Month: Φεβρουαρίου 2025

Δεν ξεχνώ

*

ΠΕΡΑΣΤΙΚΑ & ΠΑΡΑΜΟΝΙΜΑ | 02:25
Καιρικά σχόλια από τον ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ

 

Τέμπη, Πύλος, Ρόδος, Έβρος, Πάρνηθα, Μαγνησία, Ν. Αγχίαλος, Ν. Φιλαδέλφεια, Πειραιάς, δάση, λιμάνια, στρατόπεδα, τραίνα, γήπεδα, σύνορα, πυρκαγιές, πλημμύρες, σκάνδαλα, δυστυχήματα, εγκλήματα…

Ο απολογισμός λίγων μόλις μηνών. Οι δεύτερες κυβερνητικές τετραετίες στην Ελλάδα τα τελευταία 40 χρόνια, συνδέονταν πάντα με φαινόμενα διάλυσης, ηθικής και οργανωτικής, έγραφα εδώ πριν τις εκλογές. Την κομματική επιβεβαίωση ακολουθεί η κρατική επανάπαυση, κι αυτή φέρνει διαχειριστική παράλυση και όργια διαφθοράς. Ετούτη εδώ η δεύτερη θητεία όμως έχω την εντύπωση ότι θα ξεπεράσει κάθε προηγούμενο. Όλη η χώρα κρέμεται σαν το φύλλο το ξερό από το κλαδί. Και σαν να περιμένει το φύσημα που θα τη σαρώσει.

Υπάρχει διέξοδος απ’ αυτόν τον ζόφο; Μόνο μία: η άρνησή μας να παραδοθούμε στην ευθανασία της λήθης. Ζω σημαίνει δεν ξεχνώ.

///

Η Αμερική καταψηφίζει στον ΟΗΕ σχέδιο απόφασης που καταδικάζει τη Ρωσσία για τον πόλεμο κατά της Ουκρανίας. Και το κοινοβούλιο αυτής της τελευταίας απορρίπτει ψήφισμα στήριξης του Ζελένσκι ως νόμιμου προέδρου της χώρας.

Πριν λίγες μέρες έκλεισαν τρία χρόνια από το ξεκίνημα της «παράνομης και απρόκλητης ρωσσικής εισβολής» ή «Ειδικής Στρατιωτικής Επιχείρησης» (καθένας διαλέγει και παίρνει), αλλά τα τραγικά και τα κωμικά επεισόδια αυτού του πολέμου (του πιο εύκολα αποτρέψιμου στην ιστορία, όπως αποκλήθηκε) δεν λένε να λάβουν τέλος.

Το μόνο που είναι οριστικό και αμετάκλητο είναι η έκβασή του. Αυτήν την ξέραμε όμως ήδη προτού ξεκινήσει, ο Μερσχάιμερ λ.χ. την είχε προβλέψει με ανατριχιαστική ακρίβεια ήδη από το 2015. Η Ουκρανία ηττήθηκε. Για την ακρίβεια, δεν ηττήθηκε απλώς, συνετρίβη, συνεθλίβη από τις μυλόπετρες, κατά σειρά: της ρωσσικής ισχύος, του αμερικανικού τυχοδιωκτισμού, της ευρωπαϊκής ευήθειας και της εγκληματικής ιδιωτείας των «ηγετών» της.

Δεν ξέρω αν η ιστορία θα θυμηθεί να γράψει κάπου ότι οι Ουκρανοί πολέμησαν γενναία. Μακάρι να το κάνει. Οι ποντικοβρυχηθμοί όμως του Ζελένσκι θα της μείνουν σίγουρα αξέχαστοι. (περισσότερα…)

«Όστια» και άλλα ποιήματα

*

ΟΣΤΙΑ

Κόπιασα – ανήγγειλε στο απέραντο δωμάτιο· κόπιασα πολύ
τονίζοντας μια-μια τις συλλαβές
– μια απόπειρα να πείσει ή να επιπλήξει
ίσως με στόχο πάνω απ’ όλα τον εαυτό του –

πέρασα τριάντα έτη συναπτά
– ολόκληρο, δηλαδή, το απόγευμα –
βλέποντας τις κερασιές
στα μάγουλά μου να φυλλορροούν
θρέφοντας του δειλινού τα ολοκαυτώματα
δίχως να Τους δώσω τη χαρά
ενός καν μορφασμού

επιστράτευσα, αντιθέτως,
όλη μου την εγκράτεια να μη δω
τον ταριχευτή χρόνο να περνά
αργά μα σταθερά
μ’ ασήμι τα μαλλιά μου
– επένδυση αδρή
στο τρόπαιο που θα γίνω
στο σαλόνι του

