
*
του ΓΙΩΡΓΟΥ ΧΩΜΑΤΗΝΟΥ
Ειρήνη Καραγιαννίδου
Συρτός στα τρία
Πανοπτικόν 2023
Όταν πριν από κάμποσα χρόνια είχα διαβάσει για πρώτη φορά τη δεύτερη ποιητική συλλογή της Ειρήνης Καραγιαννίδου, Παραθαλάσσιο οικόπεδο (Πανοπτικόν, 2017), μου είχε έρθει στον νου ένα απόσπασμα από τους Δακτύλιους του Κρόνου του Μαξ Ζέμπαλντ· ένα απόσπασμα που εκκινεί από την απλή παρατήρηση ότι οι ψαράδες σπάνια πιάνουν κουβέντα με τον διπλανό τους. Στα μάτια του Ζέμπαλντ, παρόλο που έχουν όλοι τους το βλέμμα στυλωμένο στην Ανατολή και κοιτάζουν τον ορίζοντα να ροδίζει στο φως του δειλινού και της αυγής, μοιάζουν να είναι ολομόναχοι και να μην εμπιστεύονται παρά μόνο τον εαυτό τους.
«Αμφιβάλλω», γράφει, «κατά πόσο όλοι αυτοί οι άνδρες κάθονται μέρες και νύχτες ατέλειωτες στην ακτή μόνο και μόνο προσμένοντας, όπως ισχυρίζονται, να δουν τους μέρλαγκες να περνούν στα ανοιχτά, τα καλκάνια να γλιστρούν προς την επιφάνεια ή τους μπακαλιάρους να βγαίνουν στα ρηχά. Μάλλον μού φαίνεται ότι απλώς προτιμούν να βρίσκονται σε ένα μέρος όπου έχουν πίσω τους τον κόσμο και μπροστά τους την απόλυτη απεραντοσύνη».1
Γιατί όμως μου είχε έρθει στον νου αυτό το απόσπασμα διαβάζοντας το Παραθαλάσσιο οικόπεδο της Καραγιαννίδου; Στη μεθόριο της όχθης που βρίσκονται οι ψαράδες του Ζέμπαλντ, στο όριο δηλαδή όπου η ξηρά συναντά την επιφάνεια του νερού, εκείνοι, με γυρισμένη την πλάτη τους στον κόσμο, δεν έχουν να πουν πολλά γι’ αυτόν, «έχουν όμως να πουν για τα ναυάγια πολλά», που λέει κι ένας στίχος της ποιήτριας, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται και οι ίδιοι τους οι εαυτοί – όπως ακριβώς στο μπεκετικό μονόπρακτο Όχι εγώ, όπου ο εαυτός καταρρέει και το μόνο που απομένει είναι ένα Στόμα, να χάσκει έρημο στο χάος, ναυάγιο που μετρά, οργιά με την οργιά, την άβυσσο της απόγνωσης.
Σε μια τέτοια μεθόριο προσομοιάζει και ο τόπος στον οποίο βασιλεύει η Ποίηση˙ τον έχει περιγράψει χαρακτηριστικά η Μαντώ Αραβαντινού στη Γραφή Ε’ με τους παρακάτω στίχους:
Η όχθη ήτανε άγνωστη και η πανίδα εξίσου
ακινησία του σώματος ακινησίες τοπίου
πλην εκείνα τα ρίγη
πλην χαμηλές θερμοκρασίες και μυστικές επαφές
που διασπούν την υγρασία του σώματος
και μεταδίδουν την πρώτη υποψία της κίνησης
που δεν είναι καμία
Το Παραθαλάσσιο οικόπεδο, λοιπόν, αποτελεί τον ποιητικό τόπο (ή μη-τόπο, αν προτιμάτε) μέσα από τον οποίο αναδύεται το στόμα της ποίησης της Καραγιαννίδου, σηματοδοτώντας μια προγεννησιακή υποψία του ποιητικού σώματος που έπεται να αναδυθεί. Αναφέρομαι στη μορφή, την εικόνα αυτού του ποιητικού στόματος και όχι στη φωνή του, δεδομένου ότι το φως, που καθορίζει την εικόνα, ταξιδεύει πολύ πιο γρήγορα από τον ήχο. Έπρεπε λοιπόν να περάσουν έξι ολόκληρα χρόνια από εκείνη τη συλλογή για να ακουστεί η φωνή που είχε βγάλει εκείνο το στόμα, μέσω της νέας της συλλογής, Συρτός στα τρία (Πανοπτικόν, 2023).
