Χαν Γκανγκ

Η «Χορτοφάγος», η Χαν Γκανγκ και η εκδοτική βιομηχανία

*

της ΑΝΤΩΝΙΑΣ ΓΟΥΝΑΡΟΠΟΥΛΟΥ

«Τα κείμενα είναι προδοτικά», «Εντυπωσιακό πόσα πράγματα μπορείς να καταλάβεις από ένα κείμενο για τον συγγραφέα του» – φράσεις τις οποίες άνθρωποι που δουλεύουμε στον χώρο του βιβλίου, από διάφορες θέσεις, έχουμε ανταλλάξει αρκετά συχνά. Αλλά με τη Χορτοφάγο συνέβαινε κάτι περίεργο: η φωνή «από κάτω» παραήταν μπερδεμένη. Δεν ήταν η φωνή της Χαν Γκανγκ. Μήπως ήταν η φωνή της μεταφράστριας; Ούτε αυτό – «κλοτσούσε», είχε ξαφνικές διακοπές,  παράταιρες νοηματικές και υφολογικές χροιές κάποιου μυστήριου είδους, που η  προσφυγή στην ποιότητα της μετάφρασης δεν ήταν αρκετή για να εξηγήσει. Τέτοια πράγματα προκαλούν την περιέργεια. Το κείμενο που ακολουθεί είναι το προϊόν αυτής της περιέργειας, να καταλάβω τη φωνή «κάτω» από το κείμενο, και της συνειδητοποίησης ότι στην περίπτωση της Χορτοφάγου οι φωνές, τελικά, ήταν παραπάνω από μία. Και σε αυτή την περίπτωση, όμως, όλες είχαν μία μόνη πηγή: αυτή τη φορά όχι έναν άνθρωπο, αλλά τον ίδιο τον μηχανισμό της εκδοτικής βιομηχανίας.

Η υπόθεση του βιβλίου

Λίγο πριν η Γιόνγκ-Χιε και ο Τζονγκ κλείσουν πέντε χρόνια ενός συμβατικού και αδιάφορα ανέφελου γάμου, η Γιόνγκ-Χιε βλέπει το πρώτο από μια σειρά βίαια όνειρα και αποφασίζει ξαφνικά να απέχει από το κρέας και τα παράγωγα προϊόντα του. Αυτή η απόφασή της, την οποία αδυνατεί να εξηγήσει στον περίγυρό της παρεκτός με τη φράση «Είδα ένα όνειρο», συνοδεύεται από ένα ολοένα και πιο απόλυτο κλείσιμο στον εαυτό της, καθώς και από μεγάλη απώλεια κιλών και επιδείνωση της υγείας της. Το μυθιστόρημα παρακολουθεί τις αντιδράσεις του περίγυρου και τη συνακόλουθη διάλυση όλης της οικογένειάς της μέχρι τη στιγμή που, τρία χρόνια μετά, η Γιόνγκ-Χιε, υπό την κηδεμονία της αδερφής της, βρίσκεται σε μια ψυχιατρική κλινική, στο κατώφλι του θανάτου, αντιμέτωπη με τη βίαιη, καταναγκαστική σίτιση και επιθυμώντας μόνο ένα πράγμα: να γίνει δέντρο.

