Month: Αύγουστος 2023

Προσωπικός Παρνασσός

*

ΕΤΣΙ ΟΠΩΣ ΜΙΛΗΣΕ

στον Δημήτρη Σολδάτο

Από θεούς, ήρωες, ανθρώπους
πάντοτε προτιμώ τους οργισμένους.
Αυτοί μόνο μου φαίνονται ευθείς και αυθεντικοί,
Του Ποσειδώνα το γινάτι, ας πούμε,
που για τον γιο του τον Πολύφημο
έστρωσε τον Λαερτιάδη στο κυνήγι
στα μάτια μου τον κάνει συμπαθή,
πατέρα αληθινά φιλόστοργο.
Ή η εκδίκηση του Σιδερά τού Βαίλουντρ
που τσάκισε όσους τόλμησαν
πάνω του να σηκώσουν χέρι –
μπορεί να ’ταν φρικτή αλλά φανερώνει
το αδούλωτό του πνεύμα.

Πάνω απ’ όλα όμως θαυμάζω
του Ιησού το ξέσπασμα μες στον Ναό
που πήρε μόνος κι έπλεξε ένα φραγγέλιο
κι όρμηξε στους εμπόρους και τους τοκογλύφους·
«και των κολλυβιστών εξέχεε το κέρμα»
μας λέει ο Ιωάννης,
«και τας τραπέζας ανέτρεψε» –
τι πράξη αξιομίμητη αυτή, «και τας τραπέζας»,
ιδίως στους καιρούς μας!

Αυτούς που αποστρέφομαι είναι τους καθωσπρέπει,
κάτι πολιτικάντες της φακής,
κάτι ιησουίτες φιλανθρωπιστές,
κάτι τραπεζορρήτορες χαρτογιακάδες παρασημοφόρους
μαικήνες ή τρεχέδειπνους, κάτι όρθια τούβλα
που αόκνως μάχονται υπέρ των αδυνάτων
κι έχουνε το μειδίαμα χαλκομανία στη φάτσα,
που το χειλάκι τους στάζει όλο μέλι κι έγνοια,
που όλο για το δίκιο σου λεν ότι βάζουν πλάτη –
και τα ίδια λεν και σ’ όλους τους εχθρούς σου.
Κι ακόμη, κάτι ποετάστρους και μποέμ
που κάνουνε καριέρα αντικομφορμιστή
και μάχονται δήθεν τα καθεστώτα
μα στο σινάφι είν’ όλο γαλιφιές
και δεν αφήνουνε αφίλητη ούτε μια
ποδιά κατουρημένη. (περισσότερα…)

Παναγιώτης Κονδύλης, Περί εαυτού

*

Αποσπάσματα από τις σημειώσεις του Π.Κ. για το ημιτελές έργο του Το Πολιτικό και ο άνθρωπος. Κάποιες από αυτές, όθεν η παρούσα επιλογή, είδαν το φως της δημοσιότητας σε παλαιότερο αφιερωματικό τεύχος της Νέας Εστίας σε επιμέλεια του π. Ευάγγελου Γκανά.

~ . ~

Δυο βασικές σχολές για την υφή του Εαυτού: α) υπάρχουν τόσοι εαυτοί στον καθένα όσα και κοινωνικά πρόσωπα ή ομάδες. β) Ο Εαυτός είναι ενιαίος, μια ιδιαίτερη αυτοτελής εξελικτική διεργασία. Ανάλογα εκτιμάται ο ρόλος του κοινωνικού ελέγχου, του αυτοελέγχου, του εκκοινωνισμού κτλ. Η προσπάθεια  να αποδείξει κανείς τη μια από τις δυο αυτές αντιλήψεις ισοδυναμεί με τετραγωνισμό του κύκλου. Τα πολλά πρόσωπα τα υποδύεται κανείς ακριβώς επειδή ζητά ένα πράγμα: την αναγνώριση. Για να είναι ένας, πρέπει να είναι πολλοί. Συχνά το ίδιο πρόσωπο ξέρει ότι υποδύεται πολλά. Το αντίτιμο για να είναι επιτυχής προς τα έξω είναι να εξασθενίζει προς τα μέσα – μπορεί όμως να κάνει και το αντίθετο.

* * *

Η σχέση μεταξύ υποκειμένων είναι διαπραγμάτευση των ταυτοτήτων τους. Αν δεν είναι δυνατό να αποδεχτεί το ένα ολότελα την αυτοκατανόηση του άλλου (γιατί αυτό θα συνεπαγόταν την υιοθέτηση μιας κλίμακας αξιών επικίνδυνης για την δική του ταυτότητα), τότε εξετάζεται εφόσον θεωρείται πλεονεκτικότερη η διατήρηση σχέσεων – ποια σημεία θα εξουδετερωθούν-αγνοηθούν και ποια θα μεταβληθούν εκατέρωθεν (είτε μόνιμα είτε ad hoc, δηλ. ενόψει αυτής της σχέσης, μολονότι μπορούν να παραμείνουν ενεργά ως προς μιαν άλλη). Αλλά ακόμα και όταν επιτευχθεί μια πρώτη ισορροπία, είναι δυνατό, στη βάση των κεκτημένων θέσεων, να επιχειρηθεί ανακατάληψη του εδάφους που χαρίστηκε αρχικά. Έτσι γεννιέται σ’ ένα κατοπινό στάδιο η σύγκρουση που αποφεύχθηκε αρχικά.

* * *

Κατά πόσο το Εγώ του δεκάχρονου ανθρώπου είναι το ίδιο με του πενηντάχρονου; Μήπως αλλάζει ολοκληρωτικά, όπως το πλοίο, που κάθε τόσο αντικαθίσταται ένα μέρος του και στο τέλος δεν κρατά παρά το όνομα – οπότε είναι το ίδιο μόνο και μόνο γιατί κάποιοι το θεωρούν ως ίδιο; Αν η κοινωνία δεν θεωρούσε ένα άτομο ως ταuτόσημο με τον εαυτό του μέσα στην διαδοχή του χρόνου, κατά πόσο θα είχε το ίδιο συναίσθηση της ταυτότητας αυτής; Ήτοι: αν ο πενηντάχρονος δει τον δεκάχρονο εαυτό του σε ποιόν βαθμό θα επαναγνωρίσει ένα συνεχές εγώ; Κι ακόμη περισσότερο: αν μπορούσα να δω τον τωρινό μου εαυτό να φέρεται και να κινείται, θα τον αναγνώριζα, σε περίπτωση που δεν τον είχα δει στον καθρέφτη;

Γιατί μερικές φορές φαίνεται το παρελθόν σαν όνειρο, δηλ. ποιος είναι ο βαθμός αλήθειας στην ανάπλαση περασμένων βιωμάτων; Μήπως η έλλειψη πάγιου εγώ δεν επιτρέπει παρά σκόρπιες διασταυρούμενες παραστάσεις από το παρελθόν; Κατά πόσο το παρελθόν ως οργανωμένη ιστορία βίου είναι αναγκαία μυθοπλασία, που την χρειαζόμαστε για το παρόν;

* * *

Ο άνθρωπος αγωνίζεται αδιάκοπα για να παρουσιάζει προς τα έξω μια προσωπικότητα συνεπή και ολοκληρωμένη. Συνεχώς απατά τον εαυτό του για τον εαυτό του. Η συμπεριφορά του ρυθμίζεται ανάλογα με την εικόνα που θέλει να δώσει, γι’ αυτό κι ανάμεσα στην συμπεριφορά και στον πραγματικό εαυτό υπάρχει ένα χάσμα (η ευγένεια συνίσταται στο να το παραβλέπεις – στους άλλους). Η επιθετικότητα αυξάνεται, όταν οι άλλοι βλέπουν το χάσμα και προπαντός όταν εμείς ξέρουμε πως το βλέπουν. Τότε προσπαθούμε να βρούμε τι ποταπά κίνητρα έχει η συμπεριφορά του άλλου απέναντί μας.

