Month: Σεπτεμβρίου 2024

Μαύρο όπως νουάρ

*

του ΒΑΣΙΛΗ ΠΑΤΣΟΓΙΑΝΝΗ

Πρόσφατα προβλήθηκαν στις αθηναϊκές αίθουσες κάποιες ταινίες που χαρακτηρίζονται φιλμ νουάρ: ένας όρος που βοηθά την επικοινωνία, κυρίως αυτήν του κοινού με τους κριτικούς, όμως, όπως συμβαίνει συνήθως σε αυτές τις περιπτώσεις, αφήνει πολλά πράγματα απ’ έξω, πολλά πράγματα ασαφή. Πρόκειται, ενδεικτικά, για τη Διπλή ταυτότητα (Double Indemnity) του Μπίλυ Γουάιλντερ και την ταινία To χρήμα της οργής (Τhe Killing) του Στάνλεϋ Κούμπρικ: για δύο «κλασικές» ταινίες δηλαδή του εν λόγω είδους, που, παρότι αποκλειστικά σχεδόν αμερικανικό κατά την ακμή του και την «κυριολεκτική» του έννοια, είναι ένας γαλλικός όρος. Η «μαύρη ταινία» είναι, ουσιαστικά, ένας όρος που δόθηκε από τη γαλλική ιντελιγκέντσια (Mπαζέν, Ρομέρ, Σαρτρ…) λίγο μετά τον πόλεμο, προκειμένου να χαρακτηρίσει ταινίες στις οποίες, λόγω της λογοκρισίας στην κατεχόμενη Γαλλία, δεν είχε πρόσβαση το κοινό.

Θα ήταν δύσκολο να ορίσουμε ένα ακριβές περιεχόμενο του είδους, όπως όμως δηλώνει και ο τίτλος, υποβάλλουν μια μαύρη, πεσσιμιστική αντίληψη για τη ζωή στις αμερικάνικες μεγαλουπόλεις βασικά, με κυρίαρχα στοιχείο τον κυνισμό, την έκπτωση των ηθικών αξιών, τους, πολλές φορές, αρνητικούς ήρωες και γενικά τη διάβρωση της κοινωνίας από το έγκλημα. Η ασπρόμαυρη γενικά φωτογραφία τους προτιμά τις νυχτερινές λήψεις, τις αδρές φωτοσκιάσεις, τις ομιχλώδεις ατμόσφαιρες, που συμβάλλουν στο στυλιστικό αντίστοιχο του περιεχομένου τους. (Ο Κριστιάν Μετς αναφέρει κάπου ως χαρακτηριστικό τους γνώρισμα ακόμη και το σπίθισμα της λάμψης της κολόνας φωταερίου πάνω στο πλακόστρωτο του δρόμου). Και ταυτόχρονα, οι ήρωες και πρωταγωνιστές του βρίθουν από tough και cool guys, αδίστακτους, λιγομίλητους, αργασμένους από την έξη της παραβατικής τους βιοθεωρίας, και ερμηνευμένους από αντίστοιχης σωματικότητας άνδρες ηθοποιούς, με το τσιγάρο στην άκρη των χειλιών (Χάμφρεϋ Μπόγκαρτ, Ρόμπερτ Μίτσαμ, Έντουαρντ Ρόμπινσον κ.ά.) και από γυναίκες λιγότερο ή περισσότερο μοιραίες (Λωρήν Μπακώλ, Γκλόρια Γκρέιαμ, Άβα Γκάρντνερ κ.ά.). Σε τελική ανάλυση, το φιλμ νουάρ, αν θέλουμε να αποφύγουμε τις πολυδαίδαλες εννοιολογήσεις, είναι ένα ρίγος, ένα ρίγος που μεταδίδει μια ορισμένη εικόνα μιας κοινωνίας σε μια ορισμένη εποχή, ένα ρίγος του «κακού» που το νιώθουμε όλοι και το αναγνωρίζουμε από κοινού.

Δεν προήλθαν, σίγουρα, οι ταινίες αυτές από παρθενογένεση. Ο γερμανικός εξπρεσιονισμός του μεσοπολέμου δεν είναι αμέτοχος ως πρόγονός τους, η επίδραση της αστυνομικής λογοτεχνίας η οποία, χάρη σε έναν «νόμο» της ιστορίας της αισθητικής, περνά από το pulp περιθώριο στο επίκεντρο της λογοτεχνικής διατίμησης, είναι πιστοποιημένη (πολλές από τις ιστορίες τους ανήκουν στους Ντάσιελ Χάμετ, Ραίημοντ Τσάντλερ, Τζέημς Κέιν κ.ά.). Το ίδιο ισχύει, ως προς την καταγωγή τους, και για τον γαλλικό κινηματογράφο του μεσοπολέμου (Pepe le Moko, Quai des brumes). Αυτή η αφύπνιση του ενδιαφέροντος για το είδος, καθώς και η βάφτισή του, οφείλεται, βέβαια, στην έντονη διανοητικοποίηση της φιλολογίας περί τον κινηματογράφο στη Γαλλία καθώς και στο ευρύ δίκτυο των σχετικών περιοδικών και λεσχών που αναπτύχθηκαν μεταπολεμικά σε τούτη τη χώρα. (περισσότερα…)

Ημέρες Παπαδιαμάντη 2024

*

Τιμώντας τον μεγάλο Έλληνα συγγραφέα, η Περιφέρεια Θεσσαλίας εγκαινιάζει στη Σκιάθο το τετραήμερο 19-22 Σεπτεμβρίου έναν ετήσιο κύκλο εκδηλώσεων αφιερωμένων στο έργο του. Οι Ημέρες Παπαδιαμάντη 2024 περιλαμβάνουν ένα πλούσιο πρόγραμμα ομιλιών, συζητήσεων, λογοτεχνικών αναγνώσεων, συναυλιών και ξεναγήσεων σε ιστορικούς τόπους της Σκιάθου και διοργανώνονται με την πολύτιμη αρωγή του Δήμου Σκιάθου.

Κορμός των Ημερών Παπαδιαμάντη κάθε χρονιά θα είναι το Συμπόσιο της Σκιάθου στο οποίο θα πάρουν μέρος εφέτος 35 διακεκριμένοι συγγραφείς, στοχαστές, επιστήμονες και καλλιτέχνες από την Ελλάδα και το εξωτερικό.

Στην Εναρκτήρια Τελετή της Πέμπτης (Μπούρτζι, Πολιτιστικό Κέντρο Σκιάθου, 18:30) ο περιφερειάρχης κ. Δημήτρης Κουρέτας θα απονείμει το Βραβείο Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη στον φιλόλογο κ. Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλο, επιμελητή της ιστορικής Κριτικής Έκδοσης των παπαδιαμαντικών Απάντων (Δόμος, 1981-88). Το νέο Βραβείο θα απονέμεται κάθε χρόνο, εναλλάξ σε έναν εξέχοντα μελετητή και σε έναν ομότεχνο του κορυφαίου Σκιαθίτη, Έλληνα ή ξένο.