μα πάνω απ’ όλα έβαλα τα δυνατά μου
να κατεβάσω ως τα θεμέλια του οισοφάγου μου
κείνο το «έχει ο Θεός» που σαν όστια
έσπρωξε στο πληγιασμένο στόμα μου
το κορίτσι με τα διάφανα, ακαταλόγιστα χέρια
– αφόρητα λίγη μου,
απέθαντη ελπίδα –
όταν στα χιλιάδες δέντρα
που φύτεψα χθες
είχαν ως το πρωί
φυτρώσει ή κρεμαστεί
ισάριθμες φθαρμένες σαμπρέλες
να κάνει κούνια
επάνω από τις τέφρες των ονείρων μου
– θυμίζοντας το καθρεφτάκι
όταν μας μούτζωναν παιδιά,
μανούλα στον νόμο του μπούμερανγκ –
μ’ αναγνωριστικό στο μπράτσο του
άστρο εβραϊκό
ένα κεφαλαίο Θήτα
ο Μέγας Ενεχυροδανειστής.

/// (περισσότερα…)

«Μαζέψου, γέρο, σαν πολύ δεν μου κολλάς;»

*

Μνήμη Κωστή Παλαμά
(13.1.1859 – 27.2.1943)

///

ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΗ ΝΥΧΤΑ

Μαζέψου, γέρο, σαν πολύ δεν μου κολλάς;
Πενήντα τόσα χρόνια και μυαλό δε βάζεις.
Τι εικόνα βγάζεις έτσι που παραπατάς
ανδρείκελο μες στην καρδιά της τσιμεντίλας
απότριμμα της τοπικής τσαντίλας;

Να, μέθυσες με το κρασί του εικοσιένα
( κάθε πουλί ονειρεύεται πως είναι αηδόνι )
κι εμένα ποιος, ποιος θα μου κλείσει
( το χάσμα της πληγής )… θέλω να πω
πως είμαι εντάξει, δεν φοβάμαι
χαμένος μέσα στα καμένα δάση
( η κάμπια χτίζει ολόβαθα μια πόλη )
και στα σοκάκια με τα σουφρωμένα τάσια
( και το πουλί έναν έρωτα παρέκει ).

Φυλάξου, γέρο, απ’ τον τρελό
φυλάξου…
.                        μη μ’ αφήνεις μοναχό
διότι μ’ έναν μόνο στίχο σου
η νύχτα γίνεται βραδιά
κι ο μίτος του θανάτου φουντωτή μηλιά.

(περισσότερα…)

Ξεκούραση

*

ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΕΙΣ ΜΕ ΛΟΓΟ ΚΑΙ ΕΙΚΟΝΑ | 27.ii.25
Κείμενα – Φωτογραφίες ΗΛΙΑΣ ΚΕΦΑΛΑΣ

*

ΞΕΚΟΥΡΑΣΗ

Ας βρούμε ένα κλαδί και ας ξεκουραστούμε για λίγο. Ας πάρουμε μια ανάσα. Ας ελπίσουμε, περιμένοντας αυτό που είναι να ’ρθει. Το λέμε εμείς, χαμένοι στις ανησυχίες μας, το λένε και τα πουλιά, που ονειρεύονται έναν ύπνο χωμένα μέσα στη φτερούγα τους. Επειδή κανείς δεν ξέρει σε τι δίνες θα μας βγάλει η νέα χρονιά. Και μακάρι όλοι μας να τη διεξέλθουμε αβρόχοις ποσί.

*

* (περισσότερα…)

Ὁ θάνατος τοῦ Ρέμπραντ


*

Τί γνώρισα;
Τό σκότος πού συνέλαβα, πέραν
Κάθε ξεχωριστοῦ προσώπου, στό νοῦ μου εἰσχωρεῖ
Μοῦ ἀποκαλύφθηκε
Ἡ νύχτα τῶν πενθούντων
Ὅπου ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἶναι τυφλοί.

Ἀνακαλῶ ὅμως
Γέρικα πρόσωπα ρημάδια, μέ μάτια
Καρφωμένα σέ κείνη τήν ἀδιαφάνεια –
Ἀναμένοντας ὁλόκληρη
Ζωή ἐντούτοις ἀπορώντας ἴσως μέ σοφή,
Ἀνέπαφη ἱεροφάνεια·

Kαί στόν νέο Ἰουδαῖο
Πού ὑπῆρξε ὁ Χριστός μου
Βλάστησε ἡ συμπόνοια –
Σέ ἐξουθενωμένης, κι ἄν τά πάντα ἔβλεπε, μορφῆς
Λές καί καρτερικά μποροῦσε νά διαβάσει
Τούς πόνους μιᾶς ὁλόκληρης φυλῆς (περισσότερα…)

Σταυριδάκι ή ζωάκι;

*

του ΔΗΜΗΤΡΗ Ε. ΣΟΛΔΑΤΟΥ

Οι αληθινοί παράδεισοι είναι εκείνοι που έχουμε χάσει.
MΑRCEL PROUST

Ανεβαίνοντας την ανηφόρα του Αγίου Χριστοφόρου, απ’ την αριστερή πλευρά, και προσπερνώντας τα γκλουβισάνικα αχούρια του Πρίκωλου και του Βιτσέλια, έβλεπες μπρος σου το καφενείο του μπαρμπα-Νίκου.

