*
της ΕΙΡΗΝΗΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΙΔΟΥ
Από την επιθεώρηση και τα χαριτωμένα στιχάκια, σε ωριμότερους στίχους, και από τις μάχες, στο πάλκο, από το χωριό στην πόλη και τ’ ανάστροφα. Πώς συναντιούνται όλα αυτά μέσα σε ένα πρόσωπο; Κακοφωτισμένος ή όχι, ο Λάμπρος Αστέρης υπήρξε σίγουρα τ’ αντίθετο απ’ τον Άνθρωπο χωρίς ιδιότητες κι η ζωή του ήταν ένα «λίγο απ’ όλα», ένα χωριό, μια αυλή όπως εκείνη της εκκλησίας του Άι-Νικόλα στον τόπο του: «ένα χωριό μέσα στο νου γραμμένο, με το μαρμαρένιο του καμπαναριό».
Απ’ τα τετράψηλα ουράνια μέρη
που δε λογιάζονται πόσω είν’ ψηλά,
είδαν τα μάτια μου κάποιο αστέρι
κάτω ’ς την άβυσσον να ροβολά.
Το είδα και πρόσμενα το Θείο Χέρι
που όλαις η δύναμες το ακούν τυφλά,
πίσω ’ς το ψήλωμα πάλι να φέρη
το άστρο που έπεφτε ’ς τα χαμηλά.
Του κάκου! Έχάθηκε χωρίς ν’ αφήση
ούτε μι’ ακτίνα του μέσα ’ς την κτίσι
κατά την πτώσι του τη φτερωτή.
Έτσι αβοήθητη μήπως δε σβύνει,
χωρίς μι’ ακτίνα της, πίσω ν’ αφίνη
σαν το άστρο πέφτοντας και η αρετή;
*
Διαφημιζόταν ως ένα έργο με υπόθεση από τη σύγχρονη εποχή, που παράλληλα ζωντάνευαν όλα τα έθιμα και οι συνήθειες των χωριανών και των θαλασσινών μας, ενώ «αναμιγνυόταν επιτυχώς και ολίγη ιστορία της αρχαίας μας τέχνης, με αναπαράστασιν των αρχαίων μνημείων». Μεγάλο μέρος της ταινίας γυρίστηκε στην Καστέλλα και στο Τουρκολίμανο καθώς εκεί ναυλοχούσε το κότερο του Εμμανουήλ Μπενάκη “Αελλώ”.
Πρόκειται για την ταινία Έρως και κύματα, της οποίας το σενάριο έγραψε ο ποιητής και ήταν παραγωγή της Dag films Co. – σκηνοθέτης και διευθυντής φωτογραφίας ήταν αντίστοιχα οι Δημήτρης και Μιχάλης Γαζιάδης, παιδιά του Αναστασίου Γαζιάδη, Πειραιώτη φωτογράφου.
Η ιστορία του έργου που φαντάστηκε και έγραψε ο Αστέρης, έχει ως εξής: σ’ ένα νησάκι ζει ο φτωχός ψαράς γέρο-Πούντας με την κόρη του την Ρήνα, η οποία είναι μνηστευμένη με τον Πάνο Φιλικό –ψαράς κι αυτός στο επάγγελμα–, αλλά γνωρίζει τον πλούσιο εκδότη Πέτρο Δούκα που κάνει τουρ με τη θαλαμηγό του στα νησιά του Αιγαίου. Αυτός γοητεύεται από την ομορφιά και την αφέλειά της, και προσπαθεί να την κατακτήσει. Ο μνηστήρας της Ρήνας αντιλαμβάνεται τη συνάντησή της με τον Πέτρο Δούκα, την γυρίζει πίσω στο σπίτι και κατόπιν σφοδρής λογομαχίας εξαφανίζεται εγκαταλείποντάς την στην περιφρόνηση των νησιωτών που σχολιάζουν το επεισόδιο της συνομιλίας της με τον άγνωστο νέο, φυσικά, κακόβουλα, κι ο πατέρας της Ρήνας στο μεταξύ πεθαίνει από τη λύπη του. Η Ρήνα αναγκάζεται να εγκαταλείψει το νησί της κι έρχεται στην Αθήνα για να εργασθεί, μέχρι που μια μέρα, συμπτωματικά, ενώ περιπλανιόταν στους αθηναϊκούς δρόμους, ο Πέτρος Δούκας την παρασύρει με το αυτοκίνητό του και την τραυματίζει, την