Month: Δεκέμβριος 2024

Εὐχές!

*

*

*

Χριστουγεννιάτικο ταξίδι

*

τοῦ ΓΙΩΡΓΗ ΜΑΝΟΥΣΑΚΗ

Ἐπιλογὴ ‒Ἐπιμέλεια Ἀγγελικὴ Καραθανάση

~.~

Σᾶς προσκαλῶ σ’ ἕνα ταξίδι. Δὲν πειράζει πού ’ναι μέρα Χριστουγέννων. Θὰ πᾶμε νὰ ἐπσκεφτοῦμε κάποιους παλιοὺς κι ἀγαπημένους φίλους. Σήμερο εἶναι ἡ πιὸ κατάλληλη μέρα γιὰ μιὰ τέτοια ἐπίσκεψη. Μὴ ξαφνιαστεῖτε ἂν σᾶς πῶ πὼς βρίσκουνται στὴ Σκιάθο, στὴν Ἀγγλία ἢ στὴ Σουηδία. Μὴ φοβηθεῖτε τὴν ἀπόσταση, τὴν ταλαιπωρία ἢ τὰ ἔξοδα τοῦ ταξιδιοῦ. Τὸ μέσο ποὺ θὰ χρησιμοποιήσομε εἶναι τὸ γρηγορότερο καὶ τὸ πιὸ οἰκονομικό. Τρέχει μὲ τὴν ταχύτητα τῆς σκέψης καὶ δὲ στοιχίζει ἄλλο ἀπὸ τὸ ξόδεμα λίγης φαντασίας μαζὶ μὲ λίγη ἀγάπη.  Καὶ ξέρω πὼς ἐσεῖς τά ’χετε ἄφθονα καὶ τὰ δυὸ καὶ πὼς δὲν τσιγκουνεύεστε. Ἂς ξεκινήσομε λοιπόν.

***

Φτάσαμε κιόλας στὸν πρῶτο σταθμὸ τοῦ ταξιδιοῦ μας. Βρίσκετε πὼς σᾶς εἶναι γνωστὸ τὸ μέρος; Καθόλου ἀπίθανο νά ’χετε κάποτε ξανάρθει. Εἴμαστε ψηλὰ στὸ Κάστρο τῆς Σκιάθος.[1] Στὰ πόδια τοῦ «ἁλίκτυπου» βράχου ἀφρίζει τὸ κῦμα. Γλάροι φτερουγίζουνε πάνω ἀπ’ τὰ κεφάλια μας. Μὰ ἐκεῖ πιὸ πέρα εἰρηνικό, γελαζούμενο, μ’ ὅλη τὴ χιονένια κάπα ποὺ τοῦ σκεπάζει τὴ στέγη, μᾶς καλεῖ τὸ ἐκκλησάκι «τῆς τοῦ Χριστοῦ Γεννήσεως». Καθαρό, φροντισμένο, μ’ ἀναμμένα τὰ καντήλια μπροστὰ στὶς μαυρισμένες βυζαντινές του εἰκόνες, μὲ τὰ κεριὰ ν’ ἀργοκαίγουνται στὰ μανουάλια του. Δὲν εἶναι πολλὴ ὥρα ποὺ τέλειωσε ἡ χριστουγεννιάτικη λειτουργία.

Ἀκοῦτε κάποιες χαρούμενες φωνές, γέλια, ἀστεῖα πίσω ἀπὸ τοὺς τοίχους ἑνὸς μισογκρεμισμένου σπιτιοῦ τῆς «ἀρχαίας πολίχνης»; Σᾶς ἔρχεται στὴ μύτη ἡ μυρωδιὰ ψητοῦ «ἐριφίου»; Ἐκεῖ εἶναι μαζωμένοι οἱ πανηγυριῶτες κι ἑτοιμάζουνε τὸ πλούσιο χριστουγεννιάτικο γεῦμα τους.  Νά ὁ παπά Φραγκούλης μὲ τὴν  παπαδιά του καὶ μὲ τὸ μικρὸ Λαμπράκη. Ὁ μπάρμπα Στεφανὴς κι ὁ κύρ Ἀλέξανδρος, ὁ ψάλτης. Νά ἡ θειὰ τὸ Μαλαμὼ κι οἱ δυὸ βοσκοὶ ποὺ τοὺς εἶχε ἀποκλείσει τὸ χιόνι. Κι ὁ καπετὰν Κωνσταντὴς μὲ δυὸ ναῦτες του πού ’ρχεται κουβαλώντας δυὸ ἀσκιὰ γεμᾶτα κρασί, «αὐγὰ καὶ κασκαβάλι[2] τῆς Αἴνου, καὶ ἡμίσειαν δωδεκάδα ὄρνιθας καὶ μικρὸν βυτίον μὲ σκομβρία». Ὅλα τοῦτα τ’ ἀγαθὰ τὰ φέρνουν ἀπὸ τὸ γολετὶ ποὺ κιντύνεψε μέσα στὴ νύχτα μὰ ποὺ τώρα βρίσκεται ἀσφαλισμένο στὸν «ὑπήνεμον ὅρμον». Θὰ τὰ φᾶνε ὅλοι μαζὶ νὰ γιορτάσουνε τὴ μεγάλη μέρα. (περισσότερα…)