Το θηλυκό κυπαρίσσι –με τ’ απλωμένα κλαριά– στην αυλή βούιζε απ’ τα τσιροπούλια τον χειμώνα κι απ’ τα τζιτζίκια το καλοκαίρι. Καρφωμένη στον κορμό του –σαν την επιγραφή στον σταυρό του Χριστού– η πινακίδα της στάσης του ΚΤΕΛ.

Λίγα τραπεζάκια και ξύλινες καρέκλες με ψάθινα καθίσματα περίμεναν τον Νάσο, τον Μήτσο, τον Δρόση, τον Χρήστο, τον Σπύρο, τον Λάμπρο, τον Οδυσσέα και τον Χαρίλαο να ξεκινήσουν την παράσταση: ν’ αλληλοτσακωθούν, ν’ αλληλοσκοτωθούν, ν’ αλληλοκεραστούν· να ορίσουν την ώρα που ο νεριάρης θ’ ανοίξει την βάνα στο δικό τους αυλάκι για να ποτίσουν· ν’ ανακατώσουν τα τραπουλόχαρτα, να βροντοχτυπήσουν τα πούλια στα τάβλια, να χύσουν στα ποτήρια τα ξίδια, να φλακιάσουν τις τσιγάρες τους και να πουν παλαιές ιστορίες με μισόκλειστα μάτια, για σπορές και γεννήματα, για προξενιά και παντρολογήματα, για κυνήγια και ψαρέματα.

Κατόπιν έρχονταν απ’ τ’ αχούρια τους οι Γκλουβισάνοι. Στα φτωχοκάλυβα τούτα οι αγρότες της Εγκλουβής –του ορεινού χωριού που βρίσκεται πίσω απ’ την Ελάτη– έμεναν προσωρινά, ώσπου να μαζέψουν τις ελιές τους. Κατέβαιναν απ’ το βουνό με κάτι πανύψηλα μουλάρια, που δάγκωναν αγριεμένα τα χαλινάρια τους.

Η πρώτη γυναίκα του παππούλη μου, η Κυριακή, ήταν απ’ την Εγκλουβή – Πατράλαινα. Ο θρύλος θέλει για κάποια πρόγονό της –την προ-προβαβά μου την Βαγγελιώ– να σκοτώνεται με δόλο από τ’ αδέρφια της ο Αργύρης ο ντελμαντζής, επειδή της είπε «τι άσπρο ποδάρι πόχεις, ωρή Βαγγελιώ». Για το Κοντρί του Αργύρη –που δεν είναι αυτό που δείχνουνε στο Δημοσάρι–  κάνει λόγο ο Βαλαωρίτης στο «Ξεριζωμένο δέντρο»:

Πέρνα, ποτάμι, μέριασε, σύρε να σκιάζεις άλλους,
εμέ μ’ επάτησε βαρύ ποδάρι ανδρειωμένου,
μ’ εστοίχειωσε το αίμα του, κ’ είμαι θεμελιωμένο,
για να φωνάζω ανάθεμα σ’ εκείνους που προδίνουν.
Είμαι τ’ Αργύρη το κοντρί, είμαι τ’ Αργύρη ο τάφος…

Όλα αυτά –και άλλα πολλά– συζητιόντανε στα καφενεία τότενες, λες και γινήκανε μόλις χτες και δεν συμβήκανε πριν κάτι αιώνες. Εκεί μάθαινες όλους τους αγίους –απ’ τα βλαστήμια– κι όλη την Πατριδογνωσία που δεν διδάσκονταν στο σχολείο. Εκεί βλέπαμε, καμιά φορά, το Μικρό Σπίτι στο Λιβάδι και την Μάχη, με τον λοχία Σώντερς, πριν καταφθάσουν οι μεγάλοι. Η τηλεόραση του μπαρμπα-Νίκου ήταν η καλή νεράιδα με τ’ ασπρόμαυρα παραμύθια. (περισσότερα…)

Του Βορρά (Στον Θοδωρή Καλλιφατίδη)

*

Γη των Γότθων – Gotland

Χτυπούσαν τα κατάρτια
τό ’να με τ’ άλλο
έξω απ’ την Τροία προσμένοντας
μες στον ιδρώτα ενός ονείρου
μιας αρπαγής, χτυπούσαν
οι χορδές – μια λύρα, ένα σαντούρι;

Κι απάνω, βορειότερα
σε θάλασσες μουντές, φουρτουνιασμένες
παλεύαν γίγαντες, υφάλμυροι
και θάβαν τους νεκρούς τους
σε πέτρινα καράβια του γρανίτη.
Κι εκεί κι εδώ και πάντα
για ένα δέρας χρυσόμαλλο
μια λάμψη αιμάτινη, έναν οίστρο.

