Από τον Όλυμπο στην Ιπποκράτους: δύο μνήμες

~.~

Ο ΝΙΚΟΣ ΞΥΔΑΚΗΣ γράφει για τον ΜΙΚΗ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗ

Μεσούσης, που λένε, της δικτατορίας, πρέπει να ήταν 1970 με 1971, βρέθηκα ένα χρονικό διάστημα σ’ ένα από τα πιο απομακρυσμένα χωριά του Ολύμπου. Εκεί στις εξορμήσεις μου στις έρημες πλαγιές του βουνού ανάμεσα σε θεόρατα έλατα μέσα στη σιωπή μ’ ένα μικρό ταλαιπωρημένο κασετόφωνο στη διαπασών, μακριά απ’ το «εχθρικό αυτί», χωρίς φόβο και σαν να βρισκόμουν στην άκρη του κόσμου άκουγα και τραγουδούσα τα πιο αγαπημένα μου τραγούδια εκείνο τον καιρό. Τραγούδια με τις πιο πλατιές, σχεδόν νωχελικές μελωδίες.

Όμορφη πόλη
φωνές μουσικές
απέραντοι δρόμοι
κλεμμένες ματιές…
ο ήλιος χρυσίζει
κεριά σπαρμένα…

Απ’ τις καμινάδες ξέφυγε η καπνιά…
σκέπασε ατμός ατμός τον έρωτα μας…

Τώρα που θα φύγεις πάρε μαζί σου και το παιδί…

Ο ύπνος σε τύλιξε…

Αμαρτία μου να ’χω κι εγώ μιαν αγάπη…

Της Δικαιοσύνης ήλιε…

Μαζί με άλλα πιο μαχητικά. Στις κορυφές του Ολύμπου, εκεί απέναντι σ’ ένα πλάτωμα σαν αντίγραφο μιας πόλης ουράνιας, σαν μια πλατεία που δεν γινόντουσαν πια συλλαλητήρια, η μουσική και τα τραγούδια του Μίκη αντηχούσαν σχεδόν ιδανικά και για πάντα. Κι εγώ λες κι ανακάλυπτα το κρυφό πρόσωπο της μουσικής. Ένοιωθα πως η συλλογική ψυχή δεν ήταν άδεια και κενή, σε μια χρονική στιγμή που είχες την αίσθηση πως ζεις σε μια γέρικη χώρα. Αυτό έκανε τα τραγούδια του ν’ ακούγονται λίγο σαν μια πράξη αντιποίνων και δικαιοσύνης. Που δεν ξέρω αν έρχεται ποτέ. Όμως μαζί με την αξία τους τη μουσική, της τέχνης του τα μυστήρια, γεννούσανε μια ηθική συγκίνηση. Οι νότες της μουσικής του ακουγόντουσαν πιο τραγικές από ένα συνηθισμένο τραγούδι. Και σαν τον μουσκεμένο στο νερό, δεσμευόμουν όλο και περισσότερο από την μουσική του.

Πολύ αργότερα μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα, μέσα στην ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα της εποχής και την πτώση της δικτατορίας θα τον δω πρώτη φορά από κοντά. Νύχτωνε στην οδό Ιπποκράτους, στο κατηφόρισμα προς την Πανεπιστημίου. Στο βάθος του δρόμου φαινόταν μια ψιλόλιγνη φιγούρα που γρήγορα την αντιλήφθηκαν, και την αναγνώρισαν κι άλλοι περαστικοί. Τον κύκλωσαν, άρχισαν να του μιλάνε σαν να τον περίμεναν από χρόνια. Του ζητούσαν μια πορεία ειρήνης. Έλεγε πως δεν είναι η στιγμή. Στο τέλος τον πίεζαν να τραγουδήσει κάτι. Αρνιόταν ευγενικά. Είχαν μαζευτεί ήδη καμιά σαρανταριά άτομα. Υπέκυψε. Ανέβηκε στο σκαλοπάτι μιας εισόδου πολυκατοικίας. Άρχισε να τραγουδάει με τον γνωστό παθιασμένο του τρόπο «Είμαστε δυο, είμαστε τρείς… είμαστε χίλιοι δεκατρείς». Με νικηφόρα πεποίθηση. Λες και ήθελε να ταρακουνήσει όλη τη χώρα. Και ας ήταν μόνο σαράντα μπροστά του. Σε λίγο τον συνόδευαν όλοι εν χορώ σε μια έκρηξη αγάπης. Η φωνή του ήταν σαν να ’βγαινε όχι από το στόμα, αλλά από τους πόρους του σώματος και της Μνήμης. Κάτι σαν κάλεσμα σε δράση, μια ώθηση, με μεγάλες χειρονομίες μαέστρου, που δεν καθοδηγούσε κάποια ορχήστρα αλλά έδινε κουράγιο.

Καθώς άρχισε σε λίγο να καταλαγιάζει αυτό το κάπως επικό περιστατικό και το μικρό εκείνο πλήθος να διαλύεται, ανάμεσά τους ξεκίνησε μια ισχνή φωνή να τραγουδάει το τραγούδι του Μίκη και του Μανόλη Αναγνωστάκη «…και προχωρούσα μέσα στη νύχτα χωρίς να γνωρίζω κανένα κι ούτε κανένας με γνώριζε». Κανείς όμως δεν φάνηκε πια να το ακολουθεί και σιγά σιγά έσβησε μισοτελειωμένο…

Από εκείνο το σούρουπο, από εκείνη τη διαδρομή, από τον Όλυμπο ώς την Ιπποκράτους και μέχρι σήμερα, ακόμα με συνοδεύει ο απόηχος αυτού του τραγουδιού…

ΝΙΚΟΣ ΞΥΔΑΚΗΣ