Δημήτρης Αρμάος, Μικρή εισαγωγή στην ποιητική του (2/5)

 

Τὴ χρονιὰ ποὺ φεύγει συμπληρώθηκαν πέντε ἔτη ὰπὸ τὸν πρόωρο θάνατο τοῦ ποιητῆ, μελετητῆ καὶ πολύπλευρου homme de lettres Δημήτρη Ἀρμάου (1959-2015). Tὸ Νέο Πλανόδιον ἀφιερώνει αὐτὲς τὶς τελευταῖες ἀναρτήσεις τοῦ 2020 στὴ μνήμη του, πρόγευση μικρὴ ἀπὸ τὸ πολυσέλιδο ἔντυπο τεύχος ποὺ προγραμματίζεται γιὰ τὸ ἐρχόμενο ἔτος. Τὴ γενικὴ ἐπιμέλεια τοῦ ἀφιερώματος ἔχει ἡ Ζωὴ Μπέλλα-Ἀρμάου. 

 

 

 

του ΔΗΜΗΤΡΗ ΜΑΥΡΟΥ

Μικρή εισαγωγή στην ποιητική του Δημήτρη Αρμάου

Ὅλο καὶ κάτι σπάει . . . κάποιοι τὸ σπᾶνε . . . δὲ θ’ ἀξίζει
(Βίαιες εντυπώσεις, σ. 334)

Ο ευσύνοπτος τόμος με τα 220 ποιήματα και τον τίτλο Βίαιες Εντυπώσεις των ετών 1975-2007 —ευσύνοπτος αν σκεφτεί κανείς πόσα ποιήματα έχουμε της Ντίκινσον και του Κάμμινγκς, του Παλαμά και του Ρίτσου· αρκετός αν αναλογιστεί τα 154 σονέτα του Σαίξπηρ, τα 154 ποιήματα του Καβάφη, τα πολύ λιγότερα όσων χάθηκαν πολύ νωρίς· εντούτοις, υπεραρκετός στεκούμενος ως αυτοδύναμη οντότητα— δεν είναι συγκεντρωτικός μα καταστατικός ενός ορίζοντα προβληματισμών που έκλεισε. Και από τον τίτλο άλλωστε λείπει το οριστικό άρθρο· πρόκειται για μιαν επιλογή βίαιων εντυπώσεων, για τα highlights ενός βίαιου βίου. Παραλείπει δημοσιευμένα ποιήματα, ξαναγράφει όσα εν τέλει αφήνει —συχνότατα με ριζικές αλλαγές—, προσθέτει αδημοσίευτα, αναδιαρθρώνει τη σειρά όχι με χρονολογικό κριτήριο, αλλά μὲ τὴν πρόθεση ν’ ἀκολουθήσουν τὸν εἱρμὸ μιᾶς συναισθηματικῆς καὶ πνευματικῆς ἐξέλιξης.[1]

Ο Αρμάος επέλεξε να κάνει ελάχιστες ποιητικές δημοσιεύσεις, οι οποίες αρκετές φορές προέκυψαν χάρη στην επιμονή των προσφιλών προσώπων, και το corpus που μας κληροδότησε είναι ένα χρονικό αναθεωρήσεων — και παράλληλα, όπως διαβάζουμε στην προλογική Σύνοψη, ένα χρονικὸ τῆς ἀγωνίας[2] (που, βέβαια, προϋποθέτει ακόμα κι ετυμολογικά έναν αγώνα). Από τα 219 —220 αν μετρήσουμε τη Σύνοψη, και θα ’πρεπε να τη μετρήσουμε— ποιήματα των Βίαιων Εντυπώσεων μονάχα τα 57 δημοσιεύονται εκεί για πρώτη φορά. Τα υπόλοιπα 163 αποτελούν τελικές (;) μορφές ποιημάτων και θεμάτων που τον απασχόλησαν επί τρεις δεκαετίες και που ως επί το πλείστον μπορούν να βρεθούν στην αρχική τους μορφή στις δύο παλιές του συλλογές (Ποιήματα Ι, 1979· Ποιήματα ΙΙ, 1985).