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΟΝΔΥΛΗΣ

*

*

Ἡ φύση κι ἐμεῖς

*

τοῦ ΓΙΩΡΓΗ ΜΑΝΟΥΣΑΚΗ

Ἐπιλογὴ καὶ ἐπιμέλεια: Ἀγγελικὴ Καραθανάση

Τὸ καλοκαίρι εἶν’ ἡ ὥρα τῆς φύσης. Ὁ ἥλιος δὲν εἶναι ἀπόμακρος κι ἀκατάδεχτος. Κατεβαίνει κοντά μας. Κι ἀπὸ τοῦτο τὸ πλησίασμά του ὅλ’ ἀλλάζουνε γύρω μας: Τὰ σύννεφα, τοῦτοι οἱ σκυθρωποί, σταχτιοὶ κυρίαρχοι τοῦ χειμωνιάτικου οὐρανοῦ, ἀποτραβιοῦνται στὰ καταφύγιά τους, πέρα ἀπὸ τὶς μακρινὲς βορεινὲς χῶρες. Ἀνεμπόδιστο τὸ φῶς κουρνελίζει πάνω στὴ στεριὰ καὶ τὸ νερό, στὸ βουνὸ καὶ τὸν κάμπο, ποτίζει τὰ πάντα καὶ τὰ κάνει πιὸ χαρούμενα, πιὸ φιλικά. Τὰ δέντρα ἀνοίγουνε τὶς πράσινες ἀγκαλιές τους νὰ μπεῖ ὁ ἐραστής τους, ὁ ἥλιος, νὰ τὰ γεμίσει ἐρωτικὰ λουλούδια ποὺ θὰ γίνουνε χρυσοὶ καρποί. Ἡ θάλασσα γαληνεύει, παύει νὰ θωρεῖ σὰν ἐχθρό της τὸν ἄνθρωπο· ἀφήνει, ἀνεξίκακα, τὰ καράβια νὰ ὀργώνουνε τὸ κορμί της, παιζογελᾶ μὲ τοὺς κολυμβητές. Κι ἡ νύχτα, ἡ μαύρη μάγισσα, ἡ γεμάτη φαντάσματα καὶ κακὰ πνεύματα, ὁ τρόμος τοῦ ἀδύναμου πρωτόγονου, ἀκόμη κι αὐτὴ γίνεται κρυστάλλινα διάφανη ἡ δροσιά της εἶναι καλοδεχούμενη, ὕστερ’ ἀπὸ τὴ ζέστα τῆς μέρας.

Κι ἐμεῖς, οἱ ἄνθρωποι τῆς πολιτείας μὲ τὴν κονσερβαρισμένη ζωή, βγαίνομε, σὰν μᾶς τὸ ἐπιτρέπουν οἱ δουλειές μας, νὰ περάσομε μερικὲς ὧρες μέσα στὴ φύση. Στὸ ὕπαιθρο, ὅπου ὅλα  ἔχουνε μιὰ ἀπροσποίητη ἁπλότητα, ὅπου ὅλα εἶναι νεανικά, καὶ δυνατὰ καὶ ξέγνοιαστα, νιώθομε σιγὰ σιγὰ κάτι ν’ ἀλλάζει μέσα μας. Γινόμαστε πιὸ νέοι, λιγότερο τυπικοί, λιγότερο ὑποκριτές, πιὸ χαρούμενοι. Τὸ συναίσθημα, τὸ καταπιεσμένο ἀπὸ τὴ λογική, ξαναβρίσκει τὴ θέση του στὴν καρδιά μας. Ἀνακαλύπτομε τὴν ὀμορφιά.

Ὅσοι ἀπὸ τὸ εἶδος τῆς δουλειᾶς τους, στερηθήκανε τὸ ἀχνὸ πλησίασμα τῆς φύσης, αὐτοὶ ἴσως χαίρονται πιὸ βαθιὰ τὴν ἐπαφή μαζί της. Γίνονται οἱ ἐκστατικοί, οἱ ἐραστὲς τοῦ ἥλιου καὶ τοῦ ἀέρα, τῆς θάλασσας καὶ τοῦ λουλουδιοῦ. Θυμοῦμαι τώρα τὸν Παλαμᾶ. Τὶς σπάνιες φορὲς ποὺ ἄφησε τὴν «ἀσάλευτη ζωὴ» τοῦ γραφείου του, ποὺ βγῆκε ὄξω ἀπὸ τὴν ἄσφαλτο τῆς Ἀθήνας, ἀντίκρυσε τὸν κόσμο γύρω σὰν ἐρωτευμένος ἔφηβος: «Ὦ, Φύση, ὁλάκερη ζωὴ κι ὁλάκερη σοφία!».[1] (περισσότερα…)

Ι. Ιωαννίδης, Ξ. Μαϊντάς, Κ. Μελάς: Η επιστήμη σήμερα | Όλη η εκδήλωση της 6.7.23 μαγνητοσκοπημένη

*

Η ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΣΗΜΕΡΑ
ΟΙ ΧΡΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΟΙ ΚΑΤΑΧΡΗΣΕΙΣ ΤΗΣ

Νύχτες του Ιουλίου 2023, Καλοκαίρι στον Αίθριο Χώρο του Θεάτρου Κυδωνία

Πανδημία και δημόσια υγεία, τεχνητή νοημοσύνη και ψηφιοποίηση, τηλεργασία και νέοι τρόποι παραγωγής: Δεν υπάρχει τομέας της σύγχρονης ζωής που να μην επηρεάζεται σε κρίσιμο βαθμό από τις εξελίξεις στην επιστήμη και την τεχνολογία. Ποιο είναι όμως το πραγματικό καθεστώς υπό το οποίο εργάζονται οι επιστήμονες σήμερα, χαίρουν πράγματι θεσμικής και ερευνητικής ανεξαρτησίας, ποια είναι η σχέση τους με την ιδεολογία και την πολιτική και οικονομική εξουσία; Τρεις διακεκριμένοι λειτουργοί αλλά και κριτικοί της σημερινής επιστήμης συζητούν για τον ρόλο της στη δημόσια σφαίρα.

