχείριση των δασών αλλά για τη συγγραφή μελετών οι οποίες θα υποδεικνύουν πως για να σωθούμε από τις φυσικές καταστροφές πρέπει να προβούμε σε απανθρακοποίηση ή να μετατρέψουμε τις τελευταίες νησίδες άγριας ζωής σε γιγάντια τεχνολογικά πάρκα σπαρμένα ηλιακούς συσσωρευτές και ανεμογεννήτριες – και όλοι προσαρμόζονται στο αφήγημα που φέρνει τα χρήματα. Το δόγμα είναι ότι το κλίμα τού πλανήτη που είναι ιδανικό για τον άνθρωπο έχει αποσταθεροποιηθεί εξαιτίας των εκπομπών διοξειδίου τού άνθρακα (CO2), πράγμα που οφείλεται στο ότι σήμερα καλύπτουμε περίπου ένα 80% των ενεργειακών μας αναγκών από την καύση ορυκτών καυσίμων. Και η λογική αυτή, άπαξ και γίνει αποδεκτή, δεν έχει λογικό όριο: το ότι ο ίδιος ο μεταβολισμός τής ζωής παράγει CO2 καθιστά αυτήν καθαυτήν τη ζωή ένοχη – ποινικοποιήσιμη και (τουλάχιστον) φορολογήσιμη. Και από τη στιγμή που η αύξηση του πληθυσμού αυξάνει τη φυσική εκπομπή CO2, επιβάλλονται νεομαλθουσιανές λογικές για τον έλεγχο των γεννήσεων, παράλληλα με τη μεθοδευμένη καταστροφή τής γεωργίας.

Υπάρχει μια ιδεολογία χαρακτηριστική τού ανεπτυγμένου καπιταλισμού, αυτή που αποκαλούμε φυσικοποίηση του κοινωνικού: προβάλλοντας στην ίδια τη φύση δικές της πρακτικές (αρχετυπικό παράδειγμα είναι ο λεγόμενος κοινωνικός δαρβινισμός), η καπιταλιστική κοινωνία ενοχοποιεί τη φύση για τις συνέπειες της δράσης της – πράγμα που εν συνεχεία χρησιμεύει ως άλλοθι για να εντείνει την ίδια αυτή δράση πολλαπλασιάζοντας τις συνέπειες. Σε μία κάπως πολυπλοκότερη χρήση τού στρατηγήματος εισάγεται στην εξίσωση και η «ανθρωπογενής συμβολή», αλλά χωρίς να προσδιορίζεται ποια ακριβώς ανθρωπογενής συμβολή και ποιων ακριβώς ανθρώπων. Στρεβλώνοντας σκόπιμα τη θέση τού «ανθρώπινου παράγοντα», η ευθύνη επιρρίπτεται στους φυσικούς όρους τής ανθρώπινης ύπαρξης οι οποίοι εξ ορισμού αφορούν το σύνολο της ανθρωπότητας, ενώ οι πραγματικά ένοχες πρακτικές (που ασκούνται από συγκεκριμένες ελίτ) παρουσιάζονται ταχυδακτυλουργικά ως λύση. (περισσότερα…)

Μέσα στον κοίλο καθρέπτη: Αλήθεια και πραγματικότητα στη σύγχρονη σκέψη

.

του ΗΛΙΑ ΑΛΕΒΙΖΟΥ

Εισαγωγή

Μία φιλοσοφική συζήτηση περί της αλήθειας, της φύσης της πραγματικότητας και της ικανότητας του ανθρώπινου πνεύματος να συλλάβει αυτή την πραγματικότητα καθ’ ολοκληρίαν ή έστω εν μέρει μοιάζει ενδεχομένως παρωχημένη. Με τον κοπιώδη βηματισμό του νεκροζώντανου που περιφέρεται άσκοπα σαν φερέοικος πλάνητας κάποιου διανοητικού Άδη και με το βαρύθυμο βλέμμα του κάποτε αχαλίνωτου αυτοκράτορα που πλέον κανένα βίτσιο δεν εξάπτει τις νευρικές του συνάψεις, ο σύγχρονος δυτικός στοχασμός φαντάζει πολύ μικρός και απρόθυμος ώστε να μπορέσει να αναμετρηθεί με τέτοια επιστημολογικά και γνωσιολογικά ζητήματα. Πρόκειται για ζητήματα των οποίων, ως γνωστό, η σφραγίδα διακρίνεται ευκρινώς στο καταστατικό γέννησης της νεωτερικής φιλοσοφίας. Από τα νοητικά πειράματα με τους κακόβουλους δαίμονες του Καρτέσιου μέχρι τα αρχιτεκτονήματα θηριώδους φιλοδοξίας του Καντ (αλλά και αρχετυπικής ευκρίνειας ως προς τη διατύπωση των ερωτημάτων) και τις επίμονες χουσσερλιανές αναδιφήσεις στα έγκατα της συνείδησης, η φύση της πραγματικότητας και οι δυνατότητες προσπορισμού μιας κάποιας γνώσης για αυτήν αποτέλεσαν συχνά διακυβεύματα κρίσιμης σημασίας και αντικείμενα άγριας πολεμικής.