αναγνωρίζει όμως και την μεταφέρει στο σπίτι του για να την περιποιηθεί, με την υστεροβουλία να την κάνει ερωμένη του, ενώ της κρύβει ότι είναι μνηστευμένος. Εν τω μεταξύ, ο πρώην μνηστήρας της Ρήνας, μην μπορώντας να την ξεχάσει, επιστρέφει στο νησί και την αναζητά, κι αφού πληροφορείται από τη φίλη της ότι πια ζει αλλού, έρχεται στην πρωτεύουσα να την βρει, ρωτάει γι’ αυτήν και τον Δούκα, ο τελευταίος τού δηλώνει ότι δεν την ξαναείδε ποτέ του, ώσπου ο Φιλικός απελπίζεται και χτίζει μια καλύβα στο Σούνιο για να ζήσει με τις δυο μεγάλες του αγάπες, τη θάλασσα στα μάτια του και την Ρήνα στην καρδιά του. Ο Δούκας, απελπισμένος που δεν μπορεί ν’ αποκτήσει την αγάπη της Ρήνας η οποία δεν του δίνεται, αποφασίζει να την κατακτήσει με τη βία κι ένα βράδυ την πείθει να κάνουν μιαν εκδρομή με το γιότ· την κλειδώνει στην καμπίνα για να της ριχτεί, όμως ξεσπάει θαλασσοταραχή που απειλεί να βυθίσει ολόκληρη την θαλαμηγό. Την τελευταία στιγμή, ο Δούκας συνέρχεται και με το παρ’ ολίγον θύμα του επιβιβάζεται στη ναυαγοσωστική βάρκα. Σε ένα παράλληλο σύμπαν, η μανιασμένη θάλασσα δέρνει αλύπητα την καλύβα του Πάνου Φιλικού, ο οποίος βλέπει από το φως μιας αστραπής να βυθίζεται μια θαλαμηγός, πέφτει στη θάλασσα και τρέχει να βοηθήσει τους ναυαγούς· βλέπει την Ρήνα, την σώζει και την κρατά για πάντα στην αγκαλιά του.
Τα γυρίσματα ξεκίνησαν το καλοκαίρι του 1927, ενώ η εφημερίδα Κυριακή του Ελευθέρου Βήματος δημοσίευσε παραλειπόμενα από το γύρισμα και την αληθινή τρικυμία:
Οι καλλιτέχναι, οι μηχανικοί κ.λπ. επεβιβάσθησαν εις το κόττερο στην Καστέλλα και το σκάφος έπλευσε προς την Αίγιναν. Αμέσως μετά τον απόπλουν, οι καλλιτέχναι και αι καλλιτέχνιδες άρχισαν να μακιγιάρωνται. Πρώτα δηλαδή πασαλείφτηκαν με μια άσπρη αλοιφή, που κάνει το δέρμα εξαιρετικά λευκό και λείον, και κατόπιν έβαψαν τα χείλια και τα μάτια. Έπειτα αρχίζει το γύρισμα.
Το έργο προχωρούσε λαμπρά έως ένα σημείο, αλλ’ έξαφνα το κόττερο ήρχισε να κλυδωνίζεται… Και ολοένα το κούνημα εγίνετο αγριώτερο… Έτσι το γύρισμα ετελείωσε με μίαν σκηνήν κωμικοτραγικήν κατά την οποίαν η μηχανή έπαυσε να γυρίζη ενώ εις μάτην αι καλλιτέχνιδες ανέκραζαν απεγνωσμένως: «Καμαρότο! Καμαρότο!»
Αρχικά, για τον ρόλο της Ρήνας είχε επιλεγεί μια μαθήτρια της θεατρικής σχολής με το ψευδώνυμο Μίρβα Βιολάντη (κ.κ.: Αθηνά Μοσχονά), η κόρη του δημοσιογράφου Δημήτρη Μοσχονά, (τη θέση της πήρε η Μιράντα Θεοχάρη, μετέπειτα Μιράντα Μυράτ, κόρη της ηθοποιού Κυβέλης), η οποία όμως αποχώρησε από τις αρχές των γυρισμάτων, όταν ο σκηνοθέτης Δημήτρης Γαζιάδης οργάνωσε ένα γλέντι για τους συντελεστές κι αυτό δεν της άρεσε, καθότι διαπίστωσε ότι δεν θα προλάβαινε να φτάσει στο πατρικό της πριν τις 8 το βράδυ.
