Month: Αύγουστος 2023

Καμένη γη

*

ΠΕΡΑΣΤΙΚΑ & ΠΑΡΑΜΟΝΙΜΑ | 08:23
Καιρικά σχόλια από τον ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ

Μα οι αριθμοί δεν έχουνε σπλαχνιά.
ΦΩΤΟΣ ΓΙΟΦΥΛΛΗΣ

– «Πάνω από το 60% των καμένων εκτάσεων στην Ελλάδα τον 21ο αιώνα κάηκε την τελευταία τετραετία – κάπου 3.000.000 στρέμματα, άνω του 2% της χώρας.
– Μόνο στην Αττική μετά το 2021 κάηκε το 30% των δασών, πάνω από 500.000 στρέμματα.
– Με βάση τις εξιχνιασμένες υποθέσεις, στη Μεσογειακή Ευρώπη εκτιμάται ότι το 95% των πυρκαγιών οφείλεται σε ανθρώπινα αίτια. Απ’ αυτές, το 56% από εμπρησμούς.

(Ο πίνακας και τα περισσότερα στοιχεία από τον Ηλία Βουίτση και τη σελίδα του στο facebook.)

~.~

Ο Γύζης τον είχε προειδοποιήσει, εκεί στην ξενιτιά είχε φήμη και σίγουρη δουλειά. Εκείνος όμως δεν τον άκουσε. Η υγεία της γυναίκας του είχε κλονιστεί, ο χειμώνας του Μονάχου ήταν σκληρός, και η επιστροφή στην πατρίδα, εν έτει 1883, φάνταζε δελεαστική.

Αποδείχτηκε μοιραία. Το 1891, σε αδιέξοδο βιοποριστικό, προσπάθησε ν’ αυτοκτονήσει. Τα έργα του πουλιούνταν σε τιμές εξευτελιστικές, έφτασε να προσαρμόζει τους πίνακες του στα έτοιμα κάδρα ενός κορνιζά, με κάτι ψευτοδιδασκαλίες σε Σχολεία Καλών Τεχνών και τα Μετάλλια που του απένεμε το Κράτος το μεροκάματο δεν έβγαινε. Είχε κι εφτά παιδιά. Στην κηδεία του το ’07 πήγαν πέντ’ έξι.

Σήμερα, τα έργα του κοστίζουν εκατομμύρια, αλλάζουν χέρια σε τιμές-ρεκόρ. Η θαυμάσια έκθεση που του αφιερώνουν η Δημοτική Πινακοθήκη Χανίων και το Ίδρυμα Λασκαρίδη αποδεικνύει για μια ακόμη φορά τη γοητεία και τη δύναμή τους. Η Ελλάς του 19ου αιώνα έναν Κωνσταντίνο Βολανάκη δεν μπορούσε να τον θρέψει.

~.~

«Όσον αφορά τη ρομαντική αντίληψη ότι τα έθνη ή οι κυβερνήσεις επηρεάζονται πολύ ή μόνιμα από τις φιλίες μεταξύ τους, Κύριος οίδε για ποιον λόγο, λέω ότι όσοι τρέφουν αυτές τις ρομαντικές αντιλήψεις και συσχετίζουν τις συναναστροφές των ατόμων με τις συναναστροφές των εθνών, επιδίδονται σε ένα μάταιο όνειρο. Το μόνο πράγμα που κάνει μια κυβέρνηση να ακολουθεί τις υποδείξεις και να υποκύπτει στις συμβουλές μιας άλλης, είναι η ελπίδα ότι θα αποκομίσει όφελος αν τις υιοθετήσει ή ο φόβος ότι θα υπάρξουν επιπτώσεις αν εναντιωθεί».

ΛΟΡΔΟΣ ΠΑΛΜΕΡΣΤΟΝ
Λόγος στο Κοινοβούλιο, 1.3.1848

(περισσότερα…)

Βερνάρδος του Κλαιρβώ, Απολογία προς τον αββά Γουλιέλμο

*

Μετάφραση-Σχόλια-Επιμέλεια στήλης
ΦΩΤΗΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

Περί το 1124 ο Γουλιέλμος, αββάς του Σαιντ-Τιερρύ, φέρεται να παρακάλεσε τον μέντορά του, Βερνάρδο του Κλαιρβώ, να συντάξει μια πραγματεία που θα υπερασπιζόταν το βαθιά διακριτό μοναστικό φρόνημα των Κιστερσιανών στους κόλπους των Βενεδικτίνων. Ο Βερνάρδος, επιφανής ηθικολόγος του 12ου αιώνα και σκαπανέας μιας εντυπωσιακής αναζωογόνησης των Κιστερσιανών, ανταποκρίθηκε μάλλον άμεσα, συγγράφοντας ένα από τα διασημότερα κείμενα της δυτικής μεσαιωνικής μοναστικής γραμματείας: την Απολογία.

