*
Μετάφραση-Σχόλια-Επιμέλεια στήλης
ΦΩΤΗΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ
Το 1259, ο Μποναβεντούρα, έβδομος «γενικός διάκονος» των Μινοριτών αδελφών, επισκέφθηκε το όρος Βέρνα για να προσκυνήσει το μέρος όπου ο Φραγκίσκος της Ασίζης, 33 χρόνια πρωτύτερα, είχε βιώσει το σεραφεικό όραμα έπειτα από το οποίο δέχθηκε και έφερε τα στίγματα του εσταυρωμένου. Εμπνευσμένος από το όραμα (το εξαπτέρυγο Σεραφείμ δέσμιο στον σταυρό) και την ίδια την εμπειρία της εκστατικής θέασης στην οποία ανατάθηκε ο Φραγκίσκος, ο Μποναβεντούρα συνέλαβε την ιδέα να συγγράψει έναν οδηγό των έξι σταδίων απ’ τα οποία πρέπει να διέλθει ο ανθρώπινος νους για να φθάσει στην υπέρθετη θέαση του Θεού και, κατόπιν, στη μυστική, ειρηνική ένωση μαζί του. Στο έργο αυτό έδωσε τον τίτλο «Οδοιπορικό του νου μες στον Θεό» (Itinerarium mentis in Deum). Αποτελεί το πιο προσωπικό έργο του και συνάμα: την κορωνίδα της φραγκισκανικής μυστικής γραμματείας και ένα από τα πιο ρηξικέλευθα έργα σχολαστικής μεταφυσικής.
Ο Μποναβεντούρα ξεκινά από δύο βασικές παραδοχές της πλατωνικής παράδοσης: α) ότι η πρόσβαση στο θείο αποτελεί τη θεμιτή επιβράβευση μιας ανοδικής πορείας του «νου» την οποία κινητοποιεί η διαλεκτική και β) ότι στη Δημιουργία ο νους συναντά τα «ίχνη», το «αποτύπωμα» του Δημιουργού. Η πρώτη παραδοχή βαστάζει την ίδια τη βασική μεταφορά του έργου, με την απαραίτητη επισήμανση ότι ο Μποναβεντούρα δεν περιγράφει ποτέ το οδοιπορικό του ως μια πορεία «προς» (ad) τον Θεό, αλλά, πάντοτε, ως μια πορεία «μέσα» (in) στον Θεό. Τη δεύτερη καθοδηγητική πλατωνική ιδέα ο Μποναβεντούρα την προσαρμόζει στο αυγουστίνειο τρίπτυχο «έξω», «μέσα», «ύπερθεν», εντοπίζοντας, δηλαδή, τα ίχνη, την εικόνα και τις ομοιώσεις του Θεού και στις τρεις επικράτειες που οριοθετούν τον ανθρώπινο νου: τον εξωτερικό κόσμο, τον εσωτερικό κόσμο, και τον ίδιο τον Θεό.
Εντούτοις, και σε αυτό έγκειται η βασική πρωτοτυπία του «Οδοιπορικού», ο Μποναβεντούρα αναπτύσσει το τρίπτυχο αυτό σε τρία ζεύγη ενατενίσεων, ένα για κάθε επικράτεια, για αυτό και περιγράφει «έξι» στάδια της ανάβασης του νου μες στον Θεό. Τον διπλασιασμό σε κάθε τμήμα του τριπτύχου, τον σηματοδοτεί σταθερά με τις προθέσεις per (μέσω) και in (εντός, μέσα). Εκθέτοντας, λόγου χάρη, τον τρόπο θέασης του Θεού στον εξωτερικό κόσμο, ο Μποναβεντούρα εξηγεί ότι τούτη μπορεί να λάβει χώρα είτε «μέσω» των ιχνών του στον κόσμο, είτε «μέσα» σε αυτά. Ο πρώτος τρόπος είναι, για τον Μποναβεντούρα, κατώτερος. Οδηγεί σε μια έμμεση γνώση του Θεού. Είναι άλλο πράγμα να συνάγεις την ύπαρξη του Θεού «από» τα ίχνη των θείων ενεργειών στο σύμπαν, και είναι ολωσδιόλου υπέρτερο να είσαι σε θέση να δεις τον ίδιο τον Θεό «μέσα» στα δημιουργήματά του. Η ίδια λογική διέπει τη διαφοροποίηση των σταδίων ενατένισης όταν συζητιούνται ο εσωτερικός κόσμος (ο ίδιος ο νους) και το όνομα (η ουσία) του Θεού.
Έχοντας περάσει από αυτά τα στάδια, ο νους είναι πια έτοιμος για την τελική υπέρβασή του μες στον Θεό. Τούτη επιτυγχάνεται με τη σίγαση και την κατάργηση των ίδιων των νοητικών δυνάμεων και με την έξαρση του συναισθήματος: του μυστικού έρωτα προς τον Θεό.
Το ΝΠ δημοσιεύει το «Οδοιπορικό» σε δύο συναπτές αναρτήσεις: τη σημερινή της Μ. Πέμπτης και την αυριανή της Μ. Παρασκευής.
~.~
ΜΠΟΝΑΒΕΝΤΟΥΡΑ ΝΤΑ ΜΠΑΝΙΟΡΕΤΖΙΟ
Οδοιπορικό του Νου μες στον Θεό [1]
Πρόλογος
1 . Στην αρχή[2], σε εκείνη την πρώτη αρχή από την οποία απορρέει κάθε φώτιση, τον Πατέρα των φώτων από τον οποίο προέρχεται κάθε χάρισμα αγαθό και κάθε τέλειο δώρημα[3], στον αιώνιο, λοιπόν, Πατέρα, απευθύνω δέηση μέσω του Υιού Του, του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, με τη μεσιτεία της υπεραγίας Παρθένου Μαρίας, μητέρας του ίδιου του Θεού και Κυρίου μας Ιησού Χριστού, καθώς και του μακάριου Φραγκίσκου, πατέρα και οδηγού μας: να φωτίσει τα μάτια[4] του νου μας και να οδηγήσει τα βήματά μας στο μονοπάτι της ειρήνης[5] Του που υπερβαίνει κάθε κατανόηση[6]. Τούτην ακριβώς την ειρήνη ανήγγειλε και επιδαψίλευσε ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός[7]. Και αυτό το κήρυγμα επανέλαβε ο πατέρας μας Φραγκίσκος[8], ο οποίος ξεκινούσε και κατέληγε κάθε κήρυγμά του με ένα μήνυμα ειρήνης, και σε κάθε του χαιρετισμό απηύθυνε ευχή ειρήνης, και σε κάθε θέαση ακριβοποθούσε την εκστατική ειρήνη, ωσάν να ήταν πολίτης εκείνης της Ιερουσαλήμ για την οποία μιλά ο άνθρωπος εκείνος της ειρήνης που ήταν ειρηνικός και με όσους μισούν την ειρήνη[9]: ‘Να εύχεστε αυτά που φέρνουν την ειρήνη στην Ιερουσαλήμ’[10]. Γνώριζε, βέβαια, ότι, τον θρόνο του Σολομώντα τον στέριωνε η ειρήνη, αφού έχει γραφτεί: Στην ειρήνη φτιάχτηκε η πατρίδα του, και η στέγη του είναι στη Σιών[11].
2 . Όταν, λοιπόν, ακολουθώντας το παράδειγμα του μακαριότατου πατέρα Φραγκίσκου, αναζητούσα με πνεύμα ασθμαίνον αυτήν την ειρήνη (εγώ, ναι, ο αμαρτωλός, που ως έβδομος διάδοχος του ίδιου του μακαριώτατου πατέρα μας ανέλαβα τη θέση του γενικού διακόνου της αδελφότητάς μας αν και ήμουν από κάθε άποψη ανάξιος), συνέβη από θεία βουλή τούτο: μια μέρα, πολύ κοντά στην τριακοστή τρίτη επέτειο από το Πέρασμα του ίδιου του μακαρίου άνδρα[12], ανέβηκα στο όρος Βέρνα[13], ένα μέρος γαλήνιο, παρακινημένος από την επιθυμία να αναζητήσω με έρωτα την πνευματική ειρήνη. Όσο ήμουν εκεί, και ενώ μελετούσα τρόπους ανάβασης του νου μες στον Θεό, μου ήρθε στον νου, μεταξύ άλλων, το θαύμα που στον ίδιον τόπο είχε συμβεί στον μακάριο Φραγκίσκο, το όραμα, δηλαδή, του φτερωτού Σεραφείμ καθ’ ομοίωση του Σταυρωμένου[14]. Συλλογιζόμενος αυτό το όραμα, συνειδητοποίησα αμέσως πως δεν έδειχνε απλώς τον πατέρα μας να υψώνεται στη θέαση του Θεού, αλλά και τον τρόπο με τον οποίο είχε φθάσει σε αυτή.