Η Εναρκτήρια Τελετή θα κλείσει με συναυλία του τραγουδοποιού Ορφέα Περίδη ελεύθερη για το κοινό (Μπούρτζι, Ανοιχτό Θέατρο, 20:30). Οι Ημέρες Παπαδιαμάντη θα συνεχιστούν ώς το μεσημέρι της Κυριακής 22.9. οπότε και θα ολοκληρωθούν με την ξενάγηση των συνέδρων στο Κάστρο.

Η προσωπογραφία του Α. Παπαδιαμάντη που κοσμεί τα έντυπα της διοργάνωσης είναι έργο του ζωγράφου Χρήστου Μποκόρου, φιλοτεχνημένο ειδικά για τις Ημέρες Παπαδιαμάντη 2024. Την ευθύνη για την κατάρτιση και τον συντονισμό του προγράμματος έχει ο συγγραφέας Κώστας Κουτσουρέλης.

Ακολουθεί το πλήρες πρόγραμμα των εκδηλώσεων.

(περισσότερα…)

Ο Βλαδίμηρος αποκαλύπτει στον Εστραγκόν το τρικ

*

Το μυστήριο που φέρει κάθε τι
ήταν ανέκαθεν υπόθεση ενός κλείστρου
από την άδολη έκσταση ως την καχυποψία

Αν κοιτάξω προσεκτικά απ’ την κουπαστή
οι εξαίσιοι χρωματισμοί στον ουρανό
δεν είναι παρά έντεχνα διαρρυθμισμένα led
είναι τα κυκλοδίωκτα μάτια ενός αρθρόποδου
κλώθοντας στο σάλιο του τα μέλλοντα
κι είναι των μάντεων μάτια που αχρηστεύτηκαν
κι απ’ άλλη γη τον όλεθρο μ’ άβακες αριθμούν

το δε νερό
είναι κουστούμι ορειχάλκινο
δράκου κινεζικού
που η χορική του ανάδευση
από τους ένδον του Ιωνάδες
υποδύεται κυματισμούς
κι η όλη φαντασμαγορία εν γένει έγκειται
στο γεγονός πως δεν είχα αποχωριστεί
το δέντρο μου ποτέ έως τώρα
– παναπεί δεν ταξίδεψα
ουσιαστικά ποτέ

μας έταξαν μια θάλασσα ανεξάντλητη, Γκογκό
μα πόσο αφόρητα κατάκοπη στο βάθος
μια πλαδαρή, ταβανιασμένη αιωνιότητα
συνθηκολογημένη μες στους κύκλους της
– λύκος που απαρνήθηκε το αφροδίσιο
ρίσκο των δασών
για ένα γεμάτο πιάτο και την άδοξη
στέγη ενός σκυλόσπιτου –
τους ίδιους κι απαράλλακτους ανθίζοντας νεκρούς
μ’ έναν αλγόριθμο χαμάλη στα ηνία

(περισσότερα…)

Κοιτάζοντας το κρανίο του Σίλλερ

*

του ΗΛΙΑ ΜΑΛΕΒΙΤΗ

Τον Λευτέρη Αλεξίου (1890-1964), τον Ηρακλειώτη ποιητή, τον γνώριζα κατ’ ουσίαν μόνο από το θαυμάσιο ποίημά του «Ενδεχόμενα», που είχε συμπεριλάβει κι ο Μανόλης Αναγνωστάκης στην ανθολογία του Η χαμηλή φωνή. Αργότερα έμαθα για αυτόν από τον γιο του Στυλιανό Αλεξίου, που παρουσίασε τα εργοβιογραφικά μαζί με μια ανθολόγηση της ποίησής του, στα εικοσιπέντε χρόνια από τον θάνατό του, στο περιοδικό Παλίμψηστον της Βικελαίας Βιβλιοθήκης του Ηρακλείου, τχ. 9-10, Δεκ. 1989-Ιουν. 1990, σ. 7-40 (όπου και παραπέμπω όποιον ενδιαφέρεται να μάθει περισσότερα για τον ποιητή).

Πρόσφατα, ψάχνοντας για ένα δυσεύρετο κείμενο, πήρα στα χέρια μου τη συλλογή κειμένων: Συμβολή. Μικρή Ανθολογία κειμένων για τη νεοελληνική λογοτεχνία, που εξέδωσε το ΚΕ Λύκειο Αρρένων Αθηνών στις εκδόσεις Ιωλκός το 1977. Μέσα εκεί, ανάμεσα σε άλλα ενδιαφέροντα και αρκετά ανέκδοτα ―τότε― κείμενα σημαντικών συγγραφέων μας, έπεσα πάνω σε μια μετάφραση από τον Λευτέρη Αλεξίου ενός γνωστού ποιήματος του Γκαίτε για τον Σίλλερ, το «Bei Betrachtung von Schillers Schädel». Με τη σχετική βεβαιότητα πως δεν έχει ξαναδημοσιευθεί το παρουσιάζω εδώ, με τη σύντομη εισαγωγή και τη σημείωση του μεταφραστή του, από τη μνημονευθείσα συλλογή κειμένων, που είχε επιμεληθεί ο Αθ. Φωσκαρίνης, σ. 23-24.

Το περιστατικό στο οποίο αναφέρεται το ποίημα είναι αληθινό. Είναι γνωστό πως ο Γκαίτε είχε κρατήσει το κρανίο του Σίλλερ για ένα διάστημα στο γραφείο του σε διαρκή ανάμνηση του αγαπημένου φίλου του (τώρα κατά πόσον ήταν αυτό αυθεντικό, όπως αποκάλυψε η μεταγενέστερη έρευνα, είναι ένα άλλο ζήτημα). Σε ό,τι αφορά την ποιότητα της σχέσης τους και το βάθος της εκτίμησης που έτρεφε ο Γκαίτε για τον Σίλλερ, γράφει ο Τόμας Μάνν στο Δοκίμιο για τον Σίλλερ (εκδ. Ίνδικτος, μτφρ. Θαν. Λάμπρου, 2002): «Ο αμοιβαίος θαυμασμός εμπλούτισε πράγματι και τους δύο, και όσον αφορά τον Γκαίτε ο θαυμασμός αυτός μεγαλώνει ακόμη περισσότερο μετά τον θάνατο του Σίλλερ. Είναι σαν να μην ήξερε, όσο ζούσε ο Σίλλερ, αυτό που είχε δίπλα του», και «Για αυτόν που έζησε περισσότερο, ο νεκρός έγινε ό,τι δεν υπήρξε ποτέ ο ένας για τον άλλον: ιερός. Από τα τελευταία χρόνια της ζωής του Γκαίτε έχει φτάσει ώς εμάς η απάντηση που έδωσε στη νύφη του Ottilie, όταν αυτή του είπε πως ο Σίλλερ την κάνει συχνά να πλήττει. Ο Γκαίτε έστρεψε τότε μακριά το προσωπό του κι απάντησε: “Είστε όλοι πάρα πολύ κακόμοιροι και γήινοι γι’ αυτόν”».

