Γιώργος Σαραντάρης: Η ποίηση ως πνευματική στάση

*

του ΣΩΤΗΡΗ ΓΟΥΝΕΛΑ

Γιῶργος Σαραντάρης, Εἰσαγωγή-Ἀνθολόγηση Ἄγγελος Καλογερόπουλος,
Δύο αἰῶνες ἑλληνικῆς ποίησης, τόμος 21ος, Ἵδρυμα Τάκης Σινόπουλος, Ἀθήνα 2022, σσ. 140.

Νά λοιπόν άλλο ένα βιβλίο για τον Γιώργο Σαραντάρη. Όσο περνάει ο καιρός, όλο και κάποιος καταπιάνεται με τον άνθρωπο και το έργο του. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν ισχύει η ρήση της εισαγωγής ότι «στη σύντομη ζωή του ανέλαβε την αποστολή να κηρύξει μια πνευματική επανάσταση που ουδέποτε εξερράγη και στη συνέχεια το έργο του καλύφθηκε κάτω από τους ανώδυνους χαρακτηρισμούς της λεπτότητος, της ευαισθησίας ή της καλλιέργειας μιας εύθραυστης ποιητικής φιγούρας» (σ. 13).

Ο Άγγελος Καλογερόπουλος συγγραφέας του εν λόγω πονήματος και ανθολόγος είναι από τους καλύτερους γνώστες του Γ.Σ., όπως έχει δείξει στο παρελθόν με κείμενα και ομιλίες του και όπως προπαντός αναδείχνεται τώρα με το βιβλίο αυτό. Και θέλω να τονίσω από τις πρώτες κιόλας γραμμές ότι στην εκτενή εισαγωγή του αναφέρονται όλα τα κύρια γνωρίσματα του έργου του Σαραντάρη. Ο Καλογερόπουλος μιλάει για τις επιδράσεις του, τις αφετηρίες του, το χριστιανισμό του, την ποιητική του, τον φιλοσοφικό λόγο του, αλλά το σημαντικότερο είναι ότι επισημαίνει και υπογραμμίζει εκείνα τα σημεία και εκείνες τις θέσεις που όχι μονάχα κάνουν τον Σαραντάρη να ξεχωρίζει αλλά τον διαφοροποιούν ολοσχερώς από τους άλλους ποιητές, Έλληνες και ξένους.

Αφού διευκρινίσει ότι υπάρχει σαφής διάκριση ανάμεσα στην ποίησή του και τα φιλοσοφικά του δοκίμια ως προς το θέμα χριστιανισμός, υποστηρίζει και πολύ σωστά ότι «η ποίηση του Σαραντάρη είναι απολύτως συνυφασμένη με τη φιλοσοφική του θέαση» (σ. 14). Εξίσου σημαντικό είναι αυτό που λέει ότι από τον Σαραντάρη «απουσιάζουν οι αναφορές σ’ αυτό που θα ονομάζαμε εκκλησιαστική ή πατερική παράδοση» (σ. 14). Αλλιώς αυτό μπορεί να ειπωθεί ως ότι ο Σαραντάρης θεολογεί χωρίς θεολογική γλώσσα. Παραμένοντας σε αυτό το ζήτημα ο ανθολόγος προσθέτει ότι η ποίησή του συνυφαίνεται με την πίστη του στον Χριστό, αποσαφηνίζοντας ότι η κριτική σε μεγάλο βαθμό «αρνείται να τον αντιμετωπίσει ως εκφραστή μιας ενιαίας πνευματικής στάσης», όπου ο ποιητικός του λόγος («άλλος φυσικά από αυτόν της φιλοσοφίας, αλλά κι αυτός στην υπηρεσία της αλήθειας του ανθρώπου», όπως γράφει και ο ίδιος) φωτίζεται από το συνολικό του έργο (σ. 15).

Προχωρώντας ο συγγραφέας ανοίγεται σε πλήθος θεμάτων που φέρνει στο προσκήνιο η ενασχόληση με ένα πρόσωπο σαν αυτό του Σαραντάρη. Με αποφασιστικό τρόπο υποστηρίζει ότι ο Σαραντάρης δεν είναι απλώς ένας λυρικός ποιητής χαμένος στις ευαισθησίες του, αλλά ένας βαθιά πνευματικός άνθρωπος, όπως δεν ξέρουν οι σημερινοί να τον δεχτούν και να τον καταλάβουν, ένας άνθρωπος που μεταξύ άλλων θεωρεί ως θεμελιώδη αναφορά την πίστη στον «μόνο θεάνθρωπο, στον Χριστό». Ο Σαραντάρης παραμένοντας μοντέρνος ποιητής ενσωματώνει μέσα στον μοντερνισμό του τις αλήθειες μιας δισχιλιόχρονης πνευματικής παράδοσης, όχι θεωρητικοποιώντας την ή αναλύοντάς την, αλλά ζώντας την και υπογραμμίζοντας την σημασία της με τρόπο που στα χρόνια του κυρίως δεν έκανε σχεδόν κανένας άλλος.

