*
του ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ
~.~
1. Ο ΑΥΤΟΠΤΗΣ
Έβλεπα πώς τον έσερναν μπροστά μου
άπνοο, πελιδνό, σχεδόν πνιγμένο·
το σώμα του το μισοβουλιαγμένο
ρίχτηκε σ’ ένα πλάτωμα της άμμου
με τον ναυαγοσώστη από πάνω
να του πιέζει βίαια το στήθος.
Νεαρός πολύ, έμοιαζε με τσιγγάνο·
κρατούσε την ανάσα του το πλήθος.
Δεν ξέρω πόσα πέρασαν λεπτά
αλλ’ όταν επανήλθε ξαφνικά
τινάχτηκε με μια έξαλλη ορμή.
Να ’ταν της πάλης μια χειρονομία;
Ή μια ανεπίγνωστη διαμαρτυρία
που τον τραβήξαν πίσω στη ζωή;
Νέα Χώρα Χανίων: Ναυαγοσώστης σώζει τη ζωή 20χρονου (5. 8. 2025)
2. Ο ΝΑΥΑΓΟΣΩΣΤΗΣ
Τον είχαν ήδη οι πιο πολλοί ξεγράψει.
Ένιωθα τη ματιά τους να με καίει –
λουόμενοι και μάρτυρες τυχαίοι
στου δράματος την τελευταία πράξη.
Μα πάνω του όταν έσκυψα, το είδα:
όλη του η καρδιά ήταν μια θηλιά·
είχε πιαστεί από τη ζωή γερά
όπως από τον βράχο η πεταλίδα.
Κι όταν τινάχτηκε όρθιος με βία
τη θάλασσα ξερνώντας με αγωνία
δεν ήταν σαν να τέλειωνε ένα δράμα.
Ακόμα έχω στ’ αυτιά μου την κραυγή του.
Πνιχτή σαν απ’ τα σπλάχνα ενός αδύτου
ή σαν του νεογέννητου το κλάμα.
///
1. Η ΣΦΗΚΑ
Στη γλώσσα ένιωσα ένα θρόισμα μόνο
ακολουθούμενο από κάποιο πόνο.
Πώς στο ποτήρι μου έπεσε και πότε;
Φτύνοντας τη γουλιά την είδα τότε
μαύρη και κίτρινη να σπαρταράει
σε μια κηλίδα παγωμένο τσάι·
να ’τανε μελισσούλα, να ’ταν σφήκα
ξελογιασμένη απ’ του ποτού τη γλύκα;
Να πω δεν ήξερα. Μα αγωνιούσα
για τη ζωούλα την ψυχομαχούσα,
αυτόν τον Διγενή που γι’ αλωνάκι
του ’λαχε το γλαυκό μου τραπεζάκι.
Έλεγα: Απόκαμε, δεν θα ξεφύγει…
Ώσπου είδα τις φτερούγες της ν’ ανοίγει.
4.9.2025
2. Η ΘΝΗΤΟΤΗΤΑ
Τη ρούφηξε το απέραντο του κόσμου,
σχεδόν αμέσως χάθηκε από μπρος μου.
Μα εγώ αναλογιζόμουν τι ’χε γίνει:
βρεθήκαμε οι δυο, εγώ κι εκείνη,
να πίνουμε από το ποτήρι το ίδιο,
κι ύστερα αυτό το τσίμπημα το αιφνίδιο
που θα ’χε κάθε μέλισσα σκοτώσει…
Μα είχαμε κι οι δυο στο τσακ γλιτώσει,
δεν ζήσαμε απώλειες ή θυσίες,
απεντομώσεις ή αναφυλαξίες…
Δεν είχε πρόθεση, δεν είχα δόλο,
απλώς τρομάξαμε, αυτό ήταν όλο.
Μια σφήκα κι ένας άνθρωπος μια μέρα
ψαύσαμε τη θνητότητα εκεί πέρα.
///
1. ΣΤΟ ΤΑΞΙ
Απ’ το τηλέφωνο, η φωνή:
«Αργείς, μαμά; Φοβάμαι…»
πάλι και πάλι, επίμονη.
«Αχ, κύριε, λυπάμαι!
Μόνος στο σπίτι απ’ το πρωί,
βιάζεται να γυρίσω.
Δεκατριώ χρονώ παιδί
και πού να τον αφήσω
τα Σάββατα ή τις Κυριακές
που οι βάρδιες μου είναι διπλές…
ειλικρινά, λυπάμαι.»
Σώπασα τότε, μα η φωνή
στ’ αυτιά μου ώς σήμερα αντηχεί:
«Αργείς, μαμά; Φοβάμαι…»
21.8.25
2. ΣΤΟΝ ΔΡΟΜΟ
Συνέβη τόσο ξαφνικά!
Τυχαία πέρναγα όταν
πετάχτηκε απ’ το πουθενά.
Μ’ ελπίδα, μια τριβόταν
στα πόδια μου μαργιόλικα
και σειόταν και λυγιόταν,
κι ύστερα ικετευτικά
πάνω μου γαντζωνόταν.
Νεογέννητο ήταν κι ορφανό,
ένα γατάκι έκθετο
κάτω από ένα γείσο.
Για λίγο, δίστασα… Μετά
το βήμα μου επιτάχυνα
κι έμειν’ ο ικέτης πίσω.
Μάιος 2017
///
*
*
*