Την πιο επιδραστική στιγμή του κειμένου σηματοδοτούν αναμφίβολα οι ενότητες 28-29, όπου ο Βερνάρδος συντάσσει μια πολεμική εναντίον της ακόρεστης επιθυμίας για πολυδάπανη (αναπαραστατική) τέχνη ή/και διακόσμηση σε μοναστικούς τόπους λατρείας, την οποία αντιπροσώπευε, ίσως πιο χαρακτηριστικά, η κλουνιακή πτέρυγα. Στις ενότητες αυτές αναβλύζει ρηξικέλευθη αισθητική σκέψη ενώ από ιστορική άποψη είναι εξίσου ενδιαφέρον ότι η πραγματεία του Βερνάρδου είναι συγκαιρινή της άνθισης της ρομανικής και γοτθικής τέχνης.

~.~

ΒΕΡΝΑΡΔΟΣ ΤΟΥ ΚΛΑΙΡΒΩ

Απολογία προς τον αββά Γουλιέλμο

(28-29) [1]

ΧII. 28. Αλλά αυτά είναι ασήμαντα. Θα σχολιάσω τώρα τα μεγάλα, τα οποία, βέβαια, μοιάζουν μικρά, επειδή είναι τόσο κοινά. Δεν θα πω τίποτα για το τεράστιο ύψος, το υπερβολικό μήκος και το περιττό πλάτος των χώρων προσευχής, τον δαπανηρό καταστολισμό και τις εξεζητημένες απεικονίσεις που τραβούν το βλέμμα του προσευχόμενου και περιορίζουν την ευλάβειά του, και που, προσωπικά, μου φαίνεται λες και αναβιώνουν την αρχαία εβραϊκή λατρεία. Και θα παραδεχθώ ότι όλα αυτά γίνονται προς τιμήν του Θεού. Ωστόσο, θα απευθύνω ως μοναχός στους μοναχούς το ερώτημα που απηύθυνε ο εθνικός στους εθνικούς: «Πείτε μου, ποντίφικες», είχε πει, «τι κάνει το χρυσάφι στο ιερό;»[2].

Δίνοντας δε σημασία στο νόημα και όχι στο μέτρο του στίχου, παραφράζω το ερώτημα: «Πείτε μου, φτωχοί, αν είστε πραγματικά φτωχοί, τι κάνει το χρυσάφι στο ιερό;». Ας μην συγχέουμε εδώ τους επισκόπους με τους μοναχούς. Γνωρίζουμε ότι οι επίσκοποι, έχοντας ευθύνη απέναντι τόσο στους σοφούς όσο και στους αμόρφωτους[3], χρησιμοποιούν τον υλικό καλλωπισμό για να διεγείρουν την ευλάβεια ενός σαρκικού πλήθους, αφού δεν είναι δυνατόν να το επιτύχουν αυτό με τον πνευματικό.  Εμείς, όμως, που αποσυρθήκαμε από αυτό το πλήθος, εμείς που αφήσαμε τα πολύτιμα και υπέροχα πράγματα του κόσμου για χάρη του Χριστού[4], εμείς που επιλέξαμε να θεωρούμε καθετί που λάμπει από ομορφιά, ηχεί απαλά, ευωδιάζει γλυκά, τέρπει τη γεύση μας ή είναι ευχάριστο στην αφή -εν ολίγοις, όλες τις σωματικές απολαύσεις- σκέτη κοπριά προκειμένου να κερδίσουμε τον Χριστό[5], ποιανού την ευλάβεια περιμένουμε να διεγείρουμε με αυτόν τον καλλωπισμό; Πού αποσκοπούμε ακριβώς[6]; Στον θαυμασμό των αδαών, ή άραγε στις προσφορές των αφελών;  Ή μήπως, επειδή συγχρωτιστήκαμε με τους εθνικούς, υιοθετήσαμε τους τρόπους τους[7] και υπηρετούμε τα είδωλά τους; (περισσότερα…)

Συνομιλία στο δάσος

*

Κείμενα – Φωτογραφίες ΗΛΙΑΣ ΚΕΦΑΛΑΣ

*

ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟ ΔΑΣΟΣ

«Είμαι τόσο φτωχός», είπα στο δάσος, «τα μόνα υπάρχοντά μου είναι οι λέξεις. Πόσο μακριά μπορώ να πάω;»

«Πολύ μακριά, αν προσπαθήσεις», είπε το δάσος.

Και πρόσθεσε:

«Όσο για τα πλούτη έχω πολλά να σου δώσω και μάλιστα διαφόρων ειδών. Όμως, να ξέρεις, αυτά τα πλούτη δεν ταιριάζουν σε όλους τους βίους των ανθρώπων. Για σένα θα ρίξω στα πόδια σου μια φούχτα χρυσά νομίσματα, δηλαδή λάμψεις των χρυσαφένιων φύλλων μου, που ευδοκίμησαν επάνω στο κλαδί τους. Μ’ αυτά χρωμάτισε τις λέξεις σου. Δος τους μακρόπνοη υπόσταση. Είσαι έτοιμος; Τα πετώ, πιάσε τα». (περισσότερα…)