3 . Διότι τα έξι φτερά πρέπει να κατανοηθούν ορθά ως έξι ανατάσεις φωτισμού τις οποίες μετέρχεται η ψυχή, αποτελώντας, κατά κάποιον τρόπο, σκαλοπάτια ή ενδιάμεσους προορισμούς, προκειμένου να περάσει, μέσα από εκστατικές υπερβάσεις που χαρίζει η χριστιανική σοφία, στην ειρήνη. Η πορεία αυτή καθίσταται εφικτή αποκλειστικά μέσω του διάπυρου έρωτα για τον Σταυρωμένο, έρωτα που τόσο βαθιά μεταμόρφωσε τον Παύλο, τον μεταφερμένο ραγδαία στον τρίτο ουρανό[15], σε Χριστό, ώστε να δηλώσει: Με τον Χριστό είμαι καρφωμένος στον σταυρό, και τώρα δεν είμαι εγώ αυτός που ζει, παρά ζει μέσα μου ο Χριστός[16]. Και ο ίδιος έρωτας τόσο βαθιά απορρόφησε τον νου του Φραγκίσκου ώστε ο νους του αποτυπώθηκε στη σάρκα του, και ο Φραγκίσκος έφερε στο σώμα του για δύο χρόνια πριν τον θάνατό του τα ιερότατα στίγματα του πάθους. Επομένως, η εικόνα του εξαπτέρυγου Σεραφείμ παρεμφαίνει τα έξι στάδια φώτισης, που ξεκινούν από τα δημιουργήματα και εκτείνονται έως τον Θεό, το κατώφλι του οποίου κανείς δεν διαβαίνει δικαίως παρά μόνον μέσω του Σταυρωμένου. Γιατί όποιος δεν μπαίνει από την πόρτα αλλά σκαρφαλώνει από αλλού, είναι κλέφτης και λωποδύτης[17]. Αλλά αν κάποιος εισέλθει όντως από αυτήν την πόρτα, θα μπορεί να εισέρχεται και να εξέρχεται και να έχει στη διάθεσή του βοσκή[18]. Για αυτόν τον λόγο λέει ο Ιωάννης στην Αποκάλυψη: Μακάριοι εκείνοι που πλένουν τα ρούχα τους με το αίμα του αμνού, για να έχουν εξουσία πάνω στο δέντρο της ζωής, και για να εισέρχονται στην πολιτεία από τις πύλες[19]. Φαίνεται να εννοεί πως δεν μπορεί κανείς να εισέλθει στην ουράνια Ιερουσαλήμ μέσω της θέασης, εάν δεν περάσει από το αίμα του Αμνού, που αποτελεί την πύλη. Γιατί κανένας δεν είναι ορθά διατεθειμένος για τις θεϊκές θεάσεις που οδηγούν σε υπερβάσεις του νου παρά εάν είναι, μαζί με τον Δανιήλ, άνθρωπος των επιθυμιών[20]. Αλλά οι βαθιές επιθυμίες φλογίζονται μέσα μας με δύο τρόπους: από την κραυγή της προσευχής, που κάνει κάποιον να ωρύεται από τον στεναγμό της καρδιάς[21], και από το θάμβος της ενατένισης, δια της οποίας ο νους στρέφεται πιο άμεσα και έντονα στις ακτίνες του φωτός.
4 . Στον στεναγμό, λοιπόν, της προσευχής μέσω του σταυρωμένου Χριστού, με το αίμα του οποίου καθαριζόμαστε από τη βρομιά της φαυλότητας[22], προσκαλώ αρχικά τον αναγνώστη, μη τυχόν και πιστέψει πως αρκεί η ανάγνωση χωρίς το χρίσμα[23], η ενατένιση χωρίς την αφοσίωση, η διερεύνηση χωρίς τον θαυμασμό, η περισυλλογή χωρίς την αγαλλίαση, η φιλεργία χωρίς την ευσέβεια, η γνώση χωρίς την αγάπη, η κατανόηση χωρίς την ταπεινοφροσύνη, η μελέτη χωρίς τη θεία χάρη, η ενατένιση χωρίς τη θεϊκά εμπνευσμένη σοφία. Επομένως, στους προδιατεθειμένους από τη θεία χάρη, στους ταπεινούς και τους ευσεβείς, στους μεταμελημένους και αφοσιωμένους, στους χρισμένους με το λάδι της αγαλλίασης[24], στους εραστές της θείας σοφίας και σε όσους φλέγονται από την επιθυμία για αυτήν, σε εκείνους που θέλουν να επιδοθούν στο να δοξάζουν, να θαυμάζουν και να ευφραίνονται με, τον Θεό, προτείνω τις ακόλουθες ενατενίσεις, αφού πρώτα σας εμπιστευθώ πως λίγο ή τίποτα δεν αξίζει η ενατένιση του εξωτερικού κόσμου, αν ο καθρέφτης του νου δεν έχει καθαριστεί και γυαλιστεί. Εξασκήσου, λοιπόν, πρώτα, άνθρωπε του Θεού, στο κεντρί της μετανοούσας συνείδησης προτού σηκώσεις τα μάτια σου στις ακτίνες της σοφίας που λαμπυρίζουν στον καθρέφτη του νου, μη τυχόν και από την ενατένιση αυτών των ακτίνων εκπέσεις στο βαθύτερο βάραθρο της σκοτεινιάς.
5 . Μου φάνηκε σωστό να χωρίσω την πραγματεία μου σε επτά κεφάλαια, εισάγοντάς τα με τίτλους ώστε το περιεχόμενό τους να γίνει πιο εύκολα κατανοητό. Και εκλιπαρώ να δοθεί περισσότερη σημασία στην πρόθεση του συγγραφέα παρά στο ίδιο το έργο, στο νόημα των λεγομένων παρά στο ακαλλιέργητο ύφος, στην αλήθεια παρά στην ομορφιά, στην καλλιέργεια του συναισθήματος παρά στην πληρότητα της κατανόησης. Και για να συμβεί αυτό, τις ενατενίσεις αυτές δεν πρέπει να τις διατρέχει κανείς με ελαφρότητα, αλλά να τις σταθμίζει εξονυχιστικά.
Εδώ ολοκληρώνεται ο πρόλογος.
~.~
Τίτλοι των κεφαλαίων
Κεφάλαιο Πρώτο: τα στάδια της ανάβασης μες στον Θεό και η ενατένιση του Θεού μέσω των ιχνών του στο σύμπαν
Κεφάλαιο Δεύτερο: για την ενατένιση του Θεού στα ίχνη του σε αυτόν τον αισθητό κόσμο
Κεφάλαιο Τρίτο: για την ενατένιση του Θεού μέσω της εικόνας του που χαράσσεται στις φυσικές μας δυνάμεις
Κεφάλαιο Τέτατρτο: για την ενατένιση του Θεού μέσω της εικόνας του που αναμορφώνεται από τα δώρα της χάρης
Κεφάλαιο Πέμπτο: για την ενατένιση της θείας ενότητας μέσω του αρχικού της ονόματος, του «είναι»
Κεφάλαιο Έκτο: για την ενατένιση της μακαριότατης Τριάδας στο όνομά της, το «αγαθό»
Κεφάλαιο Έβδομο: για την πνευματική και μυστική υπέρβαση, κατά την οποία χαρίζεται ανάπαυση στη νόηση, ενώ μέσω της υπέρβασης το συναίσθημά μας περνά ολοκληρωτικά στον Θεό
Εδώ ολοκληρώνονται οι τίτλοι των κεφαλαίων
~.~
Εδώ ξεκινά η ενατένιση του φτωχού στην ερημιά
Κεφ. 1
Τα σκαλοπάτια της ανάβασης μες στον Θεό και η ενατένιση του Θεού μέσω των ιχνών του στο σύμπαν
1 . Μακάριος είναι ο άνθρωπος στον οποίο έρχεται βοήθεια από σένα. Την καρδιά του έχει βάλει σε ταξίδια υψηλά, στην κοιλάδα των δακρύων, στον τόπο που ο ίδιος έχει θέσει[25]. Η μακαριότητα δεν είναι τίποτα άλλο από την απόλαυση του άριστου αγαθού, και αφού το άριστο βρίσκεται πάνω από εμάς, κανένας δεν μπορεί να φθάσει στη μακαριότητα εκτός και αν υπερβεί τον εαυτό του, με μια ανάβαση όχι του σώματος, μα της καρδιάς. Αλλά δεν μπορούμε να υψωθούμε πάνω από τον εαυτό μας παρά μόνον εάν μια ανώτερη δύναμη μας σηκώσει. Όπως και να διαταχθούν τα σκαλοπάτια εντός μας, τίποτα δεν επιτυγχάνεται αν δεν συνοδευθούν από θεία βοήθεια. Θεϊκή βοήθεια όμως συνδράμει εκείνους που την αναζητούν με την καρδιά τους ταπεινά και ευλαβικά, και αυτό σημαίνει να στενάζουν για αυτήν στην κοιλάδα των δακρύων, δηλαδή με διάπυρη προσευχή. Έτσι, η προσευχή είναι η μητέρα και πηγή της ανοδικής πορείας. Για αυτόν τον λόγο ο Διονύσιος, στη Μυστική Θεολογία[26], θέλοντας να μας εκπαιδεύσει στις υπερβάσεις του νου, προλογίζει το έργο του με μια προσευχή. Ας προσευχηθούμε, λοιπόν, και ας απευθύνουμε στον Κύριο τον Θεό μας τα λόγια: Δείξε μου τον δρόμο σου, Κύριε, και εγώ θα φθάσω στην αλήθεια σου. Ας αγαλλιάζει η καρδιά μου που φοβάται το όνομά σου[27].
