Δυο φίλοι, ο οικονομολόγος Ιωάννης Κίνναμος και ο αρχαιολόγος Νικήτας Ακομινάτος, φίλοι από το πανεπιστήμιο, ξεκινούν με τη φιλοδοξία να γράψουν το καλύτερο νεοελληνικό μυθιστόρημα. Θέμα του βιβλίου τους, το οποίο έχει τον τίτλο Οθωμανικό ζέπελιν, είναι η Επανάσταση του 1821, δοσμένη όμως με στοιχεία steampunk μυθοπλασίας, όπου ο μοντερνισμός και τα ελληνικά του 19ου αιώνα δεν προσπαθούν ειμή να καθρεφτίσουν το πρόσωπο της Ελλάδας: που η μία όψη του αναπολεί την Ανατολή και η άλλη κοιτά ζηλόφθονα τη Δύση. Παρά τον ενθουσιασμό τους και την πίστη στις δυνάμεις τους, οι δυο φίλοι έχουν να λύσουν μια δύσκολη εξίσωση: τις αντίθετες πολιτικές τους απόψεις. Άραγε μπορεί, υπό αυτές τις συνθήκες, να προκύψει μια ενιαία σύνθεση;
~ . ~
Στο πνεύμα της κλεινής παράδοσης της λογοτεχνικής επιφυλλίδας, των πολυσέλιδων πεζογραφικών έργων δηλαδή που, ιδίως τον 19ο αιώνα, πρωτοέβλεπαν το φως της δημοσιότητας τμηματικά στον ημερήσιο τύπο, το Νέο Πλανόδιον θα δημοσιεύσει τους προσεχείς μήνες σε συνέχειες ολόκληρο το νέο μυθιστόρημα του Δημήτρη Καρακίτσου Οθωμανικό ζέπελιν. Ξεκινήσαμε πριν από δύο εβδομάδες με την αρχή του Πρώτου Μέρους. Σήμερα, η συνέχεια και η ολοκλήρωσή του.
~.~
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΡΑΚΙΤΣΟΣ
ΟΘΩΜΑΝΙΚΟ ΖΕΠΕΛΙΝ
Μέρος Πρώτο
ΣΑΝ ΛΙΟΝΤΑΡΙΑ [2/2]
Παρά την υπερβολή τους, οι σελίδες που προηγήθηκαν περιγράφουν τα πράγματα με σχεδόν συγκινητική ακρίβεια. Θέλω δηλαδή να πω ότι αυτό ήταν το κλίμα, αυτή ήταν η κατάσταση όταν με τον φίλο μου τον Κίνναμο πήραμε την απόφαση να γράψουμε ένα μυθιστόρημα για το ’21. Κι αρχίσαμε να λέμε: αυτή θα είναι μια ιστορία άπεφθης βίας. Σκεφτόμασταν να αναμίξουμε φουστανέλλες, καριοφίλια, τη γλώσσα των κλέφτικων τραγουδιών και των απομνημονευμάτων με τα κλασικά τοτέμ της steampunk μυθοπλασίας, δηλαδή ατμομηχανές, brass goggles και αναχρονιστικά αερόπλοια – σε περίπτωση μάλιστα καλλιτεχνικής αποτυχίας θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι γράφουμε σάτιρα, κάτι σαν εξωφρενική διασκευή της Γκόλφως με τη μέθοδο (ή καλύτερα τη μη-μέθοδο) του Χάινερ Μύλλερ, ιδού μάλιστα η περίληψη του πρώτου κεφαλαίου: 1876, Αταλάντη, η λησταρχίνα Φλώρα Παμπάνη, ο εραστής της Στέργιος Καρατάσος και το πρωτοπαλίκαρό τους, ο Φώτος Λίβανος, έχουν στήσει τα ατμοκίνητα ανεμόπτερά τους, τους πηγάσους τους, στον κορμό μιας ακακίας. Μεσημέρι, λιακάδα, άνοιξη, δυο μεγάλες σαύρες, περασμένες σουβλάκι σε σκουριασμένο χαρμπί ξεροψήνονται στις πέτρες. Ο Φώτος Λίβανος στρίβει τα στροφάλια της λύρας που έχει στα χέρια του, χώνει το δάχτυλό του στα μαθιά κι ύστερα πιάνει το τοξάρι, τσιμπάει τη χοντρή χορδή, τη βουργάρα, και ο ήχος που βγαίνει είναι σαν από τα ρουθούνια ενός λεβέντη που σιναχώθηκε. Ο Στέργιος κόβει φέτες παστουρμά με το μαχαίρι και προσφέρει στη λησταρχίνα, μα η Φλώρα δεν θέλει να δοκιμάσει, το στομάχι της έχει ανακατευτεί. Πάντως έκαναν γερή μπάζα χθες: με το σκοτάδι να έχει απλώσει τα κρόσια του πάνω από τις στέγες της Ουράνιας Λαμίας, ο οργανοποιός Ντογάν μπέης καληνυχτίζει τον δούλο του και