Ταριχευτήριο Ευρώπη

*

Κώστας Κουτσουρέλης
Ταριχευτήριο Ευρώπη
Κίχλη, Δεκέμβριος 2024

Σελίδες: 136 • Σχήμα: 15 x 23 εκ.
ISBN: 978-618-5461-86-7 • Τιμή: 11,00 €

Π ρ ο δ η μ ο σ ί ε υ σ η
από το βιβλίο που κυκλοφορεί στις 24.12.2024

///

ΤΟ ΠΑΡΟΝ ΒΙΒΛΙΟ μοιράζονται τρία ανεξάρτητα μεταξύ τους έργα, γραμμένα τη διετία 2022-2023. Το εναρκτήριο «Καμιά φωνή» απαρτίζεται από 100+2 ελεγειακά και σατιρικά ρουμπαγιάτ, παλιά περσική φόρμα που στη δυτική παράδοση συνδέθηκε με το όνομα του Ομάρ Χαγιάμ (1048-1131). Το φερέτιτλο ποίημα «Ταριχευτήριο Ευρώπη» είναι ένας εκτενής μονόλογος πάνω στην πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα αυτής της ηπείρου λίγο προτού εκπνεύσει το πρώτο τέταρτο του 21ου αιώνα. Τέλος, οι «Έλεγοι από τη Ρεματιά», 27 ποιήματα σε μορφή καταλόγου ή παρλάτας, απλώνονται σε θέματα που εν μέρει θίγονται και αλλού στο βιβλίο: από τα μεγάλα κοσμολογικά ερωτήματα ώς τις μικροπεριπέτειες του Εγώ.

(Από το αυτί της έκδοσης)

//

ΠΕΡΠΑΤΩΝΤΑΣ ΑΡΓΑ ΣΤΗΝ ΠΡΟΚΥΜΑΙΑ
Κοιτάζω γύρω μου τους πεθαμένους
Ταριχευμένοι πάνε πάνω κάτω
Στιγμή δεν παύουν όντα κουρντισμένα
Σ’ ένα λιμάνι μισοβουλιαγμένο
Ντεκόρ για ειδύλλια και στο βάθος φάρος
Απέναντι το φρούριο επηρμένη
Σημαία στις επάλξεις αναμνήσεις
Dulce et decorum κάποτε ίτε παίδες
Τώρα προορισμός για αποδράσεις
Γδυτά Σαββατοκύριακα πακέτα
Αμμόλουτρων στον ήλιο all inclusive
Τα ρομποτάκια στην γραμμή σερβίρουν
Το άλλο πρόθυμο ρομπότ εσένα
Στις πιο βαθιές τ’ ονείρου σου ξαπλώστρες
Αύρα θαλάσσης εγκιβωτισμένη
Στα έγχρωμα παγάκια ενός κοκτέηλ
Όπως στης Γροιλανδίας τους παγετώνες
Η τέφρα των αρχαίων ηφαιστείων
Όπου κοιτάζω γύρω το ίδιο θέαμα
Νεκροί ηλιοκαμένοι σε όρθια στάση
Γελούν φωτογραφίζονται ψωνίζουν
Μιλούν χιλιάδες γλώσσες ούτε μία
Δεν βγάζει νόημα καμμία λέξη
Με νόημα όλοι τρώνε πτώματα άλλα
HOMO SAPIENS SAPIENS το πλέον
Γνωστό πτωματοφάγο έμβιο είδος
Με τέχνη κατακρεουργεί κι αλέθει
Με γνώση διαμοιράζει τη βορά του
Προτού σε σελοφάν την συσκευάσει
Έτοιμη προς ανάλωση και βρώση
Πτώμα που πτώμα δεν θυμίζει ζύμη
Ρόδινη μαλακή από πλαστελίνη
Μόνο αραιά και πού μια στάλα αίμα
Γλιστρά απ’ το φελιζόλ και σε λεκιάζει
Σαν κόκκινη λησμονημένη τύψη
Το μόνο ζων που τρώει είναι τα στρείδια
Που τα ναρκώνει πρώτα με λεμόνι
Όπως ναρκώνει τον εγκέφαλό του
Με ζάναξ ή λεξοτανίλ τις νύχτες
Θήρα γεωργία πτωματοφαγία
Τα τρία στάδια της Ιστορίας
Το τέταρτο δεν θα καθυστερήσει
Ο κανιβαλισμός

 

///

*

*

*

 

Ο μυστικός στρατός των Χριστουγέννων

Vincent van Gogh, Οι φτωχοί και το χρήμα (1882)

~.~ 

του ΔΗΜΗΤΡΗ Ε. ΣΟΛΔΑΤΟΥ

Τον διάβολο δεν τον ενδιαφέρει τι κάνεις,
αλλά γιατί το κάνεις.

Πάω να πάρω τα γάλατα απ’ το δημαρχείο. Μια δουλειά που είναι να γίνει, ας γίνει. Θα τα φορτώσω στ’ αμάξι και μετά βλέπω τι θα τα κάνω.

