Μερικές σκέψεις για τις πολιτισμικές ρίζες της Ευρωπαϊκής Ένωσης

*

του ΒΑΓΓΕΛΗ ΚΑΛΦΟΠΟΥΛΟΥ

Το θέμα των πολιτισμικών ριζών είναι και μεγάλο και εξ αρχής πολιτικά φορτισμένο. Κυρίως γιατί η ίδια η Ευρωπαϊκή Ένωση στο επίπεδο κύρια της Ευρωπαϊκής Επιτροπής συμπεριφέρεται με τρόπο που δείχνει ότι δε θέλει να έχει κάποια επαφή με αυτές τις ρίζες, και άρα δεν ενδιαφέρεται καν να τις βρει, πόσο δε μάλλον να τις αναπτύξει και να τις καλλιεργήσει. Συνηθέστερα ακόμα, η ίδια η συζήτηση μονοπωλείται από τα δεξιά του πολιτικού φάσματος, προϋποθέτει ως βάση τον χριστιανισμό και τελικά καταλήγει να είναι ιδεολογική. Έχουμε δύο ιδεολογικές θέσεις λοιπόν, δύο θέσεις με αντίθετο πρόσημο, αλλά που παρά αυτό το γεγονός καταδεικνύουν μία ανάγκη, αυτή της κοινής ταυτότητας.

Για αυτό η ΕΕ πρόσφατα ανακοίνωσε μια μεγάλη πρωτοβουλία που αφορά στο πέρασμα στην πράσινη οικονομία και επισήμανε την ανάγκη για μια κοινή πολιτισμική κληρονομιά, μια κοινή, ευρωπαϊκή αισθητική. Δεν είναι θεωρώ ιδεολογικά τυχαίο ότι αυτή την κληρονομιά την αναζητά η ενωμένη Ευρώπη στο Bauhaus και στη μεσοπολεμική Δημοκρατία της Βαϊμάρης[1]. Το νέο ευρωπαϊκό Bauhaus είναι εντυπωσιακό και φιλόδοξο. Για να εκτιμηθεί το πόσο ακριβώς φιλόδοξο είναι, μια από τις συμμετέχουσες στο φεστιβάλ για το νέο Bauhaus που έγινε στις Βρυξέλλες τον Ιούνιο του 2022 (με τη συμμετοχή της προέδρου της Επιτροπής) η Φραντσέσκα Μπρία, Ιταλίδα οικονομολόγος και πρόεδρος του εθνικού ταμείου καινοτομίας της Ιταλίας, δήλωσε μιλώντας για το ευρωπαϊκό σχέδιο για τα μικροτσίπ πως η ΕΕ βρίσκεται στη μέση μεταξύ των ΗΠΑ, που κυριαρχούνται από τις big tech εταιρείες και την Κίνα, που κυριαρχείται από το μεγάλο κράτος. Ανάμεσα σε αυτές τις δύο η ΕΕ πρέπει να προωθήσει τη μεγάλη Δημοκρατία που κατά την οικονομολόγο σημαίνει περισσότερη δημοκρατία και επανασχεδιασμό της παγκοσμιοποίησης και του καπιταλισμού. Πίσω όμως από αυτές τις γενικές τοποθετήσεις, κρύβεται ακριβώς η φιλοδοξία για μια νέα ευρωπαϊκή, κοινή ταυτότητα και, αν τουλάχιστον ακολουθήσουμε χαριεντιζόμενοι το σπινοζικό ρητό “omnis determinatio est negatio”, βρίσκεται η πρόθεση της ΕΕ να αρθεί ως τρίτος παίχτης στο παγκόσμιο σκηνικό[2].

