συντηρητισμός

Η ζωή αποβάλλει ό,τι δεν είναι ζωή – Για τον Τσάρλι Κερκ

*

της ΑΝΤΩΝΙΑΣ ΓΟΥΝΑΡΟΠΟΥΛΟΥ

~.~

Φαίνεται πως τη στιγμή που ο σκοπευτής πάτησε τη σκανδάλη, συνέβησαν ακαριαία δύο πράγματα: ο φιλελεύθερος συντηρητικός ντιμπέιτερ Τσάρλι Κερκ  άρθρωσε τις τελευταίες του λέξεις, οι οποίες για άλλη μια φορά, κατά ειρωνική σύμπτωση, σχημάτιζαν ερώτηση (οι ερωτήσεις, εχθροί των δογμάτων, καλούν σε συζήτηση) και, δεύτερον, ο ιδεολογικός αντίποδας του φιλελεύθερου συντηρητισμού, ο αυτοαποκαλούμενος «προοδευτικός» κόσμος, καταξέσκισε, με έξαλλη χαρά και εκρηκτική ανακούφιση, όποια υπολείμματα προοδευτισμού (και αξιοπρέπειας) του είχαν απομείνει μετά την εμβάπτισή του στην αποδομιστική woke παράκρουση των τελευταίων πολλών ετών. Επειδή, αλήθεια, από την υιοθέτηση της άποψης ότι η γλώσσα δεν είναι παρά ένα μέσο διαιώνισης εξουσιαστικών δομών μέχρι την απόρριψη του διαλόγου ως διαύλου επικοινωνίας είναι μισό τσιγάρο δρόμος, και με το άλλο μισό έχεις φτάσει στο μίσος – στην έξαλλη ή μετά βίας κεκαλυμμένη χαρά για τη δολοφονία κάποιου που έχει αντίθετες απόψεις και σε καλεί σε διάλογο.

Εδώ εδράζεται και το επιχείρημά τους ότι ο Κερκ «διέδιδε το μίσος», «έχει βλάψει την κοινότητα των LGBTQ+», «ήταν ρατσιστής» και άλλα παρόμοια, συνεπώς ήταν «φασίστας», «ακροδεξιός» και μάλλον «πήρε αυτό που του άξιζε».

Η γλώσσα είναι φυσικό να καθρεφτίζει την εποχή και τις κοινωνίες στις οποίες μιλιέται. Και αλλάζει μέσα στα χρόνια, όπως αλλάζουν και οι εποχές και οι κοινωνίες. Όταν οι άνθρωποι παύουν να τη χρησιμοποιούν ως αυτό που είναι, ως το κατεξοχήν μέσο επικοινωνίας, παύουν να είναι άνθρωποι και γίνονται κτήνη – αφενός γιατί παραιτούνται από το βασικότερο ανθρώπινο χαρακτηριστικό τους, τον ορθό λόγο, και αφετέρου γιατί, σε συναισθηματικό επίπεδο, χάνουν αυτό που καταλαβαίνουμε με τη λέξη «ανθρωπιά».

Είναι αλλόκοτο να παρακολουθείς ντιμπέιτ του Τσάρλι Κερκ με νέους ανθρώπους που εμφανίζονται μπροστά του και ουρλιάζουν στο μικρόφωνο «Μου κάνεις κακό!», κι όταν τους ρωτάει γιατί, του απαντούν «Επειδή είσαι κατά των εκτρώσεων!», «Επειδή είσαι κατά της φυλομετάβασης!» κτλ. κτλ. Πώς μπορεί κάποιος να κάνει κακό σε κάποιον άλλον μόνο και μόνο με τις απόψεις του για διάφορα θέματα που απασχολούν την εποχή του; (περισσότερα…)

«Ο επιστήμονας δεν υποκλίνεται δεξιά και αριστερά»: Μια ανέκδοτη επιστολή του Παναγιώτη Κονδύλη

Πηγή φωτογραφίας: Αιμίλιος Καλιακάτσος, facebook

*

Εισαγωγή-Μετάφραση Σωκράτης Βεκρής

Ο Stefan Breuer (1948) είναι ομότιμος καθηγητής κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου και εκ των σημαντικότερων μελετητών του βεμπεριανού έργου. Στο βιβλίο του Ανατομία της συντηρητικής επανάστασης (Anatomie der konservativen Revolution, 1993) επεξεργάστηκε με συστηματικό τρόπο ορισμένες βασικές θέσεις του Κονδύλη για τον συντηρητισμό. Στην επιστολή που ακολουθεί, την οποία παρουσιάζουμε για πρώτη φορά στη δημοσιότητα, ο Κονδύλης σχολιάζει εν συντομία μερικά βασικά πορίσματα του βιβλίου. Πέρα από ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις τεχνικής φύσεως, σημαντική είναι η διαπίστωσή του πως «κανείς δεν μπορεί να συγγράψει με επάρκεια γερμανική ιστορία, και γερμανική ιστορία ιδεών, αν δεν απαγκιστρωθεί από τα διάφορα μυθολογήματα και ιδεολογήματα περί γερμανικού ‘‘ξεχωριστού δρόμου’’». Κι αυτό διότι ο Κονδύλης υπήρξε, μεταξύ πολλών άλλων, ένας από τους δριμύτερους και συνεπέστερους πολέμιους κάθε θεωρητικού λόγου που, ρητώς ή αρρήτως, υποβαστάζεται από μια εξελικτικής υφής φιλοσοφία της ιστορίας. Θα ήταν ενδιαφέρον να εξεταστεί κάποτε πόσες διαφορετικές θεωρίες του 20ού αιώνα απέρριψε και εν συνεχεία κατέρριψε ο Κονδύλης με κύριο γνώμονα αυτό το κριτήριο.