Τάνια Μαλιάρτσουκ, Μόνο θάνατος, μόνο γέλιο

*

Μετάφραση ΕΛΕΝΑ ΣΤΑΓΚΟΥΡΑΚΗ

Σε αυτό το σημείο κανονικά θα βρισκόταν άλλο κείμενο. Το οποίο, δυστυχώς, δεν μου πέτυχε. Αφορούσε την Ουκρανία και τον πόλεμο εκεί, τη Σοβιετική Ένωση και τα αδιαλεύκαντα εγκλήματά της, για τα οποία ουδέποτε καταδικάστηκε κανείς. Αφορούσε ακόμη τα αγάλματα Σοβιετικών πολιτικών που έβριθαν μέχρι πρότινος σε ολόκληρη τη χώρα, λες και δεν επρόκειτο για δολοφόνους, παρά για εθνικούς ήρωες. Η αποτρόπαιη πραγματικότητα έχει τα θεμέλιά της σε ένα ακόμη πιο αποτρόπαιο παρελθόν. Μόλις πριν ένα χρόνο άρχισαν οι Ουκρανοί να καταστρέφουν σε μεγάλη κλίμακα σοβιετικά μνημεία – μία τρομακτικά καθυστερημένη πράξη αποσοβιετικοποίησης, η οποία έλαβε σχεδόν διαστάσεις τελετουργίας εξορκισμού.

Στο αποτυχημένο εκείνο κείμενο έγραφα ακόμη για τον προπάππο μου, εύπορο Ουκρανό αγρότη, που το 1933 αναγκάστηκε να εγκαταλείψει εν μια νυκτί το αγρόκτημά του, παίρνοντας μαζί του τα απολύτως απαραίτητα. Στις σκάλες του ορφανοτροφείου είπε στη μικρή του κόρη να τον περιμένει εκεί, θα πήγαινε να πάρει φαγητό και θα επέστρεφε αμέσως. Η κόρη τον περίμενε υπάκουη. Κάποτε, με κυριεύει η υποψία πως κατά βάθος εξακολουθεί ακόμη να τον περιμένει.

Το σπίτι του προπάππου μου μετατράπηκε σε κατάστημα για τα μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος. Μία μόνο ακόμη φορά βρέθηκε εκεί η κόρη του, η γιαγιά μου, σαν το έσκασε από το ορφανοτροφείο για να μην αφήσει εκεί τα κοκαλάκια της. Ο καλόβουλος πωλητής είπε ένα «το ξέρω αυτό το κοριτσάκι, εδώ έμενε παλιά», της έβαλε ένα ψωμάκι στο χέρι και την έστειλε πάλι από εκεί που ήρθε.

Περνώντας μπροστά απ’ το μνημείο του Συντρόφου Κοσιόρ, ο οποίος υπό τας διαταγάς του Στάλιν επέβαλε καθεστώς πείνας στην Ουκρανία οδηγώντας εκατομμύρια ανθρώπων στο θάνατο, περνώντας λοιπόν μπροστά από το εν λόγω μνημείο σε δρόμο του Κιέβου, προσποιούμουν μέχρι πρότινος ότι ΔΕΝ το έβλεπα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο όμως ΔΕΝ έβλεπα ούτε τον προπάππο μου που άφησε την τελευταία του πνοή καταρρέοντας σαν σκυλί στην άκρη του δρόμου ούτε και το κοριτσάκι που μαρμάρωσε μπροστά από το ίδιο του το σπίτι με ένα ψωμάκι στο χέρι. Το ψωμάκι τού το έκλεψαν λιμασμένα σκυλιά.

Το αποτυχημένο εκείνο κείμενο κατέληγε με τη δήλωση πως η Ουκρανία μπορεί να πλησίασε γεωγραφικά τη Δυτική Ευρώπη τώρα με τον πόλεμο, παραμένει ωστόσο, ακόμη και τώρα, παντελώς άγνωστη. Περιμένει να τη διηγηθούν. Δυστυχώς, στις ιστορίες της την κυρίαρχη θέση την κατέχει πάντα ο θάνατος. (περισσότερα…)

Ενύπνιο μήπως;


*

Ενύπνιο μήπως;

Από το παράθυρο αγνάντευα μια συστάδα δέντρων. Φόντο γενικά πράσινο με μια κιτρινάδα χορταριών στη μέση. Στρωμένα χορτάρια κάτω, πατημένα. Ακινησία. Κάτι σαν η ακινησία του πρωινού. Θα ήταν περίπου 7. Ο ήλιος, άφαντος ακόμη, πρέπει να κρυβόταν κάπου πίσω από το σπίτι. Εξοχή. Ύπαιθρος. Βουνό. Πέρα η θάλασσα. Απλωσιά. Όλα ακίνητα. Γιατί μιλούν διαρκώς για κίνηση;

*

Ήμουν μισοξύπνιος πριν κάμποση ώρα και δεν ήξερα αν βλέπω όνειρο ή συμβαίνει κάτι άλλο παράξενο. Κάτι σαν εισβολή, μέσα στον ύπνο ή στο μισοξύπνιο, μιας σειράς εικόνων, μιας συρροής όπου υπήρχαν και μερικές με χρώμα. Ωστόσο, δέσποζε κυρίως μια μορφή. Ένας προχωρημένης ηλικίας άνθρωπος, γύρω στα ογδόντα, που εκινείτο συνέχεια σ’ ένα χώρο σαν κατάστημα ή αίθουσα εκθεμάτων, όπου όμως δεν υπήρχαν πίνακες αλλά διάφορα αντικείμενα: ρούχα, βιβλία, περιοδικά ίσως και κάποια άλλα που δεν κατάλαβα.

