*
Εφέτος συμπληρώνονται 80 χρόνια από τη γέννηση και 25 από τον θάνατο του Παναγιώτη Κονδύλη (1943-1998). Με την ευκαιρία της επετείου, το ΝΠ, για το οποίο το έργο του Κονδύλη στάθηκε εξ αρχής βασικό σημείο αναφοράς, θα αποθησαυρίσει στη διάρκεια του έτους έναν αριθμό κειμένων είτε του ιδίου του στοχαστή, είτε μελετητών του, Ελλήνων και ξένων, δημοσιευμένων παλαιότερα.
~.~
Μετάφραση ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΛΟΓΕΡΟΠΟΥΛΟΣ
Ο Παναγιώτης Κονδύλης ίσως είναι, εν αγνοία του, ένας απ’ τους σπουδαιότερους συντηρητικούς διανοητές της εποχής μας. Η περιγραφή του Κονδύλη ως συντηρητικού ίσως μπερδέψει τον ίδιο και τους αναγνώστες του. Το πεντακοσίων σελίδων έργο του Συντηρητισμός (1986) εξετάζει «το ιστορικό περιεχόμενο και την παρακμή» της έννοιας αυτής. Για τον Κονδύλη, ο συντηρητισμός είχε ήδη πτωτική πορεία τον τελευταίο αιώνα ως μείζων πολιτική δύναμη. Ήταν το ιδανικό μιας ουσιαστικά μεσαιωνικής ιεραρχίας κοινωνίας υπερασπιζόμενο από γαιοκτήμονες αριστοκράτες και τους διανοούμενους ακολούθους τους. Αυτό το οποίο οι Αμερικάνοι παρουσιάζουν συνήθως ως συντηρητικές αξίες, εξηγεί ο Κονδύλης, ανήκει σε έναν «αστικό κόσμο σκέψης». Πράγματι, οι ιστορικές κατασκευές των Αμερικανών παραδοσιοκρατών ήταν κατά κύριο λόγο προσπάθειες «εξύψωσης μιας παλαιότερης κληρονομιάς αντιλήψεων και ενός προ πολλού νεκρού τρόπου ζωής ενάντια στις νέες εξελίξεις στην κατεύθυνση της καταναλωτικής μαζικής δημοκρατίας».[i] Ο Κονδύλης αναφέρεται στον Ράσσελ Κερκ και τους Νότιους Αγροτιστές ως παραδείγματα αυτής της τάσης να ανακληθεί ένα οργανικά ιδεατό παρελθόν σε μια κοινωνία η οποία ήταν πάντα πιο κοντά στη μαζική δημοκρατία απ’ ό,τι στην Ευρωπαϊκή παράδοση.
Ο Κονδύλης τοποθετεί τον εαυτό του στον μαρξισμό, όπως ευρέως γίνεται κατανοητό. Σε μια πρόσφατη εργασία Ο Μαρξισμός, ο Κομμουνισμός, και η Ιστορία του Εικοστού Αιώνα, ο Κονδύλης παραθέτει αυτή την αποκαλυπτική άποψη: «Η πλανητική κοινωνική απόπειρα του κομμουνισμού απέτυχε όχι λόγω ηθικής ή οικονομικής κατωτερότητας αλλά επειδή η εθνική δύναμη της Ρωσίας αντιμετώπισε την ισχυρότερη εθνική δύναμη των Ηνωμένων Πολιτειών». Παρακάτω: «Ποτέ άλλοτε δεν έχει η μαρξιστική οπτική της ιστορίας υπάρξει τόσο αληθής και επίκαιρη όσο είναι τώρα στην αρχική φάση μιας πλανητικής ιστορίας», ιδιαίτερα στον καθορισμό των κοινωνικών σχέσεων και των “ιδεολογικών” μορφών που αυτές παίρνουν.[ii] Στη γερμανόφωνη αλληλογραφία μου μαζί του, ο Κονδύλης υποστηρίζει πως, αντίθετα με εμένα, «Βρίσκεται πιο κοντά στον Μαρξ απ’ ότι στον (Γερμανό νομικό διανοητή) Καρλ Σμιτ».[iii] Η λεπτομερής ανάλυσή του των κοινωνικών τάξεων και της ιδεολογικής συνείδησης όπως αντανακλώνται στον πολιτισμό πηγάζουν απ’ τον Μαρξ και τον μαρξιστή ερμηνευτή της διανοητικής ιστορίας του 20ού αιώνα, Γκέοργκ Λούκατς. Ο Κονδύλης υπογραμμίζει αυτές τις συνδέσεις όποτε μπορεί.