Η επιλογή του να μην ακολουθήσει την σίγουρα συνηθέστερη ποιητική οδό, την εγκατάλειψη, δηλαδή, ή και αποκήρυξη των προηγούμενων έργων και την αφοσίωση στη δημιουργία νέου υλικού, δεν υπήρξε συνέπεια ενός παραλυτικού δισταγμού προς το καινούργιο ή το «ξεφόρτωμα» του παλαιού, αλλά το δώρο ενός ανελέητα εμμονικού κουράγιου, μιας συνείδησης που καθὼς ὁ κάθε ἀνυποψίαστος ἔμαθε τὸν δικό της θάνατο κατάσαρκα, που θεώρησε ότι ο πυρήνας της δημιουργίας και της αποδημιουργίας (ο Θάνατος), που είναι —εμφανώς ή μη— παρών σε κάθε ποίημα, παραμένει αναλλοίωτος και ότι στο έργο ζωής μας αθροίζονται τρόποι που τον κοιτάξαμε κατάματα (1), που χαμηλώσαμε το βλέμμα (2), που προσποιηθήκαμε πως δεν μας την είχε στημένη στη γωνία (3) ή που φευγαλέα βγήκαμε από τη σκιά του με τον Έρωτα (4):

 

(1) Καὶ μέσα στὴ θεότρελη ἐρημιὰ
Ἀπὸ τὶς δυὸ πληγὲς στὸ στέρνο μου
Καθὼς ὁ κάθε ἀνυποψίαστος
Μαθαίνω τὸ δικό μου θάνατο κατάσαρκα
[σ. 364]

(2) Κι ὑψώθηκε ἡ αὐλαία τῶν καιρῶν νὰ παίξει
Θανατικὸ βιολὶ
Στὸ συντριμμένο στῆθος μου ἀπάνω γερασμένος
Ὁ ἴδιος μου ἑαυτός
[σ. 58]

(3) Ἂς ὁπλιστοῦν τὰ χείλη μου μὲ ὅ,τι ἁρμόζει
Σὲ προσδοκίες καὶ βλέψεις ἀπ᾿ τὸ τέρμα ὅπου ζυγώνω μὲ τὴν πλάτη
[σ. 268]

(4) Παραμυθία καμία ὡς πρὸς τὸν πυρήνα τῆς ψυχῆς
Ποὺ τόνε κατασβήνει μόνο ὁ ἔρωτας
Πῶς; ἐπιτρέποντάς σου ἕνα γεμάτο ἀντίο ἐφεστώτος καιροῦ
Δηλαδὴ  π ο λ ὺ  σ ύ ν τ ο μ α
Βρὲ τόσο δύσκολο εἶναι νὰ διαβάσεις πιὰ τὸ ἀνθρώπινο;
[σ. 145]

~ . ~

 

Η τελειομανία —φέροντας θετικό φορτίο στο πεδίο της κοινωνικής προσφοράς κι αρνητικό ή δυνητικά καταστροφικό σε εκείνο της ατομικότητας— ήταν παρούσα από πολύ νωρίς στο έργο του, δεν είχαν όμως ριζώσει ακόμη ο δισταγμός και η αναβλητικότητα. Από τα πρώτα εφηβικά του χρόνια μέχρι και το 1985 (επί μία δεκαετία) έγραφε μὲ μανία καὶ παραγωγικότητα ἀχαλιναγώγητη.[3] Βέβαια, η φούρια του να βγάλει μιαν ογκώδη συλλογή πρωτολείων προτού καν ενηλικιωθεί χαλιναγωγήθηκε ευτυχώς από τον Νίκο Μπαζιάνα, δάσκαλό του και ποιητή.[4] Και πάλι, τα Ποιήματα Ι κυκλοφόρησαν με το που πάτησε τα είκοσί του και αποτελούνταν από 56 ποιήματα γραμμένα στα χρόνια 1975-1978.