Η επιλογή του νέου Bauhaus δικαιολογείται από το γεγονός ότι το ιστορικό Bauhaus αποτελεί το πλέον πρόσφατο παράδειγμα ευρωπαϊκού πολιτισμικού προϊόντος με παγκόσμιες διαστάσεις. Τουλάχιστον αυτή θα ήταν μια εύλογη προσέγγιση, αφού στα επίσημα κείμενα δεν αναφέρεται με σαφήνεια ο λόγος που επιλέγεται η συγκεκριμένη τεχνοτροπία και στυλ. Η πρόεδρος της επιτροπής αναφέρει στην πρώτη παρουσίαση της πρωτοβουλίας ότι «Επιθυμώ το NextGenerationEU να δώσει ώθηση σε ένα ευρωπαϊκό κύμα ανακαινίσεων και να καταστήσει την Ένωσή μας πρωτοπόρο στην κυκλική οικονομία. Ωστόσο, δεν πρόκειται μόνο για περιβαλλοντικό ή οικονομικό έργο: πρέπει να αποτελέσει ένα νέο πολιτιστικό έργο για την Ευρώπη. Κάθε κίνημα έχει τη δική του όψη και αίσθηση. Και πρέπει να δώσουμε στη συστημική αλλαγή μας τη δική της διακριτή αισθητική — ώστε να συνδυάσουμε την τεχνοτροπία με τη βιωσιμότητα. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο θα δημιουργήσουμε ένα νέο ευρωπαϊκό Bauhaus — έναν χώρο συνδημιουργίας όπου αρχιτέκτονες, καλλιτέχνες, σπουδαστές, μηχανικοί και σχεδιαστές συνεργάζονται για την επίτευξη αυτού του στόχου»[3] Αυτή η αναφορά βρίθει ιστορικής και πολιτιστικής ασάφειας, η οποία επαναλαμβάνεται σε όλες τις επίσημες ανακοινώσεις. Η ασάφεια αυτή βρέθηκε αντιμέτωπη ήδη από την αναγγελία της πρωτοβουλίας από ακαδημαϊκούς που θεώρησαν ότι η επίκληση στο Bauhaus είναι δυτική και ευρωκεντρική, καθώς αυτό συνδέεται με τον μοντερνισμό που θεωρείται βίαια και αυταρχική ιδεολογία που επιβάλλει τον ορθό λόγο[4]. Δεν θα πρέπει να ξεφύγει της προσοχής μας ότι μιλάμε για την ίδια σχολή που έκλεισε κατόπιν πίεσης των Ναζί το 1933 στο Βερολίνο, κατηγορούμενη ως κέντρο κομμουνιστικού διανοουμενισμού[5]. Αυτή η ιστορική σχολή σήμερα κατηγορείται, εκτός κάθε ιστορικού πλαισίου αναφοράς[6], ως λίγο πολύ αντιδραστική. Από την άλλη και με δεδομένο το γεωπολιτικό και ιστορικό πλαίσιο σήμερα δεν μπορεί κανείς να μην παρατηρήσει την σχεδόν υπόγεια τάση της ευρωπαϊκής επιτροπής να ταυτίζει εαυτόν με τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης, χρηματοδοτώντας το νέο Bauhaus όπως είχε κάνει η δεύτερη με το αυθεντικό Bauhaus για κάποιον καιρό. Από εδώ και έπειτα, καθένας μπορεί να βγάλει τα συμπεράσματα του.

Το θέμα μας είναι ότι η ΕΕ ψάχνει και ορθώς μια κοινή πολιτιστική γλώσσα, μια κοινή ταυτότητα. Γιατί χωρίς κοινό πολιτισμό, δεν υπάρχει κοινή ταυτότητα. Και ο πολιτισμός εκφράζεται σε μεγάλο βαθμό από την κοινή γλώσσα. Κάπως έτσι στρεφόμαστε στη λογοτεχνία αι πιο συγκεκριμένα σε ένα κίνημα που στοχάστηκε επί αυτής ως διαμορφωτή πολιτισμού, στον πρώιμο γερμανικό ρομαντισμό.