Ο άνθρωπος ήταν μετρίου αναστήματος είχε ένα κάπως μυτερό γένι, ή μάλλον γένια αραιά αλλά όχι γενάκι, φορούσε γυαλιά και διατηρούσε κάμποσα μαλλιά. Σε κοιτούσε μέσα από τα γυαλιά του σα να σε έψαχνε, να γύρευε να βρει έως που φτάνει το μυαλό σου και οι αισθήσεις σου, τι «πιάνεις».

Στάθηκα μπροστά σε ρούχα. Τα είχε κάπως στοιβαγμένα σε μια γωνιά, αλλά και σαν εικαστικά αντικείμενα. Έδειξα ένα χρωματιστό. Το ξεδίπλωσε κι ήταν μια φόρμα ριγωτή για νέο κορίτσι. Στο πλάι φορέματα μακριά, άλλης εποχής. Ρώτησα: «Αυτά;». Αποκρίθηκε: «Είναι ακριβά».

Μετακινήθηκα. Προχώρησα προς έναν πάγκο, όπως αυτούς στα καφέ-μπαρ, και πάνω εκεί υπήρχαν λευκώματα, βιβλία, περιοδικά. Άρχισα να κοιτάζω ένα που σχετιζόταν με την «Μικρή μας πόλη». Χατζιδάκις. Αυτό το κατάλαβε και σαν να συγκατένευσε ότι αξίζει τον κόπο, ψιθυρίζοντας ότι «δεν υπάρχουν σήμερα τέτοια». Καθώς το ξεφύλλιζα πήρε το μάτι μου ένα κείμενο με την υπογραφή του ζωγράφου Παρθένη.

Πήρα ύστερα στα χέρια μου δύο μικρά βιβλία με χοντρά σκούρα εξώφυλλα, στενόμακρα και τα κοιτούσα. Μού άρεσε η έκδοση. Σκέφτηκα να τα αγοράσω. Τον άκουσα να λέει τον αριθμό 10. Υπέθεσα πως είναι η τιμή τους. «Θα τα πάρω», είπα.
Αυτός τότε άρχισε να ετοιμάζει αποδείξεις αλλά το έκανε κατά τέτοιο τρόπο που ήταν σαν να επρόκειτο να γράψει κανένα ποίημα ή διήγημα. Κάποια στιγμή είπε: «πενήντα τρία ευρώ».

Δεν κατάλαβα. «Μα τί λέτε;» είπα. «Προηγουμένως είπατε δέκα». «Όχι. Αυτό ήταν για τις σελίδες», αποκρίθηκε. «Δεν είμαστε καλά. Αυτά τα δυο βιβλιαράκια κάνουν 53 ευρώ;», φώναξα. «Δεν μπορώ να τα πάρω, με συγχωρείτε, αλλά πρόκειται για απάτη».

Με κοιτούσε ατάραχος. Είχε πάψει τις ετοιμασίες για ποίημα ή διήγημα –τις αποδείξεις– και περίμενε ακίνητος.

Τελικά μήπως όλοι εξαπατούμε; Μήπως μας έχει χτυπήσει κάτι σαν αρρώστια όπου εδώ δεν ανακατεύονται γιατροί, δεν είναι όπως στον κορωνοϊό, αλλά κάτι βαθύτερο, πιο ύπουλο και σκοτεινό. Να ξεγελάσεις τον άλλο. Να θεωρείς ότι είσαι πιο έξυπνος, πιο καπάτσος, πιο ικανός. Να τον κάνεις να πιστέψει ότι όλα είναι κανονικά. Ότι κι αυτός κάπως έτσι είναι αλλά σε άλλο επίπεδο εργασίας ή απασχόλησης. Να μοιραστείς μαζί του την αρρώστια της απατεωνιάς.

Δεν ξέρω πως έφυγα από εκεί. Εξακολουθώ να βλέπω μπροστά μου αυτόν τον ηλικιωμένο άνθρωπο με τα γένια, τα γυαλιά, τα μαλλιά –τι φορούσε δεν θυμάμαι– και τον τρόπο που κοιτούσε. Μοναδικός. (περισσότερα…)

Νίκος Κωσταγιόλας, Έξι ποιήματα από το «Σαν άλλος Σαούλ»

*

Τα τοπία αντιστέκονται στους ξένους

Τα παροξυσμικά τζιτζίκια
το παλίμψηστο σταυρών στ’ ανώφλι, το ρόπτρο
κι η τυφλωτική ρομφαία φωτός
στο χώρισμα των μαστών μιας Θεοτόκου
που καρφώνεται

Μουγκρητό εξάτμισης και ύστερα σκαλιά, πολλά σκαλιά μαρμάρινα κι έπειτα ξύλινα σωρό, μ’ έναν ιδρώτα να κατασκηνώνει εκεί στον κρόταφο. «Πρόσεχε», μου ’πες, «το πάνω πάνω σκαλοπάτι έχει λασκάρει». Με τα κανιά μου δρασκελώντας έφτασα στην κάμαρα.