Η ξεκάθαρη δυσαρέσκεια του για τις Ηνωμένες Πολιτείες και την τωρινή τους αφοσίωση στα “ανθρώπινα δικαιώματα” ίσως προσβάλλει κάποιους Αμερικανούς πατριώτες. Υποβιβάζει την αμερικανική πίστη στη δημοκρατία και στα οικουμενικά δικαιώματα σε ένα όργανο εθνικής ισχύος. Σε ένα καυστικό κείμενο για το Frankfurter Rundschau (18 Αυγούστου 1996), «Ανθρώπινα Δικαιώματα: Εννοιολογική Σύγχυση και Πολιτική Εκμετάλλευση», σημειώνει πως οι ΗΠΑ μιλούν για τα ανθρώπινα δικαιώματα στο πλαίσιο των διεθνών ζητημάτων, όχι για να αντικαταστήσουν τους δικούς τους εθνικούς νόμους, και πως διατηρούν το διαχωρισμό μεταξύ πολιτών και μη πολιτών: «Κανένα κράτος δε μπορεί να δώσει σε όλη την ανθρωπότητα τα ίδια δικαιώματα —π.χ. δικαιώματα εγκατάστασης και ψήφου— χωρίς να πάψει να υπάρχει». Για την Αμερικάνικη κυβέρνηση, «τα ανθρώπινα δικαιώματα είναι ένα πολιτικό εργαλείο στα πλαίσια ενός πλανητικού υποβάθρου του οποίου η πυκνότητα απαιτεί τη χρήση οικουμενικών ιδεολογιών· σε αυτό το πλαίσιο, ωστόσο, τα ισχυρά έθνη εξακολουθούν να καθορίζουν την ερμηνεία των ίδιων αυτών κατασκευασμάτων».[iv] Στον Κονδύλη δεν αρέσουν οι Αμερικανοί όχι μόνο για αυτό θεωρεί πολιτική υποκρισία αλλά και για την καταναλωτική τους νοοτροπία. Έχει αρθρογραφήσει κατά του αμερικανικού ηδονισμού, που θεωρεί πως πλέον μολύνει τους Ευρωπαίους.
ρικανούς· και παρά τα όσα ισχυρίζεται ο Κονδύλης, οι ιδεολόγοι των “ανθρωπίνων δικαιωμάτων” είναι πρόθυμοι να θολώσουν τον διαχωρισμό μεταξύ πολιτών και μη πολιτών. Πρόσφατες δικαστικές αποφάσεις που ισχύουν για τα “δικαιώματα” παράνομων μεταναστών έχουν ερμηνεύσει την 14η τροπολογία ως εγκαθίδρυση διεθνώς δεσμευτικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Εντωμεταξύ, υποστηρικτές μιας εξωτερικής πολιτικής βασισμένης στα ανθρώπινα δικαιώματα, όπως η συντακτική επιτροπή των New York Times και Wall Street Journal, επιδεικνύουν τον ίδιο ζήλο και στη διατήρηση μιας επεκτατικής μεταναστευτικής πολιτικής. Αντιστρόφως, οι Αμερικανοί εθνικιστές που ανήκουν στην παλιά δεξιά έχουν υπάρξει απομονωτιστές και επικριτές των “ανθρώπινων δικαιωμάτων”.[v] Όσο για τη διαβεβαίωση πως η “οικονομική κατωτερότητα” δεν είχε σχέση με την αποσύνθεση της σοβιετικής αυτοκρατορίας, αυτή η συγκεκριμένη δήλωση ποτέ δεν αποδεικνύεται. Ο Κονδύλης συνεχίζει αναφέροντας την «υπέρτερη εθνική δύναμη των Ηνωμένων Πολιτειών», κάτι το οποίο μπορεί να είναι ένας άλλος τρόπος να αναφερθεί στην λειτουργική οικονομία των ΗΠΑ, σε σύγκριση με την θανάσιμα παραλυμένη της πρώην Σοβιετικής Ένωσης.[vi]
Παρά τον αυτοχαρακτηρισμό του ως μαρξιστή και την απόσταση που παίρνει από τις ΗΠΑ, μπορεί να εντοπίσει ξεκάθαρα στο πρόσωπο του τον δεξιό. Αλλά η Δεξιά στην οποία ανήκει ο Κονδύλης δεν είναι το ευρωπαϊκό αντίστοιχο της αμερικάνικης κεντροδεξιάς, η οποία αποτελείται από υποστηρικτές των επιχειρήσεων του δημοκρατικού κράτους πρόνοιας και μιας καταναλωτικής οικονομίας. Όπως η διανοητική κίνηση που αποκαλείται ευρωπαϊκή Νέα Δεξιά, η οποία συχνά τον επικαλείται, ο Κονδύλης τονίζει τα οφέλη μιας παραδοσιακής κοινότητας, η οποία πιστεύει πως απειλείται από την αμερικανική μαζική δημοκρατία και την αμερικανική οικονομική επέκταση. Δυστυχώς ο αντί-αμερικανισμός είναι ενστικτώδης αντίδραση για πολλούς στην ευρωπαϊκή Δεξιά.