βγαίνει από το εργαστήριο – έξω οι εργάτες ανάβουν τους φανούς του φωταερίου. Στρώνει ο δούλος σε μια γωνιά, σκεπάζεται, γυρίζει από την άλλη γιατί τον ενοχλεί το φως. Η υγρασία έχει κάνει τον γύψινο τοίχο να μοιάζει με χούφτα άμμου στον αέρα. Άκου, ψιθυρίζει στο αυτί του δούλου μια γυναικεία φωνή, ο δούλος ανοίγει τα μάτια τρομοκρατημένος. Ποιος είσαι; ψιθυρίζει. Άκου, επαναλαμβάνει η φωνή, ο Θεός είναι μέγας και ελεήμων και δίκαιος, μάρτυς το μαχαίρι που λαχταρώ να σου μπήξω στην κοιλιά. Θα κάνουμε τη δουλειά μας ήσυχα και θα φύγουμε, χωρίς αίματα, εκτός αν θες η νύχτα τούτη να είναι η τελευταία σου – πες μου, το θες; Όχι, τραύλισε ο δούλος, τι θα κάνετε; Δεν θα τα πάρουμε όλα, του ψιθύρισε η γυναικεία φωνή, σου αρκεί αυτό; Κούνησε το κεφάλι ο δούλος, η Φλωρού είπε μπράβο και στράφηκε στους δικούς της. Σήκωσαν τους κεμεντζέδες και τις κρητικές λύρες, όλες σκαλιστές στο χέρι, πήραν και τα κανονάκια, ντυμένα και τα δυο με φίλντισι, τους ζουρνάδες και τη βαριά ατμοκίνητη πριονοκορδέλα, τα ούτια, τα μαντολίνα και τα λαούτα. Έφυγαν, κι ούτε νυχτοπούλι δεν τους είδε. Η Φλωρού έκανε δώρο στον Φώτο μια βροντολύρα, τη λύρα που έχει στα χέρια του αυτή τη στιγμή. Ο κλεπταποδόχος τους έσταξε τον παρά και οι ληστές γύρισαν στη λοκάντα για ύπνο. Το πρωί χωρίστηκαν. Η Φλώρα έφυγε με μουλάρι, οι άλλοι δυο δεν ξέρω πώς, και συναντήθηκαν στο Μαρτίνο την ώρα του φαγητού, πέταξαν τα ευρωπαϊκά κουστούμια, φόρεσαν τις φουστανέλες και καβάλησαν τους πηγάσους τους για να πάνε εκεί όπου τους πρωτοσυναντήσαμε – εκεί είναι τώρα. Πουλιά πετούν στα κλαδιά και παίζουν, ενώ πίσω απ’ τα βουνά οι χωμάτινοι ρύποι ενός εργοστασίου διασπούν την ελαφρώς κίτρινη και αιματώδη ατμόσφαιρα.
Αλλά τώρα μια παύση εδώ:
Είναι το σημείο όπου το μυθιστόρημα, καβάλα στο γαϊδουράκι των λέξεών του, πέφτει πάνω σε ένα δίστρατο. Η μια πινακίδα, δεξιά, λέει άβυσσος. Η άλλη, τσαλακωμένη και με τρύπες από σκάγια, έχει τη λέξη χάος. Είναι η στιγμή που ο Κίνναμος προσπαθεί να με πείσει ότι στο steampunk αισθητικής σκηνικό που πάμε να στήσουμε θα ταίριαζε γάντι ένα ξωτικό. Προτείνει να μπολιάσουμε τη σατιρική steampunk νουβέλα με στοιχεία elfpunk μυθιστορήματος. Και μου εξηγεί: Το ξωτικό θα έχει το όνομα Γιέζεμπελ, θα είναι πράσινο, σπανό, με μάσκα αεροπόρου κι ένα κωνικό καπέλο γεμάτο λειχήνες και κεντητούς ιππόκαμπους – και μου εξηγεί: με έναν τρόπο τα ξωτικά κλέβουν τη μνήμη των ανθρώπων, κι αυτό πρόκειται να κάνει ο Γιέζεμπελ στον Φώτο. Γιατί κλέβουν τη μνήμη των ανθρώπων; τον ρωτώ. Και: τι πας να κάνεις στο Μυθιστόρημά μας (με κεφαλαίο μ στη λέξη); του γράφω στο μέιλ. Αλλά ο Κίνναμος δεν δίνει σημεία ζωής. Περνώ το απόγευμα προσπαθώντας να ξεσκεπάσω τον συμβολισμό πίσω από το πρόσωπο του Γιέζεμπελ. Θα μπορούσε να είναι ο οποιοσδήποτε, π.χ. ο Σόιμπλε ή κάποιος από το ΚΕΦΙΜ ή το ΕΛΙΑΜΕΠ, χιλιάδες τα πρόσωπα που ταξιδεύουν παρασυρμένα από τη χιονοστιβάδα. Εγκαταλείπω την προσπάθεια, δυσανασχετώ, δεν θέλω καν να ρωτήσω τον Κίνναμο. Θέλω να καταλάβει ότι δεν πρόκειται να παραδώσω τα όπλα αμαχητί.