Όμως, εδώ στων Γότθων το νησί
η θάλασσα το ρούφηξε το αίμα
μεσ’ απ’ τον ασβεστόλιθο
και γίνανε από τότε
μαύρες οι προβιές
και μείναν οι λαβύρινθοι
– ποιος, πού τους είδε; Στου Μίνωα το παλάτι; –
με όρια τις πέτρες,
για να γυρνάνε οι ψυχές
και να γλυκοχαράζουν.

Η Γκότλαντ είναι ένα σουηδικό νησί με μακρά ιστορία κατακτητών και αίματος, θέατρο των επιδρομών των Βίκινγκς, των Δανών και των κατοίκων της χανσεατικής πόλης Βίσμπυ εναντίον των αγροτών. Κατέχει θέση στρατηγική στη Βαλτική όπως η Κρήτη και η Κύπρος στην Μεσόγειο, με όλα τα παρεπόμενά της. Αλλά είναι και το νησί με την εξαίρετη φύση, τα σπάνια είδη πουλιών, τα πρόβατα με το λαμπερό μαύρο, κοντό στριφτό μαλλί:  το νησί του Μπέργκμαν και του δικού μας αγαπημένου συγγραφέα, του 80χρονου πια Θοδωρή Καλλιφατίδη.

(περισσότερα…)

Το Στέλιο Καζαντζίδι τραγουδά για τη συμπερίληψη

*

γράφει η Σάρα – Ζεϊνέπ Σολή

///

Αγαπητό Νέο Πλανόδιον,

Στην διάρκεια μιας σύντομης χειμερινής καθόδου μου στην Ελλάδα, την οποία ευτυχώς άφησα οριστικά πίσω να χάνεται πνιγμένη στην πατριαρχία και την τοξικότητα, πέτυχα με χαρά στ@ αποβάθρ@ του σταθμού μετρό «Κεραμεικό» την ευμενή ευχή «Καλές γιορτές σε όλ@», υπογεγραμμένη από το Ίδρυμα Μιχάλι Κακογιάννι. Διαπίστωσα, λοιπόν, κοιτώντας ευτυχισμένο τη διαφήμιση, πως και το συγκεκριμένο Ίδρυμα παίρνει επιτέλους το σωστό δρόμο που χρόνια τώρα ακολουθεί και το αντίστοιχο Ίδρυμα που κληροδότησε το Αριστοτέλι Ωνάσι, απολύτως πιστό και τίμιο στην συμπεριληπτική κοσμοαντίληψη του εκλιπόντος δημιουργού και μακριά από αποκλεισμούς και περιχαρακώσεις κατά τον αγώνα του να χτυπήσει τον καπιταλισμό στη ρίζα του ενόσω μάχεται για μια πραγματικά αντικαπιταλιστική, ρηξικέλευθη και ριζοσπαστική κοινωνία.

Στη συνέχεια του χειμώνα, ωστόσο, η πρωτοπόρα αφίσα αντικαταστάθηκε διαδικτυακά από μια ακαδημαϊκή και συμβατική ευχητήρια χριστουγεννιάτικη κάρτα. Αδυνατώ να γνωρίζω αν υπήρξε κάποια εσωτερική αντιδραστική αλλαγή κατεύθυνσης έπειτα από διχογνωμία ή μια συνειδητή διπλή πρακτική από πλευράς του Ιδρύματος, φοβούμεν@ προφανώς τον σεξιστικό οχετό των φασιστικών social media όπου μπορεί το καθέν@ να εκφράσει ελεύθερα την άποψή του χωρίς διαμεσολαβήσεις.