~.~

Κοιτάζοντας το κρανίο του Σίλλερ

(Το παρακάτω ποίημα γράφτηκε ύστερα από μιαν ανακομιδή των οστών του Σίλλερ. Ο Γκαίτε ήτανε παρών και πήρε στα χέρια το κρανίο του φίλου του. Τις χαραχτηριστικές σκέψεις του σε κείνη την περίσταση τις εστιχούργησε σ’ αυτό το ποίημα. Οι στίχοι μεταφράζονται, όσο ξέρω, για πρώτη φορά στα ελληνικά. Λευτ. Αλεξίου).

Στὸ κοιμητήρι τὸ βαθὺ καὶ σκοτεινὸ κοιτάω
μὲ πόση τάξη ἀραδιαστὰ σωπαίνουν τὰ κρανία
καὶ μὲσ’ στὸ νοῦ τὶς ἐποχὲς ποὺ ἐφύγαν μελετάω.
 
Μένουν πλάϊ-πλάϊ ὅσοι ἄλλοτε μισοῦνταν μὲ μανία·
κόκκαλα ποὺ ὡς τὸ θάνατον ἀλληλοχτυπηθῆκαν,
τώρα ἡσυχάζουν σταυρωτὰ μέσα στὴν ἡσυχία.
 
Σκόρπιες κουτάλες… Ἀπὸ ποιά φορτιὰ νὰ κυρτωθῆκαν,
κανένας δὲ ρωτάει. Μέλη γιερά, γεμᾶτα ζέση,
χέρια καὶ πόδια, π’ ἀπ’ τῆς ζωῆς τὴν ἄρθρωση λυθῆκαν…
 
Ὤ, κουρασμένοι, ἀνώφελα στὴ γῆς ἔχετε πέσει.
Δὲ σᾶς ἀφήνω ἀνάπαψη στὸν τάφο. Στὴν ἡμέρα,
στὴν ἅγια ζήση καὶ στὸ φῶς σᾶς ἔχω ἐδῶ καλέσει:
 
Τί ἕν’ ἄθλιο τσώφλι εἶν’ ἄσκοπο νὰ ὑψώνω στὸν ἀγέρα,
κι ἂς εἶχε τὸν ἐγκέφαλο τὸν πιὸ εὐγενῆ κλεισμένο.
Μὰ νά, ποὺ ἕνας παλιὸς χρησμὸς μ’ ἀκολουθεῖ ἐδῶ πέρα,
 
(σ’ ἐλάχιστους τὸ νόημά του τό ’χει φανερωμένο)
ὅταν, στὴ μέση ἀπὸ σωροὺς κοκκάλων καὶ κρανίων,
μιὰ ἀτίμητα ἱερὴ μορφὴ στὰ μάτια μου ἀνασταίνω.
 
Καὶ ἰδέ, σ᾽ αὐτὴ τὴ στενωσιά, στὴ μούχλα καὶ στὸ κρύο,
μ’ αἴστηση λευτεριᾶς πλατειᾶς εὐτὺς ἀναγαλλιάζω,
ὡς νά ’βγαινε ἀπ’ τὸ θάνατο ζωῆς ἀνάμα θεῖο!
 
Μὲ ποιά γοητεία μυστηριακὴ τὴν ὄψη σου ἀναπλάζω!
Τὰ θεῖα χαρακτηριστικά, πού ’χε ἄλλοτε κρατήσει!
Μὲ μιὰ ματιὰ μέσ’ στὴ γνωστή μου θάλασσα βουλιάζω,
 
ποὺ τόσες ξεχειλίζοντας μορφὲς* εἶχε ἀναβρύσει.
Σκεῦος, ἱερό, πού ’χεις χρησμοὺς στὸν κόσμο τόσους δώσει,
στὰ χέρια πὼς εἶμ’ ἄξιος νὰ σ’ ἔχω ἐτοῦτα κλείσει;
 
Ἀπὸ τὴ μούχλα, ὦ Θησαυρέ, ψηλὰ σ’ ἔχω σηκώσει,
καὶ πρὸς τὰ αἰθέρια τ’ ἀνοιχτά, πρὸς τὴν πλατειὰ τὴ σκέψη,
πρὸς τὸ ἠλιοφῶς ἔχω μὲ σὲ τὸν ἴδιο ἐμένα ὑψώσει.
 
Τί πιὸ πολὺ μπορεῖ κανεὶς στὸν κόσμο νὰ γυρέψει,
τὴ θέαιανα Πλάση ἂν τοῦ δοθεῖ στὰ μάτια νὰ κοιτάξει,
σὲ πνεῦμα πῶς τὰ πιὸ σκληρὰ μπορεῖ νὰ μετατρέψει,
 
κι αἰώνια πῶς τοῦ πνεύματος τὰ τέκνα νὰ φυλάξει.

*(Σ. του Μ.) Ο Γκαίτε υπαινίσσεται τους τύπους που έπλασε ο Σίλλερ στα θεατρικά έργα του.

*

*

*

Ἐμίλ Σιοράν, Πορτραίτο τοῦ πολιτισμένου ἀνθρώπου  

*

Ἐπιμέλεια στήλης-Μετάφραση
ΤΕΤΟΣ ΣΟΥΡΔΟΣ

Ὁ Ἐμίλ Σιοράν (ρουμανιστί Τσοράν) γεννήθηκε στίς 8 Ἀπριλίου τοῦ 1911 στό Ρασινάρι της Ρουμανίας. Ριζοχώρι των Καρπαθίων. Θά ἀναπολεῖ πάντοτε τίς παλιές καλές ἡμέρες πού ἔζησε ἐκεῖ. Ὁ πατέρας του, ὁ Ἐμιλιάν, ὀρθόδοξος ἱερέας. Ἡ μητέρα του, ἡ Ἐλβίρα, ἔκλινε πρός τήν ἀθεΐα. Τό 1922, ἕντεκα χρονῶν φοιτᾶ στό γερμανόφωνο Λύκειο τοῦ Σιμπίου, παρακείμενης πόλης. Περιφέρεται ἀσκόπως στά στενά σοκάκια. Πρῶτες κρίσεις ἀυπνίας. Πιθανῶς ἐκεῖ, στίς ροῦγες, «ἅρπαξε γιά πρώτη φορά τήν κακιά ἀρρώστια, τόν ἰό τῆς ἀλήθειας»… (Ἡ συνέχεια τοῦ εἰσαγωγικοῦ σημειώματος τῆς σειρᾶς, ἐδῶ).

