Δικαιώματα και «δικαιωματισμός»


*
του ΑΝΤΩΝΗ ΜΠΑΛΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
*

Η λέξη «δικαιωματισμός» περιφέρεται στον δημόσιο λόγο ευρέως εδώ και κάποια χρόνια, έχοντας ως επί το πλείστον αρνητικές συνδηλώσεις. Αυτό δημιουργεί άμεσες και νόμιμες απορίες: Δεν είναι ιστορικά η πάλη για σύγχρονη δημοκρατία, από την εποχή των επαναστάσεων του 18ου αιώνα, πάλη για ανθρώπινα δικαιώματα; Για ποιο λόγο να καυτηριάζει κανείς τον δικαιωματισμό αν δικαιωματισμός σημαίνει έμφαση στην ύπαρξη ανθρώπινων δικαιωμάτων; Ποιο τέλος πάντων είναι το πρόβλημα που αυτή η λέξη -πιθανώς όχι η καταλληλότερη και πάντως σπάνια αιτιολογημένη- προσπαθεί να αναδείξει;

Ίσως να είναι χρήσιμο να ξεκινήσουμε εδώ με την παλιά, παραδοσιακή διάκριση (την κάνει για παράδειγμα ο φιλελεύθερος Αϊζάια Μπερλίν) μεταξύ «αρνητικών» και «θετικών» ελευθεριών: οι αρνητικές ελευθερίες είναι ελευθερίες από κάτι. Για παράδειγμα, η ελευθερία ενάντια στην παράνομη σύλληψη, η ελευθερία από τη λογοκρισία, η ελευθερία από την κρατική παρέμβαση στην ιδιωτική ζωή μέσω παρακολούθησης, κ.λπ., είναι όλες ελευθερίες από συγκεκριμένες δράσεις σε βάρος του ατόμου. Αλλά ουσιαστικότερα, η αρνητική ελευθερία, μιας και αφορά τον περιορισμό μιας ισχύος από την υπερβολική της άσκηση στο άτομο, είναι ελευθερία από την κρατική αυθαιρεσία. Προϋποθέτει πως το κράτος εκπροσωπεί μια συγκέντρωση εξουσίας πολλαπλάσια από αυτή του ατόμου και προϋποθέτει έτσι πως το άτομο έχει το δικαίωμα να μην ασφυκτιά, να μην συνθλίβεται, κάτω από αυτή την πολλαπλάσια ισχύ.

Τα θετικά δικαιώματα, από την άλλη, είναι δικαιώματα στο να κάνεις κάτι: η ελευθερία σύναψης συμβολαίων, μίσθωσης εργασίας, η ελευθερία να ταξιδέψεις, η ελευθερία του εκλέγειν και εκλέγεσθαι, η ελευθερία θρησκευτικής συνείδησης, περιλαμβανομένης της αθεΐας, το δικαίωμα να λάβεις βασική παιδεία με έξοδα του κράτους, το δικαίωμα να δανειστείς βιβλία από μια δανειστική βιβλιοθήκη -αυτά είναι σύγχρονα αστικά δημοκρατικά δικαιώματα με θετικό χαρακτήρα. Εδώ το κράτος δεν έχει τον ρόλο αυτού που συναινεί στην αυτοσυγκράτηση ισχύος απέναντι στο άτομο αλλά αυτού που εγγυάται ως φορέας δικαίου την άσκηση των θετικών δικαιωμάτων εντός του κοινωνικού συνόλου. Τα θετικά δικαιώματα έχουν το κράτος και τον νόμο ως εγγυητές αλλά υλοποιούνται, πραγματώνονται, εντός της κοινωνικής ζωής του ανθρώπου και νοούν αυτή την κοινωνική ζωή με όρους καθολικότητας – ενός «όλοι».

Στη σύγχρονη περίοδο, τόσο τα αρνητικά όσο και τα θετικά δικαιώματα περνούν ιδιαίτερη κρίση. Για παράδειγμα, το αρνητικό δικαίωμα στη μη λογοκρισία έχει ουσιαστικά καταργηθεί στις χώρες που διαφημίζουν περισσότερο τη σύγχρονη αστική δημοκρατία – στις χώρες της Ευρώπης και στις ΗΠΑ. Η πληροφόρηση υπόκειται σε αυστηρότατο έλεγχο, οι παραβάτες διώκονται με δρακόντεια μέτρα. Το ίδιο ισχύει για το αρνητικό δικαίωμα ενάντια στην παρείσφρηση του κράτους στην προσωπική και ιδιωτική ζωή, με το ένα σκάνδαλο παράνομων παρακολουθήσεων να διαδέχεται το άλλο, χωρίς ποτέ να υπάρξει τιμωρία για όσους παραβιάζουν αυτό το δικαίωμα, το οποίο ως εκ τούτου, αποδεικνύεται πλέον ανύπαρκτο. Ανάλογα, σε ό,τι αφορά τα θετικά δικαιώματα, τα κεντρικά κάποτε θετικά δικαιώματα της καθολικής πρόσβασης σε δωρεάν, δηλαδή πληρωμένη από το κράτος (δηλαδή από τους φόρους) παιδεία και υγεία συρρικνώνονται διαρκώς και σε ορισμένες περιπτώσεις (π.χ. ΗΠΑ) τείνουν προς εξαφάνιση.