Ο όρος «ρομαντισμός» είναι σίγουρα από τους πλέον κακοπαθημένους στην ιστορία. Παρέλκει να αναφερθώ στις συνηθισμένες συνδηλώσεις του όρου αυτού. Σύμφωνα με τη γνώμη των μελετητών κυρίως του ρεύματος του πρώτου γερμανικού ρομαντισμού, στο πλαίσιο του οποίου εμφανίστηκε ο όρος, αυτός αναφέρεται στις ρωμανικές εθνικές γλώσσες που επικράτησαν με την παύση της χρήσης της λατινικής ως κοινής γλώσσας[7]. Είναι επίσης γνωστό ότι ο Φρήντριχ Σλέγκελ, όπως και ο αδελφός του Άουγκουστ Βίλχελμ, ήταν κλασσικός φιλόλογος και ενδιαφερόταν ιδιαίτερα για τη σχέση ανάμεσα στην κλασσική λογοτεχνία και στη μετακλασσική, ή ρομαντική λογοτεχνία και εποχή, στην οποία και ο ίδιος ανήκε. Ο κύκλος των πρώτων Γερμανών ρομαντικών, που χρονικά συμπίπτει σε κάποια περίοδο με το γερμανικό ιδεαλισμό, ουσιαστικά είχε συγκεντρωθεί γύρω από την έκδοση του περιοδικού Athenaeum στην Ιένα για δύο χρόνια από το 1798 έως το 1800. Η σχέση ανάμεσα στην κλασσική και σύγχρονη λογοτεχνία ήταν μια συνεχής πνευματική αναζήτηση για τον Σλέγκελ μιας και ουσιαστικά κρινόταν από αυτήν η καθολικότητα του λόγου την εποχή του διαφωτισμού. Αν δηλαδή η σύγχρονη λογοτεχνία μπορούσε να αποκτήσει ένα δικό της πρόγραμμα αισθητικής, ώστε, βασιζόμενη και στην αρχαία γραμματεία, να αρθεί πάνω από το αισθητικό πρότυπο αυτής δείχνοντας ότι ο ορθός λόγος είναι καθολικός και κάθε πολιτισμός μπορεί να τον προσεγγίσει• ή αν ο ορθός λόγος δεν είναι καθολικός και αντίθετα είναι σχετικός ανάλογα με τον πολιτισμό ή την εποχή, οπότε η σύγχρονη λογοτεχνία θα έπρεπε να μην αντιγράφει καθόλου το κλασσικό πρότυπο, όπως υποστήριζαν αντιδραστικοί διανοούμενοι σαν τον Χέρντερ. Η θέση του Σλέγκελ, ο οποίος μεταξύ άλλων ήταν και επανεισηγητής στη φιλοσοφία μιας αυτόνομης έννοιας της σωκρατικής ειρωνείας, βρίσκεται κάπου ενδιάμεσα των δύο παραπάνω: πιστεύει σε μια κριτική προσέγγιση των κλασσικών κειμένων και μέσα από αυτή στην τελείωση του αισθητικού προτύπου τόσο της αρχαιότητας όσο και της εποχής του. Στην τελική πιστεύει σε μια ευρωπαϊκή και ενιαία πολιτισμική ταυτότητα που εκτείνεται από την Αθήνα ως το Βερολίνο.