Η σύγχρονη σκέψη, από την άλλη, επιλέγει να εμπλακεί στη σχετική συζήτηση με ένα μάλλον ανάλαφρο και παιγνιώδη τρόπο, εκπτύσσοντας τις απαντήσεις της κατά μήκος δύο διαμετρικά τοποθετημένων οριζουσών. Η μία εξ αυτών, αυτή με τη μεγαλύτερη απήχηση σε ακαδημαϊκούς, προοδευτικούς κύκλους, αποτελεί κληρονόμο των κλασσικών θεωρημάτων του διαβόητου μεταμοντερνισμού: η πολυσημία συνιστά εγγενές χαρακτηριστικό κάθε νοηματοδοτικού και στοχαστικού ενεργήματος, δίχως καμμία δυνατότητα περιστολής της. Αντιθέτως, κάθε απόπειρα να χαμηλώσει ο βαθμός πολυσημίας οφείλει να αντιμετωπίζεται με καχυποψία, αν όχι και να καταγγέλλεται ως εξουσιαστικός ελιγμός. Απέναντι σε ένα νοηματικό πλουραλισμό (ή πληθωρισμό), κάθε απόπειρα συγκρότησης μίας δεσμευτικής ερμηνείας της πραγματικότητας δεν μπορεί παρά να γίνεται αντικείμενο χλευασμού. Κατά συνέπεια, η πραγματικότητα μοιάζει να εξαχνώνεται και οι φιλοδοξίες του νου να τη συλλάβει σε μία στιβαρή περιγραφή έχουν τόσες πιθανότητες εκπλήρωσης όσες και ενός παιδιού που κυνηγάει πολύχρωμους καπνούς εξοπλισμένο με μία απόχη. (περισσότερα…)

Φύλο και αναγκαιότητα

*

του ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ Γ. ΜΟΥΖΑΚΗ

Θυμάμαι την εξέλιξη του ορισμού του γονιδίου στα σχολικά μου χρόνια: η «αλληλουχία επί χρωμοσώματος που είναι υπεύθυνη για τη σύνθεση μιας πρωτεΐνης» έγινε «η αλληλουχία επί χρωμοσώματος που είναι υπεύθυνη για τη σύνθεση ενός πεπτιδίου». Μετά την αποφοίτησή μου, ο ορισμός αναθεωρήθηκε περαιτέρω: «μια αλληλουχία επί χρωμοσώματος που είναι υπεύθυνη για τη ρύθμιση μιας συγκεκριμένης ιδιότητας». Ποιος από τους τρεις ορισμούς είναι απόλυτα επιτυχημένος; Κανείς, ίσως (διότι, βέβαια, δεν κωδικοποιούν όλα τα γονίδια πεπτίδια, ούτε όλα τα γονίδια σχετίζονται με τη ρύθμιση ιδιοτήτων). Έτσι, όμως, είναι η διδακτική, ατελείωτη στην αναζήτησή της, όπως η εκμάθηση ενός μουσικού οργάνου. Προσπαθώντας να ενσωματώσει νέα γνώση ή και να ακριβολογήσει, ξαναπροσπαθεί και επανατοποθετείται, κι η σπουδή αυτή δεν έχει τέλος.