Η επιστολή προς τον Μπρώυερ είναι η τρίτη και τελευταία ανέκδοτη επιστολή του Κονδύλη που εντοπίσαμε σε γερμανικά αρχεία και παρουσιάζουμε σε δική μας μετάφραση αυτόν τον Ιούλιο στο Νέο Πλανόδιον. Προηγήθηκε εκείνη προς τον ιστορικό Έρνστ Νόλτε και ακολούθησε μία ακόμη προς τον καθηγητή Michael Theunissen. Για την άδεια της δημοσίευσης, ευχαριστούμε θερμά για μία ακόμη φορά την κ. Μέλπω Κονδύλη-Μπούμπουλη.

Επιλέξαμε να συνοδεύσουμε την επιστολή με την μετάφραση μιας συνέντευξης που έδωσε ο Μπρώυερ στον Harald Dietz τον Δεκέμβριο του 2014 στo πλαίσιo πρωτοβουλίας του «Κύκλου Φίλων Παναγιώτη Κονδύλη» (Freundeskreis Panajotis Kondylis e.V.).

ΣΩΚΡΑΤΗΣ ΒΕΚΡΗΣ
υποψήφιος διδάκτωρ φιλοσοφίας
των Πανεπιστημιών Βόννης και Σαιντ Άντριους

~.~ (περισσότερα…)

Παναγιώτης Κονδύλης, Ο «συντηρητισμός» ως σύγχρονο πολιτικό σύνθημα

*

Η εκτίμησή μας ότι ο συντηρητισμός είναι ένα σαφώς διακριτό, αναγνωρίσιμο και από μακρού περατωμένο κοινωνικoπνευματικό φαινόμενο της περιόδου κατά την οποία συντελέστηκε η μετάβαση από την societas civilis στον δυαδισμό κράτους και κοινωνίας, μπορεί να πιστοποιηθεί από το γεγονός ότι όσοι σήμερα καλούνται ή αυτοαποκαλούνται «συντηρητικοί», ελάχιστα κοινά έχουν με τους αρχικούς φορείς του ονόματος, αφού προσδίδουν στους παλαιούς συντηρητικούς κοινούς τόπους, όσο αυτοί παραμένουν ακόμη σε χρήση, νέο ουσιαστικά περιεχόμενο.

Κανείς σχεδόν σημερινός «συντηρητικός» δεν επιζητεί να ανατρέψει τον θεμελιώδη χωρισμό κράτους και κοινωνίας (ακριβώς το αντίθετο συμβαίνει), κανείς σχεδόν δεν αμφισβητεί την ισονομία ή τα «ανθρώπινα δικαιώματα» (κάθε άλλο μάλιστα), και κανείς σχεδόν δεν διανοείται να καταργήσει τα όρια μεταξύ ιδιωτικού και δημόσιου ή νομιμότητας και ηθικής, τα οποία πρωτοχαράχτηκαν στον αγώνα κατά της societas civilis· ακόμη και οι σχέσεις ατόμου και ομάδας ή ζητήματα όπως η ελευθερία της πνευματικής δημιουργίας, λ.χ., κατανοούνται συνήθως από τους σημερινούς «συντηρητικούς» με τρόπο ολότελα διαφορετικό από εκείνον των υποτιθέμενων προδρόμων τους. Αν όμως τα πράγματα έχουν έτσι, τότε το πραγματικό μέλημα της επιστημονικής έρευνας δεν είναι να εξηγήσει την επιβίωση και διάρκεια του συντηρητισμού ως κοινωνικού φαινομένου, αλλά αντίθετα να καταστήσει κατανοητό γιατί ο συντηρητισμός ως έννοια παραμένει ακόμη σε χρήση, ποιες δηλαδή πολεμικές και ιδεολογικές ανάγκες ωθούν στην καταφυγή σ’ αυτόν.

Ας σημειωθεί εκ προοιμίου ότι η χρήση της έννοιας του συντηρητισμού από σύγχρονα κοινωνικοπολιτικά ρευμάτα που ελάχιστη σχέση έχουν με τον συντηρητισμό ως ιστορικό φαινόμενο και μάλιστα βρίσκονται στους αντίποδές του, συσκοτίζει ακόμη περισσότερο τη φύση του τελευταίου. Έτσι, πάνω στο ιστορικό φαινόμενο του συντηρητισμού προβάλλονται θέσεις και επιθυμίες (κατά πολύ) μεταγενέστερες, οι οποίες στην πραγματικότητα δεν έχουν σχέση μ’ αυτόν τον ίδιο αλλά με την (επίσης κατά πολύ μεταγενέστερη) χρήση της έννοιάς του. Το ότι σημερινοί «συντηρητικοί», που κατά κύριο λόγο αγωνίζονται ενάντια στον επαναστατικό «ολοκληρωτισμό», παρουσιάζουν τους αντεπαναστάτες της εποχής γύρω στο 1800 ως εκφραστές της δικής τους αντίληψης περί ελευθερίας, ενίοτε μάλιστα και ως υπερόπτες και επιφυλακτικούς θιασώτες του όψιμου φιλελευθερισμού, παρεμβάλλει χωρίς αμφιβολία σημαντικά προσκόμματα στην κατανόηση του συγκεκριμένου ιστορικού χαρακτήρα του συντηρητικού φαινομένου. (περισσότερα…)