Εξ αφορμής αυτού, επομένως, παίρνω σήμερα την πρωτοβουλία να τιμήσω την αρχική αντισυμβατική στάση του Ιδρύματος, αναδεικνύοντας τα όσα πραγματικά ήθελε να γράψει το Κακογιάννι σε ένα κομβικό τραγούδι του, αλλά η μεσαιωνική ελληνική πραγματικότητα δεν του είχε επιτρέψει. Κρίνοντας, μάλιστα, από την έσχατη δημοσιότητα που έλαβε το ερμηνευτό του τραγουδιού, Στέλιο Καζαντζίδι, με αφορμή μια πρόσφατη ταινία για τη ζωή και το έργο του, η σημασία μιας τέτοιας κίνησης είναι πολλαπλή. Εξάλλου, ανέκαθεν το Στέλιο Καζαντζίδι τραγουδούσε για τη συμπερίληψη και την ξενότητα, αποδομώντας συνειδητά τόσο έμφυλους ρόλους όσο και τις παρεμφερείς άνωθεν οριζόμενες θεσιακότητες. (περισσότερα…)

Πολιτσιάνο, Επιστολή προς τον Μπαρτολομέο Σκάλα

*

Μετάφραση-Σχόλια-Επιμέλεια στήλης
ΦΩΤΗΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

Από τον Μάιο έως τον Δεκέμβριο του 1479, ο Λαυρέντιος ο Μεγαλοπρεπής επέτρεψε στον ευνοούμενό του Άντζελο Πολιτσιάνο, εικοσιπεντάχρονο τότε, να διαμείνει στην προσωρινά άδεια Βίλα των Μεδίκων στο Φιέζολε. Κατά πάσα πιθανότητα τον Ιούνιο, ο Πολιτσιάνο ολοκλήρωσε εκεί την εμβληματική λατινική μετάφραση του Εγχειριδίου του Επίκτητου. Αν και είχε ήδη προηγηθεί η μετάφραση του Εγχειριδίου από τον Περόττι το 1450, η τελευταία πρέπει να διανεμήθηκε σε πολύ στενό κύκλο, είναι δε πολύ πιθανόν ο Πολιτσιάνο να την αγνοούσε. Άμεση γνώση της μετάφρασης του Πολιτσιάνο έλαβε ο Μπαρτολομέο Σκάλα, Καγκελάριος της Φλωρεντίας. Απευθυνόμενος στον Πολιτσιάνο, ο Σκάλα άσκησε κριτική στα «ασαφή», «ανεδαφικά» και «ψευδή» στωικά παραγγέλματα που αναπτύσσει στο Εγχειρίδιον ο Επίκτητος. Την κριτική του Σκάλα τη γνωρίζουμε σήμερα μόνον μέσα από τις αναφορές που κάνει ο ίδιος ο Πολιτσιάνο στη διάσημη απαντητική επιστολή του, η οποία υπογράφεται την 1η Αυγούστου. Για την υπεράσπιση του Επίκτητου απέναντι στον Σκάλα, ο Πολιτσιάνο αντλεί έμπνευση από το έργο του Σιμπλίκιου Εξήγησις εις το του Επικτήτου Εγχειρίδιον. Ακολουθώντας τον Σιμπλίκιο, προσφέρει μια συγκρητιστική, πλατωνίζουσα ερμηνεία των παραγγελμάτων του Επίκτητου, θεωρώντας ότι ο στωικός φιλόσοφος αντιλαμβάνεται το σώμα ως «εργαλείο» της ψυχής, κατά το υπόδειγμα του ‘πλατωνικού’ Αλκιβιάδη.

Ο Πολιτσιάνο θεωρούσε την επιστολογραφία υψηλή λογοτεχνική δραστηριότητα, θέτοντας απαιτήσεις ευγλωττίας που ξεπερνούσαν εκείνες των συγχρόνων του. Δεν είναι τυχαίο ότι, επί δύο αιώνες, οι συλλογές των επιστολών του γνώρισαν πολυάριθμες εκδόσεις σε όλη την Ευρώπη. Ο Έρασμος, χαρακτηριστικά, θεωρούσε την επιστολογραφία του Πολιτσιάνο ανώτερη κάθε άλλου συγγραφέα των νεότερων χρόνων. Στην επιστολή αυτή προς τον Σκάλα, ο Πολιτσιάνο υιοθετεί ένα ύφος κομψής εμφατικότητας, απαντώντας εύστοχα και ευσύνοπτα στις αιτιάσεις του Καγκελάριου.

~.~

ΠΟΛΙΤΣΙΑΝΟ

Επιστολή προς τον Μπαρτολομέο Σκάλα
σε υπεράσπιση του στωικού φιλοσόφου Επίκτητου [1]

Αγαπητέ μου Σκάλα, φαίνεται πως δεν αρκείσαι στο να εκτελείς τα καθήκοντα ενός γενναίου στρατιώτη και ενός ατρόμητου στρατηγού, αλλά, με τη χαρακτηριστική σου σχολαστικότητα, δεν επιτρέπεις και στους νεοσύλλεκτούς σου να μαραζώσουν στη σχόλη και την οκνηρία. Αντιθέτως, τους καλείς να εγκαταλείψουν τη σκιερή σκηνή για το σκονισμένο πεδίο, το ιδροκόπημα του πεδίου ασκήσεων και τα γυμνάσια, θεωρώντας ότι ολόκληρο το σώμα των στρατιωτών υπάγεται στη δική σου και μόνον δικαιοδοσία.