Η επανάληψη της προσπάθειας και η επανατοποθέτηση, όμως, είναι καλή και άγια για την επιστήμη και τη διδακτική της μόνον όταν τροφοδοτείται από την ανάγκη της ακριβολογίας ή και την ενσωμάτωση νέας γνώσης. Αλίμονο αν η επιστήμη κατευθύνεται από την κοινωνική πίεση που ασκούν μικρές ή μεγαλύτερες ομάδες, από τις ορέξεις παρανοϊκών δικτατόρων, τα αποτελέσματα που παραγγέλνουν μικρότερα ή μεγαλύτερα οικονομικά συμφέροντα, τις λογοκρισίες που προσπαθούν να επιβάλλουν πάσης φύσεως οπαδοί του αυταρχισμού.

Εδώ είμαι υποχρεωμένος να ανοίξω μια παρένθεση ξεκαθαρίζοντας σε ποιαν επιστήμη αναφέρομαι ─ και, βέβαια, όπως θα έπρεπε να είναι (αλλά δεν είναι) σαφές, αναφέρομαι στην επιστήμη επί της αρχής, όχι εν τοις πράγμασι. Η πίστη στη δημοκρατία επί της αρχής σημαίνει υποστήριξη της αρχής της πλειοψηφίας στα πολιτικά, παρά τους δημαγωγούς, τους αγύρτες ή και τους αδιάφορους ψηφοφόρους που μπορούν να ασκήσουν βλαπτική επιρροή στα πράγματα. Ομοίως, η πίστη στην επιστημονική μεθοδολογία ως τη μόνη μέθοδο κατανόησης του κόσμου (και όχι μόνο) είναι ανεξάρτητη των φαλκιδεύσεων πειραματικών αποτελεσμάτων, της σαλαμοποίησης μελετών, της κατευθυνόμενης έρευνας ή άλλων εκφυλιστικών φαινομένων. (περισσότερα…)

Πώς παράγονται οι επιστημονικές αλήθειες

*

του ΗΛΙΑ ΑΛΕΒΙΖΟΥ

Η εισαγωγή των παιδιών στην περιοχή των καθαυτό μαθηματικών γίνεται συνήθως (τουλάχιστον στην Ελλάδα) στο γυμνάσιο, όταν κι έρχονται για πρώτη φορά σε επαφή με την ευκλείδεια γεωμετρία. Λέμε «καθαυτό μαθηματικών» για να αναφερθούμε στον κλασσικό τρόπο παραγωγής μαθηματικών αληθειών, αυτόν που ξεκινάει από λίγα βασικά αξιώματα και με βάση αυστηρούς παραγωγικούς συλλογισμούς κατασκευάζει με αποδεικτικό τρόπο ολόκληρο εκείνο το σύμπαν των επιπλέον θεωρημάτων – όπως το γνωστό πυθαγόρειο θεώρημα. Το βασικό σύγγραμα του Ευκλείδη, τα Στοιχεία του, θεωρούνται ακόμα και σήμερα, παρά τις προόδους των μαθηματικών, ως ένα εμβληματικό κείμενο. Δικαίως. Ο λόγος του θαυμασμού δεν έγκειται τόσο στα συμπεράσματα και θεωρήματα που περιέχει όσο κυρίως στο επίτευγμα του Ευκλείδη να εντάξει ένα μέχρι τότε «σκόρπιο» σώμα γνώσης εντός ενός περιεκτικού και εσωτερικά συνεπούς συστήματος. Ήταν ακριβώς η συνεπής εφαρμογή της μεθόδου των παραγωγικών συλλογισμών που χάρισε στα Στοιχεία τη φήμη τους. Σήμερα, εξοικειωμένοι καθώς είμαστε με τα μαθηματικά, είναι δύσκολο να εκτιμήσουμε τη σημασία και τη βαρύτητα αυτής της ευκλείδειας επίνοιας. Τηρουμένων των αναλογιών, η μετάβαση προς τον ευκλείδειο τρόπο σκέψης είναι σαν τη μετάβαση από μια πολυθεϊστική σε μια μονοθεϊστική θρησκεία.