Εδώ θα πρέπει να αναφερθούμε σ’ αυτό που ο συγγραφέας ονομάζει «πρώτη επαναστατική ανατροπή». Ποια είναι αυτή; «Είναι ότι αντιμετωπίζει την τέχνη ως μέσο, ως μέσο και ως οδό για την κατάκτηση μιας όντως πνευματικότητας που θα οδηγήσει το άτομο να υπερβεί το κράτος του θανάτου» (σ. 18). Ο Σαραντάρης θεωρεί ότι ο ατομοκεντρικός άνθρωπος της εποχής μας είναι δεμένος με τον θάνατο και επομένως ότι από τα κύρια ζητήματα στη δική του πορεία είναι να προωθήσει ποίηση και φιλοσοφία ως οδούς που φέρνουν την υπέρβαση του θανάτου μέσα από ένα είδος αναγεννητικής πραγματικότητας. Ο Σαραντάρης έχει από εκείνα τα χρόνια κατανοήσει βαθιά ότι ο άνθρωπος του 20ού αιώνα είναι εγκλωβισμένος στον ατομικισμό του, στην αυτάρκειά του και στον ηδονισμό του, άρα σφιχταγκαλιασμένος με τον θάνατο: είναι σχεδόν καταπληκτικό ότι ο Σαραντάρης είναι ο μοναδικός ποιητής-φιλόσοφος που κρίνει Έλληνες και ξένους ποιητές (Καβάφη, Σεφέρη, Ελύτη, Μπωντλαίρ, Κητς, κ.ά. ) μέσα από το φως και το γεγονός της Ανάστασης. Και αυτό ως υπαρξιακή πραγματικότητα την οποία βιώνει και μέσω της οποίας ορά τον άνθρωπο και τον κόσμο. Όλα αυτά τα αναπτύσσει ο ανθολόγος σε επόμενες σελίδες αναφέροντας και τον ρητό αντιδυτικισμό του ποιητή που κι αυτός συνδέεται άμεσα με την ανάγκη επαναφοράς της Ευρώπης και της Δύσης στο βίωμα της χριστιανικής πραγματικότητας.

Υπάρχει ένα σημείο στον Σαραντάρη που αποκτά ξεχωριστή σημασία: είναι το ζήτημα της ομιλίας. Ο Σαραντάρης δίνει σχεδόν απόλυτη διάσταση στη σημασία της, την αντικρίζει ως κάτι άλλο, ως κάτι που «δεν έχει τίποτα κοινό με την ύλη, με τη φύση∙ η ομιλία δεν είναι κατά κανένα τρόπο φύση». Η θέση του αυτή, όπως ο ίδιος έχει τονίσει παραπέμπει στη σημασία που έχει ο λόγος στον Ιωάννη τον ευαγγελιστή, με τη διευκρίνιση του Σαραντάρη ότι αυτός γράφει «ομιλία» επειδή συνδέει τον ατομικισμό του ανθρώπου όπως εξελίχτηκε στα νεότερα χρόνια με εκείνο τον «Λόγο».

Έτσι σιγά σιγά μπορούμε να καταλάβουμε καλύτερα τη σύνδεση ποίησης και ομιλίας στον Σαραντάρη σύμφωνα και με τα γραφόμενα του Καλογερόπουλου αλλά και την ευρύτερη σημασία τους, καθώς η ομιλία μας βγάζει από τη φύση –που δεν έχει ομιλία– στο ξέφωτο του πνεύματος και στην υπέρβαση της φύσης. Εδώ ομιλία και ποίηση υπηρετούν την προφητική-υπερβατική διάσταση της ζωής, μα και μας ανοίγουν σε ένα μέλλον υπέρβασης της κοσμικότητας. Όπου φύση εκεί και θάνατος. Όμως αυτόν τον ενδιαφέρει η ζωή και η ζωή που ζητάει ο Σαραντάρης έχει μέσα της ουρανό και φως.