Ο Σλέγκελ είναι αρχικά υποστηρικτής της ιδεαλιστικής φιλοσοφίας του Φίχτε, του μετακαντιανού διανοητή που εισήγαγε την αρχή του εγώ και του μη-εγώ και αυτή της αυτοσυνείδησης. Στην πορεία απομακρύνεται από αυτές τις επιρροές, επιλέγει να μην αναπτύξει δικό του φιλοσοφικό σύστημα, επιδίδεται στην έκδοση σπαραγμάτων στο λογοτεχνικό περιοδικό που εκδίδει με τον αδελφό του, το Athenaeum, και για όλα τα παραπάνω καταλήγει να θεωρείται χάρη στον Χέγκελ – που στη Φαινομενολογία του Πνεύματος μασκαρεύει τον ρομαντισμό ευδιάκριτα ως «Όμορφη Ψυχή»[8] και επιτίθεται στον Σλέγκελ στο έργο του για την αισθητική ως «μη- φιλόσοφο» και τον κοροϊδεύει ως «την θεϊκή ειρωνική ιδιοφυΐα»[9] – ως μη σημαντικός και ασταθής διανοητής. Στο τέλος καταλήγει στη Βιέννη, δίπλα στον αυστριακό καγκελάριο Μέττερνιχ, που είναι η επιτομή της αντίδρασης στη γαλλική επανάσταση και στον –πλέον- ναπολεόντειο χαρακτήρα της, ενώ προσηλυτίζεται και στον ρωμαιοκαθολικισμό. Ποιος άραγε να ήταν ο λόγος αυτής της μεταστροφής του Σλέγκελ; Μια ενδιαφέρουσα εκδοχή δίνεται στην κριτική εισαγωγή του έργου του για την ελληνική ποίηση: η διαίρεση των γερμανικών κρατιδίων από πολλούς Γερμανούς της εποχής θεωρούνταν ο βασικός παράγοντας της αποδυνάμωσης τους και της ευκαιρίας που δινόταν στον Ναπολέοντα να εισβάλει και να εξουσιάζει διάφορα από αυτά τα κρατίδια[10]. Απέναντι στον Ναπολέοντα δύο γερμανικές δυνάμεις μπορούσαν να αντιπαρατεθούν και να ενώσουν τα υπόλοιπα κρατίδια, η Αυστρία με τους Αψβούργους και η Πρωσία με την πεφωτισμένη και περισσότερο ανεκτική δεσποτεία της. Είναι γνωστό ότι τελικά η δεύτερη επιβλήθηκε στην πρώτη. Υπάρχει ωστόσο και μια ακόμα διαφορά ανάμεσα στις δύο γερμανικές δυνάμεις και είναι η θρησκεία: η Αυστρία είναι ρωμαιοκαθολική ενώ η Πρωσία διαμαρτυρόμενη.

Μπορούμε να εικάσουμε ότι ο Σλέγκελ κατέφυγε στην Αυστρία και στον Ρωμαιοκαθολικισμό γιατί θεωρούσε ότι μέσα από αυτές τις επιλογές του θα μπορούσε να συμβάλει στη διαμόρφωση ενός ενιαίου και μοντέρνου (δηλαδή ρομαντικού αλλά με κριτική απορρόφηση του κλασσικού πολιτισμού) ευρωπαϊκού πολιτισμού; Δύο παράγοντες μπορούν να μας βοηθήσουν στο να δώσουμε θετική απάντηση σε αυτό. Πρώτον, η ανάγκη των πρώτων ρομαντικών να επανεφεύρουν έναν κοινό μύθο που δε θα ήταν απλώς χριστιανικός αλλά χαρακτηριστικά μοντέρνος. Σύμφωνα με τους Lacoue-Labarthe και Nancy στην κλασσική μελέτη τους (1978), όλη η δουλειά των αδελφών Σλέγκελ στο Athenaeum «αποσκοπεί στο κλασσικό, στις πιθανότητες και στη δυνατότητα του κλασσικού στην νεωτερικότητα» καθώς και ότι αποτελεί σημαντικό πρότυπο η Ρώμη[11] για αυτούς. Δεύτερον, η αντίστροφη πορεία του γνωστού τους και με κοινούς φίλους Χέγκελ που κατέληξε να διδάσκει φιλοσοφία στην πρωσική πρωτεύουσα, το Βερολίνο, και να συντηρεί μέχρι τέλους την πίστη του στην πρόοδο του Λόγου και του πνεύματος και στις πολιτικά προοδευτικές ιδέες του[12]. Είναι επίσης γνωστό ότι έτρεφε συμπάθεια στο πρόσωπο του Ναπολέοντα, στον οποίο αναφέρεται σε επιστολή του την περίοδο που συνέγραφε τη Φαινομενολογία του Πνεύματος κι ενώ αυτός ήταν έξω από τα τείχη της Ιένας[13].