Αυτό λοιπόν είναι το πρότυπο για την παραγωγή στέρεας και βέβαιης γνώσης. Και πάνω σε αυτό συνεχίζεται η εκπαίδευση των παιδιών, όχι μόνο στα μαθηματικά, αλλά επί της ουσίας και στα υπόλοιπα επιστημονικά πεδία, πάντα με την απαραίτητη προσθήκη των πειραμάτων (αν και στην Ελλάδα τα πειράματα στο σχολείο συνήθως είναι πολυτέλεια). Ξεκινώντας από μαθηματικά αξιώματα, φυσικούς νόμους και βιολογικές αρχές, παράγονται τα θεωρήματα, τα φυσικά φαινόμενα και η ποικιλομορφία της ζωής. Όσοι τυχόν έχουν κάνει τη θητεία τους σε κάποια πανεπιστημιακή σχολή θετικής κατεύθυνσης, θα θυμούνται ασφαλώς ότι το ίδιο μοτίβο ακολουθείται απαράλλαχτο και στα πανεπιστημιακά συγγράμματα. Το αποτέλεσμα: ένας «μορφωμένος» επιστήμονας, βγαίνει από μια σχολή ως «χρήσιμο και παραγωγικό μέλος αυτής της κοινωνίας» νομίζοντας ότι ξέρει πώς παράγονται οι επιστημονικές αλήθειες. Βάζει κανείς κάτω τα δεδομένα, χρησιμοποιεί τον τάδε νόμο, εφαρμόζει το δείνα θεώρημα και προκύπτει το αποτέλεσμα. Μετρημένα κουκιά. Δεν σπαταλήθηκαν ανούσια τόσα χρόνια στα θρανία.

Στην πραγματικότητα, αυτή η αντίληψη για την παραγωγή της επιστημονικής γνώσης δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια ιδεολογική κατασκευή. Το πρότυπο της ευκλείδειας γεωμετρίας είναι εκπαιδευτικά χρήσιμο ακριβώς επειδή είναι πρότυπο, δηλαδή ένα ιδεώδες για το πώς θα έπρεπε να παράγεται η γνώση κι όχι γιατί περιγράφει το πώς πράγματι παράγεται. Η χρησιμότητα του έγκειται όχι τόσο στην αποδεικτική του αξία, αλλά περισσότερο στις δυνατότητες που παρέχει για οργάνωση της γνώσης – και η γνώση θέλει τον ταιηλορισμό της! Εν πάση περιπτώσει, στις σύγχρονες «κοινωνίες της γνώσης», όπως αρέσκονται να αυτοαποκαλούνται, η πλειοψηφία των υπηκόων δεν έχει την παραμικρή ιδέα για το πώς παράγεται στην πράξη η επιστημονική γνώση, ακόμα κι αν έχουν εκπαιδευτεί ως επιστήμονες. Με μοναδική εξαίρεση όσους εμπλέκονται άμεσα στη μηχανή που λέγεται παραγωγή έρευνας. (περισσότερα…)

Μικρός αποχαιρετισμός στον Frans de Waal (1948-2024)

*

του ΔΗΜΗΤΡΗ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ

Ο Φρανς ντε Βάαλ (Χερτόγκενμπος, Ολλανδία, 29. 10. 1948 – Στόουν Μάουνταιν, ΗΠΑ, 14. 3. 2024) ήταν πρωτευοντολόγος, καθηγητής του Emory University στην Ατλάντα, που έγινε γνωστός για την έρευνά του σχετικά με την ηθική συμπεριφορά και την κοινωνική νοημοσύνη των πρωτευόντων (μαϊμούδων, γορίλων, χιμπατζήδων, μπονόμπο), φέρνοντας ζώα και ανθρώπους «λίγο πιο κοντά». Το έργο του περιλαμβάνει δώδεκα βιβλία και έχει συμβάλει σημαντικά στην κατανόηση της ενσυναίσθησης, της συνεργασίας, της δικαιοσύνης και της επίλυσης συγκρούσεων στα πρωτεύοντα (κυρίως χιμπατζήδες και μπονόμπο), αμφισβητώντας ότι οι συμπεριφορές αυτές είναι αποκλειστικά ανθρώπινες.