Ἡ μανιώδης προσπάθεια νά ἐξοβελιστεῖ ἀπό τό ἀνθρώπινο τοπίο τό σόλοικο, τό ἀδόκητο καί τό ἀνόμοιο ἀγγίζει τά ὅρια τῆς ἀπρέπειας. Ἐκφράζουμε ἀσφαλῶς τή λύπη μας πού ὁρισμένες φυλές ἐξακολουθοῦν νά καταβροχθίζουν μέ εὐχαρίστηση τούς ἡλικιωμένους τους ὅταν αὐτοί ἔχουν γίνει πλέον βάρος· ὡστόσο, δέν θά δεχόμουν αὐτοί οἱ γραφικοί συβαρίτες νά ἐξοντωθοῦν· ἐξάλλου, ὁ κανιβαλισμός ἐκτός ἀπό ἕνα μοντέλο κλειστῆς οἰκονομίας εἶναι συνάμα καί μιά πρακτική πού θά μποροῦσε μιά μέρα νά δελεάσει ἕναν ἀσφυκτικά πεπληρωμένο πλανήτη. Δέν προτίθεμαι ὡστόσο νά οἰκτίρω τήν τύχη τῶν ἀνθρωποφάγων, μόλο πού διώκονται ἀνηλεῶς, ζοῦν μέσα στόν τρόμο καί εἶναι τή σήμερον οἱ μεγάλοι χαμένοι. Ἄς τό παραδεχτοῦμε: ἡ περίπτωσή τους δέν εἶναι ἀπαραίτητα ὅ,τι τό καλύτερο. Καί γίνονται ὅλο καί πιό σπάνιοι: μιά στριμωγμένη στή γωνία μειονότητα, χωρίς καμιά αὐτοπεποίθηση, ἀνίκανη νά ὑπερασπιστεῖ τήν ὑπόθεσή της. Ἐντελῶς διαφορετική εἶναι ἡ κατάσταση τῶν ἀναλφάβητων, μιᾶς σημαντικῆς ὁμάδας, προσκολλημένης στίς παραδόσεις καί στά προνόμιά της, ἐναντίον τῆς ὁποίας ἐξαπολύουμε ἀδικαιολόγητες ἐπιθέσεις. Καί γιατί δηλαδή εἶναι τόσο κακό νά μήν ξέρεις νά γράφεις καί νά διαβάζεις; Εἰλικρινά, δέν εἶμαι τῆς γνώμης αὐτῆς. Θά πήγαινα μάλιστα ἀκόμα πιό μακριά ἰσχυριζόμενος ὅτι ὅταν ἐξαφανιστεῖ καί ὁ τελευταῖος ἀναλφάβητος, θά ἔχει ἔρθει ὁ καιρός νά θρηνήσουμε τόν ἄνθρωπο.

Πρέπει νά εἴμαστε ἰδιαίτερα δύσπιστοι ἀπέναντι στό ἐνδιαφέρον πού δείχνει ὁ πολιτισμένος γιά τούς λεγόμενους καθυστερημένους λαούς. Ἀφοῦ ἀπέκαμε παλεύοντας μέ τόν ἑαυτό του, φορτώνει τώρα πάνω τους τά δεινά ἀπό τά ὁποία ὁ ἴδιος ὑποφέρει, τούς ζητά νά συμμεριστοῦν τήν αυτολύπησή του, τούς καθικετεύει νά ἀναμετρηθοῦν μέ μιά πεπρωμένη πορεία τήν ὁποία ὁ ἴδιος δέν ἔχει τή γενναιότητα νά ἐπωμιστεῖ. Παρατηρώντας πόσο τυχεροί στάθηκαν πού ἔμειναν ἀνεξέλικτοι, αἰσθάνεται ἀπέναντί τους τή μνησικακία τοῦ διαψευσμένου τολμητία. Μέ ποιό δικαίωμα στέκονται στήν ἄκρη, ἔξω ἀπό τή διαδικασία ὑποβάθμισης πού ὁ ἴδιος ἐδῶ καί τόσο καιρό ὑφίσταται χωρίς νά μπορεῖ νά ξεφύγει; Ὁ πολιτισμός, τό ἔργο του, ἡ τρέλα του, τοῦ φαίνονται σάν μιά τιμωρία πού ἐπέβαλε στόν ἑαυτό του καί πού θά ἤθελε μέ τή σειρά του νά τήν ἐπιβάλει σέ ὅσους ἴσαμε τώρα τή γλίτωσαν. «Ἐλᾶτε νά μοιραστοῦμε τίς συμφορές, σᾶς καλῶ νά ταχθεῖτε ἀλληλέγγυοι μέ τή ζωή μου στήν κόλαση», ἰδού τό νόημα πού ἔχει ἡ ἔγνοια του γι’ αὐτούς, ἡ βάση τῆς εὐμένειας καί τοῦ ζήλου του. Ἀπαυδισμένος μέ τά κουσούρια του, κυρίως ὅμως μέ τά «φῶτα» του, δέν θά ἡσυχάσει μέχρι νά τά ἐπιβάλει καί σέ ὅσους τύχῃ ἀγαθῇ ἔχουν ἀπαλλαγεῖ ἀπό αὐτά. Τή στάση αὐτή τηροῦσε ἀκόμα καί σέ μιά ἐποχή πού πενιχρά διαφωτισμένος, ὄχι καί τόσο ἀποκαμωμένος μέ τήν ὑπόθεσή του, ἀποδύθηκε στήν ἀναζήτηση τῆς περιπέτειας, σέ ἕναν ἀγώνα ἀπληστίας καί ἀτιμίας. Οἱ Ἰσπανοί, στό ἀπόγειο τῆς σταδιοδρομίας τους, θά αἰσθάνονταν σίγουρα καταπιεσμένοι τόσο ἀπό τίς ἀπαιτήσεις τῆς πίστης τους ὅσο καί ἀπό τήν αὐστηρότητα τῆς Ἐκκλησίας. Πῆραν τήν ἐκδίκησή τους μέ τήν Κονκίστα. (περισσότερα…)

Επί το μέγα ερείπιον η Ελευθερία ολόρθη

*

Διακόσια χρόνια από την έκδοση της «Λύρας»