Από την πλευρά μου, πίστευα ότι είχα κάνει αρκετά μεταφράζοντας τον Επίκτητο από τα Ελληνικά. Αλλά τώρα με ξεσηκώνεις, σημαίνοντας τη σάλπιγγα για μάχη, να τον υπερασπιστώ κιόλας. Επομένως, όπως λέει ο Οράτιος,

σ’ αυτόν και κάθε άλλο πόλεμο πρόθυμα θα συγκρουστώ                                  
με μόνη ελπίδα την εύνοιά σου να κερδίσω[2]. (περισσότερα…)

Ονειροκρίτης

*

Στην παγερή σκιά της νύχτας
εσύ γυμνή, μέσα του Μάρτη
Να σε τυλίγει μια Τετάρτη
το φλογερό φιλί της νύστας

Η οθόνη σβήνει σε μιαν άκρη
και δίνεις στ’ όνειρο τα σκήπτρα
μα αυτό ξηλώνει όλα τα πλήκτρα
για να συνθέσει μια απάτη

Ήτανε, λέει, μια χαρτορίχτρα
που ορμηνεύει όπως ορίζεις
κι όσο φωνάζεις και δακρύζεις
κρατάς στο χέρι σφουγγαρίστρα

Σου τάζει μέλλον που ξορκίζεις
και όχι Ωραίας Κοιμωμένης
πλύστρα σε σκάλες της Κυψέλης
τη φτώχεια ν’ αναθεματίζεις

Μιας τράπουλας σημαδεμένης
η μάγισσα δείχνει τ’ αστέρι
κι αναρωτιέσαι αν θα φέρει
αυτό που δεν το περιμένεις (περισσότερα…)

«Ό,τι ρίχνει ο καιρός, το χέρι μου έρχεται να το ξανασηκώση»

*

Ο Κωστής Παλαμάς και η κόμισσα ντε Νοάιγ

~.~

του ΚΩΣΤΑ ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

Έχει υποστηριχθεί βάσιμα ότι η ποιητική συνείδηση του Παλαμά διχάζεται ανάμεσα στη γυναίκα της αίσθησης και τη γυναίκα της ιδέας, στη γυναίκα της γης και τη γυναίκα τ’ ουρανού, στη γυναίκα της προσευχής και τη γυναίκα της λαγνείας. Ό,τι και όπως αν αγαπάει όμως ο Παλαμάς, το καρδιοχτύπι του έχει μιαν ένταση που τον κάνει να λυγίζει και θαμπωμένος υπακούει κι υποτάσσεται νικημένος, είτε από τη λάμψη της αγιοσύνης είτε από τη φλόγα του κορμιού. Το κείμενο του Κωνσταντίνου Τσάτσου υπό τον τίτλο Νεράιδες (Κ. Τσάτσος, Παλαμάς, σ. 36) είναι διαφωτιστικό για τον τρόπο που εντάσσονται σε αυτή την προσέγγιση τρεις γυναικείες μορφές, η Τρισεύγενη, η Μελένια και η Θεοφανώ. Υπάρχει ωστόσο μια μορφή, πραγματική και όχι πλαστική, που συνθέτει τις δύο εκδοχές σε μία τρίτη, ενιαία κι ίσως υψηλότερη. Μια γυναίκα που δεν είναι κάποια από τις περίφημες νεράιδες ή τις μούσες του και ούτε «καταλύτρα είναι αξήγητη κι αταίριαστη και ξένη, [που] ο λογισμός της αίνιγμα και τάφος η ομορφάδα της όσο κι αν αστράφτει» – πόσο μάλλον «προδότρα» για να θυμηθούμε το ποίημα Η Αφροδίτη στον Πυγμαλίωνα (Πολιτεία και Μοναξιά, Άπαντα, Ε΄, σ. 413).