Διαβαίνοντας την διασταύρωση, παραλίγο να τρακάρω μ’ ένα φάντασμα. Κόρναρα παρατεταμένα. Δεν πήρε είδηση. Μόνον το κασκόλ της πλατάγιζε στον αέρα, σαν γλώσσα προτεταμένη που με κορόιδευε.

Πολλές φορές την είχα δει, ασουλούπωτη και ξεδοντιασμένη, να κυκλοφορεί μ’ ένα σαραβαλιασμένο ποδήλατο στην πόλη σαν λάμπασμα. Ποια ήταν και πού πήγαινε δεν μ’ ενδιέφερε. Στα λίγα δευτερόλεπτα που καθρεφτιζόταν στα μάτια μου, σκεφτόμουν πως το ’σκασε από κάποιο ίδρυμα. Αν ήθελε να με καταραστεί ο Θεός, θα μ’ έκανε να γυρίζω έτσι –ανέστιος και πένης, ασουλούπωτος και ξεδοντιάρης– να σκιάζω τους περαστικούς με την παρουσία μου, όπως αυτή εμένα.

Πάρκαρα έξω απ’ τον δήμο να φορτώσω τα γάλατα.

«Παραμονή Χριστουγέννων, αδερφέ!» διαμαρτυρήθηκε ο αποθηκάριος. «Ημιαργία σήμερα, ετοιμαζόμουν να κλείσω».

«Σιγά, μωρέ, ούτε ο Χριστός για να γεννηθεί δεν βιάζεται τόσο!» τον κορόιδεψα εγώ, ενώ προσπαθούσα να φανταστώ πού θα μπορούσε να πήγαινε όταν σχολούσε αυτός ο κακομούτσουνος αποθηκάριος, που τον έκρυψαν, λες, εδώ, στο ζοφερό ετούτο υπόγειο, για έναν και μοναδικό λόγο: για να μην φαίνεται η ασχήμια του.

Εκείνος μου γύρισε την πλάτη και κατευθύνθηκε σε μια γωνιά της αποθήκης.

«Αυτά είναι, πάρτα κι άντε στο καλό!» είπε.

Ήταν πέντε χαρτονένιες κούτες, που εμπεριείχαν σαράντα οκτώ κουτιά γάλα εβαπορέ το καθένα. Μια παροχή βασισμένη σ’ ένα παλαιό άρθρο, που αφορά στους εργαζόμενους στην Τοπική Αυτοδιοίκηση. Αν μας έδιναν και μερικά κουτιά μέλι, θα μπορούσαμε να πούμε πως την περνάγαμε –και στην κυριολεξία– μέλι-γάλα στο δημόσιο.

Εγώ τον καφέ μου τον πίνω σκέτο. Σκέτο από ζάχαρη, γιατί μια κουταλιά γάλα την χρειάζομαι για να στρώσει η γεύση. Μα με μια κουταλιά γάλα σε κάθε καφέ που φτιάχνω, δεν τελειώνουν σ’ έναν χρόνο πέντε κούτες, με σαράντα οκτώ κουτιά ανά κούτα, δηλαδή διακόσια σαράντα κουτιά ετησίως. Για να τελείωναν, θα έπρεπε να έβαζα σε κάθε φλιτζάνι καφέ, μισό κουτί γάλα. Τότε, όμως, δεν θα ήταν καφές με γάλα, αλλά γάλα με καφέ.

Σκέφτηκα να χαρίσω μερικά κουτιά σε φίλους, σε γείτονες και σε γνωστούς, μα κανείς δεν τα ’θελε, γιατί ήταν μάρκα «κλάψε με», κι ας είχαν γεύση «μπόμπα».

Καλόμαθε ο κοσμάκης τελευταία – κωλόμαθε πες καλύτερα. Ένας πόλεμος μας σώζει, μια κατοχή, να πούμε «το ψωμί ψωμάκι», να δούμε «πόσα απίδια παίρνει ο σάκος» και «πώς το τρίβουν το πιπέρι του διαόλου οι καλογέροι».

Κάποιος πρότεινε να πάω τα γάλατα στην μητρόπολη. Τα δίναν, λέει, στους φτωχούς – μέρες που είναι. Μ’ αφού σε φτωχούς τα ’δινα κι εγώ και δεν τα ’παιρναν, σε πόσο πιο φτωχούς θα τα ’διναν εκείνοι για να τα πάρουν;

Κράτησα δυο κούτες για τον καφέ μου. Τις υπόλοιπες τις πήγα, τελικά, στην μητρόπολη, μα ήταν αργά και την βρήκα κλειστή. Ένας περαστικός είπε να τις αφήσω στην είσοδο και θα τις πάρουν αυτοί. Τώρα, αν κάποιος τις έκλεβε μέχρι αύριο, θα σήμαινε πως τις ήθελε πραγματικά, οπότε θα έφταναν στον παραλήπτη τους αδιαμεσολάβητες. (περισσότερα…)