Αλλά στις εννιά ο Κίνναμος επανέρχεται με νέο μέηλ, το οποίο συνοδεύεται από έγγραφο docx. Είναι η συνέχεια του πρώτου κεφαλαίου του μυθιστορήματος. Κάνω λήψη και ξεκινώ το διάβασμα:
Ύστερα από το λιτό τους γεύμα, ο Φώτος Λίβανος προσφέρθηκε να φέρει με το φέσι του νερό απ’ το ποταμάκι. Το ξωτικό τον ακολούθησε έρποντας με σκοπό να του κλέψει τη μνήμη – η κραυγή του ληστή έκανε τους συντρόφους του να πεταχτούν απ’ τις κουρελούδες τους σαν ακρίδες. Η Φλωρού και ο Καρατάσος βρήκαν τον Φώτο κουλουριασμένο στο έδαφος: ένα χλιαρό μειδίαμα ηλιθίου ολκής είχε κατακτήσει το άλλοτε αγριωπό του πρόσωπο. Η Φλωρού Παμπάνη ταρακούνησε τον σύντροφό τους, όμως ο Φώτος δεν ήταν εκεί – το ξωτικό του ’χε αποσπάσει τη μνήμη. Ο Φώτος κοίταξε τους συντρόφους του και μετά προσήλωσε το άκακο βλέμμα του στις τενεκεδένιες μαϊμούδες που πηδούσαν από περικοκλάδα σε περικοκλάδα. Και μετά άρχισε να γελά σαν αγαθός γίγαντας παραμυθιού.
Δεν φέρνω αντιρρήσεις, και προτείνω στον Κίνναμο να έρθει στο Βελεστίνο. Γιατί δεν έρχεσαι να πάμε με τα ποδήλατα μέχρι τη Σκοτούσα; του είπα. Πού στο κέρατο είναι αυτό; με ρώτησε ο Κίνναμος. Καμιά εικοσαριά χιλιόμετρα από το Βελεστίνο, στη σκιά του Χαλκοδόνιου όρους. Εν πάση περιπτώσει, είπα στον Κίνναμο, μην απελπίζεσαι, ούτε εγώ είχα ακουστά τη Σκοτούσα, μέχρι που, πριν από λίγες μέρες, διάβασα τυχαία κάτι στον Διόδωρο Σικελιώτη, εννοώ τα σχετικά με τον τύρρανο των Φερών, τον Αλέξανδρο Β΄, έγιναν φοβερά πράγματα στην αρχαία Σκοτούσα. Πάρε λοιπόν το τρένο, κι εγώ θα σε περιμένω στον σταθμό, καβαλάμε τα ποδήλατα και ξεκινάμε. Σύντομη διαδρομή, και το μεσημέρι, αν δεν μας παρασύρουν τα τρακτέρ, θα καθίσουμε να πιούμε μπίρα κάτω από τον ίσκιο ενός αιωνόβιου δέντρου. Θα έρθω, απαντά ο Κίνναμος, θα έρθω, θέλω να σε δω. Βαρέθηκα, ρε Ακομινάτε, είπε, όλο γκρίνιες και τσακωμούς είμαστε με την Ανδριανή. Πολλή ένταση. Καθόλου επικοινωνία. Σαν εχθροί. Λες και της πήρε κι αυτηνής τη μνήμη ο Γιέζεμπελ. Θα σου τα πω όταν έρθω.
Και έκλεισε το τηλέφωνο. Κι εγώ άρχισα να αναρωτιέμαι τι ήθελε ο Κίνναμος να πει με αυτό.
