Από το βάθρο του ο Δάντης

*

Ψηλά απ’ το βάθρο του ο Δάντης ατενίζει
Την κίνηση στης Σάντα Κρότσε την πλατεία
Τον κόσμο που έρχεται να πιεί έναν πρωινό καφέ
Στο μπαρ που βρίσκεται στου δρόμου τη γωνία
Ξυπνάει σιγά-σιγά η Φλωρεντία
Στήνουν τους πάγκους για τη λαϊκή
Μαζεύονται τουρίστες με τα κινητά τους
Για να φωτογραφίσουνε την εκκλησία
Να τρέξουν γρήγορα μετά στην Πιάτσα ντέλλα Σινιορία
Πιο κάτω περιμένει το Ουφφίτσι
Και οπωσδήποτε το Πόντε Βέκκιο
Αλλά τον Δάντη δεν τον ενδιαφέρουν όλ’ αυτά
Εκείνος βρίσκεται πολύ ψηλά
Άραγε πού να τον κατέταξε ο Ύψιστος Κριτής
Στην Κόλαση, στο Καθαρτήριο, στον Παράδεισο;
Ποιους να συναγελάζεται τώρα ο ποιητής
Εκείνους που όσο ήταν εν ζωή περιφρονούσε
Ή μήπως τους ανθρώπους που σεβόταν κι εκτιμούσε;
Από το βάθρο του το άγαλμα κοιτάζει
Πως μέρα με τη μέρα η γενέτειρά του αλλάζει
Όμως το ξέρει, κατά βάθος στων ανθρώπων τις ψυχές
Κι αν πέρασαν αιώνες, δεν συνέβησαν μεγάλες αλλαγές
Οι αλαζόνες ματαιόδοξοι θα μείνουν
Οι πολεμοχαρείς και οι ασεβείς ομοίως
Απ’ τους φιλάργυρους πολλά δεν περιμένει
Ούτε απ’ όσους για τις απολαύσεις μόνο ζουν

*

Από το βάθρο του εποπτεύει την πλατεία
Ολόκληρη την πόλη του, όλη την Ιταλία
Ακόμα μια φορά διατρέχει Γλώσσα και Ιστορία
Κρίνει τα πρόσωπα απ’τη Μυθολογία
Δεν του ξεφεύγει απ’ τις διαμάχες των θνητών καμμία
Απ’ τη μικρότητα και την ανοησία
Σαν δικαστής εκφέρει ετυμηγορία
Ο Δάντης Αλιγκέρι από την Φλωρεντία

ΛΗΤΩ ΣΕΪΖΑΝΗ

*

*

*