Έξι χρόνια αργότερα εξέδωσε τα Ποιήματα ΙΙ, στον Gutenberg αυτή τη φορά, παραγωγή κατάτι πιο περιορισμένη (44 ποιήματα), αν και αυτό δεν σημαίνει τίποτα από μόνο του. Ο ίδιος, όμως, σημειώνει ότι μετά την πρώτη δεκαετία ενασχόλησής του με το γράψιμο (τὸ ἀνώφελο ἐπιτήδευμα) οι ρυθμοί παραγωγής του έπεσαν κατακόρυφα. Εκεί πιστεύω ότι παρεισφρέει για πρώτη φορά καταλυτικά ο δισταγμός τον οποίο αποδίδω στις αλλεπάλληλες απογοητεύσεις που δοκίμασε. Οι υποχρεώσεις της ενήλικης ζωής, η βιοποριστική του μέριμνα, κατ’ εκείνον δεν συνέβαλαν καθοριστικά στην καταβολή των δυνάμεών του. Την εξασθένισή του τη χρεώνει στὴν ἀπουσία τῶν συνθηκῶν αὐτοβελτίωσης, τοῦ στρατηγικοῦ δεδομένου γιὰ πρόοδο κι εὐδοκίμηση,[5] στο ότι έλειπε ακόμη ἡ «πυρὴ ψυχή», ἢ ἡ καλὴ στιγμή.[6] Ωστόσο, είμαι της γνώμης ότι ήταν άλλο το σχεδόν αφόρητο, και το αναφέρει ο ίδιος σε διάφορα σημεία ανά τα χρόνια:

Ἕνας ἄνθρωπος ἀπὸ τάξη ταπεινή, ὅπως ὅσοι γνωρίζω νὰ δουλεύουν μ’ εὐσυνειδησία τούτη τὴν τέχνη, ποὺ θὰ βαλθεῖ νὰ προσθέσει κατιτὶ σὲ μιὰ τέτοια παρακαταθήκη, καὶ μὲ τὸ αἴσθημα ὅτι δὲν πρόκειται γιὰ προσθήκη, ἀφοῦ δὲν ὑπάρχει ἡ προαπαιτούμενη γι’ ἄθροισμα ὁμοιογένεια, ζεῖ μὲ δραματικὸ τρόπο τὴ συγκρότηση τῆς δημιουργικῆς του συνείδησης. Ἡ αὐτεπίγνωση σὲ ὅλα τὰ ἐπίπεδα δοκιμάζει τὶς ἀντοχές του. Ἡ συνάντηση μὲ τοὺς ἄλλους, ἔξω, τὸν ἀποδυναμώνει. Κοινωνικοὶ ὅροι τῆς δημιουργίας κι ἐκδοτικὲς πρακτικὲς καθιστοῦν ζοφερὴ τὴν πορεία του. Αὐτὰ τὰ γνωρίζουν, θαρρῶ, καλὰ ὅλοι οἱ ἐμπλεκόμενοι.

Γράψαμε, ὅλοι, σὲ μεγάλη μοναξιά. Καὶ ὅσοι δὲν εἶχαν αὐταπάτες πάρα πολὺ ἀπελπισμένα. Μπορούσαμε νὰ γράψουμε, καὶ μπορούσαμε νὰ γράψουμε καλὰ ἀκόμη. Ἀλλὰ χωρὶς σκοπό: χωρὶς παρόν (ποῦ εἶναι τὸ καίριο) καὶ χωρὶς ὁρατὸ μέλλον (ποὺ εἶναι μιὰ παρηγοριὰ γιὰ τοὺς ἀνόητους, δηλαδὴ γιὰ ὅλους μας σχεδόν).[7]

Το συγκεκριμένο το έχει εκφράσει και διαφορετικά — αν και το αίσθημα είναι παρόμοιο:

 

[ 155 ]
CLAUSULA [8]

Ἐγράψαμε ποιήματα πολλά
(Καὶ καλὰ λίαν μερικά θωμάζω)
— — — — — — — — — — —
Πατριῶτες
Καπνιστὲς καὶ μή
Τώρα εἶναι πιὰ καιρὸς καὶ ν᾿ ἀμυνθοῦμε!