Nicanor Parra, Οικοποιήματα

*

Εισαγωγή-Μετάφραση: ΝΑΝΣΥ ΑΓΓΕΛΗ

Τα Οικοποιήματα του Χιλιανού ποιητή Νικανόρ Πάρρα (1914-2018), τα Ecopoemas όπως τα τιτλοφορεί ο ίδιος, δεν αποτελούν απλώς μια κριτική στο σύχρονο οικοδόμημα του κοινωνικοπολιτικού συστήματος, μα μια σφοδρή καταγγελία κατά του Δυτικού κόσμου συλλήβδην. Ο Πάρρα, πάντα πρωτοπόρος, εξέθεσε από πολύ νωρίς τον προβληματισμό του για τη διαλεκτική σχέση ανθρώπου-φύσης ενσωμάτωντας την οικολογική ευαισθησία και την αγάπη για τη φύση στην ευρύτερη μεταμοντερνιστική προσέγγιση που χαρακτηρίζει το έργο του. Πολλά από τα σύγχρονα προβλήματα απορρέουν από την έλλειψη οικολογικής συνείδησης, μας λέει ο ποιητής, και η επιστήμη της οικολογίας προσφέρει ένα νέο πεδίο κριτικής θεώρησης όσων μαστίζουν τον πλανήτη.

Τα ποιήματα «Οι μάστιγες του σύγχρονου κόσμου» και «Μονόλογος του ατόμου» που ακολουθούν συμπεριλαμβάνονται στην περίφημη συλλογή Ποιήματα και Αντιποιήματα του Πάρρα που κυκλοφόρησε το 1954 και έθεσε τις βάσεις της «αντι- ποίησης». Ο όρος που έγινε ευρύτερα γνωστός υπαγορεύοντας τη ρήξη με την παραδοσιακή ποίηση, έχει τις ρίζες του στη διαμονή του ποιητή στην Οξφόρδη κατά την περίοδο 1949- 1952 και την επαφή του με το έργο των Πάουντ, Έλιοτ, Κάφκα, Μπλέηκ, με τη φροϋδιανή θεωρία και τον υπερρεαλισμό. Χρόνια μετά, το ποίημα «Ιδιωτικός εξακριβωτής» που δημοσιεύεται στον Τύπο το 1981 παρωδώντας τον εθνικό ύμνο της Χιλής, αποτελεί την πρώτη αποκλειστικά οικολογική διακήρυξη του ποιητή σε μια εποχή που η βιομηχανική ανάπτυξη βρίσκεται στο απόγειο της και το κίνημα της οικολογίας σε συνδυασμό με την επιστημονική κοινότητα εκπέμπουν τα πρώτα ανησυχητικά σήματα κινδύνου: Ο επερχόμενος θάνατος του πλανήτη δεν είναι μακριά.

///

Οι μάστιγες του σύγχρονου κόσμου

Οι σύχρονοι εγκληματίες
έχουν ελεύθερη πρόσβαση σε κήπους και πλατείες.
Εφοδιασμένοι με ισχυρά ματογυάλια και με ρολόγια τσέπης
μπουκάρουν σε πέργκολες όπου πλανιέται ο θάνατος
και εγκαθιστούν ανάμεσα στις ανθισμένες τριανταφυλλιές τα εργαστήρια τους.
Από κει εποπτεύουν τυχόν φωτογράφους και ζητιάνους που γυρνάνε στα πέριξ
φροντίζοντας να στήσουν ένα μικρό βωμό αφιερωμένο στην αθλιότητα
κι αν βρουν ευκαιρία κάνουν δικό τους κάποιον μελαγχολικό λουστράκο.
Η αστυνομία τρομοκρατημένη τρέχει μακριά απ’ αυτά τα τέρατα
με κατεύθυνση το κέντρο της πόλης
όπου μεγάλες πυρκαγιές ξεσπούν παραμονές πρωτοχρονιάς
και ένας γενναίος κουκουλοφόρος επιτίθεται σε δυο φιλάνθρωπες Μητέρες.

Οι μάστιγες του σύγχρονου κόσμου:
Τα τετράτροχα κι ο ομιλών κινηματογράφος,
οι φυλετικές διακρίσεις,
ο αφανισμός των ερυθρόδερμων
τα κόλπα του τραπεζικού συστήματος,
η εξόντωση των ηλικιωμένων,
το παράνομο εμπόριο λευκής σαρκός από σοδομιστές διεθνώς,
η αυτοέπαρση και η απληστία,
οι εργολάβοι κηδειών,
οι προσωπικοί φίλοι της Αυτού Μεγαλειότητος, (περισσότερα…)

Εκδηλώσεις χαράς στην Οδύσσεια του Καζαντζάκη

*

του ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ Ι. ΤΖΑΝΟΥ

«Πασίχαρο κελάηδαε το νερό στα μαγληνά χοχλάδια»[1]
Ν. ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ, Οδύσσεια (Η 1120)