Η ποιήτρια που στο Παραθαλάσσιο οικόπεδο μάς συστήθηκε ως «Ειρήνη, γένος απροστάτευτο» (τύπος αίματος μηδέν «ρέζους αρνητικό», εκείνος δηλαδή που δίνει σε όλους, μα παίρνει μόνο από τον εαυτό του), σε αυτή την τρίτη συλλογή έχει εξελιχθεί σε «βραχνή προφήτισσα», για να ξυπνήσω λίγο στη μνήμη σας τον Χρήστο τον Μπράβο, που, νομίζω, θα αγαπούσε πολύ αυτή τη συλλογή. Από μιας αρχής, ο τίτλος της, Συρτός στα τρία, παραπέμπει στον γνωστό παραδοσιακό χορό. Εμείς στην Ευρυτανία απ’ όπου κατάγομαι τον λέμε βλάχικο: απλός χορός, αργός, που στην ανάγκη χορεύεται μόνο με φωνή κι έχει φορά αντίθετη προς τους δείκτες του ρολογιού, πάει δηλαδή κόντρα στη λήθη και τον θάνατο˙ αυτή ακριβώς η εναντίωση συνιστά και την καταστατική πρόθεση αυτής της συλλογής. Μπαίνοντας κανείς στα ψαχνά της, διαπιστώνει ότι κάθε ποίημα, πέρα από τον τίτλο του, συνοδεύεται κι από έναν ψευδότιτλο που παραπέμπει ευθεία σε δημοτικό τραγούδι. Η φωνή στην οποία αναφέρθηκα προηγουμένως, ακούγεται από το πρώτο κιόλας ποίημα˙ σαν κραυγή.
ΕΞΟΔΙΟ
(Τραπέζια να μην βάλετε, τραγούδια να μην πείτε)
Αντιπαθώ θανάσιμα κάθε λογής μνημόσυνα Τρισάγια,
γενέθλια, γάμων επετείους και ονομαστικές εορτές
προπάντων ό,τι συνοδεύει επί τη ευκαιρία τόσων χρόνων
Φαντάσου η μνήμη
να μην είναι όπως λένε
άφθαρτη κι αιώνια
Να κουράζεται να ταξιδεύει κι αργά αλλά
σταθερά να φυλλοροεί κι αυτή
Όλη, εκτός από εκείνη που πρόλαβε να πάρει ο νεκρός μαζί του,
που δεν πρόφτασε να σβήσει όπως ο λαμπτήρας του ηλεκτρικού
που αιφνίδια καθώς καίγεται μαζί του σβήνουν όλα
χαμόγελα ας πούμε, χειρονομίες ύστατες, μορφασμοί που
δεν κατάφεραν να εκδηλωθούν, το τρίξιμο της πόρτας,
ο ήχος των κλειδιών στη μηχανή
Φαντάσου ακόμη, να είχε διασωθεί η κραυγή
Στην τελική της χούφτας διαστολή
Πάνω στο ξόδι το δικό σου
Γιατί ο πατέρας αργούσε να ξεχάσει.
*
Η συλλογή ξεκινά με ένα ξόδι ακόμη ζεστό, που αρνείται να ξεπέσει στην ψυχρότητα της συνήθειας. Από δω κι ύστερα, μετά από αυτή την κραυγή, η φωνή βραχνιάζει, γίνεται μπάσα και απειλητική, καθώς τραβάει τη ρίζα, να δει πόσο αντέχει και μέχρι πού φτάνει, κι αρχινάει να προφητεύει τα χθεσινά μελλούμενα. Από δω κι ύστερα, κάθε στίχος αφού διαβάζεται ξεγράφεται, κι απομένει μονάχα ο αντίλαλος της ανάγνωσής του, με τα γυρίσματα και τα τσακίσματά της φωνής: πάει να πει, με την αυθεντική γραφική ύλη του δημοτικού τραγουδιού.