«Ξέρετε πόσα χιλιόμετρα διανύσαμε για να φθάσουμε από την Βουλιαγμένη στην Αθήνα, νύκτα και μόνες μας, εγώ και μία άλλη δεσποινίς, η φίλη μου Κλειώ Ιωαννίδου, διότι ο ρεζισέρ μας ήθελε μετά την εργασία να μείνουμε και να γλεντήσουμε και μας έδειξε το δρόμο να έρθουμε μόνες, παρά την υπόσχεσιν που είχε δώσει στον πατέρα μου ότι θα είμαστε πίσω το πολύ στις 8 το βράδυ;» δήλωσε τότε η φέρελπις ηθοποιός και υπεραμύνθηκε της παραίτησής της σε συνέντευξη που έδωσε, διευκρινίζοντας ότι «επήγε εις τη δουλειά αυτή, κινουμένη από το καλλιτεχνικό της ιδεώδες, για να εργασθεί και όχι για να γλεντήσει!»
Η πρεμιέρα της ταινίας δόθηκε στους κινηματογράφους “Σπλέντιτ” και “Μοντιάλ” στις 30 Ιανουαρίου 1928 και κατά την προβολή, μια ορχήστρα συνοδευόμενη από χορωδία, εκτελούσε τη βαρκαρόλα Έρως και κύματα του Δημήτρη Ροδίου, που είχε συντεθεί ειδικά για την ταινία. Στην Θεσσαλονίκη το Έρως και κύματα έκανε πρεμιέρα δύο μήνες μετά στον κινηματογράφο “Παλάς”, ενώ οι σχετικές διαφημίσεις τόνιζαν ότι την ταινία είχαν παρακολουθήσει περίπου 100.000 Αθηναίοι και Πειραιώτες και στην εφημερίδα Μακεδονία έγινε για πρώτη φορά λόγος για «ελληνικό Χόλλιγουντ», ένας παραλληλισμός που θα επαναλαμβανόταν αρκετές φορές από τον ελληνικό τύπο τα επόμενα χρόνια.
Κριτικό σημείωμα της εφημερίδας Εσπερινής, έκρινε τον Λάμπρο Αστέρη άξιο «δικαίων επαίνων και ειλικρινών συγχαρητηρίων», καθώς επιτέλεσε «κάτι τι το μέγα». Ο ψευδώνυμος “Εργολάνος” –στην ίδια εφημερίδα– έκρινε ότι «πρώτη φορά γίνεται πραγματική και συστηματική εργασία για να παρουσιασθή μία Ελληνική ταινία της προκοπής που να μπορή να συγκριθή με τις Ευρωπαϊκές», όμως αναρωτιόταν γιατί ο ποιητής προτίμησε να «διαρρυθμίση εις τα καθ’ ημάς μια ξένη υπόθεσι και δεν εδημιουργούσε μια εντελώς δική του».
*

*
Καυστικό ήταν κι ένα χρονογράφημα στα Μακεδονικά Νέα, το οποίο σχολίαζε την αναμενόμενη δημιουργία εγχώριων, κινηματογραφικών σταρ:
«Αλλ’ αν αυτό το καλό και άλλα πολλά θα έχη η ανάπτυξις της ελληνικής κινηματογραφικής βιομηχανίας, θα έχη όμως και ένα κακό: Δεν θ’ αφήση δακτυλογράφον εις την μηχανήν, μοδιστρούλαν εις το ατελιέ, υπηρέτριαν εις την κουζίναν και κανέναν νεαρόν πτωχόν διάβολον εις τα έργα του επαγγέλματός του. Διότι δεν υπάρχει συνοικοιακόν κοριτσόπουλον και νεαρός νταγκλαράς, που να μη θεωρή εαυτόν ως γεννημένον δι’ αστέρα του κινηματογράφου!».