2 . Εκφέροντας αυτήν την προσευχή, λαμβάνουμε το φως δια του οποίου αναγνωρίζουμε τα στάδια της θείας ανάβασης. Άλλωστε, σε συνάφεια με την ίδια μας τη φύση, ολόκληρος ο κόσμος αποτελεί μια σκάλα για την ανάβασή μας μες στον Θεό. Κάποια πράγματα είναι ίχνη, κάποια άλλα είναι εικόνες, κάποια είναι σωματικά, κάποια πνευματικά, κάποια είναι έγχρονα, κάποια αιώνια, κάποια βρίσκονται έξω από εμάς, κάποια εντός μας. Για να φθάσουμε να ξεδιακρίνουμε την πρώτη αρχή, η οποία είναι απολύτως πνευματική, αιώνια και ύπερθεν των ανθρώπων, πρέπει να περάσουμε μέσα από ίχνη που είναι σωματικά και έγχρονα και έξω από εμάς, και να πορευθούμε, δηλαδή, στο μονοπάτι του Θεού. Πρέπει να εισδύσουμε στον νου μας, που συνιστά εικόνα του Θεού, πνευματική, αιώνια και τοποθετημένη μέσα μας, πράγμα που ισοδυναμεί με το να εισέλθουμε στην αλήθεια του Θεού. Πρέπει να εξαρθούμε σε αυτό που είναι αιώνιο, απολύτως πνευματικό και πάνω από εμάς, και να αγναντέψουμε την πρώτη αρχή, αγαλλιάζοντας με τη γνώση του Θεού και τρέφοντας δέος απέναντι στο Μεγαλείο του.
3 . Αυτό υποδηλώνει η πορεία των τριών ημερών στην έρημο[28]. Αυτό υποδηλώνουν οι τρεις φάσεις του φωτός μέσα στη μέρα[29]: η πρώτη ως δειλινό, η δεύτερη ως ξημέρωμα, η τρίτη ως μεσημέρι. Αυτό υποδηλώνουν οι τρεις τρόποι ύπαρξης των πραγμάτων: ως ύλη, ως νόηση και ως αιώνια τέχνη, όπως άλλωστε έχει γραφτεί: να δημιουργηθεί, δημιούργησε, δημιουργήθηκε[30]. Το ίδιο υποδηλώνει και η τριπλή υπόσταση του Χριστού, ο οποίος είναι η σκάλα μας, δηλαδή η σωματική, η πνευματική και η θεϊκή.
4 . Σε αντιστοιχία με αυτήν την τριπλή εκδίπλωση, ο νους μας διαθέτει τρεις βασικούς τρόπους να θωρεί τα πράγματα. Ο πρώτος είναι εκείνος που στρέφεται στα εξωτερικά σωματικά πράγματα, εξ ου και ονομάζεται φυσικός ή αισθητικός. Ο δεύτερος στρέφεται στον εαυτό του και μέσα του, εξ ου και ονομάζεται πνεύμα· ο τρίτος στρέφεται ύπερθεν αυτού, και υπό αυτήν την έννοια ονομάζεται νους. Με όλους αυτούς τους τρόπους πρέπει να προετοιμαστεί κανείς ώστε να ανυψωθεί μες στον Θεό και να τον αγαπήσει με όλη του την καρδιά, με όλη του την ψυχή, και με ολόκληρο τον νου του[31]. Και σε αυτό συνίσταται η πλήρης τήρηση του Νόμου καθώς και η χριστιανική σοφία.
5 . Καθένας από τους προαναφερθέντες τρόπους μπορεί να διπλασιαστεί, αναλόγως εάν συλλογίζεται κανείς τον Θεό ως το άλφα και το ωμέγα[32], ή αναλόγως εάν χρησιμοποιεί κανείς τους προαναφερθέντες τρόπους για να δει τον Θεό μέσω ενός καθρέφτη ή στον ίδιο τον καθρέφτη, ή, τέλος, αναλόγως εάν οι τρόποι στοχασμού αξιοποιούνται συνδυαστικά ή απολύτως μεμονωμένα. Είναι, επομένως, αναγκαίο αυτοί τα τρία στάδια να εξελιχθούν σε εξάδα ούτως ώστε, όπως ακριβώς ο Θεός δημιούργησε ολόκληρο τον κόσμο σε έξι ημέρες και αναπαύθηκε την έβδομη, έτσι και στον ανθρώπινο μικρόκοσμο, έξι διαδοχικά στάδια της φώτισης να οδηγήσουν ομαλότατα στη γαλήνια ενατένιση. Αυτό συμβολίζουν τα έξι σκαλοπάτια που οδηγούν στον θρόνο του Σολομώντα[33], τα έξι φτερά των Σεραφείμ που είδε ο Ησαΐας[34], οι έξι ημέρες που πέρασαν μέχρι ο Κύριος να καλέσει τον Μωυσή από τη μέση της νεφέλης[35] καθώς και ότι ο Χριστός ύστερα από έξι ημέρες, όπως αφηγείται ο Ματθαίος, οδήγησε τους μαθητές του στο βουνό και μεταμορφώθηκε μπροστά τους[36].
6 . Επομένως, τα έξι σκαλοπάτια της ανάβασης μες στον Θεό, αντιστοιχούν στα έξι στάδια των δυνάμεων της ψυχής με τα οποία ανεβαίνουμε από τα βάθη στα ύψη, από τα εξώτερα στα ενδότερα, από τα έγχρονα στα αιώνια. Τούτα είναι η αίσθηση, η εξεικόνιση, η λογική, η νόηση, η διανοητικότητα και το ανώτατο στάδιο του νου, δηλαδή η σπίθα της ηθικής συνείδησης[37]. Αυτά τα στάδια είναι εγκατεσπαρμένα μέσα μας από τη φύση, παραμορφώνονται από την αμαρτία και αναμορφώνονται από τη χάρη. Πρέπει να εξαγνιστούν από τη δικαιοσύνη, να εκγυμναστούν με τη μάθηση και να τελειοποιηθούν με τη σοφία.
7 . Όταν πλάσθηκε αρχικά η φύση του, ο άνθρωπος δημιουργήθηκε τέτοιος ώστε να είναι ικανός για τη γαλήνη της θέασης, για αυτό και ο Θεός τον τοποθέτησε σε έναν παράδεισο τέρψεων[38]. Αλλά στρέφοντας τον εαυτό του μακριά από το φως το αληθινό σε ευμετάβλητα αγαθά, ανέτρεψε τον εαυτό του με δική του ευθύνη, όπως και ολόκληρο το ανθρώπινο γένος με το προπατορικό αμάρτημα, το οποίο μόλυνε την ανθρώπινη φύση διπλά: τον νου με την άγνοια, και τη σάρκα με τη φιληδονία. Εξ ου και ο άνθρωπος, τυφλωμένος και συντετριμμένος, στέκει στο έρεβος και δεν μπορεί να δει το φως του ουρανού εκτός και αν τον προστρέξουν η δικαιοσύνη και η χάρη ενάντια στη φιληδονία, και τον βοηθήσουν η γνώση με τη σοφία ενάντια στην άγνοια. Όλα αυτά πραγματοποιούνται μέσω του Ιησού Χριστού, ο οποίος κατέστη για εμάς η εκ του Θεού σοφία και δικαιοσύνη και ο εξαγιασμός και η λύτρωση[39]. Και καθώς είναι η δύναμη και η σοφία του Θεού[40], ο ενσαρκωμένος Λόγος, γεμάτος χάρη και αλήθεια[41] , μας έδωσε τη χάρη και την αλήθεια, μας εμφύσησε, δηλαδή, τη χάρη της αγάπης, η οποία, όταν προέρχεται από καρδιά αγνή, από συνείδηση αγαθή και από πίστη ανυπόκριτη[42], ανορθώνει όλη την ψυχή με τους τρεις τρόπους θεώρησης που αναφέρθηκαν παραπάνω. Έχει διδάξει τη γνώση της αλήθειας σύμφωνα με τις τρεις κατευθύνσεις της θεολογίας: τη συμβολική, την αναπαραστατική και τη μυστική. Με τη συμβολική μαθαίνουμε να αξιοποιούμε σωστά τα αισθητά πράγματα. Με την αναπαραστατική αξιοποιούμε σωστά τα νοητά. Και με τη μυστική αναπαλλόμαστε σε υπερβάσεις που ξεπερνούν τον νου.