Συμμετέχουν:
Ιωάννης Π. Α. Ιωαννίδης, καθηγητής στη σχολή Παθολογίας, Έρευνας και Πολιτικής Υγείας του Πανεπιστημίου Στάνφορντ, Καλιφόρνια, ΗΠΑ, και διευθυντής του Κέντρου Έρευνας-Πρόληψης του ίδιου πανεπιστημίου.
Κώστας Μελάς, καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του Παντείου Πανεπιστημίου, πρόεδρος του Ομίλου Πολιτικού και Οικονομικού Προβληματισμού.
Ξάνθος Μαϊντάς, επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Φυσικής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, πρόεδρος του Ιδρύματος Τάκης Σινόπουλος.

Συντονίζει ο Κώστας Κουτσουρέλης, συγγραφέας, διευθυντής του περιοδικού Νέο Πλανόδιον.

*

*

*

 

Από την ιδιωτεία στον δημόσιο βίο

 *

του ΓΙΑΝΝΗ Σ. ΚΑΡΓΑΚΟΥ

Γεώργιος Κ. Τασούδης,
Τα ιδιωτικά για τα… δημόσια
Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών Διδυμοτείχου,
Διδυμότειχο 2017

Ένα δοκιμιακό έργο, πεζό, με ποιητικό όμως ύφος και ήθος. 50 σελίδες, 9 κεφάλαια. Από τον τίτλο γίνεται αντιληπτό τι προτείνει ο Γεώργιος Κ. Τασούδης: την επιστροφή από την ιδιωτεία στον δημόσιο βίο. Γι’ αυτό γράφει ότι δεν αρκεί η προβολή του παρελθόντος αλλά «να επικεντρωθούμε στην αποκωδικοποίηση και επαναπρόσληψη της συγκεκριμένης συμπεριφοράς». Στην απορία του αναγνώστη γιατί να επαναπροσλάβουμε την προγονική συμπεριφορά απαντώ με ένα δικό μου παράδειγμα: η συν-περι-φορά των προγόνων είχε ως ιδιοσυστασιακό χαρακτηριστικό της το «συν» και το «περί».

Σαν τον Οδυσσέα που περιτριγύρισε τον κόσμο, αλλά ποτέ δεν έχασε το «συν» που τον ένωνε με τους συντρόφους του και τη σύζυγό του Πηνελόπη στην Ιθάκη. Γι’ αυτό και οι Έλληνες γράφει ο Τασούδης «κατόρθωσαν να ξεφύγουν από τη στενή ελλαδικότητα καθιστώντας την Ελληνικότητα πρόταση βίου οικουμενική». Έτσι, καταλήγει ο συγγραφέας, οι νέοι θα «ανδρωθούν και θα ανδρειωθούν» και θα αποτινάξουν τη σημερινή «ντροπιοσύνη». Δεν είναι τυχαίο ότι πολεοδομικό αποτύπωμα της Ρωμηοσύνης είναι η «εκκλησία και η πλατεία». Πρώτα ο άνθρωπος -συν Θεῷ- γίνεται άνθρωπος και μετά «διευρύνεται, πλαταίνει» και φτιάχνει πλατείες όπου γίνεται συνάνθρωπος.

Όμως «η γειτονιά αποδυναμώθηκε, όπως και ο ουρανός» παρατηρεί ο συγγραφέας. Έγιναν οι Έλληνες αποδημητικά πουλιά. Θα είναι «καλοί πρέσβεις των δικαίων μας» αναρωτιέται ή θα γίνουν «Ελληνάρες του Αυγούστου» με «φραγκοδυτικίζουσα ιδιοσυστασία»; Κάθεται κάτω από μια ακακία, δέντρο με όνομα συμβολικό. Η ακακία γίνεται για τον συγγραφέα έμπνευση για μια αναδρομή στον τρόπο αντιμετώπισης της κακίας. Θυμάται τη γενοκτονία των Ελλήνων της Μ. Ασίας από τους Τούρκους. Τον Έλληνα της 28ης Οκτωβρίου του ’40 που «θέτοντας σε δεύτερη μοίρα τη ιδιωτική καλοπέραση έλαβε την απόφαση να γίνει ένας άγνωστος στρατιώτης… λίπασμα για τις επερχόμενες γενεές. Και γι’ αυτήν την ακακία ακόμη». Γι’ αυτό και είναι κατά της καύσης των νεκρών: «θα μείνει αλίπαντη η γης η Ελληνική…». Πρέπει «ο καθείς να κατακρημνίσει το ικρίωμα της μετριότητας και της ποντοπιλάτειας απραξίας, προβάλλοντας την αξιοσύνη σε κοινή, δημόσια θέα». Έτσι θα σπάσει ο φαύλος κύκλος της ατομικής θεώρησης των πραγμάτων. Να σταματήσουμε να είμαστε πίθηκοι, να συνεννοηθούμε, «να βάλουμε τους ιδιωτικούς μας εγωισμούς στην άκρη, προβάλλοντας το συλλογικό μας τάλαντο», «να ομονοούμε υπό ενός κοινού σκοπού». «Προέχει, καταλήγει ο Τασούδης, το δημόσιο συμφέρον ως προσωπική ανάγκη». (περισσότερα…)

Δημήτρης Ε. Σολδάτος, Η Φαρμακόπετρα

*

Ναός Αγίου Ιωάννη, Μεγανήσι Λευκάδας. Φωτογραφία Νίκος Καββαδάς

~.~

Κατακαλόκαιρο. Καταμεσήμερο. Όλο λέπι αστραφτερό, μες στον Μεγανησιώτικο ήλιο, η θάλασσα αναγαλλιάζει σαν γοργόνα. Το Σπαρτοχώρι πλαγιάζει γαλήνια στην αγκαλιά του λόφου, όπως ένα μωρό στον κόρφο της μάνας του. Πέρα στο στεφάνι του γερο-Φώτη, πάνω απ’ την σπηλιά του Κύκλωπα και κάτω απ’ το σπίτι του Μαυροκέφαλου – που ήρθε απ’ το Άλατρο και παντρεύτηκε την Κρεμμύδαινα – γουργούριζαν τ’ αγριοπερίστερα και κουκούβιζαν αναπαμένα τα γλαροπούλια.

Ξάφνου, σαν πυροβολισμοί στον αέρα, φωνές ακούστηκαν στην εμπατή του χωριού:

«Φίδι! Φίδι! Το δάγκασε φίδι…»

«Γούι, τρομάρα του, το έρμο!»

Δυο άντρες μετέφεραν στα χέρια ένα παιδί, όχι μεγαλύτερο από δώδεκα χρόνων. Ξοπίσω σμήνος γυναικών ολόλυζε και μαλλιοτραβιόνταν. Αυτό σχεδόν αναίσθητο, με τα μάτια ανάστροφα, με το ζερβί παραλυμένο, και τα δάχτυλα να τρεμουλιάζουν σαν πλατανόφυλλο, έβγαζε βόγκο λες και ξεψύχαγε.

«Στου δασκάλου, γρήγορα στου δασκάλου, να του βάλει απάνου την Φαρμακόπετρα!» είπε κάποιος.

«Ναι, ναι, την Φαρμοκόπετρα, την Φαρμακόπετρα…» αναφώνησαν κι οι υπόλοιποι.

Σε λίγο ακούμπαγαν το παιδί στο πεζουλάκι της αυλής του δασκάλου.