Η συγγραφική του ζωή

Το 1997 η εικοσιεπτάχρονη, τότε, Νοτιοκορεάτισσα συγγραφέας Χαν Γκανγκ δημοσίευσε ένα διήγημα με τίτλο «Ο καρπός της γυναίκας μου», με ηρωίδα του μια νέα γυναίκα η οποία, στον τέταρτο χρόνο του γάμου της, βλέπει τον εαυτό της να μεταμορφώνεται σταδιακά σε φυτό, που καταλήγει να φροντίζει ο σύζυγός της στο μπαλκόνι του διαμερίσματός τους. Αυτό το διήγημα έγινε πρόδρομος της Χορτοφάγου· όπως σημειώνει η ίδια η συγγραφέας, «Εκείνο τον καιρό σκεφτόμουν ότι ήθελα να γράψω κάποτε μια παραλλαγή. […] ήταν το έναυσμα για αυτό το μυθιστόρημα».[1] Η παραλλαγή εντέλει γράφτηκε από το 2002 ως το 2005 σε τρία μέρη, που δημοσιεύτηκαν ξεχωριστά ως αυτόνομα διηγήματα. Το ένα από αυτά, η «Μογγολική κηλίδα», βραβεύτηκε το 2005 με το κορυφαίο νοτιοκορεατικό Λογοτεχνικό Βραβείο Γι Σανγκ. Ακολουθώντας μια ιδιαίτερη κορεατική λογοτεχνική παράδοση, κατά την οποία οι συγγραφείς συνδέουν μεταξύ τους αυτόνομα διηγήματα που έχουν γράψει στο παρελθόν δημιουργώντας ένα μυθιστόρημα (yônjak sosôl, «serial/linked novel»), το 2007 η συγγραφέας συνέδεσε τα τρία αυτά μέρη στο μυθιστόρημα Η χορτοφάγος. «Παρόλο που κάθε κεφάλαιο μπορεί να διαβαστεί χωριστά και φαίνεται να λέει τη δική του ιστορία» λέει η Χαν Γκανγκ «όταν τα βάλουμε και τα τρία μαζί, η ιστορία παίρνει μια εντελώς διαφορετική μορφή και γίνεται αυτή που πραγματικά ήθελα να πω».[2] Σε μια συνέντευξή της στο Literary Hub[3] τον Φεβρουάριο του 2016, λίγο πριν από τη βράβευσή της με το The Man Booker International Prize, εξήγησε στη δημοσιογράφο Bethanne Patrick ότι η ίδια «βλέπει τον κόσμο σαν ένα κράμα βίας και ομορφιάς», καθώς και ότι η Χορτοφάγος «δεν είναι καταδίκη της κορεατικής πατριαρχίας» – όπως συχνά χαρακτηρίζεται στη Δύση. Η συγγραφέας γράφει στην Patrick:

«Πιστεύω ότι αυτό το μυθιστόρημα έχει στρώματα: τη διερώτηση γύρω από την ανθρώπινη βία και τη (μη) δυνατότητα της αθωότητας· τον ορισμό της πνευματικής ισορροπίας και της τρέλας· τη (μη) δυνατότητά μας να κατανοήσουμε τους άλλους, το σώμα ως το τελευταίο καταφύγιο ή το τελευταίο πράγμα που μας προσδιορίζει, και κάποια ακόμα. Θα είναι αναπόφευκτο διαφορετικοί αναγνώστες και διαφορετικά πολιτισμικά περιβάλλοντα να εστιάσουν περισσότερο σε διαφορετικές πτυχές του. Μπορώ να πω ένα πράγμα, αυτό το βιβλίο δεν συνιστά μονόπλευρη καταδίκη της κορεατικής πατριαρχίας. Θέλησα να καταπιαστώ με τα αιώνια ερωτήματά μου γύρω από τη (μη) δυνατότητα της αθωότητας μέσα σε αυτόν τον κόσμο, που είναι αναμεμειγμένη με τόση βία και ομορφιά. Αυτά ήταν οικουμενικά ερωτήματα, που με απασχολούσαν όταν έγραφα.» (περισσότερα…)

Χαν Κανγκ, Οι καρποί της γυναίκας μου (2/2)

*

Συνέχεια από το πρώτο μέρος

~.~

Η Χαν Κανγκ γεννήθηκε στο Γκουάντζου της Νότιας Κορέας και μετακόμισε στη Σεούλ στα δέκα της έτη όπου και σήμερα ζει. Σπούδασε κορεάτικη φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Γιόνσεϊ. Έχει βραβευτεί για τη γραφή της τόσο στην Κορέα όσο και διεθνώς: το μυθιστόρημά της Η Χορτοφάγος, το πρώτο της που μεταφράστηκε στα αγγλικά (από την Ντέμπορα Σμιθ), κέρδισε το Man Booker International Prize το 2016. Το διήγημα «Οι Καρποί της Γυναίκας μου» αποτέλεσε πρόδρομο της Χορτοφάγου. Άλλα έργα της: Έργα ανθρώπων, 2016, Το Λευκό Βιβλίο, 2017. Στις 10 Οκτωβρίου 2024, ανακοινώθηκε ότι τιμήθηκε από τη Σουηδική Ακαδημία με το Βραβείο Νομπέλ Λογοτεχνίας.