[vii] Λέω «δυστυχώς» όχι λογω του ότι η αίσθηση αυτή είναι αδικαιολόγητη. Νομίζω πως συχνά δικαιολογείται δεδομένων των ανθρώπινων δικαιωμάτων και την παγκόσμια θριαμβολογία των εκπροσώπων του αμερικανικού κράτους και δημοσιογράφων και την ηθική μόλυνση που παράγει η βιομηχανία της ψυχαγωγίας μας. Αλλά ο αντιαμερικανισμός στέκεται εμπόδιο στην κατανόηση του τωρινού πολιτικού μας πλαισίου. Πολλά απ’ αυτά που η ευρωπαϊκή Νέα Δεξιά προσάπτει στον Αμερικάνικο λαό είναι πρόσφατες εξελίξεις, όπως οι σταυροφορίες για τα ανθρώπινα δικαιώματα με συχνά εναλλασσόμενο περιεχόμενο· ενώ αυτό που εκλαμβάνεται ως ουσιαστικά Αμερικάνικο είναι εξίσου χαρακτηριστικό άλλων Δυτικών κοινωνιών. Εδώ μια αίσθηση ιστορικής αλλαγής ίσως είναι απαραίτητη. Για παράδειγμα, οι Νότιοι καλλιεργητές και η βορειοανατολική τάξη των εμπόρων των μέσων του 19ου αιώνα απείχαν πολύ από την ύστερης μαζικής δημοκρατίας του ύστερου 20ού αιώνα. Βρίσκονταν στην πραγματικότητα τόσο μακριά όσο ο κόσμος των Πάλμερστον και Ντισραέλι από τη σοσιαλδημοκρατική και πολυεθνική Αγγλία την οποία επισκέφθηκα το περασμένο έτος.
Σημειωτέον πως ο μαρξισμός τον οποίο παρουσιάζει ο Κονδύλης είναι αρκετά επιλεκτικός και χωρίς τις εξισωτικές και “ουτοπικές” πτυχές του αυθεντικού προϊόντος. Ο Κονδύλης επαινεί τον Μαρξ και κάποιους μαρξιστές που κοιτούν πίσω από ιδεολογίες και/ή τις πολιτικές σκοπιμότητες τις οποίες αυτές ενσαρκώνουν. Όπως ο Μαρξ, ο οποίος θεωρεί πως η “ιδεολογία” είναι “ψευδής”, ένα κοινό σώμα κοινωνικών και πολιτισμικών διαθέσεων το οποίο παραμορφώνει την ιστορική πραγματικότητα, ηθελημένα ή άθελά της. Ο Κονδύλης λοιδορεί τους ηθικιστές που παρουσιάζουν ως “ανθρώπινα δικαιώματα” τα συμφέροντα αυτοκρατοριών ή τις πολιτικές φιλοδοξίες συγκεκριμένων διανοητών. Για τον Κονδύλη, τέτοιος ηθικισμός καλύπτει μια διάθεση για εξουσία ή τη δύναμη μιας επεκτεινόμενης καταναλωτικής οικονομίας. Αλλά ο Κονδύλης σπανίως χρησιμοποιεί τους όρους «ιδεολόγημα» ή «ψευδή συνείδηση» όταν αναλύει την σκέψη των χριστιανών του Κινήματος Αποκατάστασης του πρώιμου και μέσου 19ου αιώνα. Παρόλο που ένα λογικό επιχείρημα θα ήταν πως οι Ζοζέφ ντε Μαιστρ, Φρήντριχ Σταλ και ο κόμης του Μπονάλντ υπερασπίζονταν μια ευρωπαϊκή τάξη η οποία πέθαινε ενάντια στην ανερχόμενη αστική κοινωνία, ο Κονδύλης αναφέρεται σε τέτοιους αντεπαναστάτες με βαθύ σεβασμό. Οι προδεδικασμένες μάχες, στο έργο του ή στην άποψή του για την παγκόσμια ιστορία, δεν αποδίδονται όλες στην “ψευδή συνείδηση”, και μπορεί να παρατηρηθεί πως όσο πιο κοντά βρίσκεται στην μοντέρνα εποχή των πλανητικών πολιτικών της «μαζικής δημοκρατίας» και σε μια καταναλωτική κουλτούρα, τόσο πιο πολύ ο Κονδύλης κάνει λόγο για ανέντιμους ιδεολόγους.