Είναι ίσως ειρωνικό ότι ένας από τους σημαντικότερους μελετητές και ερμηνευτές του Χέγκελ στον 20ο αιώνα, ο Αλεξάντρ Κοζέβ, μετά το τέλος του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου – πολέμου που υπήρξε το απόγειο του εθνικισμού που βασίστηκε και βασίζεται εν πολλοίς στις εθνικές (ρωμανικές και όχι μόνο) γλώσσες – υπήρξε ένας από τους βασικότερους εισηγητές μιας ενιαίας προσέγγισης για την Ευρώπη και μάλιστα σε μια βάση που είναι κοντύτερα στον Σλέγκελ παρά στον Χέγκελ. Σε σημείωμα το προς τον στρατηγό Ντε Γκωλ το 1945 γράφει «Η εποχή που όλη η ανθρωπότητα θα είναι πολιτικά ενωμένη είναι ακόμα μακρινή. Η εποχή των εθνικών πολιτικών πραγματικοτήτων έχει τελειώσει. Αυτή είναι η εποχή των Αυτοκρατοριών, που σημαίνει των υπερεθνικών πολιτικών ενοτήτων, που όμως σχηματίζονται από συνδεδεμένα έθνη»[14]. Διαβάζουμε επίσης ότι ο Κοζέβ εννοεί μια λατινική αυτοκρατορία, βασισμένη στη ρωμαιοκαθολική πίστη και στις ρωμανικές γλώσσες, που με κέντρο τη Γαλλία θα έχει ως πυρήνα την Ιταλία, Αυστρία, Ισπανία, Πορτογαλία. Μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ο Κοζέβ πιστεύει ότι μόνο έτσι η Γαλλία και η Ευρώπη μπορεί να έχει θέση ως αυτόνομη οντότητα ανάμεσα στον αμερικανικό καπιταλισμό και στο σοβιετικό συγκεντρωτισμό. Η Λατινική αυτοκρατορία θα είναι επίσης πρότυπο μιας μεικτής οικονομίας που θα κατευθύνει τα υπερκέρδη του συστήματος στο κοινωνικό κράτος και στην καλύτερη ζωή των πολιτών. Η θέση της Γερμανίας σε αυτό το σύστημα για τον Κοζέβ ήταν κοντά στον αγγλοσαξωνικό κόσμο λόγω της ανασφάλειας της από τη Σοβιετική ένωση, αλλά αυτό δεν απέκλειε επί της αρχής τη συμμετοχή σε μια ευρωπαϊκή ένωση – αντίστοιχα και η θέση της Βρετανίας ήταν ιδιαίτερη, αλλά δυνατή εντός της ευρωπαϊκής ένωσης.

Κανείς μπορεί να βρει παραλληλισμούς ανάμεσα στη σκέψη που επικρατεί σήμερα στην ΕΕ, όπως εκφράζεται από την Μπρία, και στην σκέψη του Κοζέβ. Η κοινή ευρωπαϊκή ταυτότητα είναι κατ’ αρχήν στο ενδιάμεσο από μια Αμερική του «άναρχου» καπιταλισμού και της παγκοσμιοποίησης και μιας Κίνας, στις μέρες μας, του απόλυτου κρατικού ελέγχου ακόμα και στην ιδιωτική ζωή. Αλλά πέρα από τον προσδιορισμό μέσω άρνησης[15], χρειάζεται και ο θετικός προσδιορισμός. Σήμερα με την έξοδο της Αγγλίας από την ΕΕ και τη συντριβή στο ουκρανικό των όποιων ονείρων της Γερμανίας για ηγεμονία στην ΕΕ – ονείρων που εξυπηρετήθηκαν τόσο από την καλή οικονομική σχέση με τη Ρωσία όσο και με τις συνεχείς διευρύνσεις ανατολικά της ΕΕ που πάγωσαν τις διαδικασίες εμβάθυνσης αλλά και έδιναν χώρο στη γερμανική οικονομία – η κινούσα δύναμη πίσω από την ΕΕ μπορεί να είναι μόνο η Γαλλία και ο «λατινικός» χώρος. Οι ιδέες του Κοζέβ εμφανίζονται πιο ρεαλιστικές και αυτό είναι κάτι που πρέπει πλέον να το συνυπολογίζουμε.

