*
1 . Στόν χωματόδρομο, κυλᾶνε στεφάνες ἀπό ρόδες τ’ ἀγόρια, τά τσέρκια, μ’ ἕνα κομμάτι σίδερο λυγισμένο, γιά μανιβέλα. Σκόνη σηκώνεται ἀπό τά ποδοβολητά καί στήν τρεχάλα τους παίρνουνε σβάρνα τίς στημένες πέτρες πού ἐμεῖς τά κορίτσια ἔχουμε στήσει γιά νά παίξουμε‘πυργάκια’. «Φύγετε ἀπ’ τή μέση, σκατοῦλες!» φωνάζουν καί φτύνουν κάτω. Κι ὁ Μανώλης. Προχτές μοῦ εἶχε πεῖ πώς θά μέ παντρευτεῖ ὅταν μεγαλώσει. Ἐγώ ὅμως, τό ἀποφάσισα. Δέν θά τόν πάρω!
2 . Στό οἰκόπεδο, δίπλα στό σπίτι μας, βρίσκουμε λογιῶν-λογιῶν πράγματα. Σχισμένες παντόφλες, τσίγκινα καπάκια, μικρά κομμάτια κορδέλας καί σκατά σκύλων. Κοιτᾶμε ποιός θά μαζέψει τά πιό ὡραῖα καί χρήσιμα. Ὅπως, μιά πεταμένη κορνιζούλα. Κάνουμε διαγωνισμό. Ὅποιος μαζέψει τά πιό ὡραῖα, εἶναι ὁ νικητής τῆς ἡμέρας.
Μιά μέρα τά κορίτσια βρήκαμε κάτι νεογέννητα γατάκια. Τυφλά. Τά πήραμε ἀγκαλιά καί ψάχναμε γιά τροφή. Μᾶς τά ἅρπαξαν τά ἀγόρια κοροϊδεύοντάς μας. «Μυξιάρες, σάν κι αὐτά». Φωνάζαμε. Σέ λίγο ὁ Μιχάλης, ὁ μεγάλος τῆς παρέας, πῆρε ἕνα ξύλο καί χωρίς δεύτερη σκέψη τό ἔχωσε στά μάτια τους. Οἱ «μυξιάρες» βάλαμε τίς φωνές. Ὁ Μανώλης γελοῦσε τρανταχτά. Ὄχι, τό ἀποφάσισα. Δέν θά τόν παντρευτῶ.
3 . Ἀκούσαμε στριγγλιές καί βγήκαμε στά μπαλκόνια. Ἀπό τήν ἀνοιχτή πόρτα μιᾶς κουζίνας, ἀκούστηκε ἕνα «τρομάρα μουου!». Οἱ μανάδες, μᾶς ἔβαλαν μέσα τά μικρά παιδιά, ἔκλεισαν τίς πόρτες, μᾶς εἶπαν μέ συνομωτικό τρόπο «καθίστε μέσα καί μήν κουνηθῆτε ἀπό’ δῶ» καί τράβηξαν κατά τό σπίτι ἀπ’ ὅπου ἀκούστηκε ἡ κραυγή. Ὅταν γύρισαν, μάθαμε πώς ὁ γείτονας πέθανε ξαφνικά. Μπροστά στή γυναίκα του καί στά παιδιά του. Κατάλαβα τότε, πώς μπροστά στόν θάνατο τρομάζει κανείς. Τρομάζει πολύ. (περισσότερα…)