Πάνω στον κομό η εικόνα της κι ένα κερί λιπόσαρκο. Φευγάτο το φιτίλι. Ο αέρας γνώριμος, οξύς, τραύλιζε νότες της κλεισούρας. Έσκυψα και προσκύνησα. Μου χαμογέλασε σαν τότε. Ύστερα κουβέντα: «Πώς πέρασες;», «τι έκανες;», «πού  χ ά θ η κ ε ς ;». Έσυρα για τον κήπο, με βλέμμα απλανές, φυγαδευμένο. Ήξερα.

Το χώμα άγονος πηλός και κάποιοι τζίντζιροι. Έκανες να τους τσακώσεις μα ψυλλιάστηκαν και πέταξαν μακριά. Οι υμένες των φτερών τρίζαν σαν χόβολη. «Τίποτα δεν σου χαρίζεται σ’ αυτόν τον τόπο», έκρωξα κι όρμησα στη δημοσιά σωστό ελατήριο. Αγρίμι.

39°36’56.4″N 19°54’23.4″E

*

Πρόοδος

Παραστάσεις κυνηγιού στην Αλταμίρα·
φωτιά, συνοικισμοί
σπορές και θερισμοί
πόλεμοι σωρό
για Ελένες, χωρίς Ελένες·
χαλκός, σίδηρος, χάλυβας και λοιπά κράματα,
τώρα αφθονία πυριτίου και 3D printing

Σπίτια από λάσπη, άχυρο και τερακότα,
πέτρα ή μάρμαρο, από ξύλο –ύλη σχετικά φθηνή–
από μπετόν αρμέ και πλεξιγκλάς

Θέατρο, κινηματογράφος, τηλεόραση,
υπολογιστής, τάμπλετ
λοιπές χεριού προεκτάσεις
youtube και pornhub

Θεοί σε οργασμό προπάντων:
πρώτα χθόνιοι
κατόπιν επουράνιοι
άλλοτε πολλοί, άλλοτε λίγοι
–το μεροκάματο ας τσουλά–

Ξάφνου εις αληθινός και μόνος
κατ’ εικόνα και ομοίωσιν πλασμένος
βολικός και φιλεύσπλαχνος
–εσχάτως εκλείπει κι αυτός,
ασθμαίνει η πίστη από των bit τον πακτωλό·
μετά τρελαίνεται–

Άνθρωπος η μόνη σταθερά
μες στη φρενήρη τύρβη
της προόδου

Άνθρωπος; (περισσότερα…)

Ενώπιον του γήρατος

*

της ΑΥΓΗΣ ΛΙΛΛΗ

Γιώργου Καλοζώη
Η άφιξη των θηρίων
Ενύπνιον 2023

Αποτελεί κοινή παραδοχή το γεγονός ότι η γραμμή ανάμεσα στη μανιέρα και τη συνέπεια στο έργο είναι πολύ λεπτή. Και είναι αλήθεια ότι, εκ πρώτης όψεως, θα μπορούσε κανείς να προσάψει στον Γιώργο Καλοζώη μανιερισμό: υπερρεαλιστικές εικόνες,[1] εξπρεσιονιστική αίσθηση,[2] ανθρωπόμορφη ζωολογία (ή ζωώδης ανθρωπολογία), ζούγκλες, δάση, πουλιά και μια «κανιβαλιστική συνθήκη»,[3] ανάβαση/κατάβαση σε βουνά, κλίμακες και σκάλες[4] σε εναρμονισμένα στο ζήτημα της μορφής ιδιότυπα σωληνοειδή ποιήματα[5] σε κάθε ποιητική συλλογή. Πρόκειται όμως για ένα αναγνωρίσιμο και ποιητικά υπαρκτό σύμπαν στο οποίο αιωρούνται —ή βαραίνουν— σταθερά τα αιώνια υπαρξιακά ερωτήματα: πώς, γιατί, πού; Ο ανοικειωτικός καλοζωικός κόσμος διαθλάται σε κάθε έργο του ποιητή πιο διαυγώς, διερευνάται κάθε φορά σε μεγαλύτερο ύψος και βάθος, σκοτεινιάζει περισσότερο με την πάροδο του χρόνου και, κυρίως, δεν αντιγράφεταιˑ για αυτό δεν θα μπορούσε να μιλήσει κανείς για μανιερισμό παρά για συνέπεια, ποιητικής στάσης και έργου.