Ο Σαραντάρης πιστεύει ότι ο άνθρωπος δεν μπορεί να μένει δέσμιος του χώρου και του χρόνου, δεν μπορεί να κλείνεται στις πέντε του αισθήσεις, ούτε να αγνοεί τι σημαίνει αιωνιότητα, τι σημαίνει φθαρτός εαυτός, τι σημαίνει αυθεντική ύπαρξη, τι σημαίνει πίστη, τι σημαίνει «η άλλη» πραγματικότητα. Ο Καλογερόπουλος μιλάει για όλα αυτά με συγκεκριμένες αναφορές σε ποιήματα του Γ.Σ. και μικρά αποσπάσματα από τα δοκίμιά του. Και έχει πολύ δίκιο όταν διατυπώνει τη φράση: «ενταγμένος μέσα στο φυσικό κύκλο, ο έρωτας αντιμετωπίζεται στον Σαραντάρη με τρόπο πρωτοφανή για τον ποιητικό λόγο, όχι μόνο τον ελληνικό» (σ. 34). Όντως, σπάνια άνθρωπος που έχει κινηθεί στην περιοχή της ποίησης και της κριτικής έχει πει ρητά ότι «ο έρωτας είναι η ύψιστη αυταπάτη». Φανταστείτε πώς ηχεί μια τέτοια φράση σήμερα (ψευδώς ερωτικά). Αλλά τον Σαραντάρη δεν τον ενδιαφέρουν οι εντυπώσεις ούτε η περιρρέουσα πλανημένη ζωή. Θεωρούσε αποστολή του να αφυπνίσει τον «πλησίον» (λέξη που έχει χαθεί από το λεξιλόγιο των ανθρώπων), όπως έγραφε κάποτε στον φίλο του Ν. Γ. Πεντζίκη. Προχωρούσε πέρα από τα όρια του δεδομένου κόσμου, έχοντας αγγιχτεί από το «πνεύμα» που όπου θέλει πνει. Τι θα καταλάβαινε επομένως η κριτική και η διανόηση στην Ελλάδα από τον άνθρωπο που τόλμησε να πει ότι «η Δύση κ.λπ.»

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι τη γραμμή αυτή την παίρνει από τον Ντοστογιέφσκι. Υπάρχει στο πόνημα του Καλογερόπουλου ένα κεφάλαιο που λέγεται «Πολιτική θέαση στον Γιώργο Σαραντάρη». Του δίνεται έτσι η ευκαιρία να μιλήσει για ζητήματα που συνδέουν τον ελληνισμό με τον χριστιανισμό, τη σημασία του ελληνικού πολιτισμού σε σχέση με την αρχαία Ελλάδα αλλά και τον θεάνθρωπο Χριστό και βέβαια την νεότερη Ελλάδα στην ανάγκη που βλέπει να πορευτεί από εδώ και πέρα με αφετηρία τις ορθόδοξες χριστιανικές καταβολές της. Γίνονται αναφορές στα ποιήματα «Αηδονολαλιά» και «εμείς οι Έλληνες», όπου ο Γ.Σ. ζητάει ρητά την απελευθέρωση των Ελλήνων από παρακμιακές δυτικοευρωπαϊκές καταστάσεις. Τα ποιήματά του αυτά έχουν ένα σπουδαίο ηρωικό στοιχείο, το οποίο η κριτική το πέταξε κι αυτό στα σκουπίδια μαζί με όλες τις φωτεινές θέσεις του Γ.Σ., και δικαίως ο ανθολόγος παραθέτει τους στίχους που απευθύνει (ως Ελλάδα) στην Ευρώπη:

Δεν είμαι εσού
Είμαι τ’ ουρανού
Έλεγε το πουλί στον ξένο,
Πετάω κι όταν κάθομαι
Πέταξα πάνω σε άλογο
Που δε σταματά

(«Η Ελλάδα στην Ευρώπη», τ. Β, σ. 264)