Εκείνος πετάχτηκε έξω αναστατωμένος απ’ τις φωνές.

«Φέρτε το μέσα!» είπε επιτακτικά, ενώ κιόλας οι ψυχραιμότεροι σύσταιναν στον κόσμο να διαλυθεί, μιας και το παιδί βρίσκονταν πλέον σε καλά χέρια.

Εκείνο ριγούσε λες και κρύωνε. Άφηνε σιγανό στεναγμό, καθώς η μάνα του έβρεχε το μαντήλι της με νερό και το απέθετε στο μετωπάκι του, που ψήνονταν απ’ τον πυρετό.

Ο δάσκαλος βγήκε βιαστικά από το δωμάτιο μα ξαναφάνηκε σχεδόν αμέσως, βαστώντας μια καφέ δερμάτινη τσάντα κι ένα βελούδινο βαθυκόκκινο σακουλάκι. Έβγαλε από κει μια πετρούλα – σχεδόν σαν αμύγδαλο, σε σχήμα καρδούλας, καλυμμένη μ’ ασημόχρυσο προστατευτικό πλέγμα απ’ την πίσω μεριά – και την ακούμπησε πλάι του. Κατόπιν εξέτασε το πόδι του παιδιού. Φαινόνταν ευκρινώς η δαγκωματιά της οχιάς: δυο ερυθρόμαυρες τρυπίτσες σε μπλάβο δέρμα. Καθάρισε την πληγή με βαμβάκι και οινόπνευμα και την χάραξε ελαφρώς με ξυράφι αντίσταυρα. Ύστερα, κρατώντας την πέτρα στα τρία του δάχτυλα, έκαμε τον σταυρό του και την απέθεσε στην πληγή.

Πέρασε κάμποση ώρα…

Το μεγάλο ρολόι του τοίχου έσερνε τους δείχτες του λαχανιασμένο. Τα τζιτζίκια στον κήπο είχαν βουβαθεί. Νεκρική σιγή στο δωμάτιο. Και μύγα να πετούσε, θα τρόμαζες.

Ξάφνου, η πέτρα, που είχε βυζάξει στην πληγή, κύλησε από μόνη της κι έπεσε στο σεντόνι. Ο δάσκαλος την έριξε σ’ ένα ποτήρι νερό και μια πρασινίλα έκχυσε από μέσα της: ξέρασε το δηλητήριο. Ο πυρετός χαμήλωσε, το μετωπάκι του μικρού δροσέρεψε, και το μελανιασμένο μέλος, πρησμένο και σκληρό σαν κούτσουρο, αρχίνησε να μαλακώνει.

Σε λίγο το παιδί σηκώθηκε. Έφυγε αλαφροπατώντας απ’ το σπίτι, ενώ με δυσκολία ξεκόλλησαν την μάνα του απ’ τα πόδια του δασκάλου, όπου μ’ ευγνωμοσύνη, η δύστυχη, προσέπεσε.

Αμέτρητους είχε σώσει η Φαρμοκόπετρα, το Φυλαχτό ή Αγιόπετρα όπως την έλεγαν οι κατέχοντες. Κατέφθαναν συχνά-πυκνά απ’ τον Κάλαμο και τον Καστό καΐκια, την Περατιά, τον Αστακό και την Ζαβέρδα πέρα, να γιατρευτούν από φιδοδαγκώματα. Κι όλοι γινόντανε καλά. Κι ευγνωμονούσανε τον δάσκαλο για την θαυματουργή του πέτρα, που πήρε προίκα, όπως λεν – μαζί με στρέμματα αρκετά στο Μεγανήσι – από τον πεθερό του τον Μπόζα, όταν παντρεύτηκε την γυναίκα του την Ανέτα την Πορσάνα, την Σκλαβενίταινα απ’ την μεριά της μάνας της, την Πολίταινα απ’ την μεριά του πατέρα της, το έτος 1889.

Τα χρόνια πέρασαν γοργά…

Ο δάσκαλος και η Ανέτα έσπειραν παιδιά, στον αριθμό δέκα, να χάνεις τον λογαριασμό: Γιώργος, Γεράσιμος, Δημήτρης, Στάθης, Θωμάς, Θανάσης, Μαρία, Μαυρέτα, Πανδώρα και Κατερίνα.

Καθένα απ’ τα σερνικά τέκνα δικαιούνταν να κρατάει την Φαρμοκόπετρα για έναν χρόνο. Κατόπιν την έδινε στον άλλον αδερφό. Όταν συμπληρώνονταν τα χρόνια, γύριζε πάλι στον πρώτο.

Οι άντρες, όμως, έλειπαν στα μπάρκα – πρώτα βυζαίνουνε την θάλασσα κι ύστερα την μάνα τους οι Μεγανησιώτες. Έτσι, η Φαρμακόπετρα πηγαινοέρχονταν από χέρι σε χέρι απ’ τις γυναίκες τους. (περισσότερα…)

Κλιματισμού εγκώμιον

*

ΚΛΙΜΑΤΙΣΜΟΥ ΕΓΚΩΜΙΟΝ

Ἄλλοτε ἔσουρα στὸ θέρος τὰ ἐξ ἁμάξης,
τώρα θὰ ψάλω ἔπαινο κι ἐγκώμιο·
ἦρθε ἡ ὥρα νὰ ἐπανέλθῃ πιὰ ἡ τάξις
σὲ μέτρο καὶ ῤυθμὸ κάπως παρόμοιο.

Ὄχι, σκοπὸ δὲν ἔχω νὰ παλινῳδήσω,
νὰ γίνω δεύτερος ἐγὼ Στησίχορος,
ἀπ’ ὅσα ἔγραψα δὲν κάνω βῆμα πίσω
κι ἂς εἶν’ ὁ τόπος ὄπισθεν εὐρύχωρος.

Μὰ ὅπως ἔψεξα σφοδρῶς τὸ καλοκαίρι
ὡσαύτως καὶ μὲ τρόπον παραπλήσιον
θέλω νὰ γράψω μὲ τὸ ἴδιο τοῦτο χέρι
εὐγνωμοσύνης ὕμνο στὸ αἲρ κοντίσιον.

Κι οὔτε μὲ νοιάζει τῶν μεμψίμοιρων ἡ γκρίνια
πὼς τάχα τοὺς πειράζει στὸ κεφάλι τους·
ἄ! ὅλα κι ὅλα φιλαράκια μου, σαϊνια,
δὲν φταίει τὸ αἲρ κοντίσιον γιὰ τὸ χάλι τους!

Γνώρισα τέτοιους τύπους: Αἶσχος! Τρόμος! Φρίκη!
Ὁ ὑδράργυρος νὰ φτάνῃ ὡς τὸν Μύτικα
νὰ βράζῃ ὁ τόπος καὶ νὰ σκάῃ τὸ τζιτζίκι
κι ἐκεῖνοι τὰ δικά τους ψηλομύτικα:

«Ἄχ δὲν μπορῶ μ’ αὐτό, κλεῖσ’ το τὸ μαραφέτι
θ’ ἁρπάξω κἀμμιὰ ψῦξι μῆνα Ἰούλιο!»
Οὐ μπλέξεις μὲ κρυουλιάρηδες, κόλασι σκέτη,
τέτοια φρικιὰ οὔτε κἂν στὸ κοινοβούλιο!