Αν στα προηγούμενα έργα του Καλοζώη το γήρας ήταν μια μακρινή αίσθηση, μια εικόνα, μια απειλή μέσα στην «επίγνωση της θνητότητας»,[6] τώρα αποτελεί ένα ζωντανό γεγονός το οποίο έχει αφιχθεί επιβλητικά στο οπτικό πεδίο. «Το γήρας ακόμη και μέσα / στην πιο μαύρη κι από / πίσσα νύχτα φωσφορίζει» γράφει ο ποιητής στο ποίημα «Ο αλπινιστής η ωραία κι ο γυπαετός». Το ποιητικό υποκείμενο στέκεται συντετριμμένο ενώπιον του γήρατος που καταφθάνει επιθετικά και αδιαπραγμάτευτα. Και μοιάζει να επαναλαμβάνει πίσω από κάθε στίχο “να, καταφθάνουν”, “τα βλέπω, υπάρχουν”, “ήρθε (και για μένα) η ώρα να γνωρίσω τα θηρία”. Στο ποίημα «Ο ιστός» το ποιητικό υποκείμενο/ο ποιητής συνειδητοποιεί ότι η ζωή είναι αυτό που συμβαίνει και, κάποια στιγμή, αυτό που θα έχει συμβεί – για όλους. Για κάθε άνθρωπο έρχεται η σειρά, γιατί η ζωή είναι τετελεσμένη:

[…]
από τη μια άκρη μέχρι την άλλη
της αποθήκης ή του σύμπαντος ένας
χοντρός ιστός
πάνω του είδα τον παππού μου και
τον άλλο παππού μου
ποτέ δεν κατάλαβα πώς ή γιατί
πέθαναν οι γονείς μου
πάνω του είδα τις θείες μου
ποτέ δεν κατάλαβα πώς ή γιατί
πέθαναν είδα την πεθερά μου είδα
καλύτερα και ξανά για να είμαι
εντελώς σίγουρος πάνω στο άπειρο
δίχτυ έμβρυα και μωρά και μεγάλους
είδα πάνω σε καρφιτσωμένα χαρτιά
ερωτήσεις είδα ιστορίες πάνω στα
χαρτιά ποιήματα μυθιστορήματα και
θεατρικά και ψάχνοντας κάτι που
μου πήρε χρόνια είδα πάνω στον άχρονο
ιστό το καρτελάκι με τη σειρά και
την αριθμημένη θέση μου

(«Ο ιστός»)

(περισσότερα…)

Μία άλλη Αμοργός

Τοπίο της Αμοργού στον Χρυσόστομο στα Κάψαλα, κοντά στο μοναστήρι της Χοζοβιώτισσας. (Φωτογραφία του συγγραφέα).

*

του ΓΙΩΡΓΟΥ ΠΑΛΛΗ

Υπάρχουν πολλοί τρόποι για να συστηθεί κανείς με έναν τόπο τον οποίο επισκέπτεται για πρώτη φορά — ειδικά μάλιστα όταν πρόκειται για ένα εμβληματικό νησί των Κυκλάδων, όπως η Αμοργός. Το διαδίκτυο προσφέρει δεκάδες σελίδες με πληροφορίες, συνήθως ρηχές και επιπόλαιες. Οι έντυποι ταξιδιωτικοί οδηγοί παραμένουν πιο αξιόπιστοι, παρόλο που  συχνά είναι άνισοι σε ποιότητα. Αν και σχετικά δυσεύρετη, η ταξιδιωτική γραμματεία μπορεί να κατευθύνει την προσοχή του επισκέπτη και να προετοιμάσει το βλέμμα του — όπως το Ελληνικό Καλοκαίρι του Ζακ Λακαρριέρ. Τα δε κείμενα των παλαιότερων, ξένων περιηγητών παρέχουν πάντοτε πλούσια ερεθίσματα.

Ξεκινώντας για ένα μικρό ταξίδι στην Αμοργό, επέλεξα μία άλλη πηγή, ένα από τα Ὑπομνήματα περιγραφικὰ τῶν Κυκλάδων Νήσων κατὰ μέρος, που δημοσίευε στα τέλη του 19ου αιώνα ο γεωγράφος και ιστορικός Αντώνιος Μηλιαράκης (1841-1905). Το αφιερωμένο στην Αμοργό υπόμνημα, έκτασης 92 σελίδων, εκδόθηκε το 1884 στην Αθήνα από το τυπογραφείο των αδελφών Περρή και κυκλοφορεί σήμερα σε αναστατική επανέκδοση του βιβλιοπωλείου του Διονυσίου Νότη Καραβία. Επρόκειτο για το δεύτερο έργο αυτού του είδους του Μηλιαράκη, μετά το τομίδιο Άνδρος – Κέως που είχε εκδοθεί το 1880· ακολούθησε ένα ακόμη, το 1901, αφιερωμένο στην Κίμωλο.

