Γέλια στη μοναξιά της Γκουνίλα

*

του ΗΛΙΑ ΑΛΕΒΙΖΟΥ

Το φαινόμενο επαναλαμβάνεται πλέον με επικίνδυνη τακτικότητα.1 Για κακή σου τύχη, έχεις βρεθεί μια μέρα κάποιου θερινού μήνα σε παραλία «εξωτικής ομορφιάς». Το να καταφέρεις να φτάσεις μέχρι το νερό όμως δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση. Ελάχιστα τα ελεύθερα σημεία· εκτός από την άμμο, ακόμα και ο αέρας έχει καταληφθεί σχεδόν σε κάθε του σημείο. Οι νοητές γραμμές που ξεκινούν από τις κάμερες των κινητών και φτάνουν μέχρι τα αντικείμενα (ή τα αντικειμενοποιημένα υποκείμενα) που αυτές οι κάμερες επιχειρούν να απαθανατίσουν πλέκουν ένα τόσο πυκνό αόρατο δίκτυο ώστε όπου κι αν σταθείς όλο και κάποιο πλάνο θα χαλάσεις. Σαν διαρρήκτης που προσπαθεί να παρακάμψει κάποιο σύστημα ασφαλείας από τεμνόμενες ακτίνες λέιζερ, πρέπει να επιδοθείς σε μια κανονική χορογραφία, κοντοστέκοντας, πισωπατώντας, επιταχύνοντας απότομα, σκύβοντας, μήπως και καταφέρεις να φτάσεις στη δροσιά χωρίς να βρεθεί εν αγνοία σου κάποιο μέλος σου σε ξένη φωτογραφική συλλογή. Άλλη μια παρέα από ευειδείς νεαρούς και καλλίπυγες νεαρές καταφτάνει και τα μυδράλια των ψηφιακών τους κλείστρων δεν αργούν να ξεκινήσουν το κροτάλισμά τους. Μέσα στη σπηλιά, δίπλα από τη σπηλιά, πάνω από τη σπηλιά, σε όλες τις πόζες. Και μέσα στο νερό, φυσικά. Αλλά μέχρι το γόνατο. Περιμένεις υπομονετικά πότε θα καταλαγιάσει επιτέλους αυτή η φαινομενικά ακόρεστη δίψα τους για κατανάλωση της αυτοεικόνας τους ώστε να μπορείς να κουνηθείς κι εσύ λίγο πιο απερίσπαστος κι εκείνοι να απολαύσουν αυτό για το οποίο (νομίζεις ότι) ήρθαν. Όμως όχι. Αντί να παρατήσουν τα κινητά τους και να μπουν στο νερό, αυτοί κάθονται στις πετσέτες τους και μετά από λίγο μαζεύουν τα πράγματά τους και αποχωρούν. Χωρίς να κάνουν ούτε μία βουτιά. Άλλο ήταν το ζητούμενο, επομένως. Όχι η ανάλωση του εαυτού εντός μιας βιωματικής ροής με τις όποιες αμυχές και ουλές αυτή μπορεί να αφήσει πάνω του, αλλά η έκθεσή του. Για την ακρίβεια, η κατανάλωση μιας περιποιημένης και πεποιημένης εκδοχής του εαυτού, από ξένα μάτια σε απομακρυσμένες οθόνες. Όταν η περιφορά του εαυτού σε (ημί-)δημόσια θέα έχει γίνει σχεδόν αναγκαία συνθήκη για να μπορεί να υπάρχει και να επιβιώνει κανείς κοινωνικά (φαινόμενο που επιτάχυναν καταλυτικά τα ψηφιακά κοινωνικά δίκτυα), μοιραίο είναι η αξία της εμπειρίας να εκπίπτει, υποχωρώντας αθόρυβα πίσω από τη θαμπάδα ενός κάποιου φακού. Μοιάζει έτσι να επιβεβαιώνεται με εντυπωσιακό τρόπο ο Ντεμπόρ όταν έγραφε πριν από μισό αιώνα για την κυριαρχία της αναπαράστασης επί του βιώματος, καθώς ξεκινούσε την Κοινωνία του Θεάματος.

Πρόκειται βέβαια για ένα παράδειγμα σάρκωσης του θεάματος – γιατί και το θέαμα μπορεί να «σαρκώνεται», μάλιστα τόσο περισσότερο όσο η σάρκα εξαχνώνεται σε εικονικές ροές – στην πιο κραυγαλέα και κυριολεκτική του μορφή, όπου η εμπειρία (τα όποια υπολείμματά της) αναπαρίσταται άμεσα ως ψηφιακές, οπτικές εικόνες. Όμως δεν είναι καθόλου απαραίτητο να συμβαίνει (μόνο) έτσι. Οι περιπτώσεις όπου η πραγματική, απτή, οπτική εικόνα αναλαμβάνει άμεσα τον ρόλο διαμεσολάβησης της εμπειρίας καταλαμβάνουν μάλλον μικρό χώρο μέσα στον συνολικό όγκο του θεάματος. Περισσότερο μοιάζουν με μανιτάρια που ξεπετάγονται υπό τις κατάλληλες συνθήκες υγρασίας πάνω από το έδαφος, ως εφήμερες συμπυκνώσεις ενός μυκηλίου που αόρατο απλώνει τις διακλαδώσεις του μέσα στο υπόστρωμα των κοινωνικών συμπεριφορών.