◊
Οι χρόνοι είναι δυο: ο πρώτος, ο γραμμικός, ο χρόνος που μας περιβάλλει, πάνω στον οποίο αφήνουμε τα ίχνη του περάσματός μας, ή που δημοπρατεί το μέλλον μας στο άδηλο συνεχές. Ο δεύτερος, αυτός του βιβλίου: το 1876, εκείνο το μεσημέρι, η Φλωρού και ο Καρατάσος πάνω από τον κουλουριασμένο στο έδαφος φίλο τους. Κι έτσι λοιπόν, με τον Κίνναμο απορροφημένο στο τραγελαφικά απομακρυσμένο (ή και απόμακρο) 2021, βρίσκω την ευκαιρία να απαλλαγούμε οριστικά από το ξωτικό: Βάζω δυο κλεφτρόνια να του την πέσουν στην Ουράνια Λαμία, έξω από μια ταβέρνα. Του την έχουν στήσει, αλλά αυτό αργεί να βγει. Τα κλεφτρόνια παρακολουθούν απέξω – όσο τους το επιτρέπουν τα κολλημένα στα τζάμια χνότα των θαμώνων. Ο Γιέζεμπελ τρώει γεμιστή με πιπεριές και κρεμμύδια σουρικάτα. Επιτέλους βγαίνει, τα κλεφτρόνια το στριμώχνουν σε ένα γεμάτο περιστεροκουτσουλιές σοκάκι, το μαχαιρώνουν ξανά και ξανά, άνανδρα. Πετούν τις λάμες στον υπόνομο και το γδύνουν – το πετάνε γυμνό σ’ ένα φρεάτιο.
Τελειώνω το κείμενο και το στέλνω στον Κίνναμο γεμάτος χαρά. «Κάποιες κλέφτες σκότωσαν το ξωτικό σου, συλλυπητήρια». Δεν λαμβάνω απάντηση. Λίγο πριν τα μεσάνυχτα, ο Κίνναμος με καλεί στο τηλέφωνο: με των εννιά θα έρθω, την Πέμπτη το πρωί, πήρα άδεια από τη δουλειά. Να είσαι στον σταθμό.
Θα είμαι, του είπα.
Και ο Κίνναμος προσθέτει: «Ας το σκότωσαν. Υπάρχουν κι άλλα. Όσα ξωτικά θες».
Και μου κλείνει το τηλέφωνο.
◊
Είναι απόγευμα, ένα περιστέρι τσιμπολογά σπόρια, οι ληστές ξεκουράζονται στο αναψυκτήριο, κάτω από τους ίσκιους που ρίχνουν τα θεόρατα τείχη της Ουράνιας Λαμίας. Η Φλωρού και ο εραστής της δεν θέλουν να συμβιβαστούν με το γεγονός ότι ο Φώτος που ξέρανε είναι παρελθόν. Τον κοιτούν και προσπαθούν να καταπιούν έναν κόμπο στον λαιμό, σκέφτονται να τον παρατήσουν έξω από την πόλη, εκεί όπου παράγκες από τενεκέ, λάσπες, σκουπίδια και κελύφη ναρκών (με μια λέξη: οι στιγμές της καθημερινότητας) έχουν γίνει ιστός και παγιδεύουν τα πιο φρικτά έντομα της χθόνιας κοινωνίας: τους πάμφτωχους, τους λούμπεν, τους μη έχοντες, τους ρακοσυλλέκτες. Να παρατήσουν όμως στην καρδιά της φαβέλας τον παλικαρά τους –τον αμνήμονα, τονίζω, παλικαρά τους–, τον αθώο Φώτο, είναι σαν να τον οδηγούν σε ένα παράνομο χειρουργικό κρεβάτι, από το οποίο θα ξυπνήσει χωρίς όρχεις ή νεφρό ή δεν θα ξυπνήσει ποτέ. Κι αυτό δεν το θέλουν για τον φίλο τους – κυρίως η Φλωρού. Αποφασίζουν να τον γυρίσουν στη φαμίλια του, αρχίζουν να καταστρώνουν σχέδιο, πόσα γρόσια θα του ράψουν στις τσέπες και τι θα εξηγεί το μπιλιετάκι. Τότε όμως μπαίνει στο αναψυκτήριο ένας τζανταρμάς. Σκουντά τη Φλωρού ο εραστής της, ισιώνει από αμηχανία τη γραβάτα του και η Φλωρού αφήνει κάτω το φλιτζάνι, ο τζανταρμάς πιάνει κουβέντα με τον σερβιτόρο κοιτάζοντας αφηρημένα τα άδεια τραπεζάκια. Οι ληστές σκύβουν στα πιάτα τους παριστάνοντας ότι δεν συμβαίνει τίποτα, όμως ο Φώτος θαμπώνεται απ’ τα αστραφτερά κουμπιά της στολής του οθωμανού τζανταρμά και αρχίζει να χτυπά τα χέρια του. Ο τζανταρμάς είναι, πράγματι, ακομβίωτος, τα χρυσά σιερήτια στο χιτώνιό του αστράφτουν, «Ξωτικό τον χτύπησε;» φωνάζει στους ληστές από την άλλη άκρη του αναψυκτηρίου. Κάνουν ναι με τα κεφάλια τους οι ληστές (θέλουν να ανοίξει η γη να τους καταπιεί), και μέσα από τα δόντια της η Φλωρού ψιθυρίζει στον Καρατάσο: «Όπλισε και κρύψ’ το κάτω – θα πυροβολήσεις μόνο και αν σου κάνω νόημα».