Η Αμοργός του Μηλιαράκη αποτυπώνει την κατάσταση του νησιού στα χρόνια της παλαιάς Ελλάδας, όταν αυτό αποτελούσε το ανατολικότερο άκρο του βασιλείου και μόλις έβγαινε από την απομόνωση του, αφού το 1882 απέκτησε για πρώτη φορά τακτική εβδομαδιαία επικοινωνία με ατμόπλοιο. Ο συγγραφέας περιόδευσε την Αμοργό τον Ιούνιο του 1883 και συνομίλησε με πολλούς κατοίκους του, παρατηρώντας και συγκεντρώνοντας επί τόπου την περισσότερη ύλη του μικρού του βιβλίου. Το αποτέλεσμα ήταν ένα κείμενο που γοητεύει τον αναγνώστη του: δεινός και διεισδυτικός παρατηρητής, ο Μηλιαράκης οργανώνει το υλικό του συστηματικά, είναι ακριβολόγος στις περιγραφές του, διακρίνει το μείζον από το δευτερεύον, επικρίνει καταστάσεις και προτείνει λύσεις, και όλα αυτά με εργαλείο μία λιτή αλλά χυμώδη και ρέουσα καθαρεύουσα, με μεγάλη οικονομία λόγου. (περισσότερα…)

Β. Βερτουδάκης, Β. Κάλφας, Π. Μπουκάλας: Εμείς και οι Αρχαίοι

*

Νύχτες του Ιουλίου
Συζήτηση στρογγυλής τραπέζης

«Εμείς και οι Αρχαίοι»

Σάββατο 2 Ιουλίου 2022, Θέατρο Κυδωνία – Αίθριος Χώρος

Τι απομένει από την Αρχαιότητα σήμερα; Εξακολουθεί να είναι η κληρονομιά της πηγή έμπνευσης, σημείο προσανατολισμού για τον σύγχρονο κόσμο; Ή η επίκλησή της έχει γίνει πλέον συνήθεια αταβιστική, ανούσια τελετουργία της μνήμης;

Συζητούν τρεις από τους κορυφαίους αρχαιογνώστες μας: Βασίλειος Π. Βερτουδάκης, καθηγητής κλασικής φιλολογίας στο ΕΚΠΑ, Βασίλης Κάλφας, καθηγητής φιλοσοφίας στο ΑΠΘ και Παντελής Μπουκάλας, ποιητής, δοκιμιογράφος και μεταφραστής.

Συντονίζει ο Κώστας Κουτσουρέλης, συγγραφέας, διευθυντής του περιοδικού Νέο Πλανόδιον. Χαιρετισμό απευθύνει ο Μιχάλης Βιρβιδάκης, σκηνοθέτης, διευθυντής του Θεάτρου Κυδωνία.

Παρακολουθήστε όλη την συζήτηση εδώ.

~.~

Γεώργιος Πισίδης, Στον αυτοκράτορα Ηράκλειο και τους Περσικούς Πολέμους

*

Μετάφραση ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΧΡΥΣΟΓΕΛΟΣ

~.~

[στ. 66-99]

Τον Όμηρο, που είναι η πηγή των λόγων
(τις αρτηρίες του λόγου αυτός διανοίγει
και της ζωηρής του φρόνησης τις σκέψεις
διαρκώς ποτίζει κι έτσι μεγαλώνουν·
και το νερό ποτέ δεν του τελειώνει)
βλέπεις που τις αυτάδελφες μοιράζει
αρετές – μια σε κάθε ποίημα βάζει
και πώς αλλιώς; Στα χρόνια του δεν ζούσε
κανείς με φρόνηση μαζί κι ανδρεία,
αλλά και με άλλες αρετές λουσμένος.
Μα αν κάποιος του έδινε το πρότυπό σου
θα γνώριζε την τελειότητά σου
κι αφήνοντας τους μύθους κατά μέρος
θα ενστάλαζε παντού τον ψυχισμό σου.
Εικόνα τότε θα έπλαθε σπουδαία·
τέσσερις αρετές συνενωμένες
κι αυτό σ’ εσένα πάνω βασισμένο.

Του Νέστορα τα χείλη ας στάζουν μέλι,
της μέλισσας θυμίζοντας τους κόπους,
κατά τον ποιητή. Λοιπόν φαντάσου
πόσο πολύ θα θαύμαζε τον νου σου
που φτιάχνει μέλι νοητά κι αλήθειες
μ’ ευφράδεια πολλή και χάρη αρθρώνει.
Μέσα σου δηλητήριο δεν έχεις.
Απ’ τα άνθη εσύ το χρήσιμο συλλέγεις
διαρκώς κι όχι την άνοιξη μονάχα.
Έχεις, σαν μέλισσα, κεντρί· τους νόμους.
Μα δεν σκοτώνεις, ούτε καν λαβώνεις,
γιατί όταν βρεις κανέναν που το αξίζει
με το κεντρί –τους νόμους– τον φοβίζεις
μα κατά βάθος έλεος του δείχνεις.
Προτάσσεις το κεντρί και το μαζεύεις.
Δεν βλάπτει πια, τελείως το αχρηστεύεις·
με μια εντολή σου πλέον δεν τρυπάει.
Λες έγινε φιλάνθρωπο κι εκείνο
κι αντί για πίκρα μέλι μας κερνάει. (περισσότερα…)

Ο Χέρμαν Μέλβιλ στο Ντεπώ

*

Υποθετικό σενάριο, βασισμένο στην –πέρα για πέρα αληθινή και λησμονημένη– επίσκεψη του θρυλικού συγγραφέα στην τουρκοκρατούμενη Θεσσαλονίκη του 1856, στοιχεία για την οποία μπορείτε να βρείτε εδώ.