Το σχετικά πρόσφατο (με τα κριτήρια της ιστορικής κλίμακας) «άθλημα» του τουρισμού προσφέρει αρκετές αφορμές για να κατανοήσει κανείς αυτή την πιο ύπουλη και ανεπαίσθητη μορφή του θεάματος. Λέγεται ότι η Βενετία σε μερικά χρόνια θα έχει αδειάσει από τους μόνιμους κατοίκους της για να μετατραπεί σε ένα επί της ουσίας απέραντο τουριστικό πάρκο. Μία βόλτα στη Μάνη, στη Μονεμβασιά ή στο Φισκάρδο αρκεί για να καταδείξει το ψευδαισθησιακό της τουριστικής «εμπειρίας». Ολόκληρες περιοχές έχουν στηθεί με τέτοιο τρόπο ώστε να μοιάζουν με σκηνικό κάποιας χολυγουντιανής ταινίας, με ελάχιστη αναφορά στις συνθήκες διαβίωσης των «πραγματικών« τους κατοίκων. Μέσω αόριστων (κατά βάση αρχιτεκτονικών) αναφορών σε κάποιο μυθικό παρελθόν, επιχειρούν να ανασυστήσουν μια «εμπειρία» απρόσιτη ακόμα και στους ίδιους τους «αυτόχθονες». Κατά τ’ άλλα μπορείς να καυχιέσαι ότι επισκέφτηκες τον τάδε ή δείνα τόπο και να πλουτίζεις τις φωτογραφικές σου συλλογές με πύργους και παραδοσιακούς ξενώνες. Ακριβώς όπως ένα μπαλόνι το οποίο, για να να αυξήσει το εμβαδόν της επιφάνειάς του, πρέπει να γεμίζει με όλο και περισσότερο κενό αέρα καθώς το φουσκώνεις, έτσι και ο τουρισμός οφείλει να αποστραγγίζει με όλο και μεγαλύτερη λαιμαργία το πραγματικό από τους χυμούς (και τα λύματα) της καθημερινής εμπειρίας για να το τεντώνει και να το απλώνει σε μία επιφανειακή κρούστα, κατατετμημένη σε μονάδες «εμπειρίας», διαθέσιμες προς πώληση και κατανάλωση.

Το ισοζύγιο συναλλαγών όσον αφορά στις εισαγωγές – εξαγωγές κατασκευασμένων «εμπειριών» δεν είναι απαραίτητα πλεονασματικό για τους τουριστικούς τόπους. Η γιορτή του Χαλλογουήν έχει αρχίσει να εξαπλώνεται τα τελευταία χρόνια πέρα από τα στενά όρια των Η.Π.Α. όπου και παραδοσιακά λαμβάνει χώρα τον Νοέμβριο. Υπάρχει κάποιος κοινός νοηματικός ορίζοντας (με την γκανταμεριανή έννοια) που να συνέχει όσους θεωρούν ότι είναι καλή ιδέα να γιορτάζουν το Χαλλογουήν στην Αθήνα, στη Μαδρίτη, στο Παρίσι του 2023; Από βιωματική άποψη, σίγουρα όχι. Το μόνο κοινό τους αναφερόμενο είναι οι εικόνες που έχουν καταναλώσει από τις σχετικές ταινίες και τηλεοπτικές σειρές. Ο εορτασμός του Χαλλογουήν παραπέμπει έτσι σε μια αναβίωση της εικονολατρείας, η οποία δεν απευθύνεται βέβαια σε κάποιο εξωτερικό, ανώτερο πλάσμα, αλλά στρέφεται ένδον, σε μία λατρεία της εικόνας του εαυτού και της απόσπασής του από κάθε βιωματικό ρίζωμα. Δεν είναι λίγοι αυτοί που δυσφορούν με την κάθοδο τέτοιων «βάρβαρων» εθίμων και την εισαγωγή καινών δαιμονίων στις δικές τους χρηστές συνήθειες. Γιορτάζοντας κατά τ’ άλλα τα Χριστούγεννα με τον «παραδοσιακό» τρόπο και αγνοώντας ότι και αυτά ήταν εν πολλοίς μία κατασκευή της αστικής τάξης την εποχή της ακμής της η οποία ήθελε να αντιπαραθέσει το επικίνδυνο και άναρχο του έξω κόσμου προς τη θαλπωρή του αστικού οίκου και της οικογενειακής εστίας. Πόσοι άραγε ενοχλούνται από τη γνωστική δυσαρμονία που (θα έπρεπε να) παράγουν οι εικόνες ελάτων, πυκνού χιονιού και ελκήθρων σε μία γεωγραφική περιοχή όπου ακόμα και τον Δεκέμβριο έχει συχνά ηλιοφάνεια;