Ἂς ξεκινήσουμε μ᾿ αὐτὸν
Τὸν φωτοσημαντήρα ποὺ μᾶς ἔδεσαν κραβάτα.

 

Και διαφορετικά:

Κι ὲγὼ διαθέτω αὐτὴ τὴν πανοραμικὴ εἰκόνα. Μπορῶ κιόλας νὰ παραθέσω τὰ βασικότερα σημεῖα της — ἢ μερικὰ ἀπ’ αὐτά: λ.χ. τὴν ὁλιγογραφία ὅπου θὰ μὲ συμπιέσουν οἱ ἀνάγκες, τὴν ἀργοπορημένη καὶ βεβιασμένη ἀναγνώριση (πιθανότατα μεταθανάτια), τὴν ταπεινὴ ζωὴ ποὺ θὰ ταπεινώσει —ὅσο προχωράει ἔτσι— καὶ τὴ θεματική μου, τὸν ἀφιλόξενο τρόπο τῶν συναδέλφων —στὸ μέλλον ἐριστικότερο— κ.ἄ. κ.ἄ. Ναί, βλέπω καθαρά, μὰ δὲ μοῦ εἶναι δυνατὸ νὰ συμμετέχω ψυχραιμότερα.[9]

~ . ~

 

Έχουν περάσει πεντέμισι χρόνια από τον θάνατο του Δημήτρη Αρμάου και με εξαίρεση δύο βιβλία, ένα του Γιάννη Πατίλη[10] και ένα του Α.Κ. Χριστοδούλου,[11] δεν έχει εκδοθεί κάτι άλλο για την ποίησή του παρά την αγάπη τόσων για πρόσωπο και έργο. Η απορία που κρύβεται σε αυτή τη φράση λύνεται εν μέρει άπαξ κι ανοίξει κανείς τις Βίαιες Εντυπώσεις και βρεθεί αντιμέτωπος με μια εν πολλοίς μοντερνιστική ποιητική που αντιστέκεται στην εύκολη ερμηνεία. Ωστόσο, αν καταφέρει ο αναγνώστης να βρει ερμηνευτικές εισόδους, θα εισπράξει ένα είδος συναισθήματος που συνταράζει με την τιμιότητά του (λέξη-κλειδί και για τον άνθρωπο και για το έργο του). Το εύκολο συναίσθημα είναι περιορισμένου βεληνεκούς και στο κάτω-κάτω της γραφής ποτέ δεν μας ανήκε. Το συναίσθημα που αναφύεται με τη γλυκιά προσπάθεια της ερωτικής πολιορκίας εντυπώνεται βιαίως στη συνείδησή μας. Ο Αρμάος δεν έχει αυταπάτες ως προς τις απαιτήσεις του έργου του. Στο πρώτο ποίημα του βιβλίου, τη Σύνοψη, γράφει αναφερόμενος στα ποιήματά του:

Ἂς περιδιαβαστοῦν ὡσὰν ἐκθέματα μουσείου ποὺ ἀποκαλύπτονται μονάχα σὲ μυημένους     ἂν πάντως κάποτε ἀναζητηθοῦν οἱ ἀφετηρίες τῶν ἀγγελικῶν διαδρομῶν (ὥς τὰ ἔγκατα) πονήματα καθὼς τὰ ἐνλόγω μᾶλλον δὲ θά ’ν’ τελείως ἀδιάφορα στὸν οἰστρηλατημένο ἀνθρωποδίφη.[12]

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΑΥΡΟΣ

Απόσπασμα ευρύτερης μελέτης για το έργο του Δ.Α. που στην πλήρη της μορφή θα δημοσιευθεί στο προσεχές έντυπο αφιέρωμα του ΝΠ στον ποιητή.