8 . Επομένως, εκείνος που επιθυμεί να ανέλθει μες στον Θεό, και αποφεύγοντας, ασφαλώς, το σφάλμα που παραμορφώνει τη φύση, είναι αναγκαίο να εξασκεί τις προαναφερθείσες φυσικές του δυνάμεις για να αναμορφώσει τη χάρη, και τούτο μέσω της προσευχής. Πρέπει να καθαρθεί μέσω της δικαιοσύνης, και αυτό στον καθημερινό βίο. Πρέπει να φωτιστεί με γνώση, και τούτο μέσω του στοχασμού. Και πρέπει να τελειοποιήσει τη σοφία του, και τούτο μέσω της θέασης[43]. Τώρα, όπως κανείς δεν φθάνει στη σοφία παρά μόνο μέσω της χάρης, της δικαιοσύνης και της γνώσης, έτσι δεν φθάνει και κανείς στη θέαση πάρα μόνον μέσω του εναργούς στοχασμού, του πανάρετου βίου και της ευλαβικής προσευχής. Όπως ακριβώς η χάρη αποτελεί το θεμέλιο της αστρέβλωτης θέλησης και της λάμψης της εναργούς λογικής, έτσι και εμείς πρέπει πρωτίστως να προσευχόμαστε, κατά δεύτερον να ζούμε ενάρετα, κατά τρίτον να προσηλωνόμαστε στην ενατένιση της αλήθειας, και, διατηρώντας την προσήλωσή μας, να ανυψωνόμαστε σταδιακά ώσπου να φθάσουμε στην κορυφή του βουνού, εκεί όπου είναι δυνατόν να δει κανείς τον Θεό των θεών, στη Σιών[44].
9 . Αφού, λοιπόν, πρέπει να ανεβούμε πριν κατεβούμε τη σκάλα του Ιακώβ[45], ας τοποθετήσουμε το πρώτο σκαλοπάτι της ανάβασης στον μυχό, μετερχόμενοι το σύνολο του αισθητού κόσμου σαν έναν καθρέφτη μέσω του οποίου περνάμε μες στον Θεό, τον υπέρτατο τεχνίτη, και να γίνουμε αληθινοί Εβραίοι που αντιπέρασαν από την Αίγυπτο στη γη που ο Θεός υποσχέθηκε στους Προγόνους τους[46]. Και να γίνουμε Χριστιανοί που αντιπέρασαν μέσω του Χριστού από αυτόν τον κόσμο στον Πατέρα[47], και να γίνουμε εραστές αυτής της σοφίας που μας καλεί και λέει: Προσέλθετε σε μένα όσοι με λαχταράτε και χορτάστε από τους καρπούς μου[48]. Από το μέγεθος και την ομορφιά των δημιουργημάτων είναι δυνατόν να ιδωθεί εγνωσμένα ο Δημιουργός τους[49].
10 . Η ύψιστη δύναμη και σοφία και καλοσύνη του Δημιουργού λάμπει στα δημιουργήματα, με τρόπο που η σωματική αίσθηση τις μεταβιβάζει στην ενδότερη αίσθηση με τρεις τρόπους. Γιατί η σωματική αίσθηση υπηρετεί τη νόηση είτε εκείνου που διερευνά τα πράγματα με τη λογική, είτε εκείνου που πιστεύει με πίστη βαθιά, είτε εκείνου που επιδιώκει τη θέαση με τον νου. Εκείνος που θεάζεται εξετάζει την εν ενεργεία ύπαρξη των πραγμάτων, εκείνος που πιστεύει εξετάζει τη φυσιολογική ροή των πραγμάτων, ενώ εκείνος που στηρίζεται στη λογική, εξετάζει τη δυνητική τους τελειότητα.
11 . Στον πρώτο τρόπο θεώρησης, εκείνον της θέασης, ο άνθρωπος εξετάζει τα πράγματα αυτά καθεαυτά, διακρίνοντας σε αυτά το βάρος, τον αριθμό και το μέτρο[50]. Ως προς το βάρος, εξετάζει το μέρος στο οποίο έλκονται. Ως προς τον αριθμό, εξετάζει πώς διαφοροποιούνται. Και ως προς το μέτρο επικεντρώνεται σε αυτό δια του οποίου καθορίζονται. Και έτσι βλέπει κανείς σε αυτά τον τρόπο, την εμφάνιση και την τάξη, καθώς επίσης και την ουσία, τη δύναμη και την ενέργεια. Από αυτά μπορεί κανείς να ορμηθεί ωσάν από ίχνη και να κατανοήσει την απέραντη δύναμη, σοφία και αγαθότητα του Δημιουργού.
12 . Στον δεύτερο τρόπο θεώρησης, εκείνος που πιστεύει εξετάζει τον κόσμο ως προς την απαρχή, τη ροή και το τέλος του. Μέσω της πίστης καταλαβαίνουμε ότι το έγχρονο σύμπαν δημιουργήθηκε από τον Λόγο[51] της ζωής. Μέσω της πίστης πιστεύουμε ότι οι εποχές των τριών νόμων –δηλαδή της φύσης, της Γραφής και της χάρης– διαδέχονται η μία την άλλη και και ρέουν με απόλυτη τάξη. Μέσω της πίστης πιστεύουμε ότι ο κόσμος θα σβήσει με την τελική κρίση. Και διαπιστώνουμε στην πρώτη τη δύναμη, στη δεύτερη την πρόνοια και στην τρίτη τη δικαιοσύνη της ύψιστης αρχής.
13 . Στον τρίτο τρόπο θεώρησης, εκείνος που διερευνά δια της λογικής διαπιστώνει ότι κάποια πράγματα απλώς υπάρχουν, κάποια άλλα και υπάρχουν και ζουν, ενώ κάποια άλλα υπάρχουν, ζουν και διαθέτουν αντίληψη. Και τα πρώτα είναι ήσσονα, τα δεύτερα βρίσκονται στη μέση της αλυσίδας ενώ τα τρίτα είναι ανώτερα. Και βλέπει επίσης κανείς ότι κάποια πράγματα είναι μόνον σωματικά ενώ κάποια είναι εν μέρει σωματικά και εν μέρει πνευματικά. Από αυτό συνάγει ότι κάποια είναι εξ ολοκλήρου πνευματικά και είναι καλύτερα και υπεράξια σε σύγκριση με τα υπόλοιπα. Βλέπει, επίσης, κανείς καθαρά ότι κάποια πράγματα είναι μεταβλητά και φθαρτά -όπως τα γήινα- και κάποια που είναι μεταβλητά και άφθαρτα -όπως τα ουράνια σώματα. Και από αυτό συνάγει ότι υπάρχουν όντα που είναι αμετάβλητα και άφθαρτα, όπως τα υπερουράνια. Από τα ορατά πράγματα, επομένως, ο άνθρωπος ανυψώνεται ώστε να αντιληφθεί τη δύναμη, σοφία και αγαθότητα του Θεού σαν κάτι το υπαρκτό, ζωντανό και νοήμον[52], εξ ολοκλήρου πνευματικό και άφθαρτο και αμετάβλητο.
14 . Αυτή η εξέταση, ωστόσο, επεκτείνεται σε συμφωνία με την επταπλή σύσταση των δημιουργημάτων, μαρτυρώντας με επτά τρόπους τη θεία δύναμη, σοφία και αγαθότητα: θεωρώντας δηλαδή την εκπήγαση, τη μεγαλοσύνη, την πληθύ, την ομορφιά, την πληρότητα, την ενέργεια και την τάξη. Η εκπήγαση[53] μαρτυρεί τη θεία δύναμη, σοφία και αγαθότητα, παρεμφαίνοντας τη δημιουργία, τη διαφοροποίηση και τον καλλωπισμό όλων των πραγμάτων κατά το έργο των έξι ημερών: η δημιουργία των πάντων εκ του μηδενός μαρτυρεί τη δύναμη, η ξεκάθαρη διαφοροποίηση των δημιουργημάτων μαρτυρεί τη σοφία και η αφειδώλευτη ομορφιά τους μαρτυρεί την αγαθότητα. Η μεγαλοσύνη επιτείνει την εξέταση χάρις στην τεράστια έκταση -μήκους, πλάτους και βάθους-, όπως φαίνεται στη διάχυση του φωτός. Χάρις στην αποτελεσματικότητα της ενέργειάς του, η οποία είναι εσωτερική, συνεχής και διαχεόμενη, όπως στη λειτουργία της φωτιάς, το μέγεθος δείχνει φανερά την απεραντοσύνη της δύναμης, της σοφίας, και της αγαθότητας του τριαδικού Θεού, που ενυπάρχει απεριόριστη σε όλα τα πράγματα μέσω της δύναμης, της παρουσίας και της ουσίας του. Η πληθύς επιτείνει την εξέταση χάρις στην ποικιλία γενών, ειδών και ατομικών πραγμάτων που υπάρχουν στην υποκείμενη ύλη, στη μορφή ή το σχήμα, και στην επάρκεια. Τούτα διασταυρώνονται πέρα από κάθε ανθρώπινο υπολογισμό, συνεπάγονται δε και παρεμφαίνουν την, απεραντοσύνη των προαναφερθεισών ιδιοτήτων του Θεού. Η ομορφιά[54] των πραγμάτων, η οποία εκδηλώνεται μέσω της ποικιλίας των φώτων, του σχήματος και του χρώματος στα απλά, μικτά, ακόμα και στα σύνθετα σώματα, όπως τα ουράνια σώματα, τα ορυκτά, οι πέτρες και τα μέταλλα, τα φυτά και τα ζώα, προφανώς διακηρύσσει τις τρεις προαναφερθείσες ιδιότητες, δηλαδή τη δύναμη, τη σοφία και την αγαθότητα του Θεού. Τις παρεμφαίνει και η πληρότητα[55], χάρις στην οποία η ύλη λαμβάνει τόσες μορφές σε συμφωνία με τους σπερματικούς λόγους. Η μορφή είναι γεμάτη με την αλκή που προσιδιάζει στην εν ενεργεία δύναμη. Η αλκή αυτή επιφέρει πάμπολλα αποτελέσματα (λειτουργώντας, ασφαλώς, ως υπόβαθρο της αποτελεσματικότητας) διακηρύσσοντας, και αυτή, τις τρεις ιδιότητες. Η ενέργεια είναι πολύπλευρη, άλλοτε φυσική, άλλοτε προϊόν τέχνης, και άλλοτε ηθική, και φανερώνει με την πολυσχιδέστατη ποικιλία της την απεραντοσύνη της δύναμης, της τέχνης και της αγαθότητας, που στέκει για όλα τα πράγματα ως «η αιτία της ύπαρξής τους, η βάση της κατανόησής τους, και το υπόβαθρο της τάξης της ζωής»[56]. – Η τάξη, τέλος, η οποία εκδηλώνεται στη διάρκεια, τη θέση και την ανωτερότητα, δηλαδή στο πριν και το μετά, στο πάνω και το κάτω, στο ευγενές και το κοινό, στο βιβλίο της δημιουργίας ξεκάθαρα υποσημαίνει την πρωταρχικότητα, την υψηλότητα και την αξία της πρώτης αρχής, που μεταφράζεται σε άπειρη δύναμη. Στη Γραφή η τάξη των θείων νόμων, παραγγελμάτων και κρίσεων, υποσημαίνει ξεκάθαρα την απεραντοσύνη της σοφίας. Η τάξη των θείων Μυστηρίων, ευεργεσιών και ανταποδόσεων στο σώμα της Εκκλησίας, υποσημαίνει την ατερμοσύνη της αγαθότητας. Η τάξη αυτή, λοιπόν, μας παίρνει από το χέρι και μας οδηγεί ξάστερα στο πρώτο και το ύψιστο, στο κραταιότερο, το σοφότερο και το άριστο.