Σ’ αὐτῶν τὰ σπίτια ἐγὼ οὔτε περνῶ ἀπ’ ἔξω
–οὐδέποτε μοῦ ἄρεσαν οἱ σάουνες–
μοῦ ἔρχεται πιὸ εὔκολο νὰ τρέξω
ἀπὸ τὸ Μὲτς μέχρι τὶς Κουκουβάουνες

παρὰ μιὰν ὥρα νὰ σταθῶ μὲς σὲ σαλόνι
ποὺ οἱ αὖρες τοῦ Φουτζίτσου δὲν εὐλόγησαν,
ποὺ ἐν ᾧ ὁ καύσωνας ἀνάβει καὶ κορώνει
μὲ τσιγκουνιὰ τὰ BTU ὑπολόγισαν.

Τὸ λέω, τὸ ἐννοῶ, δηλώνω κι ὑπογράφω:
κλιματισμοῦ οὐδὲν πλέον εὐφρόσυνον!
Στοῦ ἐφευρέτη του τὸν ἁγιασμένο τάφο
ὀφείλω νὰ τελέσω ἕνα μνημόσυνον.

Ὅταν στοῦ ἄστεως τὴν τσιμέντινη Σαχάρα
ἡ μοῖρα μ’ ὁδηγῇ καὶ στ’ ἀδιέξοδα
τρυπώνω μὲς στὰ Hondos, στὰ Anel, στὰ Zara
τὴν τζούρα μου νὰ πάρω ἔτσι ἀνέξοδα.

Μὰ τι θαρρεῖτε, πῶς μοῦ ἄλλαξαν τὰ γοῦστα;
Πῶς τώρα στὰ γεράματα τὸ γύρισα;
Πῶς μπῆκα ν’ ἀγοράσω μάσκαρα ἢ φούστα;
Λίγο ἁπλῶς νὰ δροσιστῶ ἐπιχείρησα.

Θέλω τὸ σπίτι μου ἰγκλοὺ γιὰ Ἐσκιμώους,
στάλα Ἀρκτικῆς στὸν Τροπικὸ τοῦ Αἱγόκερω,
χωρὶς μπὴτς μπάρ, ἀκρογιαλιὲς κι ἱστιοπλόους,
χωρὶς τοῦ Αὐγούστου τὸν φρικτὸ παλιόκαιρο!

Ἀπ’ τὸ ταβάνι μου ποθῶ σὰν ξιφολόγχες,
(κι ὰν θέλῃς μέτρα τό μου γιὰ ἐλάττωμα)
σὰν σταλακτῖτες νὰ σωρεύωνται στὶς κόγχες,
νὰ κρέμωνται οἱ κρύσταλλοι ὡς τὸ πάτωμα.

Στὸ κομοδῖνο μοῦ ἀρκοῦν τέσσερις τόμοι·
γιὰ μένα τοῦτο εὐτυχία λέγεται:
νὰ κάνω ἔρωτα μὲ ἔνα Τογιοτόμι
κι ἡ τσιμεντούπολι ἀπ’ ἔξω ἂς φλέγεται!

ΑΑΡΩΝ ΜΝΗΣΙΒΙΑΔΗΣ

*

Απ’ τις πλαγιές του Πάικου στου Αξιού τις όχθες

*
Απ’ τις πλαγιές του Πάικου στου Αξιού τις όχθες

Μόλις πιάσει να φυσάει ο βοριάς
και συρθεί στα χώματα της Ειδομένης,
γίνεται βαρδάρης

αντάρτης απ’ την χιονισμένη Τζένα
που ’κοψε δρόμο
για τις πετράρες του Καρασινάν

μικρός βοσκός της Τσέρνα-Ρέκα
που δρασκελάει απ’ τις πλαγιές του Πάικου
στου Αξιού τις όχθες

μπαρούτι και πάταγος,
αντίλαλος του Σκρα
στ’ αμπέλια της Γουμένισσας

τρελοβαρδάρης γίνεται
που φέρνει βόλτα
στης Τσιγγάνας τα στενά.

~.~ (περισσότερα…)

Τάνια Μαλιάρτσουκ, Την πατρίδα στον ώμο

*

Μετάφραση ΕΛΕΝΑ ΣΤΑΓΚΟΥΡΑΚΗ

Γνώρισα κάποτε έναν Τυνήσιο, ο οποίος ξεκινούσε κάθε πρότασή του με τη φράση «Σε μας στην Τυνησία είναι έτσι». Όταν του είπα ότι είμαι συγγραφέας, ο Φουρτ –έτσι λεγόταν– με κοίταξε με απερίγραπτη λύπηση, λες και ήμουν κολοβό κουνέλι. «Σε μας στην Τυνησία είναι έτσι», έσπευσε να ανακοινώσει, «οι έξυπνοι σπουδάζουν μαθηματικά και φυσική, οι λιγότερο έξυπνοι οικονομικά, και οι εντελώς βλάκες, μην όντας ικανοί για τίποτα, ασχολιούνται με τη λογοτεχνία. Έτσι για να ξέρεις, εγώ είμαι μαθηματικός». Πάντα, όταν μιλούσε, στόλιζε το λόγο του με ανάλογες σοφίες.

«Σε μας στην Τυνησία είναι έτσι», συνήθιζε να λέει ο Φουρτ: «Ο μηχανικός κατασκευάζει το αεροπλάνο, ο οικονομολόγος υπολογίζει την αξία του και ο συγγραφέας το κοιτάζει κι αναφωνεί ‘αχ, τι ωραίο!’. Γιατί, ποια είναι η δουλειά σας, εσάς των συγγραφέων;! Ας πάρουμε, για παράδειγμα, το μυθιστόρημα. Ούτε μία λέξη δεν αληθεύει εκεί μέσα, όλα αποκυήματα της φαντασίας. Ψεύδεστε ασύστολα και για τα πάντα!»

Τον Φουρτ τον γνώρισα στα μαθήματα γερμανικών στη Βιέννη. Λατρεύω τα μαθήματα γερμανικών γιατί εκεί μπορεί να παρατηρήσει κανείς καλύτερα την ποικιλία και τη διαφορετικότητα της υφηλίου. Εκεί η υφήλιος συναντιέται έτσι, όπως είναι, συγκρούεται και απομακρύνεται άρον-άρον ανυπόμονη, ξεροκέφαλη, πολύξερη, προκατειλημμένη, αντιλέγει τα ίδια της τα λεγόμενα, τσακώνεται και περιφρονεί, εκεί η υφήλιος δεν αποδέχεται τον εαυτό της. Ο Φουρτ ονειρευόταν για παράδειγμα πως δεν θα υπήρχε ο κόσμος, παρά μονάχα μια μεγάλη, πολύχρωμη Τυνησία, και πως η Τυνησία θα βρισκόταν παντού, θα κάλυπτε τα πάντα. Ο Φουρτ κουβαλούσε, με άλλα λόγια, την πατρίδα του στον ώμο, τη μετέφερε διασχίζοντας τη Μεσόγειο, την έκανε φύλακα-άγγελο κι ασπίδα ενάντια σε κάθε φόβο που του επεφύλασσε το Άγνωστο. Έτσι ένιωθε πιο ήρεμος, έτσι έβρισκε παρηγοριά.