*
Γελοιογραφία του σκιτσογράφου και ζωγράφου Νίκου E. Καστανάκη στην εφημερίδα H Φανή (ενσωματωμένη στην εφημερίδα Ο Φανός ως «η σύζυγός του»), στις 23-26 Φεβρουαρίου 1928, για την ταινία. Ειρωνική και η μετονομασία στο κάτω μέρος: «Χαζιάδης φιλμ».
*
Απάντηση στις αρνητικές κριτικές έδωσε ο Λάμπρος Αστέρης σε άρθρο του, με εισαγωγή μια φράση του Γερμανού ποιητή Σίλλερ:
«Αν δεν μπορείς ν’ αρέσεις σ’ όλους με τις πράξεις σου και με το έργο σου, προσπάθησε ν’ αρέσεις στους λίγους. Με άλλα λόγια: Αφού το σκηνικόν αυτό έργον προκαλεί τόσον κόσμον, σημαίνει ότι αρέσει και διά ν’ αρέση σημαίνει ότι επέτυχεν, οι δε επικριταί του αντιπροσωπεύουν τους ολίγους διά τους οποίους θα έπρεπε να καταβληθή προσπάθεια ν’ αρέση το έργον, εάν δεν ήρεσεν εις τους πολλούς! Αλλά το έργον αρέσει εις τους πολλούς και συνεπώς ούτε της προσπαθείας αυτής δεν υπάρχει ανάγκη. Οι επικριταί ας μείνουν με τους συνειθισμένους ολίγους […]!».
~.~
Μοίρα μου, που σ’ ερράντησα
με δάκρυα όταν σ’ απάνθησα
στη θύρα ενός ναού
σε πήρα για προφήτισσα
και λίγο φως σου ζήτησα
του απόμερ’ ουρανού
Και συ στη γη μου ελύγισες
το σώμα και μ’ οδήγησες
σε τόπο σκοτεινό
που δάκρυα τον εγέμιζαν
και δω κεριά του εφώτιζαν
τον έρμο εσπερινό
Και μου είπες μ’ ένα τίναγμα
της κεφαλής προμήνυμα
θάνατο τρομερό
σ’ αυτό το καταφύγιο
το φως δεν είν’ επίγειο
είν’ άγιο και ιερό.
Ο Λάμπρος Αστέρης –καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Δημητρίου Καραχάλιου–, ποιητής και δημοσιογράφος, γεννήθηκε στον Άγιο Νικόλαο Κυνουρίας το 1871. Ολοκλήρωσε τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση στον Πειραιά και σπούδασε στην Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Πρωτοεμφανίσθηκε στα γράμματα με την θεατρική επιθεώρηση Λίγ’ απ’ όλα (ανέβηκε τέλη Αυγούστου του 1894 στο παραλιακό θέατρο “Παράδεισος”), στην οποία έγραψε τους στίχους των τραγουδιών αν και «ο ποιητής, ως εδήλωσεν τη εντολή του ο κ. Κοτοπούλης από της σκηνής, φιλολογικάς αξιώσεις δεν έχει διά το έργον του όπερ αποτελείται από λόγια της στιγμής…».
Είμαι η Ατμοπλοΐα
τον κόσμο παραιτώ
και για συγκοινωνία
στα κύματα πετώ.
Το πιο πετυχημένο νούμερο του Λίγο απ’ όλα ήταν «η κυρά Δασκάλα» και το τραγουδάκι του σχετικού σκετς έγινε ιδιαίτερα δημοφιλές, αποτελώντας τα επόμενα χρόνια σταθερή αξία στις γιορτές αποφοίτησης των μαθητριών αλλά και στα καφωδεία.
Η κυρά μας η Δασκάλα
που ’ναι άγρια και κακή
είπε στα κορίτσια τ’ άλλα
πως δεν είμαι παστρική.
Είν’ αυτά, είν’ αυτά
τα παράπονά μας τα φρικτά.
Κι επειδή εγώ της είπα
πως είν’ άσχημη πολύ
καθημερινώς μ’ εκτύπα
με μια βέργα στρογγυλή.
Μετά μου ’πε αυτή η Αντίκα
μια καρφίτσα να της βρω
κι επειδή δεν της τη βρήκα
μου μιλεί με τ’ αυστηρό.