15 . Για αυτόν τον λόγο, εκείνος που αποτυγχάνει να φωτιστεί από τη φωτοβολή της δημιουργίας, είναι τυφλός· εκείνος που δεν μπορεί να ξυπνήσει από τόσο δυνατές κραυγές, είναι κουφός· εκείνος που δεν δοξάζει τον Θεό παρατηρώντας όλα τα αποτελέσματα της δράσης του, είναι μουγγός· εκείνος που αποτυγχάνει να στραφεί στην πρώτη αρχή έχοντας μπροστά του τόσες ενδείξεις, είναι άμυαλος. – Για αυτό, άνοιξε τα μάτια σου, τείνε τα αυτιά του πνεύματός σου, λύσε τα χείλη σου και εμπιστεύσου[57] την καρδιά σου ώστε σε όλα τα δημιουργήματα να μπορέσεις να δεις, να ακούσεις, να δοξάσεις, να αγαπήσεις και να λατρεύσεις, να μεγαλύνεις και να τιμήσεις τον Θεό σου, γιατί αλλιώς ολόκληρη η πλάση θα ξεσηκωθεί εναντίον σου. Για αυτό γράφτηκε ότι όλη η πλάση θα πολεμήσει τους άμυαλους[58], ενώ θα χαρίσει δόξα στους μυαλωμένους, οι οποίοι αναφωνούν μαζί με τον Προφήτη: μου ανοίγεις την καρδιά, Κύριε, με όσα έπλασες, και πλημμυρίζω από χαρά με τα έργα που προέρχονται από τα χέρια σου[59]. Μα πόσο σπουδαία είναι τα έργα σου, Κύριε! Έπλασες τα πάντα με σοφία, και η γη είναι γεμάτη από όσα έκτισες[60].
Κεφ. 2
Για την ενατένιση του Θεού στα ίχνη του σε αυτόν τον αισθητό κόσμο
1 . Ο καθρέφτης των αισθητών δεν χρησιμεύει μόνον για να θεαζόμαστε τον Θεό μέσω αυτών, ως ίχνη του, αλλά για να φθάνουμε στη θέασή του και μέσα σε αυτά, αφού ο Θεός βρίσκεται σε αυτά μέσω της ουσίας του, της δύναμής του και της παρουσίας του. Το να στοχάζεσαι κατ΄ αυτόν τον τρόπο είναι, σε σύγκριση με τον τρόπο που εκτέθηκε προηγουμένως, ανώτερο: για αυτό και ο στοχασμός τούτος αποτελεί το δεύτερο στάδιο θέασης. Μας οδηγεί από το χέρι ούτως ώστε να πετύχουμε τη θέαση του Θεού σε όλα τα δημιουργήματα που εισέρχονται στον νου μας μέσω των σωματικών αισθήσεων.
2 . Πρέπει λοιπόν να σημειώσουμε ότι, ο κόσμος, o λεγόμενος μακρόκοσμος, εισέρχεται στην ψυχή μας, τον μικρόκοσμο, μέσω των θυρών των πέντε αισθήσεων, με τρεις τρόπους: τη σύλληψη, την ευαρέσκεια και την κρίση. Τούτο μπορεί να γίνει κατανοητό ως εξής: ορισμένα πράγματα γεννούν και άλλα είναι γεννημένα, ενώ κάποια άλλα κυβερνούν τόσο τα πρώτα όσο και τα δεύτερα. Αυτό φαίνεται ως εξής: εκείνα που γεννούν είναι τα απλά σώματα, και μιλώ για τα ουράνια σώματα και για τα τέσσερα στοιχεία. Διότι από τα στοιχεία αυτά, με τη δύναμη του φωτός που συμφιλιώνει αντίθετα στοιχεία σε ένα μείγμα, οτιδήποτε μπορεί να δημιουργηθεί και να παραχθεί, γεννιέται και παράγεται με την ενέργεια μιας φυσικής δύναμης. Αλλά τα σώματα που γεννιούνται είναι σώματα που συντίθενται από στοιχεία, όπως τα μέταλλα, τα φυτά, τα όντα που διαθέτουν αίσθηση, καθώς και το ανθρώπινο σώμα. Εκείνα που κυβερνούν τόσο τα πρώτα όσο και τα δεύτερα, αποτελούν πνευματικές υποστάσεις που είτε είναι εξ ολοκλήρου ενωμένες με την ύλη, όπως οι ψυχές των ζώων, είτε ενώνονται με την ύλη παραμένοντας ξεχωριστές, όπως τα έλλογα πνεύματα, είτε είναι απολύτως ξεχωριστές από την ύλη, όπως τα ουράνια πνεύματα, τα οποία οι φιλόσοφοι αποκαλούν νοήσεις και εμείς αγγέλους[61]. Σύμφωνα με τους φιλοσόφους, την κίνηση των ουρανίων σωμάτων αναλαμβάνουν τα ουράνια πνεύματα, στα οποία ανατίθεται η διοίκηση του σύμπαντος, αντλώντας ισχύ από το πρώτο αίτιο, δηλαδή τον Θεό, μέσω μιας έκχυσης δύναμης την οποία διοχετεύουν όπως προβλέπει το έργο της διακυβέρνησης και με σεβασμό στη φυσική σύσταση των πραγμάτων. Σύμφωνα με τους θεολόγους, όμως, η ηγεμόνευση του σύμπαντος ανατίθεται στα ίδια ουράνια πνεύματα, σε συμφωνία με την εξουσία του ύψιστου θεού, και πάντα στον βαθμό που αυτή εξυπηρετεί έργα επανόρθωσης. Για αυτόν τον λόγο ονομάζονται θεράποντα πνεύματα τα οποία στέλνονται από τον Θεό για να εξυπηρετούν αυτούς που πρόκειται να κληρονομήσουν τη σωτηρία[62].
3 . Ο άνθρωπος, λοιπόν, που ονομάζεται μικρόκοσμος, έχει πέντε αισθήσεις, πέντε θύρες μέσω των οποίων εισέρχεται κατά κόρον στην ψυχή του η γνώση για όλα όσα ανήκουν στον αισθητό κόσμο. Μέσω της όρασης εισέρχονται αφενός σώματα διαυγή και φωτεινά, και αφετέρου σώματα χρωματιστά. Μέσω της αφής εισέρχονται στερεά και γήινα σώματα. Μέσω των τριών ενδιάμεσων αισθήσεων εισέρχονται ενδιάμεσα σώματα, όπως μέσω της γεύσης τα υγρά, μέσω της ακοής τα αέρια, και μέσω της όσφρησης τα ατμώδη. Τούτα έχουν κατά κάποιον τρόπο φύση υγρή, αέρινη και συνάμα πύρινη ή ζεστή, όπως φαίνεται στον καπνό που απελευθερώνεται από τα μπαχαρικά όταν καίγονται. Μέσω αυτών των θυρών δεν εισέρχονται μόνον τα απλά σώματα, αλλά και τα σύνθετα, τα οποία αποτελούν μείγματά τους. Μέσω των αισθήσεων δεν αντιλαμβανόμαστε μόνο συγκεκριμένες αισθητές οντότητες —το φως, τον ήχο, την οσμή, τη γεύση και τις τέσσερις πρωταρχικές ιδιότητες που προσλαμβάνει η αφή- αλλά αντιλαμβανόμαστε επίσης αισθητές οντότητες που τους είναι κοινές —τον αριθμό, το μέγεθος, το σχήμα, την ηρεμία και την κίνηση. Και αντιλαμβανόμαστε πως «κάθε κινούμενο κινείται από κάτι άλλο»[63], και πως ορισμένα πράγματα κινούνται και ηρεμούν από μόνα τους, όπως τα ζώα. Όταν συλλαμβάνουμε τις κινήσεις των σωμάτων μέσω αυτών των πέντε αισθήσεων, οδηγούμαστε από το χέρι στη γνώση των πνευματικών κινούντων, πηγαίνοντας από το αποτέλεσμα στη γνώση των αιτίων.