Αυτή η επιλεκτικότητα μπορεί να είναι εν μέρει το αποτέλεσμα βαθιά ριζωμένων τάσεων. Παρόλο που είναι ένας αντι-Αμερικανός που του αρέσει η μαρξιστική ορολογία, ο Κονδύλης δεν βρίσκει χρησιμότητα στην μαζική δημοκρατία και τα πολιτισμικά και οικονομικά επακόλουθά της. Προερχόμενος από μια επιφανή ελληνική οικογένεια που παρήγαγε και πολιτικούς και αξιωματικούς του στρατού, παραμένει περήφανος για την καταγωγή του. Όπως εξήγησε, με αυτουποτίμηση σε μια επιστολή του σε μένα, αντίθετα με τους άλλους Κονδύληδες που πέτυχαν πολλά, «το μόνο που κατάφερε να κάνει είναι να γράψει ογκώδη βιβλία στα γερμανικά». Τα βιβλία του, επί τη ευκαιρία, δεν είναι μόνο μεγάλα, μα και δυσνόητα, γραμμένα σε υπερβολικά πυκνό πεζό λόγο και χαρακτηρίζονται από βασανιστικές επεξηγήσεις.
Πάρα τη στυλιστική δυσκολία και τις αμφιλεγόμενες γενικεύσεις του για τους Αμερικανούς, ο Κονδύλης αποκαλύπτει δύο προτερήματα τα οποία οι Αμερικανοί συντηρητικοί καλό θα ήταν να μιμηθούν. Πρώτον, θέτει τις ιδέες μέσα σε πλαίσια, χωρίς να τις μειώνει σε απλά επιφαινόμενα άλλων ιστορικών δυνάμεων. Ο Κονδύλης συλλαμβάνει την απαραίτητη σχέση μεταξύ πολιτισμικών και ηθικών ιδεωδών και τις κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις μέσα στις οποίες αναπτύσσονται. Παρουσιάζει την αποσύνθεση ενός συντηρητικού οράματος, βασισμένο σε σταθερές ιεραρχίες με αντίστοιχα καθήκοντα και προνόμια, σε μια κοινωνία που τότε υποβαλλόταν σε σημαντικές αλλαγές, δηλαδή την αστικοποίηση και τη Βιομηχανική Επανάσταση. Αυτοί που επιθυμούσαν να αντιπροσωπεύσουν ένα ήδη υπέργηρο συντηρητικό όραμα έχασαν την κοινωνική τους βάση και αναγκάστηκαν να τροποποιήσουν την δημόσια στάση τους και συμπεριλαμβάνοντας αστικά ιδεώδη.