του ΚΩΣΤΑ ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ

Ποιος δεν ξέρει τον περίφημο σολωμικό στίχο για την Ελευθερία που προβάλλει «σαν και πρώτα ανδρειωμένη» από τα ιερά κόκκαλα των Ελλήνων, όπου εκατοικούσε για αιώνες πικραμένη κι εντροπαλή; Γραμμένοι το 1823 στη Ζάκυνθο αυτοί οι στίχοι, δεν μπορούσαν φυσικά να διαβαστούν αμέσως από το άλλο μέγα τέκνο της Ζακύνθου που βρισκόταν τότε στη Γενεύη. Μακριά από την θαυμασίαν νήσο που του έδωσε την πνοήν και του Απόλλωνος τα χρυσά δώρα, ο Ανδρέας Κάλβος έγραφε, τον ίδιο καιρό, τις περίφημες Ωδές, οι δέκα πρώτες εκ των οποίων («Η Λύρα») δημοσιεύονταν πριν από διακόσια ακριβώς χρόνια στην πόλη όπου η ανεξερεύνητη τύχη των Ελλήνων θέλησε να ζει, την ίδια εποχή, και ο Ιωάννης Καποδίστριας, παραστάτης και βοηθός του Κάλβου σε μια ζωή που «έθρεψαν κι εθεράπευσαν οι ακτίνες της υπεργλυκυτάτης Ελευθερίας («Λύρα», 1, 10). Δέσποζε το 1824 στη φιλελληνική κίνηση της Γενεύης η μορφή του Καποδίστρια που ζούσε με αφάνταστες στερήσεις καθώς σχεδόν όλη του η αποζημίωση από το υπουργείο Εξωτερικών της Ρωσίας πήγαινε στις ανάγκες του Αγώνα. Αυτός, ο Καποδίστριας, είναι ο άνθρωπος που θα μεσολαβήσει στον καλό φίλο των Ελλήνων, τον Γαλλοελβετό τραπεζίτη Εϋνάρδο για να χρηματοδοτήσει και την έκδοση της «Λύρας».

Αν, όπως ο Σολωμός, είναι εύλογο να αφιερώνει και ο Κάλβος μια ωδή Εις Ελευθερίαν, ως τη μόνη δικαίωση (ή διέξοδο αν προτιμάτε) της υπάρξεως, για μας, τα «Δυστυχισμένα πλάσματα/ Της πλέον δυστυχισμένης/ Φύσεως, [που] τελειώνομεν/ Ένα θρήνον και εις άλλον/ Πέφτομεν πάλιν» αφού «κατεδικάσθημεν,/ Άθλιοι, κοπιασμένοι,/ Πάντα να κατατρέχωμεν,/ Αλλά ποτέ δεν φθάνομεν,/ Την ευτυχίαν (9, 1-2), η δική του Ελευθερία δεν γεννιέται μέσα από τα ιερά οστά των Ελλήνων, όπως η σολωμική, αλλά μέσα από τη θάλασσα, όπως περιγράφει στην περίφημη δέκατη ωδή· την ωδή που υπό τον τίτλο Ο Ωκεανός, αφηγείται τη γέννηση της Ελευθερίας, όταν μετά από μια νύκτα δουλείας αιώνων (τότε που η φύσις όλη έμοιαζε εις τα φρικτά βασίλεια του θανάτου απ’ όπου ήχος ποτέ δεν έρχεται ύμνων ή θρήνων– 10,5), φτάνει η στιγμή που οι Ώρες ανοίγουν τα ηώα Κάγκελα των μακαρίων Σταύλων και τα ακάμαντα άλογα του Ηλίου εκβαίνουν (10,6), για να φωτίσουν τους ουρανούς. (περισσότερα…)

Από την προφορική ιστορία στο δοκίμιο

*

του ΑΓΑΘΟΚΛΗ ΑΖΕΛΗ

Κωνσταντίνος Πουλής, Απ’ το αλέτρι στο smartphone:
Συζητήσεις με τον πατέρα μου, Μελάνι 2019, γ΄ έκδοση 2022

Με ρητή αναφορά στον Μάρσαλ Μακ Λούαν και προφανώς αναλογιζόμενος την εμβληματική του ρήση «το μέσον είναι το μήνυμα», ο Κωνσταντίνος Πουλής συνέγραψε ένα ενδιαφέρον κι ευανάγνωστο βιβλίο, συνδυασμό δοκιμίου με ερευνητικό υπόβαθρο και προφορικής ιστορίας. Αναφέρομαι στον Μακ Λούαν, καθώς τον ίδιο τον συγγραφέα μας δεν τον απασχολεί τόσο η μετάβαση από το τεχνολογικό μέσον «αλέτρι» στο τεχνολογικό μέσον «smartphone», όσο η μετάβαση σε διαφορετική νοοτροπία, διαφορετικό τρόπο ζωής, κουλτούρα και προτάγματα.

Το ζήτημα της τεχνολογικής εξέλιξης έχει απασχολήσει πολλούς ερευνητές και το αντίθετο θα ήταν παράδοξο. Ποιο είναι το νέο που φέρνει το βιβλίο του Κ. Πουλή; Ότι έχοντας την ακαδημαϊκή σκευή και παραθέτοντας σχετική βιβλιογραφία όπου κρίνει ότι χρειάζεται, ο συγγραφέας, έχοντας και την εμπειρία της λογοτεχνικής συγγραφής και της θεατρικής πράξης –όπως διαβάζουμε στο βιογραφικό του– συνθέτει ένα είδος διαλόγου με τον πατέρα του και άλλους ανιόντες συγγενείς –όπου κρίνει ότι χρειάζεται ή υπάρχει η σχετική ευχέρεια– κατά την εξής μέθοδο: ξεκινά από τη διαπίστωση ότι κατά τον τελευταίο αιώνα η ανθρωπότητα έχει κάνει ένα άλμα πολύ μεγαλύτερο από ό,τι την μέχρι τότε εποχή, από τη νεολιθική εποχή κιόλας, και η προηγούμενη από εκείνον γενιά βίωσε την μεταβατική εποχή στην οποία έλαβαν χώρα οι μεγάλες αλλαγές. Καταγράφει λοιπόν αφηγήσεις του πατέρα του (οι οποίες απαντούν σε δικά του ερωτήματα) που αναφέρονται σε αυτή τη μετάβαση, και καταθέτει στη συνέχεια τον δικό του σχετικό δοκιμιακό αναστοχασμό. Στις αφηγήσεις αποτυπώνεται τόσο ο παραδοσιακός τρόπος ζωής όσο και ο μετασχηματισμός του, καθώς και ο τρόπος με τον οποίο αφομοίωσε ο παραδειγματικός άνθρωπος τον μετασχηματισμό, κάτι το οποίο ίσως δεν σκέφτεται ένας άνθρωπος που μεγάλωσε όταν είχαν συντελεστεί οι μεγάλες μεταβολές.