Να μη με λες πια Ισμαήλ! Τις καρτ-ποστάλ
από τ’ απόκρημνα λιμάνια μη μου στέλνεις!
Μαθαίνω μόνος πια να κάνω το πεντάλ,
μπροστά στην κάθοδο Μυρίων Τισσαφέρνης.
Το ξέρω πως εμάς επέλεξ’ η ζωή
γι’ αυτούς τους δρόμους τους λαμπρούς κι ουρανομήκεις.
Γιατί λαβώνει, τότες, τ’ άγουρο πρωί,
γυναίκες ανατολικής Θεσσαλονίκης;

Στη Βοθνική, στον Αμαζόνιο, στη Σαχάρα:
όπου κι αν φεύγω πάλι εσάς θα συναντώ,
σαν προαιώνια του έρωτα κατάρα,
σαν βάρκ’ Αχέροντα που ψάχνει για οδηγό.
Ιστιοφόρο με Πανδώρας το κουτί
φυσάει τη λήθη κι εσύ καίγεσαι ν’ ανήκεις,
ιερείς πριν φτάσουν και σχολάσουν τη γιορτή,
γυναίκες ανατολικής Θεσσαλονίκης.

Εργάτες μου ’παν πως τραβάν στον Πειραιά
–νέοι καιροί!– γραμμή που φτάν’ ώς το Θησείο.
Ελπίδες φρούδες να ξεχάσω το βορρά,
ισκιώδεις λέξεις που σ’ αυτήν την πόλη θύω.
Αλίμονό μου! Το πιο μέσα μας γραφτό
πώς υπερβαίνει όσους δίνουμ’ όρκους νίκης
κι εσείς να ζείτε πάντ’ αχώριστα μ’ αυτό,
γυναίκες ανατολικής Θεσσαλονίκης.

Ν’ αφήσω θέλω το κουφάρι μου εδώ
και με τ’ αλφάβητό σας, δώρο της Φοινίκης,
αιώνια πάθη μου για σας να τραγουδώ,
γυναίκες ανατολικής Θεσσαλονίκης.

ΘΑΝΟΣ ΓΙΑΝΝΟΥΔΗΣ

~.~

*

 

 

Κάρμεν Λαφορέτ, Η Ροζαμούντα

*

Επιτέλους ξημέρωνε. Το βαγόνι της τρίτης θέσης μύριζε κούραση, καπνό και μπότες φαντάρου. Έβγαινε τώρα απ’ τη νύχτα σαν από μεγάλο τούνελ και κανείς μπορούσε να δει τους κουλουριασμένους ανθρώπους, άνδρες και γυναίκες, να κοιμούνται στα σκληρά καθίσματά τους. Ήταν ένα άβολο βαγόνι της γραμμής, με το διάδρομο φίσκα καλάθια και βαλίτσες. Από τα παράθυρα φαίνονταν ο κάμπος και η ασημένια γραμμή της θάλασσας.

Η Ροζαμούντα ξύπνησε. Είχε ακόμα μια ευχάριστη ψευδαίσθηση βλέποντας το φως μέσα απ’ τα μισόκλειστα ματοκλάδια της. Ύστερα διαπίστωσε ότι το κεφάλι της είχε κρεμαστεί πάνω στην πλάτη του καθίσματος και ότι το στόμα της, που είχε αφήσει ανοιχτό, είχε ξεραθεί. Τακτοποιήθηκε ορθώνοντας το σώμα της. Την πονούσε ο λαιμός – ο μακρύς μαραμένος λαιμός της. Έριξε μια ματιά γύρω της και ένιωσε ανακούφιση βλέποντας ότι οι συνταξιδιώτες της κοιμούνταν. Ένιωσε την ανάγκη να τεντώσει τα μουδιασμένα πόδια της – το τρένο αγκομαχούσε, σφύριζε. Βγήκε πολύ προσεκτικά, για να μην ξυπνήσει, για να μην ενοχλήσει, «με βήματα νεράιδας» –σκέφτηκε– μέχρι την αποβάθρα.

Η ημέρα ήταν λαμπρή. Το πρωινό κρύο μόλις που ήταν αισθητό. Ανάμεσα απ’ τις πορτοκαλιές φαινόταν η θάλασσα. Αυτή απέμεινε υπνωτισμένη απ’ το βαθύ πράσινο των δέντρων, από τον διαυγή ορίζοντα.

—Οι ζηλευτές, οι ζηλευτές πορτοκαλιές…Οι ζηλευτές φοινικιές…Η υπέροχη θάλασσα…

—Τι λέτε;

Πλάι της ήταν ένα φανταράκος. Ένα χλομός φανταράκος. Έδειχνε καλλιεργημένος. Έμοιαζε στο γιο της. Σε έναν γιο της που είχε πεθάνει. Όχι σε αυτόν που ζούσε‧ σε αυτόν που ζούσε, όχι, επ’ ουδενί. (περισσότερα…)