*

*
Ένα άλλο τραγούδι του Λάμπρου Αστέρη που ακουγόταν στο Λίγο απ’ όλα ήταν το Ζάππειον, όπου ο δεκανέας πυροσβέστης Κωνσταντής και η παραμάνα Μαργαρώ εξομολογούνταν τον έρωτα τους:
– Στο Ζάππειο σε πρωτοείδα
και στη δενδροστοιχία
κι έπειτα στην πλατεία
σου είπα σ’ αγαπώ.
– Σαν όνειρο ωραίο
επρόβαλες μπροστά μου
κι’ άνθισεν η καρδιά μου
σαν κρίνο δροσερό.
– Μάθε, Μαργαρώ μου,
– Μάθε, Κωνσταντή μου,
πόσο σ’ αγαπώ,
πόσο σε λατρεύω,
πόσο σε πονώ…
Γιατί να λησμονήσεις
τον τόσον έρωτά μου
που μέσα στην καρδιά μου
ανθεί τόσον καιρό;
Επιπλέον, και το τραγούδι της Ζανταράς, με στίχους που αφορούσαν μια γυναίκα ελαφρών –για την εποχή– ηθών που διατηρούσε ένα «Άντρο των Νυμφών» στο Μετς:
Αβάντι εμπρός,
Τι νέος λαμπρός!
Γενναίος, ιππότης!
Λαμπρός στρατιώτης!
Θα βάλει σπαθί,
να μη βασκαθεί!
Θα κόψει,
θα ράψει,
παντού θα προκόψει,
Κικίρι-κικίρι,
Κοκόρι-κικό.
Στίχους δικούς του, επίσης, είχαν και τα τραγούδια δυο άλλων επιθεωρήσεων, με τίτλο Πρώτον πυρ και Άνω κάτω, που παρουσιάστηκαν στην Αθήνα το καλοκαίρι του 1895, αλλά χωρίς την επιτυχία του Λίγο απ’ όλα.
*
Ο Λάμπρος Αστέρης πολέμησε εθελοντικά στην Κρητική Επανάσταση το 1896, και στην Μακεδονία και την Θεσσαλία συμμετέχοντας στην οργάνωση επαναστατικών σωμάτων.
Υπάρχει ένα χρονογράφημα με τίτλο Ο εθελοντής που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Εμπρός μετά τα τραγικά γεγονότα της 13ης Οκτωβρίου, το οποίο φέρει την υπογραφή του. Ο χρονογράφος πληροφορεί ότι οι εθελοντές που απολύθηκαν από τις τάξεις του στρατού και επί μακρόν χρονικό διάστημα περιφέρονταν στους δρόμους δίχως η Κυβέρνηση να μεριμνήσει για αυτούς, ήταν Έλληνες από την περιοχή του Καυκάσου. Κάτι ανάλογο, λέει ο Αστέρης, είχε συμβεί και κατά την άφιξή τους μέχρι να καταταγούν. Περιφέρονταν ασκόπως στους δρόμους των Αθηνών και, ημερησίως, ελάμβαναν από την Αστυνομική Διεύθυνση για τη σίτισή τους, μισή κουραμάνα.
[…] Ήλθεν εις τας Αθήνας ο εθελοντής μας. Τον είδομεν όλοι εν Αθήναις. Με μίαν σημαίαν και εν τάξει μετά των λοιπών συμπατριωτών του ανήλθε προς την Πλατείαν Ανακτόρων. Έστησαν προ των Προπυλαίων και σείοντες την σημαίαν των κραύγαζον βροντωδώς: – Ζήτω του Βασιλέως των Ελλήνων, ζήτω! – Ζήτω η Ελλάς, ζήτω!
Και επειδή παρέμενον περισσότερον του δέοντος, προ των Προπυλαίων των Ανακτόρων μερικοί υπάλληλοι της Αυλής, τοις είπον να φύγουν πλέον εκείθεν, ν’ απομακρυνθούν, διότι ο Βασιλεύς ειργάζετο μέσα με τον πρωθυπουργόν […]
Τι υπέφερεν ο εθελοντής μας ενταύθα μέχρις ου αποφασισθή η κατάταξις εθελοντών εις τον στρατόν και μέχρις ου αρχίσει ο πόλεμος είναι περιττόν να είπωμεν.