4 . Επομένως, σε ό,τι αφορά τούτες τις τρεις κατηγορίες πραγμάτων, ολόκληρος ο αισθητός κόσμος εισέρχεται στην ανθρώπινη ψυχή μέσω της σύλληψης. Αυτά τα εξωτερικά αισθητά πράγματα είναι εκείνα που πρώτα εισέρχονται στην ψυχή μέσω των θυρών των πέντε αισθήσεων. Ξεκαθαρίζω ότι εισέρχονται όχι ως ουσίες, αλλά μέσω των ομοιώσεών τους, οι οποίες γεννιούνται αρχικά στο ενδιάμεσο, από το ενδιάμεσο μεταβαίνουν σε ένα όργανο, και από ένα εξωτερικό όργανο σε ένα εσωτερικό, και από αυτό στη συλλαμβάνουσα δύναμη. Και έτσι έχουμε τη γέννηση του απεικάσματος στο ενδιάμεσο και από το ενδιάμεσο στο όργανο και έπειτα τη μετατροπή που επιφέρει σε αυτό η συλλαμβάνουσα δύναμη η οποία παράγει τη σύλληψη όλων εκείνων που συλλαμβάνει η ψυχή έξωθεν.
5 . Εάν αυτή η σύλληψη αντιστοιχεί στην πραγματικότητα, επακολουθεί ευαρέσκεια. Για την ακρίβεια, πάντως, η αίσθηση ευαρεστείται με ένα αντικείμενο μέσω της αφαιρετικής ομοίωσης που προκύπτει όταν το αντικείμενο γίνεται αντιληπτό είτε ως όμορφο, στην περίπτωση της όρασης, είτε ως αρμονικό, στην περίπτωση της όσφρησης και της ακοής, είτε ως υγιεινό, στην περίπτωση της γεύσης και της αφής. Όλη η ευχαρίστηση, ωστόσο, βασίζεται στην αναλογικότητα. Αλλά επειδή το απείκασμα διατηρεί τον λόγο της μορφής, της δύναμης και της ενέργειας, διατηρεί, έτσι, σχέση με την αρχή από την οποία απορρέει, με το ενδιάμεσο από το οποίο διέρχεται και με τον στόχο προς τον οποίο τείνει. Κατά συνέπεια, η αναλογία γίνεται αφενός αντιληπτή σε μία ομοίωση κατά την όψη ή τη μορφή της, και τότε αποκαλείται ομορφιά, αφού η ωραιότητα «δεν είναι τίποτε άλλο από μια αριθμητική ισότητα»[64] και «μια διάταξη των μερών σε συνδυασμό με το θέλγητρο του χρώματος»[65]. Αφετέρου γίνεται αντιληπτή κατά τη δύναμη ή την αλκή, και τότε αποκαλείται αρμονία, όταν, δηλαδή, η δρώσα αλκή δεν επικρατεί δυσανάλογα του αντικειμένου που τη δέχεται, μιας και η αίσθηση θλίβεται με την υπερβολή και ευαρεστείται με τη μεσότητα. Τέλος, γίνεται αντιληπτή κατά την αποτελεσματικότητα και το αποτύπωμά της, τα οποία είναι ανάλογα όταν εκείνο που αποτυπώνει καλύπτει την ανάγκη ενός που βρίσκεται σε αδυναμία, θεραπεύοντας και θρέφοντάς τον, πράγματα που καθίστανται πιο φανερά στην περίπτωση της γεύσης και της αφής. Και έτσι, μέσω της ευαρέσκειας, τα ευχάριστα εξωτερικά πράγματα εισέρχονται στην ψυχή μέσω της ομοίωσης και σύμφωνα με την τριπλή αυτή συνθήκη της ευχαρίστησης.
6 . Έπειτα από τη σύλληψη και την ευαρέσκεια, ακολουθεί η κρίση. Κατά την κρίση, δεν διακρίνεται μόνον εάν κάτι είναι λευκό ή μαύρο, αφού αυτό ανήκει σε μια συγκεκριμένη αίσθηση, ούτε εάν κάτι είναι σωτήριο ή επιβλαβές, αφού αυτό ανήκει σε μια εσωτερική αίσθηση. Μέσω της κρίσης δικαιολογούμε γιατί κάτι μας ευχαριστεί. Και έτσι, σε αυτήν την ενέργεια, επιζητείται η δικαιολόγηση της ευχαρίστησης που αντλούμε, μέσω της αίσθησης, από ένα αντικείμενο. Αυτή η κρίση επισυμβαίνει επίσης όταν αναζητούμε τον λόγο για τον οποίο κάτι είναι όμορφο, αρμονικό και υγιεινό και βρίσκουμε ότι συνίσταται στην αναλογία της ισότητας. Βέβαια, ο λόγος της ισότητας είναι ο ίδιος για τα μεγάλα και για τα μικρά πράγματα: ούτε μεγαλώνει όσο μεγαλώνουν οι διαστάσεις, ούτε μετατρέπεται ή χάνεται μαζί με τα εφήμερα πράγματα, ούτε αλλάζει με την κίνηση. Είναι προϊόν αφαίρεσης από τον τόπο, τον χρόνο και την κίνηση, και για αυτόν τον λόγο είναι αμετάβλητος, απεριόριστος, αιώνιος και εξ ολοκλήρου πνευματικός[66]. Η κρίση, λοιπόν, αποτελεί ενέργεια που, μέσω της εκλέπτυνσης και της αφαίρεσης, επιτρέπει στο αισθητό απείκασμα, το οποίο έχει προσληφθεί αισθητικώς από τις αισθήσεις, να εισέλθει στην επικράτεια της νοητικής δύναμης. Και έτσι όλος αυτός ο κόσμος μπορεί να εισέλθει στην ανθρώπινη ψυχή μέσω των θυρών των αισθήσεων κατά τις τρεις προαναφερθείσες ενέργειες.
7 . Όλα αυτά, όμως, αποτελούν ίχνη, στα οποία μπορούμε να δούμε να αντανακλάται ο Θεός μας. Γιατί, αφού το απείκασμα που έχει συλληφθεί αποτελεί μια ομοίωση που γεννήθηκε στο ενδιάμεσο και ύστερα εντυπώθηκε στο ίδιο το όργανο, τότε μέσω της εντύπωσης οδηγεί στην αρχή της, δηλαδή στο αντικείμενο που γνωρίζεται. Τούτο εμφανώς υποδηλώνει ότι, το αιώνιο φως γεννά το ίδιο την ομοίωσή του, δηλαδή, μια λάμψη ισοδύναμη, ομοούσια και συναιώνια. Και πως εκείνος που είναι εικόνα του αόρατου Θεού[67] και λάμψη της δόξας και αποτύπωμα της υπόστασής του[68], ο οποίος είναι πανταχού παρών από την πρώτη του γέννηση, ως αντικείμενο γεννά την ομοίωσή του σε όλο το ενδιάμεσο, και ενώνεται μέσω της χάρης της ένωσης με ένα άτομο λογικής φύσης, όπως το απείκασμα με το σωματικό όργανο, προκειμένου, μέσω αυτής της ένωσης να μας οδηγήσει πίσω στον Πατέρα, δηλαδή στην κατάπρωτη αρχή και αντικείμενο. Εάν όλα όσα μπορούν να γνωσθούν δύνανται να γεννήσουν το απείκασμά τους, τότε διαλαλούν φανερά ότι σε αυτά, ωσάν σε έναν καθρέφτη, είναι δυνατόν να ιδωθεί η αιώνια γέννηση του Λόγου, της Εικόνας και του Υιού, ως αιωνίως απορρέουσα από τον Θεό Πατέρα.