Paul Gottfried, Ο Παναγιώτης Κονδύλης και ο απαρχαιωμένος συντηρητισμός

*

Εφέτος συμπληρώνονται 80 χρόνια από τη γέννηση και 25 από τον θάνατο του Παναγιώτη Κονδύλη (1943-1998). Με την ευκαιρία της επετείου, το ΝΠ, για το οποίο το έργο του Κονδύλη στάθηκε εξ αρχής βασικό σημείο αναφοράς, θα αποθησαυρίσει στη διάρκεια του έτους έναν αριθμό κειμένων είτε του ιδίου του στοχαστή, είτε μελετητών του, Ελλήνων και ξένων, δημοσιευμένων παλαιότερα.

~.~

Μετάφραση ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΛΟΓΕΡΟΠΟΥΛΟΣ

Ο Παναγιώτης Κονδύλης ίσως είναι, εν αγνοία του, ένας απ’ τους σπουδαιότερους συντηρητικούς διανοητές της εποχής μας. Η περιγραφή του Κονδύλη ως συντηρητικού ίσως μπερδέψει τον ίδιο και τους αναγνώστες του. Το πεντακοσίων σελίδων έργο του Συντηρητισμός (1986) εξετάζει «το ιστορικό περιεχόμενο και την παρακμή» της έννοιας αυτής. Για τον Κονδύλη, ο συντηρητισμός είχε ήδη πτωτική πορεία τον τελευταίο αιώνα ως μείζων πολιτική δύναμη. Ήταν το ιδανικό μιας ουσιαστικά μεσαιωνικής ιεραρχίας κοινωνίας υπερασπιζόμενο από γαιοκτήμονες αριστοκράτες και τους διανοούμενους ακολούθους τους. Αυτό το οποίο οι Αμερικάνοι παρουσιάζουν συνήθως ως συντηρητικές αξίες, εξηγεί ο Κονδύλης, ανήκει σε έναν «αστικό κόσμο σκέψης». Πράγματι, οι ιστορικές κατασκευές των Αμερικανών παραδοσιοκρατών ήταν κατά κύριο λόγο προσπάθειες «εξύψωσης μιας παλαιότερης κληρονομιάς αντιλήψεων και ενός προ πολλού νεκρού τρόπου ζωής ενάντια στις νέες εξελίξεις στην κατεύθυνση της καταναλωτικής μαζικής δημοκρατίας».[i] Ο Κονδύλης αναφέρεται στον Ράσσελ Κερκ και τους Νότιους Αγροτιστές ως παραδείγματα αυτής της τάσης να ανακληθεί ένα οργανικά ιδεατό παρελθόν σε μια κοινωνία η οποία ήταν πάντα πιο κοντά στη μαζική δημοκρατία απ’ ό,τι στην Ευρωπαϊκή παράδοση. Ο Κονδύλης τοποθετεί τον εαυτό του στον μαρξισμό, όπως ευρέως γίνεται κατανοητό. Σε μια πρόσφατη εργασία Ο Μαρξισμός, ο Κομμουνισμός, και η Ιστορία του Εικοστού Αιώνα, ο Κονδύλης παραθέτει αυτή την αποκαλυπτική άποψη: «Η πλανητική κοινωνική απόπειρα του κομμουνισμού απέτυχε όχι λόγω ηθικής ή οικονομικής κατωτερότητας αλλά επειδή η εθνική δύναμη της Ρωσίας αντιμετώπισε την ισχυρότερη εθνική δύναμη των Ηνωμένων Πολιτειών». Παρακάτω: «Ποτέ άλλοτε δεν έχει η μαρξιστική οπτική της ιστορίας υπάρξει τόσο αληθής και επίκαιρη όσο είναι τώρα στην αρχική φάση μιας πλανητικής ιστορίας», ιδιαίτερα στον καθορισμό των κοινωνικών σχέσεων και των “ιδεολογικών” μορφών που αυτές παίρνουν.[ii] Στη γερμανόφωνη αλληλογραφία μου μαζί του, ο Κονδύλης υποστηρίζει πως, αντίθετα με εμένα, «Βρίσκεται πιο κοντά στον Μαρξ απ’ ότι στον (Γερμανό νομικό διανοητή) Καρλ Σμιτ».[iii] Η λεπτομερής ανάλυσή του των κοινωνικών τάξεων και της ιδεολογικής συνείδησης όπως αντανακλώνται στον πολιτισμό πηγάζουν απ’ τον Μαρξ και τον μαρξιστή ερμηνευτή της διανοητικής ιστορίας του 20ού αιώνα, Γκέοργκ Λούκατς. Ο Κονδύλης υπογραμμίζει αυτές τις συνδέσεις όποτε μπορεί. Η ξεκάθαρη δυσαρέσκεια του για τις Ηνωμένες Πολιτείες και την τωρινή τους αφοσίωση στα “ανθρώπινα δικαιώματα” ίσως προσβάλλει κάποιους Αμερικανούς πατριώτες. Υποβιβάζει την αμερικανική πίστη στη δημοκρατία και στα οικουμενικά δικαιώματα σε ένα όργανο εθνικής ισχύος. Σε ένα καυστικό κείμενο για το Frankfurter Rundschau (18 Αυγούστου 1996), «Ανθρώπινα Δικαιώματα: Εννοιολογική Σύγχυση και Πολιτική Εκμετάλλευση», σημειώνει πως οι ΗΠΑ μιλούν για τα ανθρώπινα δικαιώματα στο πλαίσιο των διεθνών ζητημάτων, όχι για να αντικαταστήσουν τους δικούς τους εθνικούς νόμους, και πως διατηρούν το διαχωρισμό μεταξύ πολιτών και μη πολιτών: «Κανένα κράτος δε μπορεί να δώσει σε όλη την ανθρωπότητα τα ίδια δικαιώματα —π.χ. δικαιώματα εγκατάστασης και ψήφου— χωρίς να πάψει να υπάρχει». Για την Αμερικάνικη κυβέρνηση, «τα ανθρώπινα δικαιώματα είναι ένα πολιτικό εργαλείο στα πλαίσια ενός πλανητικού υποβάθρου του οποίου η πυκνότητα απαιτεί τη χρήση οικουμενικών ιδεολογιών· σε αυτό το πλαίσιο, ωστόσο, τα ισχυρά έθνη εξακολουθούν να καθορίζουν την ερμηνεία των ίδιων αυτών κατασκευασμάτων».[iv] Στον Κονδύλη δεν αρέσουν οι Αμερικανοί όχι μόνο για αυτό θεωρεί πολιτική υποκρισία αλλά και για την καταναλωτική τους νοοτροπία. Έχει αρθρογραφήσει κατά του αμερικανικού ηδονισμού, που θεωρεί πως πλέον μολύνει τους Ευρωπαίους. (περισσότερα…)