«Ένα σωρό γνωστοί μου το έχουν πάθει», συνεχίζει στον ίδιο τόνο ο τζανταρμάς. Πάει να πιάσει την άδεια καρέκλα. «Σκέτη επιδημία αυτά τα ξωτικά. Μπορώ, επιτρέπετε;»
«Ευχαρίστως», απαντά ο Στέργιος Καρατάσος.
«Είναι συγγενής σας, κυρία;» λέει ο τζανταρμάς στη Φλωρού.
«Δεσποινίς», λέει η Φλωρού (κόλπο που πιάνει πάντα), «δεν είμαι παντρεμένη. Αυτοί οι λεβέντες είναι αδέρφια μου».
Και αρχίζουν να του πουλάν παραμύθι, λένε, κοιτάξτε, μείναμε ορφανά, ο πατέρας μας, δεκατιστής και ενοικιαστής φόρων κ.λπ. κ.λπ. Ο τζανταρμάς χαζεύει το γεμάτο μύξες και σάλια μούσι του Φώτου Λίβανου. Ώστε έτσι; μάλιστα, λέει, και πώς το έπαθε ο αδερφός σας; Γυρίζαμε από το Λιανοκλάδι, είπε η Φλωρού – τους διακόπτει όμως ο σερβιτόρος. Ακουμπά στο τραπέζι τη λεμονάδα του τζανταρμά, Να σας κεράσω κάτι; ρωτάει ο τζανταρμάς. Λίγη λησμονιά, αποκρίνεται ο Στέργιος Καρατάσος. Και σε μορφή τσίχλας, προσθέτει η Φλωρού. Γελά ο τζανταρμάς. Να σας συστηθώ, λέει, και απλώνει το χέρι του στη Φλωρού, λέγομαι Τβεφίκ μπέης. Το χέρι του είναι ζεστό, το χέρι του Στέργιου Καρατάσου κρύο, το χεράκι της Φλωρούς ιδρωμένο. Εγώ λέγομαι Φλώρα, λέει η Φλωρού, κι εγώ ονομάζομαι Ευριπίδης, λέει ο Στέργιος Καρατάσος. Είναι φοιτητής ο Ευριπίδης, λέει η Φλωρού, κι από εδώ ο αδερφός μας ο Αντρέας, λέει ο Στέργιος, χαίρω πολύ, λέει ο Τβεφίκ, και κοιτάει τη Φλωρού. Δηλαδή το στενό φουστάνι της Φλωρούς. Λύνεται η γλώσσα του Τβεφίκ μπέη. Λέει ότι είναι καινούργιος στην Ουράνια Λαμία, ότι ο διοικητής του είναι παιδί-τζιμάνι κι ότι η σπιτονοικοκυρά του θέλει να του πασάρει την ψυχοκόρη της. Βέβαια αυτός είναι παντρεμένος, αλλά η σπιτονοικοκυρά είπε, και τι με αυτό, εσείς οι μουσουλμάνοι όσες θέλετε παίρνετε, ναι αλλά η τσέπη μου αντέχει μία, είπε ο Τβεφίκ. Πλην του Φώτου όλοι γέλασαν με το αστείο. Ένα περιστέρι ανοίγει τα φτερά να πετάξει. Το αντιγράφει ένα άλλο περιστέρι, ένα πουλί στο χρώμα του σμαραγδιού. Ο Τβεφίκ μπέης αλλάζει ύφος. Στρέφεται στη Φλωρού: Λοιπόν παιδιά, λέει και το στόμα του τώρα μοιάζει με χιονισμένη είσοδο ορυχείου. Ας αφήσουμε τις μαλακίες, πείτε μου την αλήθεια: εσείς σηκώσατε το οργανοποιείο του Ντογάν, σωστά; Τι λες μπέη μου; πετάγεται όρθια η Φλωρού, αυτό που ακούτε, δεσποινίς, απαντά ο Τβεφίκ, έχουμε την περιγραφή σας, τα ξέρασε λεπτομερώς