Και η θέση της Ελλάδας; Εδώ τα πράγματα είναι πιο περίπλοκά, καθότι η Ελλάδα δεν ανήκει στον ρωμαιοκαθολικό κόσμο. Η Ελλάδα όμως ανήκει στον ορθόδοξο κόσμο του Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης, γεγονός που υποβιβάζεται συνήθως στη δημόσια σφαίρα για λόγους εκκλησιαστικής πολιτικής. Το Πατριαρχείο, ο μόνος εν ενεργεία βυζαντινός – δηλαδή ρωμαϊκός ανατολικός θεσμός – εν υπάρξει σήμερα, μπορεί να βρει σίγουρα περισσότερα κοινά σημεία με τον δυτικό ρωμαϊκό θεσμό, το Βατικανό, ειδικά κάτω από την πίεση μιας Ρωσίας που προσπαθεί και σε πολιτιστικό επίπεδο να καθιερώσει την πρωτοκαθεδρία της, προκειμένου και αυτή, αρχικά, να διατηρήσει την αυτονομία της απέναντι στο δίπολο Αμερικής-Κίνας. Η πραγματική σύμπλευση όμως, κατά τη γνώμη μου, είναι ο τρόπος με τον οποίο πρέπει να επαναπροσεγγίσουμε κριτικά αλλά και δημιουργικά τους κλασσικούς. Η Ελλάδα πρέπει να ξεπεράσει τον νεοκλασσικισμό[16] που ακόμα και σήμερα αρνείται να απελευθερώσει τη δημόσια εκπαίδευση πρωτίστως και το δημόσιο διάλογο δευτερευόντως. Ένας νέος Oυμανισμός, μια νέα προσέγγιση πρέπει να επικρατήσει και αυτή είναι που θα εγγυηθεί την νέα πολιτισμική ταυτότητα των Ευρωπαίων και ίσως και όλων των δυτικών εν τέλει. Αυτή η προσέγγιση έχει πολλά να διδαχθεί από τον γερμανικό ρομαντισμό και τις θέσεις του για τη λογοτεχνία. Η Ελλάδα ως ανεξάρτητο κράτος πέρασε μεν από την καθαρεύουσα (τον νεοκλασσικισμό στη γλώσσα) στη δική της «ρωμανική» γλώσσα, τη δημοτική, αλλά δεν έχει συνειδητοποιήσει ότι κάθε εποχή χρειάζεται μια δημιουργική προσέγγιση απέναντι στην κλασσική γραμματεία – είναι μια σχέση που δε σταματά, ούτε εξαντλείται σε μια εποχή και σε μία φόρμουλα μόνο. Από αυτή την πλευρά, φαίνεται ότι η συζήτηση στην Αμερική σχετικά με την κατάργηση της υποχρεωτικότητας γνώσης των κλασσικών γλωσσών για πρόσβαση στο τμήμα κλασσικών σπουδών του Πρίνστον[17], είναι τουλάχιστον μια ώθηση για να σκεφτούμε ως Δύση τη σχέση μας με τη λογοτεχνική μας παράδοση. Ομοίως και μια από τις τελευταίες αποφάσεις της προεδρίας Τραμπ που προέβλεπε το νεοκλασσικό στυλ για τα ομοσπονδιακά κτίρια[18].

Το Bauhaus και ο γερμανικός Rομαντισμός μοιάζουν και στο ότι αποτελούσαν εκ-παιδευτικά (Bildung) προγράμματα, ήταν σχολές, με την επίσημη έννοια η πρώτη και τελείως ανεπίσημα ο δεύτερος. Είναι ευκαιρία να ξαναδούμε αυτά τα πολιτισμικά, ευρωπαϊκά φαινόμενα προκειμένου να αντιληφθούμε και τη σημασία που έχει η τέχνη και ο πολιτισμός για την ταυτότητα μας, αλλά και για να πλοηγηθούμε στις νέες πλανητικές εξελίξεις με πνεύμα κριτικό, αυτόνομο αλλά και συνεργατικό, όπου χρειάζεται.

ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΚΑΛΦΟΠΟΥΛΟΣ

*

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] https://new-european-bauhaus.europa.eu/index_en . Το σχέδιο για το νέο Ευρωπαϊκό Bauhaus πρωτοπαρουσιάστηκε από την πρόεδρο της Ευρωπαϊκής επιτροπής στην ομιλία της για την κατάσταση της Ένωσης του 2020.
[2] Πολλά θα μπορούσα ειπωθούν για το πόσο ρεαλιστικές είναι αυτές οι φιλοδοξίες , ειδικά μετά την εμφάνιση της σκληρής –αντίθετης στη μαλακή– ισχύος με τη ρωσική εισβολή, ισχύος στην οποία τόσο η Ρωσία όσο και οι ΗΠΑ διαθέτουν καλύτερη εκπαίδευση από ΕΕ και Κίνα.
[3] https://ec.europa.eu/commission/presscorner/detail/el/SPEECH_20_1655
[4] https://www.janvaneyck.nl/news/call-for-action-objections-to-the-term-new-european-bauhaus
[5] https://en.wikipedia.org/wiki/Bauhaus
[6] Όπως αναφέρεται στο κατατοπιστικό άρθρο του Federico Duarte, https://shifter.pt/2022/08/uma-nova-bauhaus-e-possivel-sim-se-nos-quisermos/?doing_wp_cron=1660842082.1832180023193359375000
[7] Όπως αναφέρει ο Hans Eichner «Η πρώτη χρήση (του όρου ρομαντισμός) ήταν χρονολογική, ώστε να περιλαμβάνει όλη την ποίηση που είχε γραφτεί στην καθομιλουμένη ( σε αντίθεση με την κλασσική λατινική) από την πρώτη περίοδο μέχρι και τον δέκατο έκτο αιώνα και μετά από αυτόν». Στο Stuart Barnett, Critical introduction to Friedrich Schlegel’s “On the Study of Greek poetry”, 2001,σελ.7, State University of New York Press.
[8] Ο Χέγκελ έχει στο μυαλό του περισσότερο τον Novalis, που ανήκει στον κύκλο των πρώτων ρομαντικών και είναι πολύ κοντά στον Schlegel. Δες Donald Phillip Verene, Hegel’s Recollection: a study of images in the Phenomenology of Spirit, κεφ.9, SUNY PRESS 1985.
[9] Στο Karolin Mirzahkan, An Ironic Approach to the Absolute: Schlegel’s Poetic Mysticism, κεφ. 2, Lanham, Lexington Books, 2020.
[10] Stuart Barnett, Critical introduction to Friedrich Schlegel’s “On the Study of Greek poetry”, 2001,σελ.104, State University of New York Press.
[11] Philippe Lacoue-Labarthe and Jean-Luc Nancy, The literary Absolute: The Theory of Literature in in German Romanticism, σελ. 10, SUNY PRESS, 1988.
[12] «Hegel himself had been a supporter of progressive but non-revolutionary politics», στο https://plato.stanford.edu/entries/hegel/#LifWorInf
[13] https://www.napoleon.org/en/history-of-the-two-empires/articles/napoleon-hegelian-hero/
[14] Στο https://www.hoover.org/research/kojeves-latin-empire#ref2
[15] Ποιος μπορεί να ξεχάσει την άρνηση Γαλλίας και Γερμανίας να ακολουθήσουν τις ΗΠΑ το 2003, τότε μόνη υπερδύναμη; Μια κίνηση αυτονομίας που δείχνει την αυτοπεποίθηση των δύο τότε.
[16] Εδώ νοείται ως μια στείρα αντιγραφή του κλασσικού
[17] https://www.kathimerini.gr/society/561387901/o-exostrakismos-ton-klasikon-spoydon-koryfaioi-kathigites-apantoyn-sto-prinston/
https://www.kathimerini.gr/opinion/561386986/giati-echthreyontai-ta-archaia-ellinika/
https://www.kathimerini.gr/opinion/interviews/561428968/o-polemios-ton-klasikon-spoydon-stin-k/
[18] https://www.npr.org/2020/12/21/948926995/keep-it-classical-says-trump-order-on-federal-architecture

*