Χαγιάο Μιγιαζάκι

Πώς τρεντάρει ο Μιγιαζάκι

*

του ΑΓΓΕΛΟΥ ΑΛΑΦΡΟΥ

Ακούγεται πια κλισέ, μα δεν υπάρχει αμφιβολία· ζούμε σε κόσμο αμείλικτης επιτάχυνσης. Εκείνο που σήμερα συνιστά προμετωπίδα του ντισκούρσους, αύριο θα έχει κιόλας ξεπεραστεί. Μεθαύριο ό,τι έχει απομείνει απ’ αυτό θα σκονίζεται σε μία του ψηφιακού κόσμου σκοτεινή γωνιά. Γι’ αυτόν τον λόγο, εκφράσεις όπως η χρησιμοποιηθείσα παραπάνω («προμετωπίδα του ντισκούρσους») εξαλείφονται ταχέως –και, με μια νομοτέλεια σαν ιστορική, δικαίως: Αδυνατώντας να περιγράψουν επαρκώς το παρόν, βυθίζονται αργά στη λήθη και αντικαθίστανται από άλλες μεγαλύτερης ακρίβειας. Η λέξη που αναζητάμε εδώ είναι το «τρεντάρω». Τρεντάρω σημαίνει είμαι ταχύκαυστος. Υπάρχω, όχι μόνο γνωρίζοντας ότι θα αντικατασταθώ· υπάρχω ώστε να αντικατασταθώ. Προμετωπίδες έχουν τα βιβλία –τα βιβλία όμως (και δη τα χάρτινα) έχουν την τάση να επιμένουν σε μια κατάσταση του είναι, καταλαμβάνοντας χώρο σε βιβλιοθήκες και, κυρίως, στο ανθρώπινο πνεύμα. Το ίδιο συμβαίνει, ευρύτερα, με την πραγματική τέχνη. Εν προκειμένω, μιλάμε για την τέχνη του Χαγιάο Μιγιαζάκι.

Ο Χάρτμουτ Ρόζα στο δοκίμιο του Επιτάχυνση και αλλοτρίωση αναφέρει πως ο σκοπός του είναι να θέσει ερωτήσεις ώστε «η κοινωνική φιλοσοφία και η κοινωνιολογία να επανασυνδεθούν με τις εμπειρίες των ανθρώπων στις κοινωνίες της ύστερης νεωτερικότητας». Πάνω ακριβώς στο πρόθημα «επανα-» μπορούμε να διακρίνουμε τον βηματισμό της σκέψης και του καλλιτεχνικού οράματος του Μιγιαζάκι. Γιατί, αν στοχαστές όπως ο Ρόζα θέτουν ως προτεραιότητα τη μορφοποίηση μιας Κριτικής Θεωρίας του παρόντος μέσα στα αυστηρά πλαίσια της διάγνωσης του, είναι στοχαστές όπως ο Ιάπωνας σχεδιαστής που την ανάγκη της επανασύνδεσης της τέχνης με την παροντική ζωή την τοποθετούν ακριβώς στην ευθεία αμφισβήτηση της τελευταίας. Αναμφίβολα, μέρος της ίντριγκας που προέκυψε με τον πρόσφατο κατακλυσμό του παγκόσμιου ιστού από φωτογραφίες επεξεργασμένες υπό το χαρακτηριστικό στιλ του Στούντιο Ghibli οφείλεται στον περιβόητο αντιμοντερνισμό του επικεφαλής του, αλλά και στις αντινομίες που αναδύονται δια της σύμφυσης του φαινομένου με την όλη καλλιτεχνική φιλοσοφία που διέπει τα έργα του στούντιο [1]. (περισσότερα…)

Το Αγόρι και ο Ερωδιός στο Νησί των Νεκρών

*

της ΛΙΛΑΣ ΤΡΟΥΛΙΝΟΥ

Ο κορυφαίος δημιουργός κινουμένων σχεδίων Χαγιάο Μιγιαζάκι στην τελευταία του, έντονα αυτοβιογραφική, ταινία Το αγόρι και ο ερωδιός ακροβατεί στη λεπτή γραμμή που οριοθετεί τη ζωή με τον θάνατο, το όνειρο με τον εφιάλτη. Ταινία σπάνιας ομορφιάς, κινείται στην ίδια γραμμή της ιαπωνικής σιντοϊστικής παράδοσης με το αριστουργηματικό Ταξίδι στη χώρα των θαυμάτων (2001). Ογδονταπεντάχρονος πλέον ο θρυλικός μαιτρ της χειροποίητης τέχνης του animation, έχει κάθε λόγο να ζωγραφίσει και να ζωντανέψει καρέ προς καρέ αυτόν τον μυστηριώδη «άλλο κόσμο», τον τόσο ιδιαίτερο των isekai anime, όπου ο ήρωας μεταφέρεται σε μια άλλη πραγματικότητα, φανταστική ή εικονική, ή σε μια άλλη διάσταση, ή ακόμα παγιδεύεται μέσα σε ένα περιπετειώδες παιχνίδι ρόλων. Όμως, ο «άλλος κόσμος» του Μιγιαζάκι δεν είναι ένας εξωπραγματικός κόσμος, ούτε βέβαια ο ρεαλιστικός. Είναι κάτι πολύ περισσότερο από τα δύο. Είναι, θα λέγαμε, το ψυχικό αποτύπωμα του πραγματικού κόσμου, ο φλεγόμενος πυρήνας του.

Καθόλου παράξενο που το έργο ξεκινάει με μια πύρινη λαίλαπα, που ο τετράχρονος τότε Χαγιάο Μιγιαζάκι δεν μπόρεσε να σβήσει από τη μνήμη του, είναι το Τόκυο, η μεγαλύτερη πόλη της Ιαπωνίας, που βομβαρδίζεται το 1945, όχι μόνο για συμβολικούς λόγους αλλά και για στρατιωτικούς, καθώς εκεί συγκεντρώνονταν πολλά εργοστάσια παραγωγής στρατιωτικού υλικού και οχημάτων. Η πόλη, με τα πολλά ξύλινα κτήρια και τους φτιαγμένους από χαρτί και ξύλο εσωτερικούς τοίχους, γίνεται παρανάλωμα του πυρός, με θύματα περισσότερα από το Ναγκασάκι και την Χιροσίμα.

Παρόμοια και ο εντεκάχρονος Μαχίτο, ο ήρωας της anime ιστορίας, χάνει τη μητέρα του σε πυρκαγιά στο νοσοκομείο όπου δούλευε, στον ανελέητο βομβαρδισμό του Τόκυο, και ακολουθεί τον βιομήχανο πατέρα του, κατασκευαστή μαχητικών αεροσκαφών, όπως ήταν και ο πατέρας του  Μιγιαζάκι, στην έπαυλή του στην εξοχή, με την άρρωστη Ματσούκο, την έγκυο νέα του γυναίκα, μικρότερη αδελφή της μητέρας του. Τον περιβάλλουν με αγάπη γηραιές υπηρέτριες, χωρικές κοντόχοντρες με φουσκωτά μάγουλα, κιμονό και ξύλινα πέδιλα γκέτα, ανάμεσά τους η στοργική Κιρίκο, ενώ ένας μαγεμένος γκρίζος ερωδιός με μια φρικτή οδοντοστοιχία από τεράστια δόντια, τον περιτριγυρίζει και τον προκαλεί με τις αλλόκοτες πτήσεις του και τις απρόβλεπτες επιθέσεις του. (περισσότερα…)