Κάπως έτσι ορίζεται ο οραματισμός του για μια Ελλάδα ανεξάρτητη που τραβά το δικό της δρόμο, στηριγμένη στις παραδόσεις της και στοχεύοντας σε μια καθαρότητα ψυχής και ζωής. Και σωστά ο Καλογερόπουλος γράφει: «η πολιτική θέαση στον Σαραντάρη είναι μέρος ενός πνευματικού οράματος∙ άρα ξεκινάει από τον αντίποδα όλων των πολιτικών ουτοπιών» (σελ. 43). Εάν δεν αλλάξει ο ατομάνθρωπος, υποστηρίζει ο Σαραντάρης, εάν δεν υπάρξει μια εσωτερική επανάσταση που να εξανθρωπίσει εκ νέου τους ανθρώπους και να τους τρέψει στο Φως καμιά ουσιαστική αλλαγή και στα πολιτικά πράγματα δεν είναι εφικτή, αλλά θα γέρνουμε από ουτοπία σε ουτοπία – κόσμους των ιδεών και θα δουλεύουμε επί της επιφανείας χωρίς ούτε βάθος ούτε ύψος. Μια άλλη λεπτομέρεια αφορά τη σχέση έθνους και φυλής όπου ο Καλογερόπουλος διευκρινίζει ότι στην περίπτωση του Σαραντάρη «το έθνος προκύπτει όχι προτάσσοντας φυλετικά χαρακτηριστικά, αλλά ως βίωση κοινού πολιτισμού και κοινής αποστολής σε αντίθεση με τη φυλή που υπερηφανεύεται για μια φυσικά προκαθορισμένη ανωτερότητα» (σελ. 44). Μέσα εδώ αποκτά ιδιαίτερη αξία η θυσιαστικότητα που επέδειξε ο Καποδίστριας. Ωστόσο δεν πρέπει να νομιστεί ότι ο Σαραντάρης είναι ελληνοκεντρικός. Το ότι η θέση του είναι αντιδυτική απορρέει από την ορθοδοξία και τις προϋποθέσεις της που την βλέπει σαν «συνεκτικό κρίκο των βαλκανικών λαών». Σε οτιδήποτε αφορά πολιτικά ή κοινωνικά ζητήματα ο Σαραντάρης προτάσσει την μεταμόρφωση του ανθρώπου, την προσωπική και υπαρξιακή στάση του απέναντι στον εαυτό του στον κόσμο και τον θεό του Ευαγγελίου. Χωρίς να το δηλώνει ρητά, ο Σαραντάρης θέτει ζήτημα «θεανθρωπίας» από τη στιγμή που έχουμε στην ιστορία σάρκωση του λόγου. Κατ’ αυτόν από εδώ αρχίζει η αληθινή ιστορία του ανθρώπου, και αυτό που λέει είναι πατερική θεολογική θέση.

Το τελευταίο κεφάλαιο της εισαγωγής τιτλοφορείται «Η “αναπειρία” του Γιώργου Σαραντάρη». Την ανορθόγραφη λέξη δανείζεται από τον Πεντζίκη που έβλεπε στον Σαραντάρη μια άσαρκη πνευματικότητα, «μια απουσία πείρας» που δημιουργεί μια αίσθηση μετεώρισης και δυσκολία ερμηνείας. Προσωπικά δεν νομίζω ότι είναι έτσι, μάλλον ο Πεντζίκης διάβασε με τον δικό του τρόπο τον ποιητή. Θα έλεγα μάλιστα πως ανάλογη μετεώριση υπάρχει και στον Πεντζίκη και συχνά πολύ μεγαλύτερη αφαίρεση. Γιατί πριν και πάνω απ’ όλα θα πρέπει να λάβουμε σοβαρά υπ’ όψιν μας ότι ο Γ.Σ. έζησε μονάχα 33 χρόνια και μέσα σ’ αυτό το μικρό διάστημα ισχύει αυτό που γράφει ο Καλογερόπουλος:

«η ποίηση του Σαραντάρη έρχεται με χαρακτήρα προφητικό και με τρόπο καινοφανή να σαλπίσει αυτή την αλήθεια του ανθρώπου : αν δεν μπορέσουμε να δώσουμε νέα ζωή στην αρχαία μας πίστη, είμαστε καταδικασμένοι στον θάνατο […] Σημασία έχει ότι έδωσε στην ποίηση έναν πρωτόγνωρο προσανατολισμό, έστρεψε την ποιητική του ματιά στον ουρανό, μίλησε για τον θάνατο αγνοώντας τον Άδη» (σελ. 50-51).

Δυο λόγια τώρα για τη «Μερική και μεροληπτική ανθολόγηση», όπως την επιγράφει ο συγγραφέας που στο μικρό προλογικό του σημείωμα διευκρινίζει ότι η ανθολόγησή του «επιδιώκει να φωτίσει την ενότητά του έργου του και να ανασύρει στην επιφάνεια τον ποιητικό του οραματισμό και τον πνευματικό του προσανατολισμό» (σ. 55). Οι επιλογές του αντλούνται από τις δημοσιευμένες ποιητικές συλλογές του Σαραντάρη αλλά και από αρκετά αδημοσίευτα ποιήματά του. Ακόμη από το μακρύ ποίημα «Θαλασσινός βίος» και αποσπάσματα από την ενότητα «Παρενθέσεις». Η μόνη παρατήρηση που θα έκανα είναι μήπως θα έπρεπε να περιληφθούν και αποσπάσματα από τα φιλοσοφικά του δοκίμια.

ΣΩΤΗΡΗΣ ΓΟΥΝΕΛΑΣ

*