«Σε μας στην Τυνησία είναι έτσι», έλεγε πραγματικά με κάθε ευκαιρία, πράγμα που μου την έδινε γερά στα νεύρα. Ώσπου ξεκίνησα κι εγώ μ’ αυτό. (περισσότερα…)

Η κιβωτός του Πρωτεσίλαου

*

Η ΚΙΒΩΤΟΣ ΤΟΥ ΠΡΩΤΕΣΙΛΑΟΥ

Ο Πρωτεσίλαος έφτιαχνε ένα καράβι από αρμυρίκια και έβαζε μέσα τις ιστορίες που σκαρφάλωναν σαν σκιές πάνω στους τοίχους τα βράδια, το καθρέφτισμα από τα μεγάλα μάτια του στο ποτάμι και ένα κάστρο κόκκινο στη λάμψη από τις φλόγες. Μέσα στην κιβωτό του όσα θα φτιάχνανε τα αντάξια μελλούμενα, τον έρωτα και το κλέος από το κούρσος της Τροίας.

Και όταν η κιβωτός του έφτασε στην Τροία, με μια δρασκελιά ο Πρωτεσίλαος κατέβηκε στον Άδη. Η κιβωτός του τη νύχτα ψάχνει ένα λιμάνι θεσσαλικό και ακόμη δεν το βρήκε. Αυτή είναι η μοίρα κάθε κιβωτού με τα αντάξια μελλούμενα.

Μην ψάχνεις την αιτία στον Πρωτεσίλαο.

«οὐ γὰρ ἐγὼ τούτων αἴτιος, ἀλλ᾽ ἡ Μοῖρα καὶ τὸ ἐξ ἀρχῆς οὕτως ἐπικεκλῶσθαι». Λουκιανού, Νεκρικοί διάλογοι.

~.~

ΤΟ ΦΥΛΛΟ ΤΗΣ ΣΥΜΠΟΝΙΑΣ

Είναι το τρίτο βράδυ που δεν έχει ύπνο η Φαίδρα. Κάθεται κάτω από τη βελανιδιά και πλέκει τα χέρια της σφιχτά . Μες στον νου της είναι μια θάλασσα που ανεβαίνει πάνω σε νησιά και τα καταπίνει και όμως, δε χορταίνει.

Από τη βελανιδιά πέφτει ένα φύλλο στη θάλασσα. Έχει μέσα του κάτι φλέβες με συλλαβές που σμίγουν απελπισμένα και φτιάχνουν το «ε» και το «ρω».

Το φύλλο βγαίνει σε μια στεριά στον βορρά. Σε μια αυλή η Σόνια τινάζει από το φόρεμά της τη σκόνη της πλήξης. Κάθεται σε μια καρέκλα ίσα ίσα στην άκρη. Ένοχη που ξαποσταίνει. Με φταίξιμο του έρωτα και αυτή. Μέσα στον νου της ένα δάσος τρέχει κοντανασαίνοντας.

Το φύλλο της βελανιδιάς ορμά εμπρός και τρέμουνε οι φλέβες του. Πετάγονται τα «ε», τα «ρω», τα » ή επί τας». Δεν είναι άλλο από τον έρωτα ή το θάνατο. Και αν ο πρώτος σε αρνηθεί, τότε ο άλλος σε συμπονά. Το φύλλο είναι μια τρυφερή σπονδή στον Ιππόλυτο και στον Αστρόφ. Δεν τους ρωτά. Την ξέρει την απάντηση. Να μπορούσε μόνο να κόψει τις φλέβες με τα γράμματα και να  επιστρέψει ένα νανούρισμα στον κόσμο. Στη θάλασσα της Φαίδρας. Στο δάσος της Σόνιας.

~.~

 ΑΝΤΙΧΘΩΝ *
(Η Αντι-Γη)

ἐπειδὴ τέλειον ἡ δεκὰς εἶναι δοκεῖ καὶ πᾶσαν περιειληφέναι τὴν τῶν ἀριθμῶν φύσιν, καὶ τὰ φερόμενα κατὰ τὸν οὐρανὸν δέκα μὲν εἶναί φασιν, ὄντων δὲ ἐννέα μόνον τῶν φανερῶν διὰ τοῦτο δεκάτην τὴν ἀντίχθονα ποιοῦσιν.
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, Μετά τα φυσικά

Στον Αντίχθονα ξημέρωσε. Θητεία φωτός. Μαζεύονται στα σπίτια οι άνθρωποι και κοιμούνται βαθιά με ανοιχτά παράθυρα να βηματίζει το φεγγάρι στα όνειρα. Ούτε που συλλαμβάνει ο νους τους ότι είναι σε έναν κόσμο ανάποδο, με ανεστραμμένη τάξη. Στη γη νύχτα του ήλιου.

Τι χρειαζόμαστε έναν κόσμο αντίστροφο; Γιατί να μη μας φτάνει η γη κι επιθυμούμε και το αντίθετό της; Ίσως γιατί έτσι επανορθώνεται η έλλειψη. Αποκαθίσταται η αρμονία. Τι θα ήταν ο κόσμος χωρίς το αντίθετό του; Και ας μην γνωρίζεις τι είναι ποιο. Ούτε αν ζεις στον κόσμο ή στο αντίθετό του.

* Ο πυθαγόρειος φιλόσοφος Φιλόλαος υποστήριξε την άποψη ότι υπάρχει ένας πλανήτης στον αντίποδα της γης, μη ορατός από τη γη.

ΕΙΡΗΝΗ ΚΑΛΤΣΑ

*

 

Με το βλέμμα του φιλιού

 

*

της ΑΥΓΗΣ ΛΙΛΛΗ

Άρτεμις Χρυσοστομίδου
Oh that hand of yours / Υψηλού επιπέδου τραύμα
Το Ροδακιό, 2022

Δεν υπήρξαν ποτέ πιο περίεργα μάτια από τα δικά της. Τα λουλούδια που οι άνθρωποι ταξιδεύοντας βλέπουν στο δρόμο είναι τα μάτια της. Μπορεί να αγγίζει, να ακουμπά οπουδήποτε. Όλα είναι ορατά. Βλέπει μέσα από τα πάντα, είναι τα πάντα. Τη στιγμή που θα νομίσει ότι θα πεθάνει θα περάσουν από μπροστά της άνθρωποι των σπηλαίων, μεγάλα κεφάλια, μοναχοί του μεσαίωνα, ο σύγχρονος κόσμος, ένα πλαστικό μαχαίρι. […] Ζωγραφική είναι το αιώνια γυμνό βλέμμα. Από τον ποταμό μπορεί να βγει διαφορετική. Καλό είναι ο άνθρωπος να ανεβοκατεβαίνει. [1]

Αντικρίζοντας κανείς και μόνο τα εξώφυλλα των δύο βιβλίων της Αρτέμιδος Χρυσοστομίδου, ταξιδεύει σε ένα άχρονο σκοτεινό, συννεφιασμένο ή ομιχλώδες σκηνικό, όπου η όραση καλείται να αποκρυπτογραφήσει τι βλέπει πάνω σε μια σκούρα μονοχρωμία: κυπαρισσί το πρώτο βιβλίο της συγγραφέως Τα σκυλιά δεν γαυγίζουν στη Γαλλία / Γλυπτική (Το Ροδακιό, 2018), γκρι πετρόλ το πιο πρόσφατο Oh that hand of yours / Υψηλού επιπέδου τραύμα (Το Ροδακιό, 2022). Και στις δύο περιπτώσεις οι διπλοί τίτλοι προκρίνουν την αφή, αλλά εξελικτικά, με έναν φόρο τιμής να αποτίνεται στην τέχνη της γλυπτικής και τις δυνατότητες των χεριών, η αφή ταυτίζεται με την όραση, με την οποία «ο άνθρωπος ανεβοκατεβαίνει».