ο κλεπταποδόχος, γνωρίζουμε τα πάντα για σας. (Σαν να έπεσε κεραυνός σε λιόλουστο χωράφι.) Σκατά, λέει η Φλωρού, αν μας περνάτε για ληστές, να μας συλλάβετε, ακούτε Τβεφίκ; Κι όχι να λέτε ό,τι σας κατεβαίνει! Σωστά, προσθέτει ο Στέργιος Καρατάσος, ξέρω όμως πού το πάτε, σας γυάλισε η αδερφή μου! Αφήστε τις βλακείες, λέει αγριεμένα ο τζανταρμάς. Αυτό που σου λέω, αποκρίνεται ο Στέργιος Καρατάσος, θα μας σύρεις στο τμήμα για να έχεις το ελεύθερον ε; Ε λοιπόν, αν έχεις αρχίδια κάλεσε τη φρουρά, κάλεσε όποιον θες, από εδώ εμείς δεν το κουνάμε. Αλλά πάρε δρόμο και άσε μας να βάλουμε στο στόμα μια μπουκιά, είμαστε κουρασμένοι και λυπημένοι. Ντροπή σας! λέει η Φλωρού, ο Τβεφίκ σηκώνεται ταραγμένος. Ένα ζευγάρι πάει να μπει στο αναψυκτήριο, ένας Αρμένης και μια νεαρή γυναίκα, ο Αρμένης παρατηρεί το πιστόλι με το οποίο ο Στέργιος Καρατάσος σημαδεύει τον τζανταρμά κάτω από το τραπέζι και αμέσως κάνει μεταβολή, σέρνοντας την παράνομη σχέση του σαν βαλίτσα. Ο τζανταρμάς πετάει το τσιγάρο του, διστάζει, ξέρει ότι του λένε ψέματα, ωστόσο δεν τον απασχολεί το παρελθόν τους, θέλει να σκεφτεί, να ζυγίσει καλά την επόμενη κίνησή του – πάνω κάτω ξέρει τι θα τους πει. Πρώτα όμως πρέπει να τους καλμάρει, αλλά ένα μεταλλικό κρακ που ακούγεται κάτω από το τραπέζι τού αποσπά την προσοχή. Ο Τβεφίκ δεν προλαβαίνει να ανοίξει το στόμα του. Ένας κρότος, ένας εκκωφαντικός πυροβολισμός, τον σωριάζει με δύναμη στις πλάκες. Πέφτουν τα ποτήρια κάτω, η Φλωρού, τρομαγμένη, βάζει τις φωνές. Γιατί τον πυροβόλησες, δεν σου έκανα νόημα! Παράτα με, Φλωρού, λέει ο Στέργιος. Ηλίθιε, βλάκα, αξιωματικό σκότωσες! Είπα παράτα με, λέει ο Στέργιος, βάλε μπρος τους πηγάσους και πάμε. Κάν’ το εσύ, λέει στον σύντροφό της, και συ τσιμουδιά, φωνάζει στο γκαρσόνι. Κι ύστερα ρίχνει το βλέμμα της στον πεσμένο Τβεφίκ. Ο Στέργιος Καρατάσος πετά στις πλάκες μια χούφτα νομίσματα. Δένουν τον Φώτο στη σανίδα, πιάνουν τα πηδάλια και τραβούν τις μανιβέλες.
Οι πήγασοι παίρνουν μπρος, η Φλωρού μαρσάρει, ο Στέργιος μαρσάρει, ο Φώτος πνίγεται από τους καπνούς της εξάτμισης, οι πήγασοι υψώνονται στον αέρα και τα περιστέρια ανοίγουν τα φτερά τους. Κι αμέσως η συμμορία χάνεται ελίγδην στους απαστράπτοντες και σιροπιασμένους ουρανούς. Σιωπηλά και ανάλαφρα όπως οι νεφέλες.