Ο Παντελής Μπουκάλας, στον πρώτο τόμο της μνημειώδους σειράς δοκιμίων του για το δημοτικό τραγούδι Πιάνω γραφή να γράψω…, αναφέρεται στο «θαμβωτικό προτέρημα αυτών των δημοτικών ποιημάτων: συνιστούν», λέει, «γεγονότα σώματος και ψυχής˙ είναι σημεία βαθύτερα της γλώσσας». Και πώς το πετυχαίνουν αυτό; Όπως, κατ’ αναλογία, το πετυχαίνει η Καραγιαννίδου: «Παντρεύοντας αχώριστα ρυθμό και νόημα, μέλος και εικόνα, δηλούμενο και υποδηλούμενο, αφηγηματικό και λυρικό, φυσικό και υπερφυσικό, επάνω τόπο και κάτω κόσμο, φύση και ανθρώπους, ομάδα και άτομο, σεμνό και προκλητικό, γενέθλιο και τελεσίδικο, κοινό και αλλόκοτο, σκωπτικό και φιλάνθρωπο, ζωηφόρο και πένθιμο, πραγματικό και υπερρεαλιστικό, αρχαιότατο και καινοτόμο». Μια αλληλουχία από ζευγαρώματα που, όταν καρπίζουν, όλα μαζί γεννάνε τον αντιφατικό τρόπο λειτουργίας της ανθρώπινης ύπαρξης.
Έχει ένα ποίημα η Καραγιαννίδου με αυτόν τον τίτλο, «Modus operandi», στην καρδιά του οποίου είναι φυτεμένος τρυφερά ένας στίχος για «τις άμοιρες προσπάθειες των Τρώων», που παραπέμπει ευθεία στην πρώτη στροφή των «Τρώων» του Καβάφη:
Είν’ η προσπάθειές μας, των συφοριασμένων˙
είν’ η προσπάθειές μας σαν των Τρώων.
Κομμάτι κατορθώνουμε· κομμάτι
παίρνουμ’ επάνω μας· κι αρχίζουμε
νάχουμε θάρρος και καλές ελπίδες,
για να του απαντήσει η ποιήτρια, αυτή τη φορά από την άλλη μπάντα του χαμού:
Αρμάτωσαν λογιών-λογιών καράβια
συγκρούστηκαν έξω από τείχη
στρατοί, ζιπούνες κι άρματα κι
Όσο που μάκραινε η βάρκα
Μίκραινε η χαρά
Χτυπούσε ξύλο ο ραψωδός˙
Χάθηκε τ’ αλογάκι
Μαμάκα φώναξε, φώναζε αχ μανούλα.
«Η πραγματική μας εθνικότητα: θνήσκουμε», που λέει κι ο Καρούζος, ο οποίος, ειρήσθω εν παρόδω, προτάσσει την ίδια καβαφική στροφή ως μότο στο ποίημά του «Φθινόπωρο 1953», εκεί όπου «Γάτες με κίτρινα αινίγματα έμπαιναν αθόρυβα στην ψυχή [τ]ου», για να ξορκίσουν πιθανότατα «Το κίτρινο του φόβου μας που θα ήταν καναρίνι» – αν δεν ήταν όλα μάταια – στο ποίημα «Βάτοι κι αγκάθια» της Καραγιαννίδου.