01.  Ο Νίκος Καζαντζάκης (1883-1957) θεωρούσε την Οδύσσειά του (1938)[2] ως το κορυφαίο έργο του. Αν, λοιπόν, οι συγγραφείς αναγνωρίζουν τον εαυτό τους σε κάποιο από τα έργα τους, το καλύτερό τους γι’ αυτούς ή όχι, για τον Καζαντζάκη το έργο αυτό θα ήταν, ασφαλώς, η Οδύσσεια. Στη διάρκεια της επίσκεψής του στη Σοβιετική Ένωση, συμμετέχοντας στον εορτασμό των δεκάχρονων της Οκτωβριανής Επανάστασης, εξομολογήθηκε σε γράμμα του στον Παντελή Πρεβελάκη ότι διάγει τον βίο του σαν να είναι ένας από τους ναύτες του δικού του Οδυσσέα. Γράφει στον Πρεβελάκη:

«Το ξέρεις καλά, Παντελή, ο δικός μου αρχηγός δεν είναι κανένας από τους τρεις αρχηγούς των ανθρώπινων ψυχών· μήτε ο Φάουστ, μήτε ο Αμλέτος, μήτε ο Δον Κιχώτης· αλλά ο Δον Οδυσσέας! Μέσα στο καράβι του ήρθα στη Σοβιετική Ένωση. Δεν έχω την άσβηστη δίψα της δυτικής διάνοιας, μήδε ταλαντεύουμαι ανάμεσα στο ναι και στο όχι για να καταλήξω στην ακινησία, μήδε κατέχω πια τη γελοία και υπέροχη ορμή του ευγενικού αγωνιστή των ανεμόμυλων. Είμαι ένας ναύτης του Οδυσσέα, με καρδιά φλεγόμενη και πνέμα ανήλεο και λαγαρό· όμως όχι του Οδυσσέα που γυρίζει στην Ιθάκη, παρά του άλλου, που γύρισε, σκότωσε τους εχτρούς, αλλά πλάνταζε στην πατρίδα και πήρε μια μέρα τα πέλαγα. Είχε ακούσει στο Βορρά, μέσα στην υπερβόρεια καταχνιά, μια καινούρια Σειρήνα. Τη Σλάβα Σειρήνα. Ιδού εμείς τώρα μπροστά της, χωρίς να βουλώνουμε τ’ αυτιά μας, χωρίς να δενόμαστε στο κατάρτι, πηγαίνοντας πάνω-κάτω στο καράβι μας, λεύτεροι. Ακούμε το θαμαστό τραγούδι και κρατούμε την ψυχή μας ανέγγιχτη. Ο καπετάν Οδυσσέας, ασάλευτος στην πλώρη, φωνάζει: Ε, συντρόφοι! Ανοίχτε τα μάτια, τ’ αυτιά, τα ρουθούνια, το στόμα, τα χέρια· ανοίχτε το μυαλό· γεμίστε τα σπλάχνα σας!»[3]. (περισσότερα…)

Πολιτισμικός καπιταλισμός

*

Απ’ όλες τις μορφές δουλείας, η δουλεία
της διανόησης είναι η πιο εξευτελιστική.
ΝΟΑΜ ΤΣΟΜΣΚΙ

«Για τους σοσιαλφιλελεύθερους της αριστεράς και τους νεοφιλελεύθερους της δεξιάς επικρατεί η εντύπωση ότι εχθρεύονται οι μεν τους δε. Όμως αν τους δούμε από κάποια απόσταση, είναι και οι δύο τους στοιχεία οργανικά της ίδιας βαθύρριζης διεργασίας, είναι πτέρυγες του ίδιου κινήματος, προωθούν με κάθε μέσο την “απελευθέρωση”, το “άνοιγμα”, την “απορρύθμιση” που οδήγησαν στον σημερινό κοινωνικό σχηματισμό. Οραμά τους κοινό και οι δύο αυτές πτέρυγες της Νέας Μεσαίας Τάξης έχουν την αυτοπραγμάτωση, συνδυασμένη όμως με την επιτυχία και το πρεστίζ. Ώστε αστισμός και μποεμία εδώ ταυτίζονται.»

Το παραπάνω απόσπασμα είναι από παλιότερη συνέντευξη στην εφημερίδα Τageszeitung του Βερολίνου του Γερμανού κοινωνιολόγου Αντρέας Ρέκβιτς. Στο βιβλίο του Die Gesellschaft der Singularitäten (Suhrkamp 2017), ο Ρέκβιτς συνδέει πολλά σκόρπια νήματα και προτείνει μια συνεκτική όσο και πειστική περιγραφή της σημερινής ταξικής δομής των δυτικών κοινωνιών. Η κυρίαρχη «Νέα Μεσαία Τάξη», όπως την αποκαλεί, απαρτίζεται από οπαδούς του άκρατου λιμπεραλισμού, του κοσμοπολιτισμού, των ανοιχτών συνόρων, της κατάργησης των εθνικών κρατών. Μπορεί να ψηφίζουν οικολόγους ή Μακρόν, κεντροδεξιά ή Ομπάμα, μπορεί να είναι χρηματιστές ή τραπεζίτες, καλλιτέχνες ή διανοούμενοι. Η ψήφος τους όμως δεν έχει σημασία, στα μείζονα ζητήματα συμπίπτουν.