Γνωρίζετε όλοι πόσον οικτροί εφαίνοντο περιφερόμενοι ανά τας οδούς των Αθηνών και προ του καταστήματος της διευθύνσεως της Αστυνομίας οπόθεν ελάμβανον συνήθως το συσσίτιον, μισήν κουραμάνα. Αλλά τέλος πάντων! Όλα τα υπέφερον χάριν της Πατρίδος […] Τώρα τι θα λέγη προς τους εν Καυκάσω Έλληνας ο εθελοντής μας όταν επιστρέψη εκεί πάλιν και ερωτάται υπ’ εκείνων; […] Πολύ όμως φοβούμαι μήπως, με την απάθειαν και την αστοργίαν την οποίαν δεικνύει η επίσημος Ελλάς προς τους εθελοντάς, διακόψωμεν πλέον πάντα δεσμόν μετά των έξω Ελλήνων, και τότε είνε περιττόν να υπάρχωμε και ημείς ως κράτος.
Ώς το 1917 έζησε στην Βιέννη όπου σπούδασε Οικονομικά και εργάστηκε ως δημοσιογράφος και ανταποκριτής της εφημερίδας Νέα Ημέρα. Μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου εγκαταστάθηκε στην Κρήτη και μελέτησε τον Μινωϊκό Πολιτισμό.
Δημοσίευσε σε εφημερίδες και περιοδικά, ασχολήθηκε με το χρονογράφημα και εξέδωσε μελέτες και τρεις ποιητικές συλλογές (Νικήτρια [1895]· Από τους γύρους των ωρών [1906] και Το φλεγόμενο πέρασμα [1926]). Το μεγαλύτερο μέρος του έργου του έχει χαθεί και ό,τι απέμεινε στα συρτάρια αξιοποιήθηκε από το πνευματικό κέντρο της γενέθλιας γης του. Πέθανε κατά τη διάρκεια της Κατοχής, το 1942 στην Αθήνα.
Έλα! δεν σε φοβάμαι
Κάθε βράδυ, στο φως και στο σκοτάδι
με σένα κοιμούμαι
και βλέπω ένα κόσμο νέο.
Μ’ από σένα θα μου μείνει κάτι
Και μετά το θάνατο – ένα χωριό
μέσα στο νου γραμμένο.
Με το μαρμαρένιο του Καμπαναριό
ένα της γης κομμάτι
πούναι δροσιάς και κρύου
νερού Πατρίδα.
Τραγούδι της πράσινης χλωρασιάς,
αρμονικά χιλιοτραγουδισμένο
μέσα στα δέντρα τα ησκιερά.
Ακούς εκεί βατράχια στα νερά
και την κρυμμένη νεροφίδα.
Ακούς σαν μια φλογέρα του γλυκού νερού
να τραγουδά νύχτα-μέρα
κοντά σε μια ασπρόφλουδη λεύκα
πούναι η κορυφή της χάρι τ’ ουρανού.
Κι ενώ κοιτάς απέναντι το «ξεροκάμπι»
απάνω από τα έλατα και πεύκα
τον ήλιο να βγαίνει και να λάμπει
να ντύνει με το φως τα ξύλα
και να κάνει ακτίνες τα φύλλα.
Ακούς απ’ τα χαράμματα ψηλά
τον άφθαστο κορυδαλλό με
με το κορωνοστόλιστο κεφάλι
απ’ όλα πρώτος να μιλά στον
ήλιο που προβάλλει
και ζηλεύεις να βλέπεις το ύψος που φθάνει
το ουρανοφίλητο πουλί την
ώρα που ροδίζει η ανατολή.
Και χαίρεσαι ν’ αγναντεύεις
τον Μαλεβό με της Ωριάς το Κάστρο.
Καλοκαίρι και χειμώνα
και τις νύχτες λησμονάς πως βρίσκεσαι σε στεφάνι
απ’ ακτίνες δύο άστρων – τώνα
στου Τάνου τα νερά καθρεφτισμένο
και τ’ άλλο – το ίδιο τ’ άστρο
καρφωμένο σαν άνθος φωτεινό
σ’ ένα φανταστικό κλαδί […]