Μετάφραση από τα αγγλικά (βασισμένη στη μετάφραση της Ντέμπορα Σμιθ): Μαρία Σ. Μπλάνα

~.~

5

Σταδιακά, η γυναίκα μου έπαψε να μιλά. Δεν μίλαγε εκτός αν της μιλούσα, ακόμα και τότε όμως η μόνη απάντησή της ήταν ένα νεύμα ή μια χειρονομία. Όταν ύψωνα τη φωνή μου απαιτώντας μία απάντηση, εκείνη κοίταζε στο υπερπέραν, με την υπεκφυγή ζωγραφισμένη στο βλέμμα της. Ήταν πια εμφανής η διαρκής επιδείνωση στην όψη της, ακόμα και στο χλωμό φως της λάμπας φθορίου.

Δεδομένου ότι ο γιατρός δεν είχε βρει τίποτα παθολογικό, εκτός ίσως από κάποια φυσιολογική διαταραχή στο πεπτικό σύστημα της γυναίκας μου, άρχισα να πιστεύω πως αιτία του προβλήματος ήταν κάτι πιο απλό, κάτι που ίσως η γυναίκα μου αποζητούσε. Τι στο καλό όμως μπορούσε να λαχταρά τόσο;

Τα τελευταία τρία χρόνια ήταν τα πιο γαλήνια, τα πιο ήρεμα της ζωής μου. Η δουλειά μου δεν ήταν τόσο επίπονη, είχα την τύχη να έχω έναν σπιτονοικοκύρη που δεν μου έκανε ούτε μια φορά αύξηση στο νοίκι, είχα σχεδόν αποπληρώσει το δάνειο για το νέο διαμέρισμα, και είχα μια γυναίκα που μπορεί να μην ήταν εκθαμβωτικά ελκυστική, μα είχε όλα όσα ήθελα σ’ έναν σύντροφο. Ένιωθα την ευχαρίστηση να ρέει σαν ζεστό νερό μέσα σε βαθιά, ξέχειλη μπανιέρα, αναζωογονώντας το εξαντλημένο σώμα μου.

Τι πρόβλημα είχε λοιπόν η γυναίκα μου; Αν στ’ αλήθεια λαχταρούσε κάτι, δεν μπορούσα να φανταστώ πώς αυτό ήταν τόσο σοβαρό ώστε να μετατραπεί σε μια ψυχογενή ασθένεια. Κάθε φορά που αναρωτιόμουν για το αν η γυναίκα αυτή είχε το δικαίωμα να μου προξενεί τόση μοναξιά, ένιωθα λες κι όλη μου η ύπαρξη πλημμύριζε μ’ απέραντη απέχθεια, κι αυτό το αίσθημα με απομόνωνε, σαν ένα στρώμα σκόνης που είχε κατακάτσει πάνω μου.

Το πρωί της επόμενης Κυριακής, μια μέρα προτού φύγω για ένα επταήμερο επαγγελματικό ταξίδι στο εξωτερικό, παρατήρησα τη γυναίκα μου καθώς άπλωνε τη μπουγάδα στο μπαλκόνι. Οι μελανιές κάλυπταν πλέον τόσο πολύ τα χέρια της που τα λευκά μέρη στο δέρμα της φαινόντουσαν σαν ένα αρνητικό φωτογραφίας: σα να ‘ταν αυτά οι μελανιές, μικρές λευκές κηλίδες εδώ κι εκεί ανάμεσα σ’ όλο αυτό το μπλαβί. Κράτησα την ανάσα μου. Μπήκα μπροστά της, καθώς μετέφερε το άδειο καλάθι της μπουγάδας πίσω στο σαλόνι, και της ζήτησα να βγάλει τα ρούχα της. Αντιστάθηκε, μα της έβγαλα το μπλουζάκι της, αποκαλύπτοντας έναν ώμο βαμμένο σε βαθύ, θαμπό μπλε.