Ο Roger Scruton, ο Συντηρητισμός και η Newspeak της σύγχρονης Αριστεράς

του ΜΥΡΩΝΑ ΖΑΧΑΡΑΚΗ

Τι είναι Αριστερά, και τι Δεξιά; Ζούμε σε μια εποχή όπου οι πολιτικές διαμάχες έχουν λάβει έναν ιδιαίτερα οξύ χαρακτήρα και όμως οι περισσότεροι δυσκολευόμαστε να απαντήσουμε αυτή τη στοιχειώδη ερώτηση. Με μια σύντομη περιήγηση στην ελληνική Βικιπαίδεια, μπορεί να δει κανείς ότι εκεί ορίζονται ως «Αριστερές», οι αντιλήψεις που:

«α) Αντιμάχονται την αδικία, τις βαθιές ανισότητες και τις διακρίσεις που απορρέουν από την ταξική δομή της καπιταλιστικής κοινωνίας, β) Προωθούν την κοινωνική ισότητα, την φιλία και την συνεργασία ανάμεσα στα έθνη και τους λαούς, με σεβασμό στην κουλτούρα κάθε λαού, γ) Αγωνίζονται για ουσιαστική παιδεία και μόρφωση που να αφορά όλα τα μέλη της κοινωνίας, εναντίον του σκοταδισμού είτε εθνικιστικού, είτε θρησκευτικού».

Αντίθετα, ο όρος «Δεξιά»:

«αναφέρεται στις πολιτικές που προωθούν την ιδέα της συντήρησης. Η ιδεολογία της δεξιάς ασπάζεται την προάσπιση των θρησκειών και των εθνικών παραδόσεων, γιατί αποτελούν, κατ’ αυτή, αναπόσπαστο στοιχείο κάθε κοινωνίας, απαραίτητο για την μετεξέλιξη και τη διαρκή πρόοδό της. Η δεξιά εμφανίζεται υπέρμαχη μόνο του οικονομικού φιλελευθερισμού, ενώ αντιτίθεται στον πολιτικό φιλελευθερισμό, τις πολιτικές ελευθερίες, στην ανεξιθρησκία και το διαφορετικό».

Με λίγα λόγια, έχουμε μια Αριστερά που κατέχει ένα ολοφάνερο ηθικό πλεονέκτημα (δικαιοσύνη, φιλία, συνεργασία, σεβασμό, διαφωτισμό) εναντίον μιας Δεξιάς που είναι συνδεδεμένη με όλα τα κακά (ανελευθερία, μη ανεκτικότητα, μίσος στο «διαφορετικό»). Μα, θα αναρωτηθεί κανείς, πώς είναι δυνατόν να υπάρχουν τόσο κακοί και διεφθαρμένοι άνθρωποι που να στηρίζουν αυτή την πολιτική τάση που λέγεται «Δεξιά»; Και αν τελικά η διαφορά ανάμεσα σε Δεξιά και Αριστερά είναι τόσο απλή και σαφής, γιατί μας είναι τόσο δύσκολο (τουλάχιστον σε όσους από μας δεν αναμασάμε κομματικά συνθήματα) να πούμε κάτι πιο συγκεκριμένο από το παραπάνω; Μάλλον κάτι άλλο συμβαίνει λοιπόν. Κάτι που ενώ το διαισθανόμαστε, μας είναι δύσκολο να το προσδιορίσουμε. Μια σύντομη ιστορική επισκόπηση κρίνεται αναγκαία.