Απέναντί τους, έχουν την «Παλιά Μεσαία Τάξη», τα φθίνοντα λόγω της αποβιομηχάνισης αστικά και εργατικά στρώματα που στήριξαν μεταπολεμικά την σοσιαλδημοκρατία και την χριστιανοδημοκρατία. Τα στρώματα αυτά κατά παράδοση υποστηρίζουν μέτρα υπέρ της εισοδηματικής αναδιανομής και της μείωσης του ταξικού χάσματος και είναι οι ιστορικοί φορείς του κοινωνικού κράτους. Πλέον όμως, καθώς αισθάνονται ότι τα κόμματά τους τα έχουν εγκαταλείψει, στρέφονται όλο και συχνότερα σε αντισυστημικούς δεξιόστροφους ή αριστερόστροφους πολιτικούς για την υπεράσπιση των συμφερόντων τους. Στις ΗΠΑ ήταν εκείνα που εξέλεξαν πρόεδρο τον Ντόναλντ Τραμπ. Στη Βρετανία έδωσαν την πλειοψηφία στις δυνάμεις του Μπρέξιτ. (περισσότερα…)

O κυκλικός χρόνος ως χώρος ζωής

*

[[ ΠΕΡΙΦΡΑΚΤΟΙ ΤΟΠΟΙ ]]
από τον Γιάννη Παρασκευόπουλο

*

Στους Νεότερους Χρόνους ο άνθρωπος εκπίπτει με ταχύτατους ρυθμούς από τον μεταφυσικό στον φυσικό κόσμο. Το μετά (επέκεινα) μετατοπίζεται στο εδώ. Πρόκειται για μια επανεκτίμηση του χώρου που τον περιτριγυρίζει και που θα ονομαστεί από τους εγκυκλοπαιδιστές περιβάλλον. Ταυτόχρονα η εκκοσμίκευση του χρόνου κρατάει το ομοίωμα της χριστιανικής κοσμοεικόνας αποβάλλοντας την έννοια της ιερότητας. Ο χρόνος στη νεότερη εποχή νοηματοδοτείται από την ιδέα μιας συνεχούς εξελικτικής πορείας της ανθρωπότητας. Η εκκοσμικεύμενη μορφή του χρόνου οικειοποιείται το μοντέλο του ευθύγραμμου χρόνου απαλείφοντας και παραλείποντας την έννοια του τέλους που θα συνεπέφερε η Δευτέρα Παρουσία.

Ο Τζόρτζιο Αγκάμπεν παρατηρεί ότι πρόκειται για μία «εκλαΐκευση του ευθύγραμμου και μη-αναστρέψιμου χριστιανικού χρόνου». Ο εκκοσμικευμένος χρόνος εστιάζεται στην αξία της παρούσας στιγμής ως της μοναδικής στιγμής που βιώνει το ανθρώπινο ον. Κάθε στιγμή δίνει τη θέση της σε ένα μετά για να γίνει η ίδια ένα πριν. Το μέλλον είναι η εξελικτική πορεία του παρελθόντος, μέσω του παρόντος. Η συνέχεια του νοήματος στον εκκοσμικευμένο χρόνο βρίσκεται στην παραγωγή. Ο παραγωγικός χρόνος γίνεται αξίωμα με την άνοδο του καπιταλισμού και της τεχνοεπιστήμης. Η ηθική της αξίας της εργατικότητας απαιτεί τη σωστή χρήση του χρόνου, δηλαδή τη μέγιστη παραγωγικότητα στο συντομότερο χρονικό διάστημα. Τα αξιώματα της καπιταλιστικής κοσμοεικόνας στηρίζονται στην έννοια της ταχύτητας. Ο χρόνος της εκκοσμίκευσης είναι και ο χρόνος της ταχύτητας. Τηλέγραφος, τηλέφωνο, ταχεία αμαξοστοιχία και σήμερα τρένα υψηλής ταχύτητας (TGV, Frecciarossa), γρήγορο ίντερνετ και fast food είναι συνώνυμα της ριζοσπαστικής εκκοσμίκευσης που κεφαλοποιούν τον χρόνο. Η περατότητα μετριέται πλέον στα δευτερόλεπτα και τα νανοδευτερόλεπτα. Ο φυτικός και φυσικός κόσμος δεν θα μπορούσαν να μείνουν έξω από αυτό το πλέγμα χρονοδημιουργίας. Η κεφαλαιοποίηση της φύσης ξεπετάχθηκε μέσα από τη μήτρα της τεχνοεπιστήμης του κεφαλαίου και διαμόρφωσε την έννοια του βοτανικού κήπου. (περισσότερα…)

Ερωτική νεορομαντική ποίηση

*

της ΕΛΣΑΣ ΛΙΑΡΟΠΟΥΛΟΥ

Μαρία Σύρρου,
Έτσι ελάχιστη,
Τύρφη, 2024

Στην εποχή μας, ένα μεγάλο μέρος αυτών που ασχολούνται με τη λογοτεχνία επιστρέφουν στο ρομαντικό αίτημα της αποκάθαρσης της τέχνης από το μη συγκινησιακό της περιεχόμενο. Κάνουν, δηλαδή, μια έμμεση ρομαντική κριτική στη νεωτερικότητα, ειδικά στην εργαλειοποίηση που τη χαρακτηρίζει, καθώς και στην τεχνολογική φρενίτιδα και τον θετικισμό που αποστερούν την καλλιτεχνική δημιουργία από το συναισθηματικό της περιεχόμενο και από την εστίαση στο υποκείμενο της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Ο καταιγιστικά πλέον κυρίαρχος ορθολογισμός τείνει να δημιουργήσει τον μηχανοποιημένο νέο κόσμο, όχι μόνο στους χώρους της επιστήμης και της εργασίας, αλλά και στις κοινωνικές σχέσεις και στην τέχνη, όλα γίνονται πράγματα αναλώσιμα που εξυπηρετούν τις ανάγκες της αγοράς.