8 . Κατά συνέπεια, ένα απείκασμα που παρέχει ευχαρίστηση ως όμορφο, αρμονικό και υγιεινό, υποδηλώνει ότι στο πρώτο εκείνο απείκασμα βρίσκεται η πρώτη ομορφιά, αρμονία και υγιεινότητα, και πως εκεί ενυπάρχει υπέρτατη αναλογία και ισότητα προς εκείνο που τη γεννά. Εκεί υπάρχει αλκή που αναβρύζει όχι μέσω ενός ινδάλματος αλλά μέσω της αλήθειας της σύλληψης, και εκεί δημιουργείται το αποτύπωμα της σωτηρίας και της επάρκειας που απομακρύνει κάθε ανάγκη του συλλαμβάνοντος. Εάν, λοιπόν, «η ευχαρίστηση είναι η συνένωση του ταιριαστού με το ταιριαστό»[69]· εάν μόνον η ομοίωση του Θεού αντιπροσωπεύει την ύψιστη ομορφιά, αρμονία και υγιεινότητα· και αν είναι ενωμένη συμφώνως προς την αλήθεια, συμφώνως προς την οικειότητα, και συμφώνως προς μία πληρότητα που καταγεμίζει κάθε χωρητικότητα: τότε, μπορεί να ιδωθεί ξεκάθαρα ότι μόνον στον Θεό υπάρχει η πρωταρχική και αληθής ευχαρίστηση, και πως όλα όσα μας δίνουν ευχαρίστηση μας οδηγούν από το χέρι για να την αναζητήσουμε.
9 . Ωστόσο, με πολύ πιο εξαιρετικό και άμεσο τρόπο, η κρίση μας οδηγεί στο να ενατενίζουμε την αιώνια αλήθεια με περισσότερη βεβαιότητα. Εάν η κρίση λαμβάνει χώρα υπό τη μορφή αφαίρεσης από τον τόπο, τον χρόνο και τη μεταβολή, και, κατά συνέπεια, από τη διάσταση, τη διαδοχή και τη διαφοροποίηση, μέσω μιας αρχής που είναι αμετάβλητη, απεριόριστη και ατελεύτητη· και τίποτα δεν είναι απολύτως αμετάβλητο, απεριόριστο και ατελεύτητο εκτός από αυτό που είναι αιώνιο. Αυτό που είναι αιώνιο, ωστόσο, είναι είτε Θεός ή με τον Θεό. Επομένως, εάν οτιδήποτε κρίνουμε με μεγαλύτερη βεβαιότητα το κρίνουμε μέσω αυτής της αρχής, είναι ξεκάθαρο ότι αυτός είναι ο λόγος όλων των πραγμάτων, και κανόνας αλάνθαστος και το φως της αλήθειας, στο οποίο τα πάντα αναλάμπουν αλάνθαστα, ανεξίτηλα, αδιαμφισβήτητα, ανεπιφύλακτα, ακλόνητα, αμετάβλητα, απεριόριστα, ατελεύτητα, αδιαίρετα και νοητικά. Για αυτό, αυτοί οι κανόνες με βάση τους οποίους κρίνουμε με σιγουριά όλα τα αισθητά όντα που φθάνουν στον στοχασμό μας, είναι αλάνθαστοι και αδιαμφισβήτητοι στη νόηση του συλλαμβάνοντος, είναι ανεξίτηλοι στη μνήμη του ανακαλούντος ωσάν να είναι παρόντες εσαεί, είναι αμετάβλητοι και ακλόνητοι στη νόηση του κρίνοντος αφού, όπως λέει ο Αυγουστίνος, «κανείς δεν τους κρίνει, αλλά κρίνει μέσω αυτών»[70]. Οι νόμοι αυτοί είναι ανάγκη να είναι αμετάβλητοι, άφθαρτοι, όπως και να είναι αναγκαίοι, ακατάφρακτοι όπως και απεριόριστοι, ατελεύτητοι όπως και αιώνιοι, και, για αυτόν ακριβώς τον λόγο, αδιαίρετοι όπως και διανοητικοί και ασώματοι. Δεν είναι πλασμένοι μα αδημιούργητοι, υπάρχοντες αιωνίως κατά τον λόγο μίας τέχνης αιώνιας, από την οποία, δια της οποίας και σύμφωνα με την οποία διαμορφώνονται όλα τα όμορφα πράγματα. Για αυτό, λοιπόν, τα αισθητά δεν μπορούν να κριθούν με βεβαιότητα παρά μόνον από τη μορφή που όχι μόνον παρήγαγε τα πάντα, αλλά επίσης τα συντηρεί και τα διακρίνει, ως το ον που συντελεί στο να διατηρούν τα πάντα τη μορφή τους, και ως ο κανόνας που κυβερνά τα πάντα, και με βάση τον οποίο κρίνει ο νους μας όλα όσα εισέρχονται εντός του.
10 . Τούτη η ενατένιση επεκτείνεται φέρνοντας στον νου τις επτά διακριτές κατηγορίες αριθμών, που σαν επτά σκαλοπάτια μας ανυψώνουν μές στον Θεό. Ο Αυγουστίνος το δείχνει αυτό στο βιβλίο του Περί της αληθινής θρησκείας καθώς και στο έκτο βιβλίο του συγγράμματος Περί Μουσικής[71], όπου επισημαίνει τις διαφορές στους αριθμούς[72] καθώς ανέρχεται κανείς από τα αισθητά έως τον Τεχνίτη των πάντων, ώστε να βλέπεται στα πάντα ο Θεός.
Τονίζει ότι κάποιοι αριθμοί ενυπάρχουν στα σώματα και κυρίως στους ήχους και τις φωνές, και τούτους τους αριθμούς τους αποκαλεί ηχητικούς. Άλλοι αριθμοί προκύπτουν κατόπιν αφαίρεσης από τους ήχους και τις φωνές, και τους οποίους δεχόμαστε στις αισθήσεις μας -τούτους ο Αυγουστίνος τους αποκαλεί ανταποκριτικούς. Άλλοι αριθμοί προχωρούν από την ψυχή στο σώμα, όπως συμβαίνει στις χειρονομίες και τους χορούς -τούτους τους αποκαλεί προχωρητικούς. Άλλοι αριθμοί συναντώνται στις απολαύσεις των αισθήσεων, βασιζόμενοι στη μετατροπή της πρόθεσης στο υποδεχόμενο είδος -τούτους τους αποκαλεί αισθαντικούς. Μια ακόμα κατηγορία απαρτίζουν οι αριθμοί που διατηρούνται στη μνήμη -τούτους τους αποκαλεί μνημονικούς. Και η τελευταία κατηγορία αριθμών είναι εκείνοι μέσω των οποίων κρίνουμε τα πάντα, τους οποίους αποκαλεί κριτικούς, και οι οποίοι, όπως λέγεται, είναι αναγκαίο να βρίσκονται ύπερθεν του νου, στο βαθμό που είναι αλάνθαστοι και ακατάρριπτοι. Από αυτούς, όμως, εντυπώνονται στον νου μας οι έντεχνοι αριθμοί, τους οποίους, ωστόσο, ο Αυγουστίνος δεν συγκαταριθμεί σε αυτή τη διαβάθμιση, αφού συνδέονται με τους κριτικούς. Εξ αυτών απορρέουν οι προχωρητικοί, από τους οποίους δημιουργούνται αριθμητικές μορφές των έντεχνων, ώστε από τα ύψιστα να επιτυγχάνεται μια εύτακτη κατάβαση προς τα κατώτατα. Και, αντίστοιχα, αναβαίνουμε βαθμηδόν από τους ηχητικούς αριθμούς, δια μέσω των ανταποκριτικών, των αισθαντικών και των μνημονικών.
Επειδή, λοιπόν, όλα τα πράγματα είναι όμορφα και κατά κάποιον τρόπο ευχάριστα· επειδή η ομορφιά και η ευχαρίστηση δεν υφίστανται χωρίς την αναλογία· και επειδή η αναλογία ενυπάρχει πρωτίστως στους αριθμούς: είναι, λοιπόν, αναγκαίο όλα τα πράγματα να είναι αριθμητά. Και για αυτό «ο αριθμός είναι το κατεξοχήν πρότυπο στο πνεύμα του Δημιουργού»[73], ενώ στα πράγματα είναι κατεξοχήν το ίχνος που οδηγεί στη Σοφία. Αφού ο αριθμός είναι κάτι το απολύτως σαφές για όλους και συνάμα εγγύτατο στον Θεό, τότε, μέσω των επτά διακριτών κατηγοριών του, μας οδηγεί εγγύτατα στον Θεό και επιτρέπει να τον γνωρίσουμε σε όλα τα αισθητά και σωματικά πράγματα: συλλαμβάνουμε τα αριθμητά πράγματα, αντλούμε ευχαρίστηση από τις αριθμητές αναλογίες, ενώ μέσω των κανόνων των αριθμητών αναλογιών είμαστε σε θέση να κρίνουμε αδιάβλητα.