Γενικότερα  η ποίηση της Χρυσοστομίδου στηρίζεται σε ποικίλα δίπολα: διπλοί τίτλοι, διγλωσσία (ελληνικά και αγγλικά/γαλλικά), ποίηση και πεζό, γραφή και φωτογραφία κ.ο.κ. από μία σκηνοθέτρια ποιήτρια. Για την πρώτη ιδιότητα της Χρυσοστομίδου, η οποία μοιάζει να “στήνει” σεναριακά και σκηνοθετικά τα βιβλία της, χαρακτηριστικό είναι, μεταξύ άλλων, το ποίημα «Αυτή δεν είναι μια ρομαντική ιστορία στις Άλπεις»: «Στις κορυφές, βιολιά, άριες και παπούτσια Kappa γλιστρούν στον πάγο. Από το αμφιθέατρο κοιτάζει το καμπαναριό. Τα κοιμητήρια είναι μουσεία σύγχρονης τέχνης που εκθέτουν στην ησυχία των τάφων, ένα μάθημα για το πώς μπορεί κανείς να μεταμορφωθεί σε τοπίο. Το κορίτσι στην άλλη πλευρά των Άλπεων είναι ένα βουνό που περιμένει να λιώσει το χιόνι για να δει τι κρύβεται αποκάτω. Της γράφει, Αγάπη μου, εμπιστεύου την αγάπη, όχι τα επιχειρήματα, και έλα να με βρεις. […]» (όπ., 22).[2] (περισσότερα…)

Η βυζαντινή ποίηση ανθολογημένη | Μέρος ΙΑ΄: Ιωάννης Γεωμέτρης | Αποδόσεις Γιώργου Βαρθαλίτη (2/2)

*

Εισαγωγή-ανθολόγηση-σχόλια ΗΛΙΑΣ ΜΑΛΕΒΙΤΗΣ

~.~

ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΥΡΙΩΤΗΣ Ο ΓΕΩΜΕΤΡΗΣ

Αποδόσεις του Γιώργου Βαρθαλίτη  [2/2]

~.~

Στὸν σαρκικὸ ἔρωτα.

Ὁ τρομερὸς τὸν νοῦ μου ὁ ἔρωτας τυφλώνει
μὰ τὸ σκοτάδι διώχνει ὁ πόθος σου, Χριστέ μου.

~•~

Σὰν νὰ μιλάει κάποιος ποὺ ζήτησε νερὸ ἀπὸ μιὰ κοπέλα καὶ τὴν ἐρωτεύθηκε.

Ὢ τὸ πικρὸ νερὸ ποὺ πάλι ἤπια καὶ πάλι.
Διψῶ ἀκατάπαυστα. Ποιό τὸ νερὸ εἶναι ἐτοῦτο
ποὺ ἀνάβει πυρκαγιὰ καὶ καίει τὴν καρδιά μου;
Κρυβόταν τῶν ἐρώτων ὁ δαυλὸς ἐντός του.
Καὶ τώρα τί νὰ κάνω; Δῶσε μου ὅμως, κόρη,
τὰ χείλη σου νὰ πιῶ· μὰ ἀπὸ μακριὰ μὲ λιώνεις.
Κοντά σου τὴ φωτιὰ τοῦ πάθους πῶς θὰ ἀντέξω;
Μόνο ἕνα φάρμακο γιὰ αὐτὴ τὴ δίψα ξέρω:
τὸν ἔρωτα ἔρωτας πιὸ φλογερὸς τὸν σβήνει,
τὸν πιὸ μεγάλον ἔρωτα ἕνας πιὸ μεγάλος.
Χριστέ μου, ἁρπάζομαι ἀπὸ σένα τώρα, δῶσ᾽ μου
τὸ ζῶν νερό σου, αὐτὸ θὰ σβήσει καὶ τὴ φλόγα.

~•~

Στὸν ἑαυτό μου Α’.

Ἄχ! Ὁ τοξότης τῶν καρδιῶν καὶ τώρα πάλι,
φωτιὰν ἀνάβοντας, μοῦ ρίχνει τὰ πυρφόρα
τὰ βέλη τὰ φριχτὰ κι ἀγαπημένα. Μ᾽ ἔχει
βαριὰ λαβώσει καὶ δὲν θέλω νὰ τὰ βγάλω,
τὸ ξίφος μπήγω ἐντός μου, θέλω νὰ πεθάνω,
ποθῶ νὰ καῶ, νὰ λαβωθῶ καὶ ἄλλο ἀκόμα.
Ὢ συμφορὰ μεγάλη! Ποιό νερὸ τὴ φλόγα
θὰ σβήσει τὴν πικρή; Τὸ βέλος ποιός θὰ βγάλει;
Ὁ λόγος σου, Χριστέ μου, καὶ τὸ ζῶν νερό σου.
Τὰ φάρμακά σου ἀμέσως φέρε, λυτρωτή μου.

~•~

Στὸν ἑαυτό μου Γ΄.

Εἶσαι, Χριστέ μου, γῆ καὶ θάλασσα καὶ πόλος.
Στὴ γῆ βαδίζω ὅπως προστάζεις κάθε μέρα,
μὲ κυβερνᾶς ἐσὺ στὴ θάλασσα σὰν πλέω,
στὸν οὐρανὸ τοῦ νοῦ μου ὑψώνω τὸ κατάρτι.
Βλέπω ὅλο ἀνέμους μανιασμένους τὸ ταξίδι,
φοβᾶμαι ἀκόμα καὶ τὶς ἄγριες καταιγίδες,
τὶς τρικυμίες μὲ φρίκη βλέπω τῶν παθῶν μου
καὶ τρέμω καὶ τὴν ταραχὴ τῶν λογισμῶν μου.
Πῶς νὰ περάσω καὶ τὸν ἀέρα νὰ διασχίσω;
Πῶς νὰ ξεφύγω τόσα ἐμπόδια καὶ παγίδες,
χωρὶς νὰ πέσω καὶ χωρὶς νὰ ναυαγήσω
στῆς γῆς τὰ βάθη καὶ στὰ μύχια τοῦ ταρτάρου;
Μόνο ἂν κρατήσεις σὺ τοῦ πλοίου μου τὸ δοιάκι
κι ἅμα τοῦ πνεύματός σου ὁ ἀέρας τὰ πανιά μου
φουσκώσει τώρα καὶ στὸν θρόνο σου μὲ φέρει.