Πισωπάτησα παραπατώντας και κοίταξα το σώμα της. Οι άλλοτε πυκνές τρίχες στις μασχάλες της είχαν σχεδόν όλες πέσει, ενώ το χρώμα είχε ξεφτίσει από τις καφετιές της ρώγες, άλλοτε μαλακές και τρυφερές.
«Δεν πάει άλλο. Θα τηλεφωνήσω στη μητέρα σου». (περισσότερα…)

Χαν Κανγκ, Οι καρποί της γυναίκας μου (1/2)

DH-mR_zXsAAz_HA1-e1509890004851

~.~

Η Χαν Κανγκ γεννήθηκε στο Γκουάντζου της Νότιας Κορέας και μετακόμισε στη Σεούλ στα δέκα της έτη όπου και σήμερα ζει. Σπούδασε κορεάτικη φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Γιόνσεϊ. Έχει βραβευτεί για τη γραφή της τόσο στην Κορέα όσο και διεθνώς: το μυθιστόρημά της Η Χορτοφάγος, το πρώτο της που μεταφράστηκε στα αγγλικά (από την Ντέμπορα Σμιθ), κέρδισε το Man Booker International Prize το 2016. Το διήγημα «Οι Καρποί της Γυναίκας μου» αποτέλεσε πρόδρομο της Χορτοφάγου. Άλλα έργα της: Έργα ανθρώπων, 2016, Το Λευκό Βιβλίο, 2017. Στις 10 Οκτωβρίου 2024, ανακοινώθηκε ότι τιμήθηκε από τη Σουηδική Ακαδημία με το Βραβείο Νομπέλ Λογοτεχνίας.

Μετάφραση από τα αγγλικά (βασισμένη στη μετάφραση της Ντέμπορα Σμιθ): Μαρία Σ. Μπλάνα

~.~

1

Ήταν τέλη Μαΐου όταν πρωτοείδα τις μελανιές στο σώμα της γυναίκας μου. Εκείνη τη μέρα, μυριάδες πέταλα πασχαλιάς έπεφταν, σαν κομμένες γλώσσες, στο παρτέρι πλάι στο γραφείο του επιστάτη, και το πλακόστρωτο στην είσοδο του οίκου ευγηρίας ήταν τελείως σκεπασμένο με λευκά άνθη που μαραίνονταν, καθώς τα τσαλαπατούσαν τα παπούτσια των περαστικών.

Ο ήλιος σχεδόν μεσουρανούσε.

Ηλιαχτίδες, στο χρώμα της σάρκας ώριμου ροδάκινου, ξεχυνόντουσαν στο πάτωμα του καθιστικού, φανερώνοντας άπειρα σωματίδια σκόνης και γύρης.

Αυτό το γλυκανάλατο, χλιαρό ηλιόφως έπεφτε πάνω στο πίσω μέρος της λευκής μου φανέλας, καθώς η γυναίκα μου κι εγώ ξεφυλλίζαμε την Κυριακάτικη πρωινή εφημερίδα.

Η βδομάδα που μόλις είχε τελειώσει άφησε κι αυτή το στίγμα της εξάντλησης που ένιωθα μήνες τώρα. Τα σαββατοκύριακα επέτρεπα στον εαυτό μου να χουζουρεύει ως αργά, κι έτσι είχα ξυπνήσει μόλις πριν από λίγα λεπτά. Μουδιασμένος, γύρισα πλευρό για να βολέψω καλύτερα τα νωθρά μου μέλη, διαβάζοντας αδιάφορα την εφημερίδα, όσο πιο αργά γινόταν.

«Μπορείς να ρίξεις μια ματιά; Δεν ξέρω γιατί αυτές οι μελανιές επιμένουν».

Τα λόγια της γυναίκας μου ήχησαν στ’ αυτιά μου πιο πολύ σαν μια διατάραξη του πέπλου της σιωπής, παρά σαν μια πρόταση με νόημα. Την κοίταξα αφηρημένος.