Αναφέρομαι στην Άννα Ελιζαμπέτ Μπασαράμπα (Μπιμπέσκο-Μπρανκοβάν), πιο γνωστή ως κόμισσα ντε Νοάιγ (Noailles), μία από τις επιφανέστερες μορφές της γαλλικής λογοτεχνίας το πρώτο τέταρτο του εικοστού αιώνα που αγαπήθηκε πολύ και στην Ελλάδα του ’20, κυρίως χάρη στον Παλαμά. Η Άννα ντε Νοάιγ (1876-1933) υπήρξε η μόνη γυναίκα ποιήτρια που απέσπασε στη Γαλλία της εποχής της τις υψηλότερες δημόσιες τιμές. Παρά τη μερική λήθη, η οποία επήλθε μετά τον θάνατό της, κρίσεις σύγχρονες επιβεβαιώνουν ότι εκείνη η αναγνώριση υπήρξε επάξια. Με πολύπλευρο έργο, ύστατη λάμψη ρομαντισμού τον καιρό που επελαύνει πλέον ο μοντερνισμός, παρά το χάσμα περιεχομένου και μορφής που χαρακτηρίζει την ποίησή της –καθώς δυναμικές έννοιες και εικόνες προσπαθούν να διαλύσουν μια δομή που παραμένει σε μεγάλο βαθμό κλασική– η Άννα ντε Νοάιγ, σε διάλογο με ολόκληρη τη γαλλική λογοτεχνική παράδοση και με παράλληλη πηγή έμπνευσης τον ελληνικό πανθεϊσμό και τη νιτσεϊκή σκέψη, κατάφερε να οικοδομήσει ένα πρωτότυπο ποιητικό όραμα. Το ποιητικό της σώμα, που θα μπορούσε να περιγραφεί με διονυσιακούς όρους, ερωτικό, εκστατικό, αισθησιακό, παιγνιώδες και μερικές φορές βίαιο, ήταν πάντα σφραγισμένο από ένα τραγικό υπόγειο ρεύμα που έγινε πιο εμφανές προς το τέλος της ζωής της.

Γεννημένη στο Παρίσι (15 Νοεμβρίου 1876), στην Boulevard de La Tour-Maubourg 22, η Άννα ντε Νοάιγ ήταν κόρη του Ελληνορουμάνου πρίγκιπα Γριγκόρι Μπιμπέσκο Μπρανκοβάν (1827-1886) και της Ελληνίδας Ραλλούς Μουσούρου (1848-1923). Ο Γριγκόρι Μπιμπέσκο ήταν γιος του πρίγκιπα της Βλαχίας Γκεόργκε Μπιμπέσκο (από οικογένεια βογιάρων της Κραϊόβα) και της Φαναριώτισσας Ζωής Μαυροκορδάτου. Η επίσης Φαναριώτισσα μητέρα της Άννας, η Ραλλού Μουσούρου (αξιόλογη πιανίστρια στην οποία ο Παντερέφσκι αφιέρωσε αρκετές από τις συνθέσεις του), ήταν κόρη του αξιωματούχου της οθωμανικής αυτοκρατορίας Κωστάκη Μουσούρου και της Άννας Βογορίδη. Ο Κ. Μουσούρος, πρέσβης στην Αθήνα και αργότερα στο Λονδίνο, είναι κυρίως γνωστός από το επεισόδιο με τον βασιλέα Όθωνα που παρ’ ολίγον να οδηγήσει σε ελληνοτουρκικό πόλεμο το 1847. Απώτερη καταγωγή των Μουσούρων ήταν η Κρήτη. Εκεί γεννήθηκε ο επιφανής λόγιος της Αναγέννησης Μάρκος Μουσούρος, καθηγητής στην Πάδοβα στις αρχές του 16ου αιώνα κι από τους πρώτους εκδότες στην Ιταλία αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων. Η Άννα δήλωνε περήφανη γιατί καταγόταν από την Κρήτη, εκφράζοντας τη λύπη της που λόγοι υγείας εμπόδιζαν το ταξίδι της εκεί (Άπαντα Κ.Π., ΙΓ΄, 323). (περισσότερα…)

Η μεταπολιτευτική «μουσειοποίηση» του Μίκη Θεοδωράκη

*

2025: Έτος Μίκη Θεοδωράκη – Μύθοι και πραγματικότητες #2

γράφει ο Θάνος Γιαννούδης

Σειρά άρθρων που καλύπτουν όλη τη διάρκεια του «Αφιερωματικού έτους Μίκη Θεοδωράκη». Ερευνώνται οι διαφορετικές πτυχές της ζωής και του έργου του, οι ιδεολογικές του μεταστροφές, οι συνάφειές του με το μοντερνισμό, καθώς και με άλλους καλλιτέχνες. Τι μένει εντέλει από το πολύπλευρο έργο του πλέον μείζονος Έλληνα δημιουργού του 20ού αιώνα εκατό χρόνια μετά τη γέννησή του.