Την ίδια όμως στιγμή, έχει εμφανιστεί ένα νέο είδος δικαιώματος -αυτό τουλάχιστον ισχυρίζομαι- το οποίο δεν εμπίπτει ούτε στα αρνητικά ούτε στα θετικά δικαιώματα. Δεν εμπίπτει στα αρνητικά δικαιώματα διότι δεν είναι δικαίωμα στον περιορισμό της εξουσίας του κράτους· δεν εμπίπτει στα θετικά δικαιώματα γιατί δε μετέχει της ιδέας της καθολικότητας του δικαιώματος, την υλοποίησή του εντός μιας κοινωνίας νοούμενης ως αθροίσματος αφηρημένα ίσων υποκειμένων. Το δικαίωμα του ταυτοτικού αυτοκαθορισμού, για παράδειγμα, (περιλαμβανομένου του δικαιώματος επιλογής και κατοχύρωσης των αντωνυμιών που προτιμά κάποιος/α όταν αναφέρονται σε αυτόν/ή), είναι ένα δικαίωμα που θεσπίστηκε σε κάποιες χώρες επειδή διεκδικήθηκε από μια κοινωνική ομάδα και όχι ως αίτημα όλων. Βεβαίως, στην πράξη, όλοι έχουν δικαίωμα στις αντωνυμίες που προτιμούν, ωστόσο αυτό είναι ένα δικαίωμα που δεν ζήτησαν όλοι, και το οποίο δεν έχει νόημα για όλους. Για κάποιους, που συμβαίνει να είναι η πλειοψηφία, οι αντωνυμίες που καθορίζουν το φύλο είναι δεδομένες γιατί το φύλο είναι βιολογικά δοσμένο και έτσι επίσης δεδομένο. Δεν προκύπτει καμία ανάγκη, συνεπώς, να θεσπιστεί νομικά το ζήτημα – απεναντίας, αυτό συνιστά κρατική παρέμβαση σε κάτι το οποίο δεν τη χρειάζεται.

Για άλλους όμως, το φύλο δεν είναι βιολογικά δοσμένο αλλά κοινωνικά κατασκευασμένο σχεδόν εξολοκλήρου, κι έτσι η παρέμβαση στη γλώσσα είναι παρέμβαση στον τρόπο με τον οποίο κατασκευάζεται κοινωνικά, με δηλωμένο στόχο τη μεγαλύτερη συμπεριληπτικότητα. Γίνεται εμφανές εδώ, ανεξάρτητα του τι υποστηρίζει κάποιος, ότι το δικαίωμα σε αυτή την περίπτωση δεν είναι ούτε δικαίωμα περιορισμού του κράτους (αντίθετα, το κράτος παρεμβαίνει ενεργά), ούτε δικαίωμα συμμετοχής σε κάτι καθολικά προσβάσιμο, αλλά δικαίωμα μιας κοινωνικής ομάδας που αυτοκαθορίζεται σε αντιπαράθεση με τις νόρμες άλλων κοινωνικών ομάδων. Με απλά λόγια, το δικαίωμα εκχωρείται από το κράτος στο όνομα της προστασίας ενός τμήματος της κοινωνίας από άλλα τμήματα της κοινωνίας και όχι στο όνομα μιας ανθρώπινης καθολικότητας στην οποία όλοι μετέχουν ως αφηρημένα ίσοι. Αντίθετα, θεωρείται δεδομένη η ανισότητα των υποκειμένων που συναπαρτίζουν το κοινωνικό σύνολο, και είναι αυτή η ανισότητα (αυτό είναι το επιχείρημα) που καθιστά μια κοινωνική ομάδα ευάλωτη στις άλλες και άρα ως έχουσα δικαιώματα αυτοκαθορισμού τα οποία οι άλλες ομάδες δεσμεύονται νομικά (από το κράτος) να σέβονται, είτε τα κατανοούν είτε όχι.

Αν λοιπόν η λέξη «δικαιωματισμός» έχει κάποιο νόημα, νομίζω πως έχει νόημα σε ό,τι αφορά την εισαγωγή στις δυτικές αστικές χώρες δικαιωμάτων των οποίων η ύπαρξη λαμβάνει ως δεδομένο τον κοινωνικό ανταγωνισμό και όχι την καθολική ισότητα και των οποίων η άσκηση τείνει συχνά να αυξάνει αυτόν τον ανταγωνισμό (καθώς συναντά αντιρρήσεις από ένα αρκετά ευρύ τμήμα της κοινωνίας) με τρόπο, για παράδειγμα, αδιανόητο για το δικαίωμα στην παιδεία ή την υγεία.

Εδώ βεβαίως δεν πρέπει να ξεχνάμε το γεγονός ότι σε χώρες με σύστημα απαρτχάιντ (ΗΠΑ, Νότια Αφρική), το δικαίωμα στην καθολική και ίση πρόσβαση στη δημόσια παιδεία και υγεία όχι απλά δεν ήταν δεδομένο για όλους τους πολίτες αλλά και ότι η διεκδίκησή του για όλους οδήγησε σε κοινωνικές συγκρούσεις και ακόμα και αιματοχυσία. Επρόκειτο ωστόσο, στις περιπτώσεις εκείνες, για ένα θετικό δικαίωμα του οποίου η διεκδίκηση έγινε με όρους καθολικότητας (όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι ανεξαρτήτως χρώματος του δέρματος) και όχι με όρους της κρατικής στήριξης του δικαιώματος μιας μειονότητας στον αυτοκαθορισμό ως κάτι διαφορετικό από τις άλλες κοινωνικές ομάδες και ευάλωτο στην ισχύ τους.

*

*