Σε αυτή την τροποποιημένη συντηρητική οπτική που αναδύθηκε στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, οι υπερασπιστές της μεσαιωνικής ιεραρχίας και της αστικής τάξης απέκτησαν κοινό σκοπό ενάντια σε μια επανάσταση από τα κάτω. Αυτοί και οι αστοί φιλελεύθεροι αντιτάχθηκαν στους δημοκράτες επαναστάτες και στους σοσιαλιστές μεταρρυθμιστές. Σε αυτή τη συμμαχία, ωστόσο, το πραγματικά συντηρητικό όραμα όλο και περισσότερο εξέλιπε.[viii] Οι μεγάλες διαχωριστικές γραμμές έγιναν έπειτα μεταξύ του «αστικού μοντερνισμού» και του «μαζικού δημοκρατικού μετα-μοντερνισμού», ένα θέμα που συζητήθηκε λεπτομερώς στο βιβλίο του Κονδύλη Η παρακμή του αστικού πολιτισμού (1991).[ix] Τα κοινωνικά οράματα παραμένουν ανταγωνιστικά, υπενθυμίζει ο Κονδύλης στον αναγνώστη, για όσο παραμένουν δεμένα με μια κυρίαρχη ή ισχυρή τάξη. Μόλις αυτή η τάξη υπερνικηθεί από πολιτικές ή υλικές αλλαγές, οι ιδέες της αναπόφευκτα παραγκωνίζονται. Αν και ο Κονδύλης αναδεικνύει τις ιστορικές προϋποθέσεις για την κυριαρχία αυτού που αποκαλεί όπως ο Ρίτσαρντ Γουίβερ «Vision of Order» (όραμα της τάξης), δεν σχετικοποιεί όλα αυτά τα οράματα. Από τις περιγραφές του είναι ξεκάθαρο πως ο Κονδύλης προτιμά την σκέψη των θεωρητικών του Κινήματος της Αποκατάστασης του πρώιμου 19ου αιώνα από τις φιλελεύθερες αστικές μορφές σκέψης που την αντικατέστησαν. Παρά την προσπάθεια αποστασιοποίησης καθώς μελετά το τέλος της μαζικής δημοκρατίας, ο Κονδύλης απεχθάνεται την αταξία και την χωρίς όρια αυτό-ευχαρίστηση τα οποία συσχετίζει με τη μεταμοντέρνα εποχή.
Παρουσιάζει τη δημοκρατία της μάζας ως συνολικό τρόπο ζωής που αναπτύσσεται σε ευνοϊκό πολιτικό και οικονομικό κλίμα. Δεν χρησιμοποιεί τον όρο απλά για να καταδικάσει κάτι που δεν του αρέσει. Ούτε προσπαθεί να υποβιβάσει τη μαζική δημοκρατία σε παράπλευρο αποτέλεσμα κάποιας υλικής μεταμόρφωσης, για παράδειγμα, με το να την αντιμετωπίζει ως προϊόν της βιομηχανικής ανάπτυξης ή της μετακίνησης του πληθυσμού προς τις πόλεις. Ο Κονδύλης παρατηρεί συγκεκριμένες πολιτικές και οικονομικές προϋποθέσεις για την άνοδο της μαζικής δημοκρατίας, πιο συγκεκριμένα το καθολικό δικαίωμα ψήφου, την υλική αφθονία, και την ταύτιση της αυτοδιοίκησης με τη δημόσια διαχείριση. Αλλά επίσης επεκτείνει τις πολιτισμικές και διανοητικές της προϋποθέσεις. Ανάμεσα σε αυτούς πού τον απασχολούν είναι τα αβαν-γκάρντ καλλιτεχνικά κινήματα των αρχών του 20ου αιώνα και το είδος πειραματικού θεάτρου που ξεκίνησε λίγο αργότερα. Αντίθετα με τον μαρξιστή Λούκατς, που έβλεπε τέτοια κινήματα ως πηγή ψυχαγωγίας για τους αστούς, ο Κονδύλης τα ερμηνεύει ως την αρχή ενός πολιτισμικού πολέμου. Καλλιτέχνες και θεατρικοί συγγραφείς συνεργάστηκαν στην απόπειρα να καθαιρέσουν τον αστικό φιλελεύθερο κόσμο. Διότι απεχθάνονταν ακριβώς ό,τι αυτός εξύψωνε, τον κοινωνικό περιορισμό, την λογικά κατανοητή τέχνη, και έναν συναφή τρόπο ζωής και ευθύνης του πολίτη.