~.~

 

Σ Η Μ Ε Ι Ω Σ Ε Ι Σ
[1] Βιογραφία, σ. 3. Η Βιογραφία είναι ένα αδημοσίευτο κείμενο του Δημήτρη Αρμάου που περιέχει αφενός μία περίπου τρισέλιδη εισαγωγή με πολύτιμες πληροφορίες για το πώς έζησε κι έγραψε, αφετέρου δίνει κάποια βασικά, σπανίως διαφωτιστικά, στοιχεία σχετικά με διάφορα ποιήματα των Βίαιων Εντυπώσεων.
[2] Δημήτρης Αρμάος, Βίαιες Εντυπώσεις των ετών 1975-2007, Ύψιλον, 2009, σ. 10.
[3] Βιογραφία, σ. 1.
[4] Ὅ.π., σ. 10. Βλ. επίσης Θανάσης Τριαρίδης, Για το σχέδιο του Δημήτρη Αρμάου (Αθ.: περ. Ποιητικά, 2017). Ας σημειωθεί en passant ότι η μία από τις δύο επιγραφές του ποιήματος Σιωπή (σ. 134), το οποίο επεχείρησε να αναλύσει ο Χριστοδούλου στη μελέτη του για τον Αρμάο (βλ. σημείωση 12) θεωρώντας πλαστές τις δύο επιγραφές, βρίσκεται στο ποίημα Παραλλαγές της Οδύνης του Νίκου Μπαζιάνα. (Η δεύτερη επιγραφή είναι παρμένη από το ποίημα Σιωπή του Γιωργή Παυλόπουλου.)
[5] Ό.π., σ. 1.
[6] Ό.π., σ. 3.
[7] Ό.π., σ. 1.
[8] ΒΕ, σ. 261. Αξίζει να αναφερθεί ότι το ποίημα αυτό ανήκει στην ποιητική ενότητα Πόντιση Φωτοσημαντήρος, άλλη μια έκφανση του αμπόρετου τουτέστιν. Η λέξη πόντιση ενδιαφέρει γιατί είναι ενεργητική· δεν περιγράφεται δηλαδή απλώς ένας βυθιζόμενος φωτοσημαντήρας, αλλά ένας που βυθίζεται  α π ό  κ ά π ο ι ο ν.
[9] Το απόσπασμα αντλείται από ένα προσωπικό του σημείωμα περί το 1982-1983, δηλαδή γραμμένο στα 23-24 του χρόνια… Πρόκειται για μια τόσο ακριβή πρόβλεψη —με εξαίρεση τη θεματική ταπείνωση— που ίσως αναρωτηθεί κανείς κατά πόσο πρόκειται για αυτοεκπληρούμενη προφητεία.
[10] Γιάννης Πατίλης, Δημήτρης Αρμάος: Πρόσωπο και Έργο (Μεροληπτική Εξ Όνυχος Κατάθεση Σε Τριάντα Μία Στημένες Ερωταποκρίσεις, Gutenberg, 2016.
[11] Α.Κ. Χριστοδούλου, Αναγνωστικό των “Βίαιων Εντυπώσεων” του Ποιητή Δημήτρη Αρμάου (Εικοσιένα Παράλογα και Αναποτελεσματικά Ποιήματα Επανεκφωνημένα και Εκλογικευμένα με Παραδειγματικό Τρόπο από τον Α.Κ. Χριστοδούλου, Gutenberg, 2018.
[12] ΒΕ, σ. 10.