11 . Από αυτά τα δύο πρώτα σκαλοπάτια, από όπου οδηγούμαστε από το χέρι στην ενατένιση του Θεού μέσα στα ίχνη του -ωσάν να ήταν τα δύο φτερά που πέφτουν στα πόδια[74]-, είμαστε σε θέση να συναγάγουμε ότι όλα τα δημιουργήματα αυτού του αισθητού κόσμου οδηγούν την ψυχή εκείνου που περισυλλογιέται και ασκείται στη σοφία, στον αιώνιο Θεό. Διότι αποτελούν σκιές, αντηχήσεις, παραστάσεις, ίχνη, ομοιώματα και θεάματα εκείνης της πρώτης κράτιστης, σοφότατης και άριστης αρχής, εκείνης της αιώνιας πηγής, του φωτός και της πληρότητας, εκείνης της ποιητικής, πρότυπης και εύτακτης τέχνης, που έχουν τεθεί ενώπιόν μας και αποτελούν θεόδοτα σημεία, για να αντικρίζουμε τον Θεό. Τούτα όλα αποτελούν ομοιότυπα, ή, μάλλον, προτυπώσεις, που έχουν τεθεί ενώπιον ενός νου ακατέργαστου και αισθητικού ώστε, μέσω των αισθητών πραγμάτων που βλέπει, να μεταφερθεί στα νοητά, τα οποία δεν βλέπει, προχωρώντας, ούτως ειπείν, από τα σημεία σε όσα σημαίνονται.
12 . Τα δημιουργημένα πράγματα αυτού του αισθητού κόσμου σημαίνουν τα αόρατες ιδιότητες του Θεού[75], από πολλές απόψεις. Αρχικά, επειδή ο Θεός είναι η πηγή, το πρότυπο, και η τελείωση όλης της πλάσης, και έτσι κάθε αποτέλεσμα αποτελεί σημείο μιας αιτίας, κάθε ομοιότυπο αποτελεί σημείο ενός προτύπου, και κάθε δρόμος αποτελεί σημείο του προορισμού προς τον οποίο οδηγεί. Κατά δεύτερον, επειδή η πλάση αναπαριστά τον ίδιο. Κατά τρίτον, επειδή τον προοικονομεί προφητικά. Κατά τέταρτον, χάρις στη δράση των αγγέλων και, τέλος, χάρις στην επιπρόσθετη επιστασία που της παρέχει. Συνολικά η πλάση αποτελεί εκ φύσεως χνάρι και ομοίωση εκείνης της αιώνιας σοφίας, ιδιαιτέρως, όμως, αποτελούν κάτι τέτοιο όσα αντλούνται από τη Γραφή προκειμένου, μέσω του πνεύματος της προφητείας, να προοικονομήσουν οντότητες πνευματικές. Και ακόμα πιο ιδιαιτέρως, τα πλάσματα εκείνα υπό τη μορφή των οποίων, θέλησε ο Θεός να φανερωθεί δια της αγγελικής διακονίας. Ιδιαίτατα, τέλος, αποτελούν κάτι τέτοιο όσα ο Θεός δεν θέλησε να εγκαταστήσει μόνον ως σημεία, κατά την κοινή σημασία, αλλά και ως Μυστήρια.
13 . Από όλα αυτά συνάγεται ότι, από τη δημιουργία του κόσμου οι αόρατες ιδιότητες του Θεού βλέπονται καθαρά καθώς γίνονται κατανοητές από τα δημιουργήματα[76]. Ώστε, εκείνοι που δεν θέλουν να στραφούν σε όλα αυτά και να αναγνωρίσουν, να ευλογήσουν και να αγαπήσουν τον Θεό, είναι αναπολόγητοι[77], αφού δεν θέλουν να μεταφερθούν από το σκότος στο θαυμάσιο φως του Θεού[78]. Ευλογημένος ας είναι όμως ο Θεός, ο οποίος, δια του Ιησού Χριστού, του Κυρίου μας,[79] μας μετέφερε από από το σκότος στο θαυμάσιο φως του[80], αρκεί, βέβαια, με τη φώτιση αυτή που μας δίνεται έξωθεν, να είμαστε σε θέση να εισέλθουμε εκ νέου στον καθρέφτη του νου μας, όπου καταλάμπει η φώτιση που είναι θεϊκή.
~.~
[1] Η μετάφραση βασίζεται στο κείμενο της έκδοσης ‘Itinerarium Mentis in Deum’, εις Doctoris Seraphici S. Bonaventurae Opera Theologica Selecta, Editio minor, τ. 5, Quaracchi Ad Claras Aquas: Collegium S. Bonaventurae, 1964, 177-214, διατηρώντας όλες τις υπογραμμίσεις.
[2] Πρβλ. Γεν. 1:1, Ιω. 1:1.
[3] Ιακ. 4:17. Με το ίδιο χωρίο ξεκινά ο Ψευδο-Διονύσιος το Περὶ τῆς οὐρανίου ἱεραρχίας (1.1).
[4] Εφ. 1:17.
[5] Λκ. 1:79.
[6] Φιλ. 4:7.
[7] Πρβλ. Ιω. 14:27.
[8] Πρβλ. Vita Prima, I, 10.
[9] Ψλ. 119 (120):7.
[10] Ψλ. 121 (122):6.
[11] Ψλ. 75 (76):3.
[12] Το 1259.
[13] Όρος στα Τοσκανικά Απέννινα.
[14] Πρβλ. Vita Prima, II, 3. Και Ησ. 6:2.
[15] Β Κορ. 12:2.
[16] Γαλ. 2:20.
[17] Ιω. 10:1.
[18] Ιω. 10:9.
[19] Απ. 22:14.
[20] Δαν. 9:23.
[21] Ψλ. 37 (38):9.
[22] Πρβλ. Εβρ. 1:3.
[23] Πρβλ. Α Ιω. 2:20 και 2:27.
[24] Ψλ. 44 (45):8.
[25] Ψλ. 83 (84):6-7.
[26] Μυστική Θεολογία, Ι, 1.
[27] Ψλ. 85 (86):11.
[28] Εξ. 3:18.
[29] Πρβλ. Ψλ 54 (55):18.
[30] Πρβλ. Γεν. 1:1 κ.ε.
[31] Μκ. 12:30. Πρβλ. Δτ. 6:5, Μτ. 22:37, Λκ. 10:27.
[32] Απ. 1:8.
[33] Γ Βασ. 10:19.
[34] Ησ. 6:2.
[35] Εξ. 24:16.
[36] Μτ. 17:1-2.
[37] Πρβλ. Ιερώνυμος, Commentarium in Hiezechielem, vers. 7.
[38] Γεν. 2:15.
[39] Α Κορ. 1:30.
[40] Α Κορ. 1:24.
[41] Ιω. 1:14.
[42] Α Τιμ. 1:5.
[43] Πρβλ. Περὶ τῆς οὐρανίου ἱεραρχίας, ΙΙΙ, 2.
[44] Ψλ. 83 (84):8.
[45] Γεν. 28:12.
[46] Πρβλ. Έξ. 13:3.
[47] Ιω. 13:1.
[48] Σειρ. 24:19. Πρβλ. Πρμ. 9:5.
[49] Σολ. 13:5.
[50] Σολ. 11:20.
[51] Εβρ. 11:3.
[52] Το τρίπτυχο «ον, ζωή, νους» είναι απαραγνώριστα πλατωνικό (βλ. Σοφιστής 248e – 249a) και διατυπώνεται σε διάφορες παραλλαγές στη νεοπλατωνική παράδοση.
[53] Πρβλ. Γεν. 1:1-5.
[54] Πρβλ. Γεν. 1:14-19.
[55] Πρβλ. Γεν. 1: 20-23.
[56] Αυγουστίνος, De Civitate Dei, VIII, 4.
[57] Πρβλ. Πρμ, 22:17.
[58] Σολ. 5:20.
[59] Ψλ. 91(92): 5-6.
[60] Ψλ. 103(104): 24.
[61] Πρβλ. Liber de causis, IX, 92-99.
[62] Εβρ. 1:14.
[63] Omne quod movetur ab alio movetur: βασικό αξίωμα της μεσαιωνικής σκέψης. Πρβλ. Αριστοτέλης, Φυσικά, 241b 34-36. «Κάθε κινούμενο κατ’ ανάγκην κινείται από κάτι. Γιατί, αν δεν έχει μέσα του την αρχή της κίνησης, είναι φανερό ότι θα κινείται από κάτι άλλο», μτφρ. Β. Κάλφα, Αθήνα, 2015, σ. 507.
[64] Αυγουστίνος, De musica, 6, 13, 38.
[65] Αυγουστίνος, De civitate dei, 22, 19, 2.
[66] Πρβλ. Αυγουστίνος, De vera religione, 30, 56.
[67] Κολ. 1:15.
[68] Εβρ. 1:3.
[69] Γουλιέλμος της Ωσέρ, Summa Aurea, 2, 20, 1. Πρβλ. Αβικέννας, Metaphysica, 8, 7 (101rb).
[70] Αυγουστίνος, De libero arbitrio, 2, 12, 34 και De vera religione, 31, 58.
[71] De vera religione, 40, 74-76 και De musica, 6, 6, 16 κ.ε.
[72] Ο Αυγουστίνος αποδίδει τον όρο ῥυθμὸς ως numerus, «αριθμός». Υφέρπει, προφανώς, η ιδέα ότι οι ρυθμοί συνίστανται σε ἀριθμητικοὺς λόγους.
[73] Βοήθιος, De institutione arithmetica, I, 2.
[74] Πρβλ. Ησ. 6:2.
[75] Ρωμ. 1:20.
[76] Ό.π.
[77] Ό.π.
[78] Α’ Πε. 2:9.
[79] Α’ Κορ. 15:57.
[80] Α’ Πε. 2:9.
~.~
*
*
*