Οι τομείς στους οποίους εστιάζει ο συγγραφέας είναι η ζωή στην παιδική ηλικία, η καθημερινή ζωή στο αγροτικό σπίτι –τεχνικός πολιτισμός της καθημερινότητας, ανθρώπινες σχέσεις, διατροφή, λαϊκή ιατρική, αγροτική οικονομία, λαϊκός πολιτισμός– οι τεχνολογίες-δημιουργήματα της βιομηχανικής επανάστασης και η μετασχηματιστική μεταβολή που επέφεραν στην καθημερινή ζωή, ο πολιτισμός της ψηφιακής κοινωνικής δικτύωσης. Η ενδεικτική τούτη καταγραφή μου αδυνατεί να αποτυπώσει το εύρος και το βάθος της παρουσίασης και της ανάλυσης, η οποία γίνεται με ένα οικείο ύφος, «κουβεντιαστό», χάρη στο οποίο το κείμενο κερδίζει αμεσότητα, χωρίς να μειωθεί η πειστικότητά του. (περισσότερα…)

Οἱ λογοτεχνικὲς μεταμορφώσεις τοῦ Ἰκάρου

*

«Ἂν ἡ τραγικὴ Ἀρχαιότητα ἔχει μέτρο της τὴ δύσκολη ἰσορροπία ἀνάμεσα στοὺς πόθους καὶ τὶς δυνατότητες τῆς ἀνθρώπινης φύσης, οἱ μεσσιανικοὶ Νέοι Χρόνοι αὐτὴ τὴ φύση ἐξαρχῆς τὴν ἀρνοῦνται. Ἡ ὑπέρβαση εἶναι τὸ ζητούμενο, ἡ τόλμη ἀνεξαρτήτως κόστους, ἡ ἀψήφηση κάθε εἴδους ὁρίων. Ὅ,τι γιὰ τὸν Ἀρχαῖο εἶναι ὕβρις, γιὰ τὸν Νεωτερικὸ ἄνθρωπο εἶναι ἀρετή. Οἱ λογοτεχνικὲς μεταμορφώσεις τοῦ Ἰκάρου ἀνὰ τοὺς αἰῶνες εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ ἐρεθιστικὰ τεκμήρια αὐτῆς τῆς κοσμοϊστορικῆς μετάβασης.

Μιὰ ἰχνηλάτηση τῶν πτήσεων τοῦ μυθικοῦ ἥρωα ἀπὸ τὸν Ὀβίδιο ὣς τὸν Γκόνγκορα καὶ ἀπὸ τὸν Μπωντλαὶρ ὣς τὴ Σέξτον.»

Ἀπὸ τὸ ὀπισθόφυλλο τοῦ βιβλίου Ἴκαροι. Ὁ φτερωτὸς ἥρωας καὶ τὰ πρόσωπά του μέσα στὸν χρόνο, Προλεγόμενα – Ἄνθολόγηση – Μετάφραση Κώστας Κουτσουρέλης, ποὺ μόλις κυκλοφόρησε ἀπὸ τὶς Ἔκδόσεις Σμίλη. Τὸ ἐκτενέστερο ἀπόσπασμα ποὺ ἀκολουθεῖ εἶναι ἀπὸ τὰ Προλεγόμενα τοῦ συγγραφέα.

~.~

Ὁ πίνακας τοῦ Πίτερ Μπρέχελ τοῦ Πρεσβύτερου Τοπίο μὲ πτώση Ἰκάρου (π. 1555) ἀνήκει στοὺς πιὸ πολυσχολιασμένους τῆς εὐρωπαϊκῆς ζωγραφικῆς. Ἐπιπλέον, πολλοὶ ποιητὲς ἐμπνεύστηκαν ποιήματά τους ἀπὸ ἐκεῖνον. Τὸ μήνυμά του εἶναι ἁπλό: γιὰ τὴν ἀτομικὴ μοίρα τοῦ καθενός, ὁ κόσμος ἀδιαφορεῖ. Τὴν ὥρα ποὺ ὁ Ἴκαρος καταποντίζεται ἀνεπιστρεπτί, τριγύρω του χαίρει ἡ φύσις ὅλη, ἡ βλάστηση ὀργιάζει, οἱ ἄνθρωποι ἀπερίσπαστοι ἐπιδίδονται στὰ ἐπιούσια ἔργα τους.

Μὲ τὴ σύλληψή του αὐτὴ ὁ Κατωχωρίτης ζωγράφος γίνεται πρόδρομος τοῦ ντεϊσμοῦ, ἑνὸς φιλοσοφικοῦ ρεύματος τῶν Νέων Χρόνων, ἰδίως του Διαφωτισμοῦ, ποὺ πρέσβευε ὅτι ὁ Θεός, καίτοι ποιητὴς τῶν ὅλων, ἅπαξ καὶ ὁλοκληρώσει τὸ θεῖο του ἔργο, παύει νὰ ἀνακατεύεται πιὰ στὰ ἀνθρώπινα· ἀποκλεισμένος κατὰ κάποιον τρόπο ἀπὸ τὴν ἴδια του τὴ Δημιουργία, δὲν παρεμβαίνει στὴ μοίρα ἑνὸς ἑκάστου, δίκαιη ἢ ἄδικη, σκληρὴ ἢ εὐμενῆ. Ἡ πάμφωτη, ἱλαρὴ Φύση τοῦ Μπρέχελ εἶναι ἡ εἰκαστικὴ μετωνυμία ἑνὸς τέτοιου, ἀμέτοχου στ’ ἀνθρώπινα, Θεοῦ. Ὁ Ἴκαρος τὴν ὥρα τῆς Πτώσεως εἶναι μόνος, ἕρμαιο τῆς εἱμαρμένης.

Δύσκολα θὰ μπορούσαμε νὰ βροῦμε ἀντίληψη ριζικότερα ἀντίθετη σ’ ἐκείνη τῆς κλασικῆς Ἀρχαιότητας. Στὸν ἑλληνικὸ μύθο καὶ στὸν ποιητὴ ποὺ κυρίως ἐνέπνευσε, τὸν Ὀβίδιο, ἡ φύση ὄχι μόνο δὲν ἀδιαφορεῖ, ἀλλὰ χαιρεκακεῖ κι ἀπὸ πάνω γιὰ τὴ συμφορὰ τοῦ Δαίδαλου. Στὶς Μεταμορφώσεις, ὁ Λατίνος ποιητὴς μνημονεύει μιὰ πέρδικα, πού, στὸ θέαμα τῆς ταφῆς τοῦ Ἰκάρου ἀπὸ τὸν πατέρα του τὸν Δαίδαλο, βγαίνει ἀπὸ τὴν κρυψώνα της καὶ φτεροκοπάει ἀπὸ χαρμονὴ καὶ ἱκανοποίηση:

Βγῆκε στὴ γῆ γιὰ νὰ τὸν θάψει ἑνὸς νησιοῦ
ποὺ ἀπὸ τότε τ’ ὀνομάζουν Ἰκαρία.
Ὅταν τοὺς εἶδε ἀπ’ τὴν κουφάλα ἑνὸς κορμοῦ
μιὰ πέρδικα κακάρισε ὅλο εὐφορία. (περισσότερα…)

Mario Andrea Rigoni, Μεταφυσική της ματαιότητας

*

Η ιστορία της ματαιότητας είναι η ιστορία του κόσμου. Η ίδια η δημιουργία δεν ήταν, σε όλη την έκταση και με όλες τις έννοιες του όρου, μια πράξη ύψιστης, απροσμέτρητης ματαιότητας; Ο Θεός δεν μπορούσε να δημιουργήσει τον κόσμο παρά μόνο έξω από τον εαυτό του, και ο κόσμος δεν μπορεί να υπάρχει παρά μόνο έξω από εκείνον και, εφόσον ο κόσμος δεν είναι και δεν θα είναι ποτέ Θεός, είναι και θα είναι πάντοτε μάταιος. Πώς θα μπορούσε να υπάρχει όχι μόνο το σύμπαν, μα κάθε ελάχιστο πράγμα, παρά μόνο μέσα στο κενό του Θεού; Πώς θα μπορούσε να ζει ο γάτος μου και πώς θα μπορούσα εγώ να είμαι διαφορετικός από αυτόν και να τον βλέπω να σκαρφαλώνει ανάμεσα στα φύλλα του σφενταμιού στον κήπο μου, παρά μόνο μέσα στο απόμακρο του Θεού;

Αν ο Θεός βρισκόταν πράγματι εδώ, αν εμείς βρισκόμασταν στην αγκαλιά του και εκείνος στη δική μας, δεν θα υπήρχε τίποτε άλλο παρά αυτός, μιας και το πεπερασμένο χάνεται στο άπειρο, το διαφορετικό στο όμοιο, με τον ίδιο τρόπο που ένα ξερό φύλλο εξαφανίζεται στη φωτιά. Μόνο στην απομάκρυνση βρίσκει χώρο το παιχνίδι του κόσμου και της γνώσης˙ αλλά, ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο, το παιχνίδι είναι επίσης αφοσιωμένο αιώνια στο ανεξήγητο. Οι Ωδές του Σολομώντος λένε πως δεν είναι δυνατόν να ερμηνευθούν τα θαύματα της κτίσης γιατί όποιος θα μπορούσε να τα ερμηνεύσει, θα χανόταν και θα απόμενε μόνο η ερμηνεία. Είμαστε εκ φύσεως καταδικασμένοι στο άγνωστο, στο ψεύτικο και στο μάταιο. (περισσότερα…)

Μια Κυριακή εγίνηκε σκόνη

*

Ο Στεφανοκουμής μπορεί να πλησίαζε τα πενήντα, μα όντε επροπάθιε έτριζεν ο τόπος. Φορούσε εκείνα τα βαριά τα στιβάνια, έστριβε και τη μουστάκα του και ήτανε ολάκερος μιαν εμορφιά.

Και δεν ήταν μονάχα η εμφάνιση του επιβλητική. Όσοι τον γνωρίζανε στα Χανιά τονε θαύμαζαν και για την καθάρια ψυχή ντου. Ντόμπρος ο Κουμής, πάντα ήτονε δίκαιος με ούλους τσι αθρώπους. Και στην παρέα πρώτος. Να πει την καλή του κουβέντα, να γελάσει, να πει το ριζίτικο του και μετά να σύρει και ντρέτα το ζάλο του.

Από την μέρα όμως που μπήκε στο σπιτικό του εκείνοσάς ο λιγδιάρης ο παρατρεχάμενος του βουλευτή και του πε για τα κοπέλια του, πως μπορεί να τα διορίσει όπου θέλει άμα…, ο Στεφανοκουμής εσυννέφιασε. Επροπάθιε στο δρόμο ζαλισμένος και σκεφτότανε τα κοπέλια του, τον Σήφη και τον Παναγή. Ήξερε την δύσκολη ζωή απού ’χανε στο χωριό. Γι’ αυτόν δεν τον ένοιαζε μήτε για το Λενιώ. Τα κοπέλια του όμως;

Είπε το ναι ο Στεφανοκουμής. Το ’πε στον λιγδιάρη και ο αναθεματισμένος τον κράτησε τον λόγο του. Εβόλεψε καταπώς υποσχέθηκε και τον Σήφη και τον Παναγή.

Από τότες, κάθε φορά που είχε εκλογές, ο Κουμής έτρεχε ξοπίσω από το βουλευτή. Τον κράτησε κι αυτός το λόγο του. Μα το Λενιώ όμως ανησυχούσε. Έβλεπε τον άντρα τση πια, να περπατεί σαν τον γάτη. Μετά από λίγο καιρό τον έβλεπε και καμπούριαζε εξαιτίας της συνήθειας που απόκτησε να σκύβει για να μην τονε βλέπουνε οι γνωστοί του. Ασπρίσανε τα μαλλιά του γρήγορα και τ’ αστραφτερά του μάθια εξεθώριασαν. Εσταμάτησε και τσι παρέες και καταγινόταν μόνο με τα χωράφια του.

Θαρρώ πως μου είπανε –δεν ξέρω αν είναι αλήθεια– πως κάθε μέρα ο Στεφανοκουμής εμίκραινε μέχρι –λέει– που μια Κυριακή εγίνηκε σκόνη τόσο δα μικρή που την πήρε και την σκόρπισε ο αγέρας…

Το σίγουρο πάντως, γιατί ήμουνα εκεί, είναι πως στα σαράντα του Κουμή, οι γιοί του είχανε κάθε λογής κεράσματα για τον κόσμο που ήρθε στο μνημόσυνο. Στο κάτω κάτω της γραφής, τα κοπέλια έπρεπε να τιμήσουνε τον πατέρα τους που τους έκανε αθρώπους..

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Α. ΣΤΑΥΡΟΥΛΑΚΗΣ

*

*

*

Προχωρούμε ανάποδα

*

του ΣΩΤΗΡΗ ΓΟΥΝΕΛΑ

«Κάναμε ό, τι μπορούσαμε στην μετά τον Διαφωτισμό εποχή, για να καταστρέψουμε το μυθικό, να παραχωρήσουμε το μη λογικό στις «καλές τέχνες», τις οποίες διαφοροποιήσαμε από την σοβαρή φιλοσοφική σκέψη. Έτσι κατα­στρέψαμε την κοσμοθεωρία (η έμφαση στήν λέξη κόσμος), την κατανόηση του κόσμου, στον οποίο ζούμε, ως μυστηρίου, ως ιερής πραγματικότητας πολύ πιο ευρύτερης από ό, τι το ανθρώπινο μυαλό μπορεί να συλλάβει ή να περιλάβει, ως μιας κοσμικής λειτουργίας, όπως περιγράφει τον κόσμο ό Έλληνας Πατέρας της Εκκλησίας Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής τον έβδομο αιώνα.»