Θεωρίες, τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, όπως ο φορμαλισμός, η νέα κριτική και ο δομισμός, συνδέουν τη λογοτεχνία με τη γλώσσα καθαυτή, όχι με την κοινωνική συνθήκη και την έκφραση συναισθημάτων και προσωπικής αγωνίας που οφείλει να οδηγεί στη δημιουργία του έργου τέχνης. Η πραγματικότητα υπονομεύεται, κατά τον Τοντόρωφ, από τη γλωσσική ανοικείωση. Η δομή γίνεται το τι και το πώς της τέχνης, τα συναισθήματα, το καλλιτεχνικό υποκείμενο δείχνουν να αποσύρονται προς όφελος της φόρμας.

Σε πείσμα, ωστόσο, της εργαλειακής και εργαλειοποιητικής εποχής μας, των λογοτεχνικών θεωριών και της κυρίαρχης κριτικής, η λογοτεχνική παραγωγή του 20ού και του 21ου αιώνα προκύπτει κυρίως από τη βασανιστική ανάγκη των καλλιτεχνών να αναγνωρίσουν τον εαυτό τους και τους άλλους και να μετουσιώσουν τα συναισθήματα, τους φόβους, τις ουτοπίες, τα οράματά τους, τις υπαρξιακές ανησυχίες τους, τα όνειρά τους, αναγνωρίζοντας ότι ζουν σε μια αδιέξοδη ιστορική στιγμή που η κοινωνική μηχανή τείνει να ισοπεδώσει την ανθρώπινη δυναμική. (περισσότερα…)

Παρμενίδης, Αποσπάσματα (Μετάφραση Βασίλης Κάλφας)

*

[ΠPOOIMIO]

B1

Οι φοράδες που με πάνε όσο μακριά ποθεί η ψυχή
με έφερναν, σαν μπήκαν στον δρόμο της θεάς τον ξακουστό,
που σε κάθε πόλη τον σοφό τον άνθρωπο οδηγεί.
Αυτόν τον δρόμο έπαιρνα· εκεί με πήγαιναν οι συνετές φοράδες
σέρνοντας το άρμα μου, και μπροστά τον δρόμο έδειχναν οι κόρες.
Και ο άξονας στις άκρες έβγαζε ήχο σφυριχτό
ανάβοντας, γιατί τον έσφιγγαν με δίνες διπλοί κύκλοι
και από τις δυο μεριές, όταν σπεύδαν να με σύρουν
οι κόρες του Ήλιου, ν’ αφήσουν τα δώματα της νύχτας
προς το φως τραβώντας τις καλύπτρες απ’ το κεφάλι.
Εκεί είναι οι πύλες για τους δρόμους της νύχτας και της μέρας·
ανώφλι και κατώφλι πέτρινο τις περικλείει·
ψηλά στον αιθέρα μεγάλα θυρόφυλλα τις κλείνουν,
και τα κλειδιά τα ταιριαστά η Δίκη η τιμωρός κρατά. (περισσότερα…)

Χριστουγεννιάτικα μαθήματα

*

Τέσσερα πράγματα που έμαθα από τη χθεσινή χριστουγεννιάτικη παράσταση στο σχολείο της 7χρονης κόρης μου:

Ότι η ελληνική παιδεία, όποιο περιεχόμενο κι αν δώσει κανείς στη λέξη, όποια ιδεολογική φόρτιση, είναι πασσέ, τελειωμένη υπόθεση. Σαράντα λέπτα στη σκηνή και δεν ακούστηκε ένα τραγούδι, ένα στίχος, μια μελωδία γηγενής, κοσμική ή εκκλησιαστική, δημοτική ή επώνυμη. Αλλά, αυτό είναι το ωραίο, ούτε και ευρωπαϊκή, η Άγια Νύχτα έστω της παλιάς Μεσευρώπης. Σαν να μη γιορτάσαμε ποτέ Χριστούγεννα σ’ αυτόν τον τόπο, σ’ αυτήν την ήπειρο… Όλα, απ΄ την αρχή ώς το τέλος ήταν αγγλόφωνα και αμερικάνικα, πολλά χωρίς καν σχέση με τα Χριστούγεννα – από τα γλυκερά χολλυγουντιανά χιτάκια της δεκαετίας του 1940 ώς κάτι ροκ και ποπ ακκόρντα, αναμνήσεις εφηβικές προφανώς της δασκάλας-σκηνοθέτιδος-συγγραφέως.