Το κοινό νήμα που διατρέχει όλα αυτά τα παραδείγματα εικονικοποίησης της εμπειρίας (και ο κατάλογος σίγουρα μπορεί να μακρύνει πολύ) είναι ότι όλα τους αναφέρονται σε στιγμές και περιόδους σχόλης και γιορτής. Το συμπέρασμα; Το θέαμα έχει ξεπεράσει προ πολλού το στάδιο της επικυριαρχίας του μόνο πάνω στις σφαίρες του αυστηρά οικονομικού και πολιτικού. Δεν αρκείται στις διαφημίσεις που υποβάλλουν καταναλωτικές «ανάγκες» (με τη στενή έννοια του ό>ρου, ως αγορά συγκεκριμένων, απτών προϊόντων) >και στις πολιτικές εκστρατείες που σαλαγάνε τις ψηφοφορικές αγέλες προς τον επόμενο λυτρωτή τους. Έχει εισβάλει και διαρρήξει εκ των έσω τα πολυθρύλητα αυτόνομα υποκείμενα των δυτικών κοινωνιών, όπως εκείνος ο μύκητας των τροπικών δασών (Ophiocordyceps unilateralis) που μεταμορφώνει όποιο δύσμοιρο μυρμήγκι προσβάλει σε ζόμπι, καθοδηγώντας μέχρι κεραίας τη συμπεριφορά του ώσπου να σκάσει ξανά από μέσα του. Ακριβώς επειδή οι επιταγές του θεάματος έχουν διαπλακεί τόσο στενά με τη διαδικασία συγκρότησης του Εγώ, καθίσταται πλέον σχεδόν αδύνατο για τα υποκείμενα να τις αποσείσουν από πάνω τους – από μέσα τους, για την ακρίβεια. Στην κλίμακα προτεραιοτήτων ενδέχεται να καταλαμβάνουν υψηλότερη θέση ακόμα και από το ωμά βιολογικό ένστικτο της αυτοσυντήρησης – πρόσφατα γίναμε μάρτυρες αυτού του φαινομένου μαζικής, οιονεί αυτοκτονικής παράλυσης απέναντι σε κρατικές και «επιστημονικές» προσταγές, κάτι που πολλοί παριστάνουν ότι έχουν ξεχάσει.

Υπάρχει, παρ’ όλα αυτά, κάτι το ιδιάζον στο είδος των «επιθυμιών» που κατασκευάζει το θέαμα. Από τη φύση του, το θέαμα δεν μπορεί ποτέ να (εκ-)πληρώσει την επιθυμία· ούτε το βλέμμα. Μπορεί μόνο να παράγει εφήμερες, φευγαλέες εικόνες στην περιφέρεια του βλέμματος. Στον βαθμό που η εικόνα κυριαρχεί επί του εαυτού, αυτός πρέπει να συντηρείται σε μια μετέωρη κατάσταση του μονίμως ανεκπλήρωτου. Το ανεκπλήρωτο γίνεται καταλύτης του κύκλου του εμπορεύματος ώστε αυτός να συνεχίσει να διευρύνεται – κανείς πεπληρωμένος δεν καταναλώνει (προϊόντα, τον εαυτό του ή τους άλλους). Από αυτή την άποψη, ο Ντεμπόρ μπορεί να διαβαστεί ως μια κριτική αποδόμηση των μεταμοντέρνων θεωριών περί του ανεκπλήρωτου ως καταστατικής συνθήκης ύπαρξης και αναπαραγωγής της επιθυμίας. Μία τέτοια πρόσληψη της επιθυμίας δεν είναι τίποτα άλλο παρά το άκρον άωτον της πραγμοποίησης του θεάματος, της ενδοβολής του από τα υποκείμενα που καταλήγουν να γίνονται νευρόσπαστες, μιμητικές φιγούρες. Το αίσθημα του μονίμως ανεκπλήρωτου δεν αποτελεί κάποια ανθρωπολογική ή ψυχαναλυτική σταθερά, πάγια, διαχρονική και αναλλοίωτη, παρά το νήμα με το οποίο το θέαμα θέτει σε κίνηση το κουκλοθέατρο των δυτικών υποκειμένων στην παρούσα ιστορική στιγμή. Η υπόσχεση ευωχίας του χριστουγεννιάτικου τραπεζιού μπορεί να μένει όντως πάντα ακάλυπτη. Όμως αυτό το ανεκπλήρωτο, αυτό το χάσμα δεν είναι ίδιον κάθε γιορτής. Κατά τρόπο παράδοξο, είναι απλώς η μοναδική πραγματική ελπίδα που μπορεί να χαρίσει αυτή η «γιορτή» μέσα από την ίδια της την αποκαθήλωσή: το χάσμα ως η πιθανότητα μιας έσχατης διεξόδου από το παραλήρημα του θεάματος.