Σα να με τσίμπησε μύγα, ανακάθισα απότομα στο κρεβάτι. Μαρκάροντας με το δάχτυλό μου το σημείο που διάβαζα, στην εφημερίδα, έτριψα τα μάτια μου με την ανάστροφη της παλάμης μου. Η γυναίκα μου είχε ανασηκώσει το φανελάκι της μέχρι το σουτιέν – εδώ κι εκεί μώλωπες, σαν στάμπες, κηλίδωναν την κοιλιά και την πλάτη της.

«Τι – πώς έγινε αυτό;»

Έστρεψε λίγο τη μέση της ίσα για να δω τους σπονδύλους της, ν’ αναρριχώνται, ξεκινώντας απ’ το φερμουάρ της πλισέ φούστας της. Θαμποί μπλε μώλωπες, στο μέγεθος της γροθιάς ενός νεογνού, που φαινόντουσαν τόσο καθαρά λες κι είχαν τυπωθεί με μελάνι.

«Λοιπόν; Τι είναι αυτά;» Ο αιχμηρός, επίμονος τόνος μου αντήχησε στα εξήντα τετραγωνικά του διαμερίσματός μας.

«Δεν έχω ιδέα… Υπέθεσα πως μάλλον χτύπησα πάνω σε κάτι χωρίς να το καταλάβω, και πως τα σημάδια θα έφευγαν… αλλά, αυτά ολοένα και μεγαλώνουν».

Η γυναίκα μου απέφευγε το βλέμμα μου σαν άτακτο παιδί που πιάστηκε στα πράσα. Μετανιώνοντας λίγο που της μίλησα σα να την επιπλήττω, έκανα μια προσπάθεια να μαλακώσω τον τόνο μου.

«Πονάς;»

«Όχι, καθόλου. Δε νιώθω τίποτα, εκεί που είναι οι μελανιές. Αλλά, ξέρεις, αυτό είναι που με ανησυχεί ακόμα περισσότερο».

Η ένοχη έκφραση που είδα για μια στιγμή να ζωγραφίζεται στο πρόσωπό της χάθηκε δίχως ίχνος και τη θέση της πήρε ένα αχνό, παράταιρο χαμόγελο. Αυτό το χαμόγελο έπαιζε στα χείλη της γυναίκας μου, καθώς ρώτησε αν θα έπρεπε να πάει στο νοσοκομείο.

Εξέτασα το πρόσωπο της γυναίκας μου μ’ ένα ψυχρό, νηφάλιο βλέμμα – ένιωθα, παραδόξως, σα να με χώριζε μεγάλη απόσταση από αυτό που συνέβαινε. Το πρόσωπο που είχα απέναντί μου έμοιαζε ανοίκειο. Έμοιαζε ανοίκειο, σχεδόν εξωπραγματικό – κάτι που δεν θα περίμενε κανείς δεδομένου ότι μέναμε μαζί εδώ και τέσσερα περίπου χρόνια.

Η γυναίκα μου ήταν τρία χρόνια μικρότερή μου, είχε μόλις κλείσει τα είκοσι εννέα. Το πρόσωπό της την έκανε να μοιάζει εκνευριστικά μικρότερη όταν βγαίναμε, προτού παντρευτούμε – συχνά την έπαιρναν για μαθήτρια. Τώρα είχε πάνω του καθαρά τα σημάδια της κούρασης, που έκαναν αντίθεση με την έκφραση αθωότητας που της έδιναν τα ολοστρόγγυλα μάτια της. Μάλλον δύσκολα θα την μπέρδευε πια κανείς με μαθήτρια, ή έστω φοιτήτρια. Μάλιστα, έμοιαζε πια μεγαλύτερη απ’ ό,τι ήταν στην πραγματικότητα. Τα μάγουλά της, σαν άγουρα μήλα που μόλις άρχιζαν να κοκκινίζουν, ήταν βαθουλωτά, σαν πηλός που είχε πιεστεί προς τα μέσα. Η μέση που κάποτε ήταν απαλή κι ευλύγιστη σαν μίσχος λουλουδιού, η κοιλιά που κάποτε είχε τις πιο ελκυστικές καμπύλες, τώρα πια ήταν θλιβερά ισχνή. (περισσότερα…)