Στη θέση τους η Δυτική κοινωνία εξέλαβε μια αρκετά υποκειμενική, υπέρ της προσωπικής έκφρασης, και ιδεολογικά φλογερή κουλτούρα. Μόλις αυτό παντρεύτηκε με την υλικό ηδονισμό, τη διάβρωση των ταυτοτήτων, και μια εμμονή στην ολοκληρωτική ισότητα, υποστηρίζει ο Κονδύλης, μια μαζικοδημοκρατική κοσμοθεωρία εγκαθιδρύθηκε.[x] Ο Κονδύλης αναφέρεται στα πολιτισμικά φαινόμενα αυτής της κοσμοθεωρίας ως οιωνούς μεταμοντερνισμού. Παρά να αναγνωρίζει αυτό το φαινόμενο αποκλειστικά με τις πιο πρόσφατες επιθέσεις σε σταθερά ή δεδομένα νοήματα, ο Κονδύλης υποστηρίζει πως ο μεταμοντερνισμός έχει υπάρξει επεκτεινόμενος σε όλη την εποχή της μαζικής δημοκρατίας.[xi] Η σχετικοποίηση του νοήματος είναι μόνο η πιο πρόσφατη στρατηγική για την προώθηση της κοινωνικής ισότητας και την εγκατάλειψη μη δημοκρατικών απόψεων που σχετίζονται με ένα ελιτίστικο παρελθόν.
Η μαζική δημοκρατία όπως ερμηνεύεται απ’ τον Κονδύλη, είναι επίσης μια παγκόσμια διαδικασία. Ξεκινώντας από τη Δύση όπου αντικατέστησε «έναν ολιγαρχικό και ιεραρχικό αστικό φιλελευθερισμό», τώρα «αναμιγνύεται με το πλανητικό τοπίο», στο οποίο ο μαρξισμός και ο κομμουνισμός έχουν γίνει οι φάσεις προετοιμασίας ενός μαζικοδημοκρατικού τέλους της ιστορίας.[xii] Αντίθετα με την φιλελεύθερη εποχή την οποία έκλεισε ή τον Κομμουνισμό τον οποίο ξεπέρασε σε υλική παραγωγικότητα, η κοινωνία της μαζικής δημοκρατίας και διακηρύσσει και δουλεύει προς την παροχή υλικής ικανοποίησης. Σε ένα πλαίσιο εκκοσμίκευσης και κατάργησης της ιεραρχίας, κάνει αυτό το οποίο ο μαρξιστικός σοσιαλισμός υποσχέθηκε μα μόνο κατά περιπτώσεις μπόρεσε να παραγάγει. Εδώ ο Μαρξ, σύμφωνα με τον Κονδύλη, προσέφερε μια εν μέρει σωστή πρόβλεψη αλλά παρασύρθηκε σε ένα χαρούμενο τέλος το οποίο είναι μάλλον απίθανο να συμβεί. Ο Μαρξ «είχε προσκολληθεί στην ιδέα μιας νομοτελειακής-εσχατολογικής ενοποίησης της παγκόσμιας ιστορίας» και «εξηγούσε αυτόν τον ενωτικό χαρακτήρα ενός πλανητικού γεγονότος μέσω των κοινωνικών και οικονομικών παραγόντων ενώ κατέληγε στα πρέποντα πολιτικά συμπεράσματα (δεδομένων των υποθέσεών του)». Αλλά αυτή η ενωτική παγκόσμια ιστορία την οποία ο Μαρξ έβλεπε άμεσα συνδεδεμένη με τον οικονομικό εκσυγχρονισμό εσωτερικεύει επίσης τον πόλεμο ενάντια στην κοινωνική συνοχή, στο όνομα της ατομικής ικανοποίησης και της οικουμενικής ομοιότητας. Ο Κονδύλης παρατηρεί την ειρωνεία πως η μάχη ενάντια στον κομμουνισμό, «που δόθηκε κυρίως χάριν των φιλελεύθερων ιδανικών», είχε ως αποτέλεσμα την νίκη μιας μεταφιλελεύθερης κοινωνίας, μιας κοινωνίας που διαφέρει από την αστική εποχή περισσότερο απ’ όσο απείχε η Ευρώπη πριν τη Γαλλική Επανάσταση από την Ευρώπη του τέλους του 19ου αιώνα. Αυτό αποτελεί παράδειγμα της ιδεολογικής παρερμηνείας που ο Κονδύλης θεωρεί πως χαρακτηρίζει τους υποστηρικτές της μαζικής δημοκρατίας. Επιμένουν στην ύπαρξη μιας φανταστικής συνέχειας του φιλελεύθερου παρελθόντος.[xiii]