Όλες αυτές οι συνομιλίες καθίστανται μπορετές, δίχως να καταλάβουμε «πώς πέρασε τα σύνορα η ώρα», γιατί η ποίηση, εν γένει, είναι μια ταπεινή σκυτάλη που ταξιδεύει στον χρόνο από χέρι σε χέρι, από γιορτή σε γιορτή, από πένθος σε πένθος. «Δεν υπάρχει διαθήκη στην παράδοση – κληρονομείς τον σπόρο και δουλεύεις», άφησε σύσταση στις Μέρες Η’ ο Σεφέρης. Αυτό είναι που κάνει και η Καραγιαννίδου: δουλεύει ταπεινά και σεβαστικά, κι αργά-αργά, όπως οι μυρωδιές, θες δεν θες, σου περνάει στο αίμα:
Μιαν αφορμή γυρεύουνε να ξαναγεννηθούν
Κυρίως αν σε πιάσουνε στον ύπνο
Μαύρα νύχια, σβέρκο ακούρευτο
Τσίκνα η απελπισία στις γιορτές
Ό,τι εμπεριέχει δημοτικό τραγούδι μέσα στο χαρμάνι του, συνομιλεί απευθείας με τις γιαγιάδες και τους παππούδες μας, πάει να πει με την παιδική μας ηλικία, πάει να πει με το πρόσφατο και το απώτατο παρελθόν. Ποιο παρελθόν όμως; Της επίσημης ιστοριογραφίας που το έχει ξαπλώσει στο κρεβάτι του Προκρούστη, αποστειρωμένο από τα βιώματα και τις εμπειρίες των απλών ανθρώπων; Ή ένα μπενγιαμινικό παρελθόν που ονειρεύεται το μέλλον, επιχειρώντας να ρηγματώσει τον ιστορικό χρόνο – «λίγο χορτάρι εκεί στη χάσκουσα σχισμή», που λέει και η Καραγιαννίδου –, συνδέοντας τους κοινωνικούς αγώνες του σήμερα με τους ανεκπλήρωτους αγώνες του χτες; Δίνοντας φωνή, δηλαδή, σε όλες τις χαμένες περιπτώσεις, σε αυτούς που χαράμισαν τις ζωές τους και κανείς δεν θυμάται πια να πει τα ονόματά τους; Ιδού τι ρωτάει η ποιήτρια:
Αυτός που δεν ακούστηκε Άραγε δεν υπήρξε
Σε μαύρη τρύπα νανουρίστηκε, όχι σε αγκαλιά;
«Όχι σε αγκαλιά;»
Μ’ αυτά και μ’ αυτά, φτάνουμε στο τέλος αυτής της εισήγησης. Κλείνω με ένα ποίημα, δίχως τίτλο, που υπάρχει στο έβγα της συλλογής. Θα μπορούσε να είναι σκαλισμένο σε τάφο άγνωστου ποιητή ή αδικοχαμένου ανθρώπου: στα Τέμπη, ας πούμε, ή αλλού.
Τα ονόματα εκείνων που ξεχάστηκαν δες
κάποτε σηκώνουνε μπαϊράκι – Γλωσσίδια ξέφρενα
χτυπούν τους θόλους, καμώνονται τους ζωντανούς
βαθμιαία εκποιώντας την υπομονή μας
αθροίζουνε τις μνήμες τους με αυτοψίες πρωθύστερες
κι όλα τα ενδεχόμενα της σχετικότητας πολιορκούν –
σαν αχθοφόρος μοναχά από περίσσιο πείσμα
η ετυμηγορία των αβάπτιστων
φορτώνεται, όπως σε τσέπη μελλοθάνατων φορτώνεται
το υστερόγραφο κι ύστερα μούγκα
Μακάριοι οι νοήμονες που κήδεψαν μ’ αξιοπρέπεια
τα ομόθυμα φωνήεντα, μακάριοι οι ονειροπόλοι που
ανανεώνουνε τα επιμύθια στο πι και φι, μακάριοι
κυρίως οι αναλφάβητοι, που δε σκαμπάζουν γρυ
από νι και σίγμα.
Το κείμενο εκφωνήθηκε κατά την παρουσίαση της συλλογής στην Αθήνα, στο βιβλιοκαφέ «Zatopek», στις 9 Μαρτίου 2024.
~.~
1 . G. Sebald, Οι Δακτύλιοι του Κρόνου (Άγρα, 2009, μτφρ. Γιάννης Καλιφατίδης), σ. 66-67.
~.~