Ενσυναίσθηση και συνεργασία: Ο De Waal υπήρξε πρωτοπόρος στη μελέτη της εξελικτικής βάσης της ενσυναίσθησης. Έδειξε ότι ζώα και ειδικά τα πρωτεύοντα δείχνουν σημάδια ενσυναίσθησης που μπορούν να παρατηρηθούν στον τρόπο με τον οποίο παρηγορούν τους στενοχωρημένους συνομηλίκους τους (π.χ. στο πώς παρηγορούν τους ηττημένους των συγκρούσεων), και συνεργατικής συμπεριφοράς για την επίτευξη κοινών στόχων. Κατέδειξε συμπεριφορές συμφιλίωσης στα πρωτεύοντα μετά από συγκρούσεις όπως η περιποίηση (grooming) ή η αγκαλιά, που αποκαθιστούν την αρμονία στην ομάδα. (περισσότερα…)

Μετά τον άνθρωπο

*

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ Η ΜΗΧΑΝΗ  #  3

Προσεγγίσεις στον κόσμο της τεχνητής νοημοσύνης και των πραγματικών ή πλασματικών οριζόντων της

~.~

του ΓΙΩΡΓΟΥ ΠΙΝΑΚΟΥΛΑ

Ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα που μας κληροδότησε ο φοβερός 20ός αιώνας είναι η αντιανθρωπιστική παράδοση. Κατά τη διάρκεια του αιώνα που μας πέρασε, ο ουμανισμός περιφρονήθηκε και καταπολεμήθηκε, και η κληρονομιά της Αναγέννησης δέχτηκε συντριπτικό πλήγμα. Σήμερα ο ανθρωποκεντρισμός, ο πυρήνας της αναγεννησιακής και γενικά της νεωτερικής κοσμοθεώρησης, θεωρείται ως η αιτία κάθε κακού. Και δέχεται μάλιστα ταυτόχρονη επίθεση από δύο κατευθύνσεις. Αφενός, πλήττεται με σφοδρότητα η ανθρωποκεντρική αντίληψη που διαχωρίζει τον άνθρωπο από το ζώο. Οι κάθε είδους αντισπισιστές εφορμούν με όλες τις δυνάμεις τους ενάντια στην πεποίθηση πως ο άνθρωπος είναι ένα ανώτερο είδος του ζωικού βασιλείου. Ο ανθρωποκεντρισμός δεν είναι, κατ’ αυτούς, παρά μια απλή ψευδαίσθηση ή μάλλον κυνική ιδεολογία, προκειμένου να κρατούμε σκλαβωμένα τα ζώα και να τα εκμεταλλευόμαστε στυγνά. Τα ζώα, σύμφωνα με αυτή την αντισπισιστική ιδέα, είναι απολύτως όμοια, όχι μόνο από βιολογική αλλά και από διανοητική, ηθική, ακόμη και πολιτική άποψη, με τον άνθρωπο.

Από την άλλη πλευρά, εξίσου μανιασμένη επίθεση δέχεται κι η ανθρωποκεντρική αντίληψη που διακρίνει μεταξύ ανθρώπου και μηχανής. Οι διάφοροι φουτουριστές και μετανθρωπιστές χτυπούν με βία την ιδέα πως άνθρωπος και μηχανή διαφέρουν ριζικά. Κατά τη γνώμη τους, η μηχανή, ο υπολογιστής, το ρομπότ, η τεχνητή νοημοσύνη μπορούν ν’ αντικαταστήσουν τον άνθρωπο σε όλες του τις λειτουργίες. Δεν υπάρχει γνώση, σκέψη, συναίσθημα, πάθος ανθρώπινο που να μην μπορεί να προσομοιωθεί απόλυτα από τη μηχανή. Νά τι γράφει, για παράδειγμα, η Ντόννα Χάραγουεϋ, διάσημη υπέρμαχος του μετανθρωπισμού:

Οι μηχανές στον ύστερο 20ό αιώνα έκαναν ολότελα αμφίβολη τη διαφορά ανάμεσα στο φυσικό και το τεχνητό, στο νου και το σώμα, στην αυτοανάπτυξη και τον έξωθεν σχεδιασμό, καθώς και ανάμεσα σε πάμπολλες άλλες διακρίσεις που ίσχυαν άλλοτε για τους οργανισμούς και τις μηχανές. Οι μηχανές μας έχουν ενοχλητική ζωντάνια, και εμείς τρομακτική αδράνεια.[1] (περισσότερα…)

Όταν ενηλικιώθηκε ο μικρός γραφιάς του Jaquet-Droz

*

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ Η ΜΗΧΑΝΗ  #  2

Προσεγγίσεις στον κόσμο της τεχνητής νοημοσύνης και των πραγματικών ή πλασματικών οριζόντων της