Ότι τα Χριστούγεννα δεν έχουν την παραμικρή πια σχέση με Χριστούς και φάτνες και Ηρώδηδες και θρησκείες και άλλα τέτοια παρωχημένα και αδιάφορα, ότι δεν έχουν σε τίποτε να κάνουν με τη διδαχή της αγάπης, της θυσίας, της προσφοράς, ό,τι κι αν πιστεύει κανείς για την ειλικρίνεια των διδάχων. Ακόμη και η υπόθεση του «έργου» ήταν κι αυτή κλεμμένη κι αγύριστη αμερικανιά. Κι αν κόπιαρε, ας πούμε, το «Μια υπέροχη ζωή» του σπουδαίου Φρανκ Κάπρα, αριστούργημα που τιμά και το σινεμά και τον χριστιανισμό και την αμερικανική τέχνη, ποιος θα είχε αντίρρηση; Όχι! Κάποιος κακός θέλει να καταργήσει τα Χριστούγεννα και τα παιδιά κινδυνεύουν να χάσουν τα ρεγάλα, αυτό ήταν το στόρυ. Έννοείται ότι η τρομερή απειλή απεφεύχθη: κανείς δεν θα στερηθεί τα ψώνια του, τα πολυκαταστήματα δεν θα χάσουν πελάτη. (περισσότερα…)

Α, εκείνες οι συμμορίες του παλιού καιρού!

*

του ΒΑΣΙΛΗ ΠΑΤΣΟΓΙΑΝΝΗ

Πέρα από τις επικές, κάπως μεγαλομανείς, διεισδύσεις του Φράνσις Φορντ Κόππολα στα εντόσθια της αμερικανικής ιστορίας και κοινωνίας, υπάρχει κι ένας «ελάσσων» Κόππολα, ακαταμάχητα πειστικός και εξίσου, αν όχι περισσότερο, αισθητικά ειλικρινής από τον πρώτο. Υπάρχουν οι Νονοί, η Αποκάλυψη, που συνήθως θεωρούνται τα δυνατά χαρτιά της φιλμογραφικής του πρόκλησης, υπάρχουν όμως και ταινίες όπως Η συνομιλία, όπως Οι άνθρωποι της Βροχής, όπως το Μια μέρα ένας έρωτας, όπως ο Αταίριαστος, που ακολουθούν μια άλλου είδους «καταγραφή», πετώντας χαμηλότερα στο κοινωνικό γίγνεσθαι, μακριά από τον ελικοφόρο βόμβο των στρατιωτικών ελικοπτέρων ή τους αιμάτινους πίδακες των πατριαρχικών δομών της ιταλικής παροικίας. Κριτικοί και κοινό έβλεπαν πολλές φορές τις δεύτερες αυτές ταινίες να επιβιώνουν χάρη στον τοκισμό τους από τις πρώτες, ως ένα συμπαθητικό πάρεργο ενός μεγαλόπνοου δημιουργικού ειρμού, ως την απαραίτητη κάμψη του δημιουργού που θα του έδινε τη φορά για ακόμη περισσότερο υψιπετείς επιτεύξεις.

Στον ανανεωμένο και αναβαπτισθέντα κινηματογράφο Cinobo Πατησίων (τον πρώην «Αλεξάνδρα» δηλαδή) είχαμε την ευκαιρία να δούμε συγκεντρωμένες κάποιες από τις δεύτερες αυτές ταινίες του Κόππολα, αλλά και να τις συγκρίνουμε με τις πρώτες. Είναι όντως μια χαρά για τον θεατή τούτη η συνύπαρξη και η δυνατότητα συγχρονικής αντιπαραβολής και δεν μπορούμε παρά να είμαστε ευγνώμονες στους υπεύθυνους του ιστορικού κινηματογράφου. Ομολογουμένως, μια τέτοια παρουσίαση θα έπρεπε να είναι καθήκον της Ταινιοθήκης της Ελλάδος, όπως γίνεται σε κάθε ευρωπαϊκή πόλη, όπου οι ταινίες δεν αντιμετωπίζονται απλώς ως πρόσχημα για την κατανάλωση ποπ-κορν, αλλά επένδυση του ανθρώπινου δημιουργικού νου. Μέχρι να ξυπνήσουν οι κρατικοί φορείς και να αποκτήσουμε μια σοβαρή κρατική κινηματογραφική πολιτική, ας χαρούμε, λοιπόν, και ας στηρίξουμε προπαντός την ιδιωτική πρωτοβουλία τού κατά κόσμον πλέον «Cinobo Πατησίων».

Aς αφήσουμε, λοιπόν, τη γειωμένη εκδοχή του road movie (πριν ακόμη το είδος προσβληθεί από τους αυτοαναφορικούς ακκισμούς του), στο Οι άνθρωποι της βροχής, όσο και τους συνταρακτικούς τόνους τής, τόσο υποτιμημένης, Σίρλεϋ Νάιτ, και του αναπάντεχης εσωτερικής υποκριτικής λιτότητας Τζαίημς Κάαν, παρά τη χαρά μας ότι τους ανακαλύπτουμε εκ νέου, και ας εστιάσουμε ειδικά στον Αταίριαστο (Rumblefish, 1983). (περισσότερα…)