Ο αιώνας που πέρασε έχει δίκαια ονομαστεί «εποχή των ιδεολογιών», καθώς οι συγκρούσεις μεταξύ κρατών έλαβαν χαρακτηριστικά ιδεολογικών συγκρούσεων.

Ωστόσο, πρώτη η Γαλλική Επανάσταση του 1789 ήταν που άνοιξε τα μάτια των θεωρητικών της πολιτικής και τους έκανε να συλλάβουν τις δυνατότητες για μια μαζική πολιτική εκμετάλλευση των ιδεολογιών. Ήταν αυτή που εδραίωσε οριστικά τις αξίες της Νεοτερικότητας, βάση των οποίων αποτελεί η βεβαιότητα πως ο κόσμος μας βρίσκεται σε συνεχή πρόοδο. Τότε καθορίστηκαν οι θεμελιώδεις όροι του πολιτικού φάσματος. Συγκεκριμένα, στις 11 Σεπτεμβρίου, οι Γάλλοι βουλευτές της Συντακτικής Εθνοσυνέλευσης συνήλθαν προκειμένου να αποφασίσουν σχετικά με το βασιλικό βέτο. Όσοι από αυτούς τάχθηκαν υπέρ, τοποθετήθηκαν δεξιά από τον πρόεδρο της συνεδρίας, ενώ όσοι ήταν κατά, αριστερά. Έκτοτε ο συντηρητισμός ονομάστηκε «Δεξιά», ο σοσιαλισμός «Αριστερά», ενώ ο φιλελευθερισμός φαίνεται ότι εκπροσωπούσε το «Κέντρο», μια μεσολάβηση ανάμεσα σε αυτά τα δύο. Αυτή η διαφοροποίηση αντικατόπτριζε το πώς αντιλαμβανόταν καθεμιά την κοινωνική μεταβολή: ο συντηρητισμός επεδίωκε μια όσο το δυνατόν μεγαλύτερη επιβράδυνση και ομαλή μετάβαση, ο φιλελευθερισμός αποσκοπούσε σε ήπιες αλλά και σταθερές μεταρρυθμίσεις, και τέλος, ο σοσιαλισμός επεδίωκε να γίνουν ριζοσπαστικές αλλαγές στην κοινωνία. Ωστόσο, με την επικράτηση της αστικής τάξης και την εδραίωση του βιομηχανικού καπιταλισμού, ο συντηρητισμός της παράδοσης (δηλαδή ο οποίος αντιλαμβανόταν τον κόσμο ως ένα ιεραρχικό σύστημα που στηρίζεται στη θεϊκή τάξη και υποστήριζε τα δικαιώματα της κληρονομικής αριστοκρατίας των φέουδων) ουσιαστικά παρήκμασε και εξαφανίστηκε.

Ωστόσο, στα τέλη του 19ου αιώνα έκανε την εμφάνισή της μια (άκρα) Δεξιά με εθνικιστικό πρόσημο, που πλέον δεν επεδίωκε την παλινόρθωση αλλά την εγκαθίδρυση μιας νέας κοινωνικής τάξης. Διαφορετική από τον συντηρητισμό-νοσταλγό του μεσαιωνικού και χριστιανικού παρελθόντος, ήταν ριζοσπαστική και αντιλαμβανόταν την πολιτική ως δαρβινική πάλη για την «επιβίωση του ισχυρότερου». Ο πόλεμος του 1870 ήταν  η πρώτη διεθνής σύγκρουση που ερμηνεύτηκε με δαρβινικούς όρους. Αυτός ο νέος συντηρητισμός με τον εθνικιστικό, ιμπεριαλιστικό, κρατικιστικό και βίαια αντιαριστερό του λόγο, ουσιαστικά υπήρξε η γέφυρα μετάβασης από τον παραδοσιακό συντηρητισμό του 19ου αιώνα στον εθνικιστικό ριζοσπαστισμό του 20ού.