◊
Ή όπως το σφύριγμα του τρένου από τoν Βόλο. Μόνο που δεν κατέβηκε ο Κίνναμος – με την αμαξοστοιχία της Λάρισας τον περιμένω. Κατέβηκε όμως ο Γιώργος, κρατώντας ένα παλιό βαρύ χορτοκοπτικό. Πήγες Βόλο; τον ρώτησα. Πήγα να πάρω το μηχάνημα, είχε κοπεί η μανιβέλα, είπε. Θα πας στο χωριό; με ρώτησε. Όχι, δεν είμαι με το αυτοκίνητο, περιμένω έναν φίλο από τη Λάρισα. Με είδε που πήγα να βγάλω τσιγάρο και έβγαλε κι εκείνος από τα δικά του – για τον δρόμο. Θα έρθεις να κλαδέψουμε τα δέντρα; τον ρώτησα. Ναι, μετά την Πέμπτη όμως, γιατί τώρα κόβω χορτάρια. Εντάξει, είπα, έλα το Σάββατο στις ελιές. Έβαλε το τσιγάρο στο στόμα του και το άναψε, άντε γεια, είπε. Ρούφηξα μια γουλιά καφέ από το θερμός, είχε χάσει τη γεύση του, και σηκώθηκα να ρίξω μια ματιά στην παλιά αίθουσα αναμονής. Ο σταθμός έχει αφεθεί στην τύχη του. Κοιτώ από το καγκελόφρακτο πορτάκι: Ένα ματσάκι εισιτήρια, εκείνα τα παλιά από χαρτόνι, εξέχουν από το πάνω ράφι. Η πλάτη της καρέκλας όπου καθόταν ο υπάλληλος έχει σκιστεί, τούφες από αφρολέξ κρέμονται σαν γλώσσες ανάμεσα στην καφετιά δερματίνη, εγκατάλειψη παντού και ακαταστασία. Υπάρχουν σφραγίδες στα ράφια και κιτρινισμένα χαρτιά, ένα μπλοκ, που από τις σελίδες του ξεπροβάλλει σαν γλώσσα ένα μαραμένο φύλλο καρμπόν. Φωτογραφίζω με το κινητό και στρέφομαι προς την αποβάθρα. Παρά την εγκατάλειψη, ο σταθμός δεν έχει χάσει τη γοητεία του. Το κτίριο είναι διώροφο, τα παραθυρόφυλλα μονίμως κλειστά, χορτάρια ανάμεσα στις ράγες, ένα σκουριασμένο βαρέλι για τα σκουπίδια. Κοιτώ το ρολόι μου, κοντεύει και τέταρτο. Το τρένο από τη Λάρισα έχει μπει στον σταθμό. Κατεβαίνει μια μαμά με το παιδάκι της, κι από πίσω ο Κίνναμος, έχοντας περάσει το ποδήλατό του στον ώμο. Και μου λέει:
«Καλημέρα, δολοφόνε ξωτικών!»
«Γεια και χαρά, Κίνναμε, αιώνιε φίλε! Πώς και το ’χασες το προηγούμενο, βρε μαλάκα;»
«Χέσε με τώρα», είπε χαϊδεύοντας το τιμόνι του καινούργιου μου αλόγου. «Καλορίζικο, ρε Ακομινάτε, πολύ όμορφο ποδηλατάκι!»
«Ωραίο δεν είναι;»
«Το είπαμε!»
«Έτοιμος;» τον ρωτάω;
«Πανέτοιμος, αλλά για πες», είπε, «θα περάσουμε από το Κεφαλόβρυσο;»
«Μπορούμε να κόψουμε πιο πριν», είπα, να πιάσουμε Άγιο Μηνά και να φύγουμε κατευθείαν για Χλόη. Και βλέπουμε το Κεφαλόβρυσο στον γυρισμό».
«Συ ξέρεις», είπε ο Κίνναμος.
Τον κοίταξα:
«Ρε ηλίθιε, πως και τόσα χρόνια δεν έχεις έρθει στο Βελεστίνο;»
«Πού να ξέρω», είπε. Και πήραμε στα χέρια τα ποδήλατα.
Με ένα αεράκι να μας χαϊδεύει το μέτωπο σαν ιδρωμένο γυναικείο στήθος.
