Γιώργος Μπλάνας (1959-2024)

*

Τελευταία φορά βρεθήκαμε λίγο πριν τα Χριστούγεννα στου Οικονόμου, στα Πετράλωνα, όχι μακριά από το σπίτι του. Ήταν χαρούμενος, οι τελευταίες ιατρικές εξετάσεις ήταν καλές, η περιπέτεια της υγείας του φαινόταν να τελειώνει αίσια. Αμἐσως μετά τις γιορτές, όπως είχαμε συμφωνήσει, μου έστειλε και αναρτήσαμε στο Νέο Πλανόδιον τη «Δολώνεια», το Κ της Ιλιάδας, κομμάτι μιας μεταφραστικής δουλειάς που τον απασχολούσε δεκαετίες. Οι δικοί του δολεροί θεοί όμως δεν τον είχαν ξεχάσει.

Στις 27.1. μπήκε το τελευταίο του κείμενο, «Δεν απειλώ – ονειρεύομαι», ίσως το τελευταίο που πρόλαβε να δει δημοσιευμένο. Κρατώ από εκεί δυο-τρεις φράσεις του, γιατί τον φανερώνουν ολόκληρο:

«Δίχως πάθη δεν γίνεται ποίηση. Κάθε άνθρωπος που φλέγεται από πάθος, θέλει να το μοιραστεί με τους άλλους. Η ποίηση, η πολιτική και ο έρωτας μοιράζονται την ανεξέλεγκτη οργή απέναντι στη ματαίωση.»

Ύστερα, το νέο πλήγμα, οι επιπλοκές, η είσοδος στην εντατική, η πολυήμερη πάλη, και χθες βράδυ, το μαντάτο του τέλους.

Σε μια εποχή που η ποίηση σαλιαρίζει αφειδώς παντού την «ευαισθησία» της, ο Γιώργος Μπλάνας ήταν ο ποιητής της ρώμης. Μας μίλησε ιδιοφυώς για το διαρκές σφαγείο της ιστορίας, τραγούδησε τρυφερά το καθημαγμένο ανθρώπινο σώμα, πλανήθηκε στην αχανή ενδοχώρα των μύθων. Με ό,τι καταπιάστηκε, όπου κι αν στράφηκε, η φωνή του ακουγόταν πάντα δυνατή και ασυμβίβαστη. Έφυγε νωρίς, πρόλαβε όμως να μνημειώσει στους στίχους του το ιάνειο πρόσωπο του κόσμου – την παραζάλη του και την πικρή ομορφιά του.

KK

*

*

*