Μητροπολίτου Περγάμου Ιωάννη, Η Κτίση ως Ευχαριστία, Ακρίτας, σ. 43.

«[…] υψώθηκε ενας ουμανισμός, ο οποίος ήθελε να είναι η συνέχεια του ελληνικού ουμανισμού, αλλά που υπήρξε ακριβώς το αντίθετό του. Για τους Έλληνες η φύση ήταν το μέτρο των πάν­των καί η επιστήμη προσέφερε την αρετή. Στό εξής η φύση θα είναι αντικείμενο και η επιστή­μη θα προσφέρει την εξουσία […] για να γίνει δύ­ναμη και αναγγελία της βασιλείας του ανθρώπου, βίαιη ανάκριση της φύσης και κατάφα­ση της απόλυτης εξουσίας του υποκειμένου που την κατανοεί για να την κυριαρχήσει».

Κώστα Παπαϊώάννου, Η αποθέωση της ιστορίας, Εναλλακτικές Εκδόσεις, σ. 110-111.

«Οι δύο τελευταίοι πόλεμοι δεν ήσαν παγκόσμιοι∙ ήσαν ευρωπαϊκοί. Όχι μόνον επειδή είχαν γενέθλιο τόπο και επίκεντρο την Ευρώπη, αλλά και διότι συνέβαλαν στην αυτοκτονία της Ευρώπης. Αυτό το έβλεπε με καθαρό μάτι ο Μαλαπάρτε, όταν παρακολουθούσε τα πεδία των μαχών στις στέπες της Ρωσίας. Την αυτοκτονία δεν την είδε στον φόνο των τέκνων της Ευρώπης. Καθώς υποχωρούσαν τα σοβιετικά στρατεύματα, οι χωρικοί έσπευδαν να μετατρέψουν σε εκκλησίες τις αποθήκες των κολχόζ, που ήσαν πρώην εκκλησίες. Ύστερα έρχονταν οι Γερμανοί και εστάβλιζαν εκεί τα άλογά τους. Εδώ είναι που είδε την αυτοκτονία της ψυχής της Ευρώπης: ότι ο πολιτισμός αυτός πλέον εξήντλησε τα περιθώρια του πνεύματός του».

Χρήστου Μαλεβίτση, «Πολιτεία και ερημιά», Άπαντα, τόμ. 3, Αρμός, σ. 227.

Από χρόνια μου κάνει εντύπωση ένα πράγμα: αφού υπάρχουν δεκάδες αν όχι εκατοντάδες κείμενα σπουδαία, κείμενα που αποκαλύπτουν όχι μονάχα τις όψεις της ζωής αλλά και τις παραμορφώσεις της, γιατί δεν ασχολούμαστε με αυτά, γιατί ψάχνουμε ολοένα κάτι άλλο και γιατί στο τέλος παραμερίζουμε όλα αυτά –αυτό κάνει ο σύγχρονος άνθρωπος– για να βάλουμε στη θέση τους ποιο πράγμα; Τις έξυπνες μηχανές;

Μου φαίνεται ότι ένας λόγος είναι ότι δεν ξέρουμε ανάγνωση! Συν τω χρόνω ό τρόπος που διαβάζουν οι άνθρωποι άρχισε να κάνει νερά, χανόταν η συγκέντρωση στο συγκεκριμένο, προωθούσαν αφηρημένο λόγο και αφηρημένες καταστάσεις με αποτέλεσμα μαζί με την εισβολή θετικισμού και θετικών επιστημών, μαζί δηλαδή με τη γενική μαθηματικοποίηση να χάσουμε το νόημα των λέξεων, των φράσεων, των στίχων, των συλλογισμών, προπαντός των συνθέσεων και να παραδοθούμε σε ένα είδος διογκωμένου παρόντος που στραμμένο εντελώς στο μέλλον θέλει ο άνθρωπος να ζει τη στιγμή χωρίς μνήμη και χωρίς διάρκεια. (περισσότερα…)

Ηλειακές μνήμες του 1969

*

Στη μνήμη του πατέρα μου

Φέτος το ταξίδι για το χωριό του πατέρα μου δεν ήταν ατέλειωτο, όπως τότε, αρχές της δεκαετίας του ’50, που ταξιδεύαμε με τον καρβουνιάρη, φορώντας ό,τι πιο πρόχειρο, για να μην λερωθούμε από τη μουτζούρα του. Ήταν πιο γρήγορο κι από το ταξίδι που κάναμε, αργότερα, με το «πολυτελές», και αρκετά ταχύτερο, ωτομοτρίς.

Τώρα, μετά από πολλά χρόνια, ταξιδεύαμε άνετα με το ΙΧ του πατέρα μου και σταματούσαμε όπου θέλαμε, όποτε θέλαμε. Κι όταν φτάσαμε στην Αμαλιάδα, δεν χρειάστηκε να φορτώσουμε, όπως τότε, τις αποσκευές μας πάνω στη σκεπή τού λεωφορείου-σακαράκα, όπου μέσα στοιβάζονταν οι επιβάτες με προορισμό την Εφύρα και το Σιμόπουλο. Εμείς κατεβαίναμε πάντα πιο πριν, στού Μπεζαΐτη, όπως έλεγαν τότε την Κεραμιδιά, τρίτο χωριό μετά το μεγαλοχώρι του Χάβαρη και τη μικρή Ντάμιζα.

Η διαδρομή από την Αθήνα ώς το χωριό μου φαινόταν μαγευτική. Όλα γνωστά, τα είχα δει πολλές φορές, μα σήμερα μου φαίνονταν καινούργια, διαφορετικά από άλλοτε· δεν μου ’κανε όρεξη να ρίξω ούτε ένα βλέμμα στο βιβλίο, που είχα πάρει μαζί μου για το μακρύ ταξίδι. Όλη την ώρα παρατηρούσα γύρω αμίλητη και σκεπτόμουν… σκεπτόμουν…

Απόγευμα της Μεγάλης Παρασκευής φτάσαμε στο σπίτι του αδελφού τού πατέρα μου. Όλοι μάς περίμεναν στην αυλή, κάτω από την πελώρια, σχεδόν αιωνόβια μουριά, την ίδια όπου σκαρφάλωνε παιδί ο πατέρας μου. Το παλιό σπίτι όμως, το πατρικό, δεν υπήρχε πιά. (περισσότερα…)