Ανεβήκαμε τα σκαλιά, περάσαμε τη γεφυρούλα και ξανοιχτήκαμε στον κάμπο. Η ώρα ήταν δέκα και είκοσι. Ακολουθούσαμε τον δρόμο για το χωριό, δεν μπήκαμε όμως μέσα: στρίψαμε στα πεντακόσια μέτρα. Απέναντι ακριβώς ένα βουλκανιζατέρ γεμάτο λάστιχα για τρακτέρ. Φοβήθηκα στην αρχή, τα λάστιχα του ποδηλάτου μου παραήταν λεπτοκαμωμένα για δρόμους σαν αυτούς, όλο χαλίκι και μυτερές πέτρες. Περάσαμε μάντρες, αποθήκες με γεωργικά εφόδια και ένα κτίριο που κολυμπούσε στο τσιμέντο. Απέναντι έστεκαν δυο πλατάνια με τερατώδεις σε μέγεθος κορμούς, δεξιά και αριστερά του δρόμου, εκεί όπου το κέντρο (η παράγκα δηλαδή) του Ξενύχτη, όρθιο απομεινάρι λαϊκού γλεντιού, σάπιζε ανάμεσα στα πεσμένα φύλλα – εν ολίγοις είχαμε φτάσει στο ξωκλήσι του Αγίου Μηνά. Στρίψαμε δεξιά, είχαμε μπει στην περιοχή των παλιών σφαγείων, δηλαδή στο, κατά το ξεχασμένο πια τοπωνύμιο, ένδοξο Σπαχηλίκι – λίγο μετά τις ράγες της γραμμής για Παλαιοφάρσαλα. Πολλή λακκούβα ο δρόμος: αριστερά θερμοκήπια, τοίχοι από πλιθιά ή από τσιμεντόλιθα, ένα χωράφι με ζαρζαβατικά, κάνα δυο σταμπίλια αμπελώνας και ένα γκρίζο άλογο με ξεβαμμένη χαίτη. Δεξιά παλιές αγροτικές εγκαταστάσεις, μια σκεπή που έχει βουλιάξει και, πίσω από την περίφραξη μιας αγροτικής εγκατάστασης, σκυλιά, τσομπανόσκυλα, που έπεσαν σαν βαλκυρίες στις σήτες για να μας διώξουν. Κοτέτσια, μπάλες από σανό, σκουριασμένα άροτρα και σβάρνες, πλαστικά μπιτόνια για το νερό και λάσπη. Λάσπη παντού. Σπιρούνιζουμε τα πειθήνια άλογατά μας, και αριστερά, εκεί που ο δρόμος συναντά ένα μονοπάτι, ρωτάω τον Κίνναμο: θες να ρίξουμε μια ματιά από εδώ; Είναι η αρχαία αγορά. Πάμε, λέει ο Κίνναμος, για αυτές τις βλακείες δεν ήρθαμε άλλωστε; Χωρίς τα ποδήλατα, του λέω, αν και είναι νωρίς για τριβόλια. Τα στήσαμε και τα δυο στην άκρη του δρόμου και πήγαμε με τα πόδια. Αλλά τα αγριόχορτα είχαν πνίξει το μέρος. Πάμε, λέει ο Κίνναμος, θα μας φάνε τα φίδια. Αν πάντως, του λέω, συνεχίζαμε τον δρόμο, θα βγαίναμε εκεί όπου πρέπει να είναι θαμμένο το αρχαίο θέατρο – πίσω από τον λόφο είναι το Κεφαλόβρυσο. Αλλά το Κεφαλόβρυσο θα το δούμε στον γυρισμό.
Γυρίζουμε στα ποδήλατά μας, δεν αργούμε να βγούμε στον κεντρικό. Και σταματάμε. Λοιπόν, του λέω, θα στρίψουμε δεξιά, στα διακόσια μέτρα είναι ο ναός του Θαυλίου Διός. Θα σταματήσουμε να πιούμε τον καφέ μας, αυτό το νεροζούμι τέλος πάντων, και θα καθίσουμε να οργανωθούμε – σύμφωνοι; Ο Κίνναμος κούνησε το κεφάλι του:
Με τόση πεθυμιά να ’ρθω μαζί σου
τα λόγια σου φουσκώνουν την καρδιά μου,
που να, στον προτερνό γυρνώ σκοπό μου!
Τράβα μπροστά και μια ’ναι η θέλησή μας
συ δάσκαλός μου, συ οδηγός, συ αφέντης!
είπε.
Μπερδεύτηκες, του απάντησα, δεν ταιριάζουν οι τερτσίνες του Δάντη εδώ – φωτεινό είναι το τοπίο που θα δούμε.
Εκείνος δεν είπε τίποτα, απλώς έσκυψε το κεφάλι.
Ρίξαμε μια βιαστική ματιά και ορμήσαμε με ορθοπεταλιές στην άσφαλτο που οδηγεί στη Χλόη. Με την επιθυμία να χαρούμε την εκδρομή μας σαν ήρωες ενός ντεμοντέ επικού ποιήματος.
( Συνεχίζεται )
*
*