Συγκεκριμένα, μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Ευρώπη είδε τη σύγκρουση αυτών των τριών μεγάλων ιδεολογιών: ο φιλελευθερισμός αποσκοπούσε στην εθνική αυτονομία και αυτοδιάθεση των λαών, ο (νέος) συντηρητισμός επεδίωκε την εθνική, στρατιωτική κυριαρχία, ενώ ο σοσιαλισμός ήθελε να εγκαταστήσει μια παγκόσμια κομουνιστική κοινωνία, πέρα από τα όρια των εθνικών κρατών. Η ιδεολογική διαμάχη ενσαρκώθηκε σε διαμάχη ανάμεσα σε κράτη. Εκμεταλλευόμενος λοιπόν το πνευματικό κλίμα της Ευρώπης στον 20ό αιώνα, ο φασισμός, γέννημα του (νέου) συντηρητισμού, έκανε τη δυναμική του εμφάνιση προωθώντας έναν χαρισματικό ηγέτη, ο οποίος μπορούσε να κατευθύνει τις μάζες μέσα από λέξεις και σύμβολα και να ωθήσει σε έναν νέο πόλεμο. Ο νέος πόλεμος, που έφερε και την οριστική συντριβή του φασισμού, άνοιξε τον δρόμο στο ψυχροπολεμικό τοπίο: η αντιπαράθεση πλέον ήταν ανάμεσα στα φιλελεύθερα κράτη της Δύσης και τον ρωσικό σοσιαλισμό. Μετά την εσωτερική αποσύνθεση και την πτώση των μεγάλων σοσιαλιστικών καθεστώτων, απέμεινε πρακτικά ο φιλελευθερισμός ως ο απόλυτος κυρίαρχος στο διεθνές γίγνεσθαι.  Ο 20ός αιώνας έκλεισε έτσι με την τριπλή νίκη της φιλελεύθερης δημοκρατίας: πρώτα έναντι των μεγάλων αυτοκρατοριών, έπειτα εναντίον των διάφορων φασισμών, και τέλος εναντίον του κομουνιστικού σοσιαλισμού. Ο νεοφιλελευθερισμός και η σοσιαλδημοκρατία, οι δύο σημαντικότερες πολιτικές τάσεις της εποχής μας, δεν είναι στην πραγματικότητα δύο αντιτιθέμενα συστήματα, αφού κανένα από τα δύο δεν επιδιώκει την κατάργηση του καπιταλιστικού συστήματος, αλλά περισσότερο ως διαμάχη ανάμεσα σε δύο διαφορετικές εκδοχές του φιλελευθερισμού, η μια από τις οποίες δίνει έμφαση στην κοινωνική δικαιοσύνη (σοσιαλδημοκρατία-Αριστερά), ενώ η άλλη στην ατομική ελευθερία και την οικονομική ανάπτυξη μέσω επενδύσεων (νεοφιλελευθερισμός-Δεξιά). Μάλιστα, τις τελευταίες τρεις δεκαετίες η Αριστερά εστιάζει την κριτική της στην υποχώρηση της σοσιαλδημοκρατίας (κράτος πρόνοιας) υπέρ του νεοφιλελευθερισμού. Σήμερα, δεδομένης της διασφάλισης της δημοκρατίας, το ερώτημα (που λαμβάνει κυρίως οικονομικό χαρακτήρα) είναι αν πρέπει να δοθεί προτεραιότητα στην ελευθερία ή στην ισότητα. Σχηματικά, θα μπορούσε να πει κανείς ότι η σύγκρουση νεοφιλελευθερισμού και σοσιαλδημοκρατίας έγκειται στην προτίμηση ενός από τα δύο στοιχεία της φιλελεύθερης δημοκρατίας: ο νεοφιλελευθερισμός επιμένει σθεναρά υπέρ του φιλελεύθερου στοιχείου, επιζητώντας τη διευρυμένη επάνοδο των αρχών του κλασικού φιλελευθερισμού του laissez-faire, ενώ οι πολυποίκιλες εκδοχές της σοσιαλδημοκρατίας επιδιώκουν την υπέρβαση των ανισοτήτων, και σε τελική ανάλυση του ίδιου του καπιταλισμού, απορρίπτοντας το δίλημμα «επανάσταση ή μεταρρύθμιση» υπέρ του προτάγματος «επανάσταση μέσω μεταρρύθμισης», το οποίο προβάλλουν ως ένα περαιτέρω βήμα εκδημοκρατισμού.

Αυτά για το Κέντρο και την Αριστερά. Τι σημαίνει όμως Δεξιά σήμερα; Πώς εμπλέκεται ο σύγχρονος συντηρητισμός με τη διαμάχη σοσιαλδημοκρατίας και νεοφιλελευθερισμού; Αρχικά, ο σημερινός συντηρητισμός ελάχιστη σχέση έχει με τον νέο συντηρητισμό, ο οποίος όπως είδαμε προέβαλε έναν επιθετικό και αντιφιλελεύθερο εθνικισμό. Πρόκειται έτσι για την τρίτη, κατά σειρά, μορφή συντηρητισμού, η οποία έχει κοινό με τις προηγούμενες την έμφαση στην υπεράσπιση των παραδοσιακών αξιών. Σήμερα, ενώ ο νεοφιλελευθερισμός και η σοσιαλδημοκρατία τείνουν να ζητούν μια όλο και μεγαλύτερη διεθνική συνεργασία στο πλαίσιο της Παγκοσμιοποίησης, επιδιώκοντας ισχυρές αλλαγές στην οικονομία και την πολιτική, ο σύγχρονος συντηρητισμός επιδιώκει να διασώσει ορισμένες αξίες του παρελθόντος: έθνος, θρησκεία, παράδοση, αλλά και τις βασικές αρχές της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Αντίθετα λοιπόν με τη σύγχρονη Αριστερά που τονίζει την κρατική δράση απέναντι στο άτομο και με το φιλελεύθερο Κέντρο, που δίνει το προβάδισμα στην ατομική πρωτοβουλία, η Δεξιά θέτει την κοινωνία υπεράνω και του κράτους και του ατόμου. Ένας από τους σημαντικότερους υποστηρικτές του πολιτικού Συντηρητισμού ήταν ο Βρετανός φιλόσοφος και συγγραφέας, Sir Roger Scruton. Εδώ θα ασχοληθούμε με την παρουσίαση και τον σχολιασμό του βιβλίου του Τρελοί, Τσαρλατάνοι, Ταραχοποιοί: διανοούμενοι της Νέας Αριστεράς (2015), που αποτελεί συνέχεια και επανεπεξεργασία του προηγούμενου έργου του, Διανοούμενοι της Νέας Αριστεράς (1985). Ο Scruton ασκεί εδώ κριτική σε μια πλειάδα σύγχρονων διανοουμένων, από τους Sartre, Althousser και Foucault, ως τους Horkheimer, Adorno, Gramsci, Lucacs, Badiou και Zizek. Το βιβλίο διαπνέεται από μια κεντρική ιδέα: πρέπει να απελευθερώσουμε τον πολιτικό διάλογο από την κατάσταση στην οποία τον έχει εγκλωβίσει η Αριστερά και η κληρονομιά της, από την εποχή του Marx. Σε αυτό, πάντα σύμφωνα με τον Scruton, καλείται σήμερα να διαδραματίσει καίριο ρόλο η συντηρητική Δεξιά.