~•~

Στὴ ζωὴ Β΄.

Γιατί ἀποφεύγεις τὰ καθημερνά, ψυχή μου,
βάσανα; Δὲν θὰ βρεῖς τῆς ἀλυπίας τὴν τέχνη.
Θέσπισε ὁ Πλάστης νά ᾽χει ἀγκάθια ἡ γῆ ἀπὸ κάτω
καὶ μύριες ἔγνοιες ἡ ζωή μας. Βάσταξέ τες.

~•~

Στὸν πυλωρὸ τοῦ πατρικίου Ἠλιού.

Πές, ποιά εἶναι ἡ μάνα σου, ποιός ὁ πατέρας σου εἶναι.
Εἶσαι ἀπ᾽ ἀλάστορες, ἡ μάνα σου Ἐρινύα.
Ὁ Θεὸς νὰ σὲ μισήσει, βδέλυγμα καὶ τέρας,
ἔχιδνα, δράκαινα, πικρὲ σκορπιὲ καὶ φίδι,
θαλασσινὴ τρυγόνα, βδέλλα, γριὰ καὶ σκύλλα,
κι ὅ,τι θηρίο στάζει ἀπὸ φαρμάκι.

~•~

Στὴ Βάπτιση.

Συνάθροισα ὅλο τὸ νερὸ τῶν θαλασσῶν
ἐγὼ κι ὅλα τὰ βάθη τῆς ἀβύσσου.
Τὸ χέρι τὸ δικό μου πάλι μ᾽ αἷμα
τὸν θόλον ἅπλωσε ψηλὰ τῶν οὐρανῶν.
Βρέχω τὴ γῆ, μὰ ἐδῶ τὴν κεφαλή μου
μὲς στὸ νερὸ βουτάω καὶ βυθίζω
τὴν κεφαλὴ τοῦ δράκοντα μαζί μου.
Ὁ βασιλέας στὸν δοῦλο γέρνω τὸν αὐχένα
καὶ τοὺς θνητοὺς στ᾽ οὐράνια ἀνυψώνω.

~•~

Σὲ κάποιον μουσικό.

Κάποτε ὁ Θάμυρις κι ὁ Ὀρφέας κι ὁ Κινύρας
μὲ τὰ τραγούδια τους μάγευαν δέντρα, πέτρες
καὶ τ᾽ ἄγρια ζῶα. Μὰ οἱ τερπνές σου μελωδίες
τὰ πάντα μάγεψαν: τῆς θάλασσας τοὺς βράχους,
νομίζω, καὶ τὴ θάλασσα τὴν ἄγρια ἀκόμη
τήνε κοιμίζουν καὶ τοὺς δυνατοὺς ἀνέμους.
Κοίτα, σὰν ἄκουσεν ὁ αἰθέρας τὸ τραγούδι
πιὰ τὴν ἀμάχη τῶν ἀγέρηδων τελειώνει
κι ὅλα τὰ γνέφια ποὺ ἀντιστέκονται σκορπίζει.
Δὲς πῶς χαρούμενη χαμογελᾶ ἡ λιακάδα!
Καὶ κάτω ἡ θάλασσα ἡ φουρτουνιασμένη πρῶτα
αἴφνης ἠρέμησε κι ἁπλώθηκε σὰν λάδι,
τὴν ὕβρη πέταξε ὅπως ὁ φονιὰς πετάει
στὴ γῆ τὸ ξίφος, μαλακώνει κι ἡ ἀφορμή του·
ἀπ᾽ τὴ χαρὰ ποὺ μελωδεῖς σοῦ ἀνοίγει δρόμο.
Γλυκὰ ἡ Γαλήνη σὲ κοιτάζει καὶ γελάει.
Σκιρτοῦν τὰ ψάρια κι ἡ φιλόμουση Ἀλκυόνα
μὲ τὸ δικό της σοῦ ἀποκρίνεται τραγούδι.
Γύρω καὶ πλάι στὴ λύρα πλέει τὸ δελφίνι,
κρώζει κι ὁ σκάρος καὶ μπροστὰ χιμᾶ ὁ ναυτίλος,
φτάνει γοργὰ καὶ προβοδᾶ τὸ πλοῖο ὁ πομπίλος.
Ἀλλὰ φοβοῦμαι μὴ μαγέψεις τὸ καράβι
καὶ στὸ τραγούδι σου τὸ κάνεις νὰ χορέψει
καὶ τ᾽ ἄνω κάτω τὸ φέρεις μὲ τὴ βία,
ἢ κάνεις νὰ ἀνεβοῦν πουλιά, θεριὰ καὶ ψάρια
στὸ πλοῖο πάνω καὶ στὸν πάτο τὸ τραβήξεις,
ἢ μήπως πέτρες γίνουν αἴφνης ὣς κι οἱ ναῦτες
ἢ καὶ τὰ πάντα, ἂν θὲς νὰ μοιάσεις στὶς Σειρῆνες.
Βλέπεις αὐτὸς κάνει ὣς κι οἱ πέτρες νὰ σαλεύουν,
ζωὴ σὰν νά ᾽χουνε κι αὐτές, κι ἀπὸ τοὺς ζῶντες
μπορεῖ νὰ κάνει πέτρες ὅποιους κι ἂν θελήσεις.

~•~

[Μήτε ζωγράφου χέρια…]

Μήτε ζωγράφου χέρια μήτε λιθοξόου,
μά, δημιουργέ, ἡ δική σου τέχνη καὶ τὰ χέρια
τὴν ὀμορφιὰ τῶν πάντων σ᾽ ἕνα συγκεράζει.
Μὲ φῶς των ἄστρων τῶν πετρῶν ἡ λάμψῃ μοιάζει,
μὲ τὴ λαμπρὴ φωτιὰ τοῦ αἰθέρα ἡ χρυσὴ ἁψίδα,
τὰ μωσαϊκὰ τὰ ἐξαίσια καὶ τὰ χρώματα εἶναι
ζωγραφιστὸς καθὼς λειμώνας ὅλος μ᾽ ἄνθη.
Ἐδῶ κι ἡ τέχνη τῶν μορφῶν νικᾶ τὴ φύση
καὶ ζωγραφίζει σχῆμα, κίνηση καὶ βλέμμα,
θαρρεῖς ἀκόμα καὶ τὸ πνεῦμα παριστάνει.
Βουνὰ κινεῖ κι ἡ πίστη. Πιὰ τὸ βλέπω ἀλήθεια.
Τοῦ λάτρη σου Νικήτα ἡ ἀγάπη μὰ κι ὁ πόθος
σὰν ζωντανὲς νὰ μοιάζουν ἔκαναν οἱ εἰκόνες,
ὣς κι ἀστραπὲς νὰ ρίχνουν ἔπεισαν τὶς πέτρες
κι ὅλα γεμίσαν μὲ τὴ λάμψη σου, Χριστέ μου.

~•~

(περισσότερα…)