***

Διαρκές παράπονο του Μίκη Θεοδωράκη (και πολλάκις επαναλαμβανόμενο, μάλιστα, στις κατά καιρούς συνεντεύξεις και τοποθετήσεις του) υπήρξε ο συστηματικός πόλεμος που –υποστήριζε πως– δεχόταν το έργο του στην ουσία του και ο αποκλεισμός της νεότερης δημιουργίας του από τον κόσμο, κάτι που οδηγούσε προοδευτικά κατά τα μεταπολιτευτικά έτη στην ολοένα και πιο προϊούσα μουσειοποίησή του. Με το δεύτερο μας άρθρο στη σειρά των μικρών κι ευσύνοπτων δοκιμίων μας που διατρέχουν την επετειακή ετούτη χρονιά, φιλοδοξούμε να ερμηνεύσουμε την προοδευτική αποριζοσπαστικοποίηση που έλαβε χώρα, ερευνώντας το πού ευθύνονται πράγματι οι μηχανισμοί της εξουσίας και οι γενικότερες κοινωνικές συνθήκες, αλλά και το πού φταίει μάλλον και ο ίδιος ο δημιουργός με τη στάση και τις επιλογές του.

Ευθύνονται οι συγκυρίες και οι μηχανισμοί γιατί: κατά την πρώιμη Μεταπολίτευση υπήρξε ομολογουμένως μια υπερέκθεση της περσόνας και του έργου του Μίκη Θεοδωράκη, με εμφανείς ροπές προς την υπερβολή. Η συσσωρευμένη οργή που εκφράστηκε με την πτώση της δικτατορίας έπειτα από χρόνια φίμωσης και καταπίεσης είχε ως συνέπεια τη δόμηση μιας τέχνης υπέρμετρα ριζοσπαστικής, με έντονα τα αντιστασιακά και τα επαναστατικά στοιχεία, ορισμένες, μάλιστα, φορές και εις βάρος εντέλει του αισθητικού αποτελέσματος. Η συνακόλουθη ελεύθερη πια κυκλοφορία της μουσικής του Θεοδωράκη, από κοινού με την επιστροφή του στην Ελλάδα με τιμές ήρωα, κίνησαν ένα ανανεωμένο ενδιαφέρον για εκείνον (που οι εταιρείες εκμεταλλεύτηκαν στο έπακρο) κι είχαν, συνεπώς, ως αποτέλεσμα μια μαζικότατη παραγωγή δίσκων (παλαιότερων κύκλων που επανακυκλοφόρησαν, έργων του καιρού της επταετίας, καθώς και νέων κύκλων τραγουδιών με εμφανέστατο το επικαιρικό και εφήμερο στοιχείο). Ωστόσο, η εκτεταμένη υπερέκθεση μιας περσόνας ούτως ή άλλως πληθωρικής και η εκμετάλλευσή της από τη δισκογραφική βιομηχανία έφερε μάλλον γρήγορα έναν εμφανή κορεσμό, γεγονός που μακροπρόθεσμα λειτούργησε εις βάρος των υπόλοιπων τμημάτων του μουσικού του έργου.

Φταίει και ο ίδιος ο Μίκης γιατί: επέμεινε πολύ έκτοτε στην δόμηση ταυτότητας κατά την περίοδο του αντιδικτατορικού αγώνα στην Ελλάδα, ενώ ενίσχυσε, παράλληλα, τη λογική του «συνθέτη του Ζορμπά» ως ενός ελληνικού εξαγώγιμου πολιτισμικού προϊόντος στο εξωτερικό. Η έλευση της Μεταπολίτευσης πράγματι τον εντάσσει αυτομάτως στους δικαιωμένους «ήρωες» και αγωνιστές της περιόδου, με τον ίδιο έκτοτε να μην μπορεί (και να μην επιθυμεί) να αποκρούσει αυτή του την ταυτότητα, επιμένοντας σε κάθε συγκυρία σ’ εκείνη κι έχοντας διαρκείς τις αναφορές του σε ένα εμφυλιακό και μετεμφυλιακό κοσμοείδωλο που απείχε, ωστόσο, χρονικά ολοένα και περισσότερο από την άμεση και απτή πραγματικότητα. Ταυτόχρονα, η δημοφιλία του «Ζορμπά» στο εξωτερικό (κατά βάση στη Δύση, μιας και ο τότε κομμουνιστικός κόσμος έδωσε περισσότερη βάση στο συμφωνικό του έργο) υπήρξε ένα γεγονός πάνω στο οποίο και ο ίδιος πάτησε, με σειρά συναυλιών και δίσκων, καθώς και με την παρουσίαση ενός σχετικού μπαλέτου, διαμορφώνοντας μια ωραιοποιημένη τουριστική απεικόνιση της Ελλάδας και του ίδιου ως του ντε φάκτο «ανέφελου» μουσικού της πρέσβη και εκπροσώπου. (περισσότερα…)