Το πλαίσιο στο οποίο τοποθετεί ο Κονδύλης το συντηρητισμό, τον φιλελευθερισμό, και τις μαζικό-δημοκρατικές αντιλήψεις για τον κόσμο και η λεπτομερής ανάλυσή του της μαζικής δημοκρατίας περιέχουν υπαινιγμούς που αφήνει για κάποιον που θα θελε να είναι συντηρητικός. Ο όρος «συντηρητικός» εφαρμόζεται, εξηγεί σε ένα δοκίμιό του με τον τίτλο «Ο Αρχαϊκός Χαρακτήρας των Πολιτικών Εννοιών», σε αυτούς που δεν έχουν καμία σχέση με μια αγροτική αριστοκρατική κοινωνία και όλο και λιγότερη σχέση με τις αστικές φιλελεύθερες αξίες. Ο Κονδύλης δεν θεωρεί χρήσιμο να ορίζει κανείς τους συντηρητικούς ως «αυτούς που υποστηρίζουν τους υπάρχοντες θεσμούς, όποιοι κι αν είναι αυτοί».[xiv] Λοιδορεί δημοσιογράφους και ακαδημαϊκούς που αδιάκριτα εφαρμόζουν τον όρο «συντηρητικός» στον καγκελάριο Κολ και σε Ρώσσους αντάρτες. Κατηγορούνται για τον ίδιο σημασιολογικό οπορτουνισμό μαζί με εκείνους που χρησιμοποιούν τον όρο «φιλελεύθερος» όχι για να περιγράψουν «οικονομικές και συνταγματικές έννοιες της ευρωπαϊκής αστικής τάξης αλλά το δικαίωμα στην έκτρωση ή ένα απεριόριστο δικαίωμα σε άσυλο». Λιγότερο απ’ όλους δέχεται ο Κονδύλης την μαρξιστική πρακτική, συνηθισμένη κατά τον ψυχρό πόλεμο, να ορίζουν την αντικομμουνιστική Δύση ως «συντηρητική». Τέτοιος ορισμός δεν ταιριάζει για ένα «σύστημα το οποίο έφερε επανάσταση στις παραγωγικές δυνάμεις σε ένα πρωτόγνωρο σημείο και το οποίο διαθέτει στα άτομα υλικές και νοητικές δυνατότητες που αντιπροσωπεύουν μια καταπληκτική και κοσμοϊστορική καινοτομία».[xv]
Ο Κονδύλης πιστεύει πως μια συντηρητική πολιτική με την έννοια που την αντιλαμβάνεται δεν μπορεί πλέον να επιδιώκεται αποτελεσματικά. Το κοινωνικό-πολιτικό πλαίσιο αυτής της κατεύθυνσης ήδη εξαφανιζόταν στα τέλη του 19ου αιώνα, και μια παρόμοια μοίρα βρήκε τον αστικό φιλελευθερισμό, ο οποίος έδωσε τη θέση του στη μαζική δημοκρατία. Επιπροσθέτως, το μαζικοδημοκρατικό σύστημα το οποίο αναλύει ο Κονδύλης αγκαλιάζει την πολιτική, την οικονομία, την ηθική λογική, και τις τέχνες. Διέπει και σχηματίζει τις ανθρώπινες σχέσεις και προσδοκίες, και, παρά τον πόλεμό της κατά της πλειονότητας της Δυτικής κληρονομιάς, τώρα θεωρείται η κορωνίδα των επιτευγμάτων των Δυτικών δημοκρατικών λαών. Ακόμη καταδικάζει και αποσυνθέτει τις παραδοσιακές φυλετικές, κοινωνικές και εθνικές διακρίσεις, και, ηθικά και οικονομικά, προετοιμάζει το δρόμο για μια παγκόσμια κοινωνία ξεριζωμένων και όλο και περισσότερο παρόμοιων ή πανομοιότυπων ατόμων. Είτε δέχεται κανείς είτε όχι την άποψη του Κονδύλη για τις ΗΠΑ ως την ζωτική πηγή αυτής της μαζικό-δημοκρατικής αυτοκρατορίας, αυτό το οποίο περιγράφει σε κάθε περίπτωση είναι πολύ μονολιθικό και δημοφιλές για να μπορούν να του εναντιωθούν οραματιστές του 18ου ή του 19ου αιώνα.