~.~

του ΗΛΙΑ ΑΛΕΒΙΖΟΥ

Από τη Νέα Κριτική και τις θεωρίες της πρόσληψης μέχρι την ψυχαναλυτική και μαρξιστική κριτική και από εκεί στις μετά- και απο-δομιστικές προσεγγίσεις, είναι βέβαιο ότι ο 20ός αιώνας δεν παρουσίασε καμμία δυστοκία όσον αφορά στην παραγωγή θεωρητικού λόγου γύρω από το φαινόμενο της λογοτεχνίας. Κάτι που ισχύει είτε η λογοτεχνία εννοηθεί υπό την πιο στενή της, «κοινωνιολογική» έννοια, ως η μορφή εκείνη του έντεχνου λόγου που συνδέθηκε στενά με την άνοδο της αστικής τάξης και που αποτυπώνεται γραπτά στο τεχνούργημα του μηχανικά αναπαραγώγιμου και εμπορεύσιμου βιβλίου, είτε υπό την ευρύτερη έννοια, την πιο συγγενή με την ετυμολογία της λέξης, ως κάθε μορφή έντεχνου λόγου, προφορικού ή γραπτού, σε κάθε πιθανή κοινωνία. Η τελευταία επιλογή βέβαια θέτει κάποια σοβαρά μεθοδολογικά και ορολογικά ζητήματα εφόσον, ανθρωπολογικά μιλώντας, ο έντεχνος λόγος σε πλείστες κοινωνίες δεν συνιστούσε μια ξεχωριστή και ιδιάζουσα τάξη του λόγου που άξιζε να σηματοδοτοθεί με έναν ειδικό όρο παρά ήταν στενά συνδεδεμένος με άλλες πλευρές του κοινωνικού και ειδικά με τον χώρο του ιερού. Εν πάση περιπτώσει, η λογοτεχνική θεωρία και κριτική είχε να επιδείξει μια ζωτικότητα σπάνια, ειδικά για τα μεταπολεμικά δεδομένα των ανθρωπιστικών σπουδών. Μια σύγκριση με την παραγωγή κριτικού λόγου για το επιστημονικό σκέπτεσθαι και πράττειν είναι ενδεικτική. Η «κριτική επιστημολογία» (συμπεριλαμβανομένης της φιλοσοφίας και κοινωνιολογίας της επιστημονικής γνώσης) γνώρισε μια σύντομη άνθιση κατά τις δεκαετίες του 60 και του 70 για να εισέλθει σε μια μόνιμη φάση καθίζησης έκτοτε· παρά τις κάποιες σποραδικές εκλάμψεις εντός των ακαδημαϊκών τειχών (βλ., π.χ., το λεγόμενο «ισχυρό πρόγραμμα» της σχολής του Εδιμβούργου), η μέση κοινωνική αντίληψη για τον ρόλο και τη λειτουργία της τεχνοεπιστήμης έχει παλινδρομήσει σε ένα εντελώς πρωτόγονο και νηπιακό επίπεδο, αντιμετωπίζοντας τους κάθε είδους ειδικούς ως οιονεί ιερατικές φιγούρες, αμόλυντες από κοινωνικές επιδράσεις και σε μόνιμη αναζήτηση μιας κάποιας υπερβατικής, ανιστορικής αλήθειας. Αντίθετα, η λογοτεχνική κριτική, αφού πρώτα ανακοίνωσε τον «θάνατο του συγγραφέα», θα έφτανε στο σημείο, με αφορμή την διάδοση των ψηφιακών τεχνολογιών, σχεδόν να ανακοινώσει και τον «θάνατο του βιβλίου» όπως το ξέραμε. Όχι μόνο, λοιπόν, δεν υπέφερε η λογοτεχνία από κάποια πενία θεωρητικού στοχασμού περί της ουσίας και των λειτουργιών της, αλλά μοιάζει σαν η διερώτηση περί της λογοτεχνίας να έχει δώσει περισσότερους καρπούς (από άποψη ποιότητας και ποικιλομορφίας) στον 20ό αιώνα από αυτούς που είχε να προσφέρει η ίδια η λογοτεχνία ως πρωτογενές έργο. Εκτός από την κουκουβάγια, ίσως και το αηδόνι, το πουλί της λογοτεχνίας, να πετάει το σούρουπο. (περισσότερα…)