Τι ακριβώς είναι όμως η Αριστερά; Τι σημαίνει Αριστερός; Σύμφωνα με τον Scruton, ο Αριστερός σήμερα είναι ένας άνθρωπος που αισθάνεται και συμπεριφέρεται σαν να τον έχει προδώσει σύσσωμη η κοινωνία στην οποία ζει. Είναι ο άνθρωπος που θα μπορούσε να βρει τον εαυτό του στην περίφημη φράση του Μεφιστοφελή του Faust: «είμαι το πνεύμα που πάντα αρνείται», καθώς μόνιμη επιδίωξή του είναι η άρνηση και ο υποβιβασμός του υπαρκτού χάρη του ιδεατού. Αυτό που υποβιβάζει όμως η Αριστερή σκέψη δεν είναι τίποτε άλλο από τα μεγάλα επιτεύγματα του Δυτικού πολιτισμού: το κράτος δικαίου, ο διαχωρισμός των εξουσιών, το δικαίωμα στην ιδιοκτησία κ.λ.π. Σύμφωνα με τον Scruton, ο Marx, ίσως ο μεγαλύτερος Αριστερός διανοητής όλων των εποχών, εμπνεόταν από μια μεγάλη πηγή, που δεν είναι άλλη από το μίσος για όσους κατέχουν ιδιοκτησία και δύναμη. Συνάμα, ο Marx υπήρξε ένας πρώτης τάξεως πολιτικός προπαγανδιστής. Ένα από τα σπουδαιότερα όπλα του, σύμφωνα με τον Scruton, ήταν η διάκριση της επιστήμης από την ιδεολογία. Συγκεκριμένα, προσφέροντας μια συστηματική φιλοσοφία της ιστορίας και μια θεωρία της εργασιακής αξίας, η σκέψη του Marx κατόρθωσε να περιβληθεί με τον μανδύα της επιστήμης, εκτοπίζοντας (ακόμη και τους σοσιαλιστές) αντιπάλους του ως απλούς «ιδεολόγους». Σε αυτό συνέδραμε σημαντικά η “Newspeak” (όρος του George Orwell), μια ειδική μορφή γλώσσας, που αντί να περιγράφει την πραγματικότητα, επιχειρεί να ασκήσει έλεγχο πάνω της. Η Newspeak συνεχίζει να ευδοκιμεί και σήμερα, στα χείλη των πάσης φύσεως Αριστερών διανοητών.

Μάλιστα, η μεγαλύτερη απόδειξη της επιτυχίας της, κατά τον Scruton, είναι ότι έπεισε τόσους ανθρώπους ότι ο φασισμός και ο κομουνισμός είναι απόλυτα αντίθετοι, παρά την ιστορική εμπειρία. Μέχρι σήμερα, ταλαντούχοι ιστορικοί όπως ο Hobsbawm, ο Thompson και ο Perry Anderson δε διστάζουν να μεταχειρίζονται μαρξιστικά σχήματα για να αναδείξουν την ανωτερότητα του υπαρκτού σοσιαλισμού, ενώ στοχαστές και φιλόσοφοι όπως ο Zizek ή ο Badiou, πασχίζουν να μας πείσουν ότι ο ολοκληρωτισμός των κομμουνιστικών κρατών υπήρξε κάτι θετικό και αυτόχρημα καλύτερο από τον ακροδεξιό ολοκληρωτισμό. Έτσι, σχεδόν κάθε αντιπαραβολή του φασισμού με τον κομουνισμό είναι αναγκασμένη να τονίζει την απόλυτη αντίθεση ανάμεσα στον κόλαση της φασιστικής πράξης και την υπόσχεση για επίγειο παράδεισο της προδομένης κομουνιστικής θεωρίας. Οι όροι δεν είναι τυχαίοι: εκτός από συμπάθεια σε ολοκληρωτικές τάσεις, μεγάλες μερίδες της Αριστεράς έχουν κατά καιρούς εκδηλώσει μια εσχατολογία και έναν μεσσιανισμό (όσον αφορά τον ιστορικό ρόλο του προλεταριάτου), πίσω από τους οποίους εύκολα ανιχνεύει κανείς έναν ψευδοθρησκευτικό ζήλο. Επιπλέον, εξαιτίας της επιμονής του στην «ολική» σύλληψη (και μεταβολή) της κοινωνίας, ο μαρξισμός πλησιάζει όχι μονάχα τις παραδοσιακές θρησκείες αλλά και με τον «υπ’ αριθμόν ένα εχθρό του και ομόαιμο αδελφό του», τον φασισμό. «Η ρητορική της ολότητας κρύβει την άδεια θέση στην καρδιά του συστήματος, εκεί που θα έπρεπε να είναι ο θεός» γράφει ο Scruton. Σε αυτό συνηγορεί η τάση για αίρεση και διχασμό, διαρκώς παρούσα στον Αριστερό χώρο:

«υπάρχει στην Αριστερά ένας αξιοσημείωτος φόβος για τις αιρέσεις, μια επιθυμία να διαφυλαχθεί η ορθοδοξία και να κυνηγηθεί ο αντιφρονών μαρτυρούν περί αυτού η απάντηση του Αλτουσέρ στον μαρξιστικό ανθρωπισμό, οι επιθέσεις του Άντερσον στον Ε.Π. Τόμσον, η καταγγελία από τον Μπαντιού εκείνων που ακολουθούν το “simulacrum” αντί για το αληθές Συμβάν, η κολσμενη αναζήτηση του Λούκατς των κακοήθων “-ισμών” της ημέρας, και η καταγγελία των ‘δευψο-διανοουμένων” από τον Σαρτρ» (σ.  321)

Βέβαια, ομολογεί ο Scruton, η Αριστερά έχει βγάλει πλέον τα μαρξιστικά γυαλιά. Η σύγχρονη αποδομητική Αριστερά, κατά Scruton, τείνει στην υποβάθμιση της έννοιας της αντικειμενικότητας, του ορθολογισμού και κάθε παράδοσης χάρη ενός προγράμματος που δεν έχει καν σαφείς πολιτικές επιδιώξεις. Ποίες είναι όμως οι επιδιώξεις της; Σύμφωνα με τον Scruton, η σύγχρονη Αριστερά έχει δύο κυρίως στόχους σήμερα: όλο και μεγαλύτερη κοινωνική ισότητα με κάθε τρόπο αφενός, και ατομική χειραφέτηση από το αστικό σύστημα αφετέρου (θα μπορούσε εδώ κανείς να φέρει στο μυαλό του τη σεξουαλική απελευθέρωση του Μάη του ’68). Όπως λέει ο ίδιος:

«Η ίδια συλλογιστική που έχει στόχο να καταστρέψει τις ιδέες της αντικειμενικής αλήθειας και της απόλυτης αξίας, επιβάλλει την πολιτική ορθότητα ως απολύτως δεσμευτική και τον πολιτιστικό σχετικισμό ως αντικειμενική αλήθεια» (σελ. 268).

Παρά το γεγονός ότι τα ιδεώδη της ισότητας και της ελευθερίας είναι ουσιαστικά ασύμβατα, η Αριστερή εμμονή επιβιώνει και αναπαράγεται ασταμάτητα. Αντίθετα, οι Δεξιές προσεγγίσεις βρίσκονται κατά κανόνα στο περιθώριο του εκπαιδευτικού συστήματος και περιφρονούνται από τα μέσα επικοινωνίας (σ. 320). Εύκολα να το διακρίνει κανείς μέσα στα Πανεπιστήμια, όπου:

 «σχεδόν όλοι όσοι ασπάζονται τις σχετικιστικές “μεθόδους” που εισήχθησαν στις ανθρωπιστικές επιστήμες από τους Φουκώ, Ντεριντά και Ρόρτυ, είναι σφοδροί υποστηρικτές ενός κώδικα πολιτικής ορθότητας που καταδικάζει την απόκλιση με απόλυτους και αδιάλλακτους όρους. Η σχετικιστική θεωρία υπάρχει για να στηρίζει ένα απολυταρχικό δόγμα […]Η επίθεση στο νόημα που ανέλαβαν οι αποδομιστές δεν είναι επίθεση στα “δικά μας” νοήματα, που παραμένουν ακριβώς αυτό που πάντα ήσαν: ριζοσπαστικά, εξισωτικά και παραβατικά. Είναι επίθεση στα νοήματά “τους”-τα νοήματα που διαφυλάχθηκαν από μια παράδοση καλλιτεχνικής σκέψης και πέρασαν από γενιά σε γενιά με τις παλιές μορφές λογιοσύνης» (σελ. 266-267).

Παρά την απαγκίστρωσή τους από τον μαρξισμό και την παταγώδη αποτυχία του υπαρκτού σοσιαλισμού, οι Αριστεροί διανοούμενοι δεν πτοήθηκαν. Αντίθετα, ανέλαβαν την υποχρέωση να επικρίνουν το καπιταλιστικό σύστημα: ο Foucault αφιέρωσε το έργο του στην αναγωγή κάθε στοιχείου της κοινωνίας των πολιτών σε μυστικές σχέσεις εξουσίας, η Σχολή της Φραγκφούρτης εξαπέλυσε επιθέσεις ενάντια στην παρακμή της τέχνης με τη μαζική κουλτούρα και αιρετικοί στοχαστές όπως ο Veblen και ο Galbraith προσπάθησαν τόσο επίμονα να μας πείσουν ότι ο καταναλωτισμός δεν είναι αναγκαία συνέπεια της δημοκρατίας αλλά μια παθολογική μορφή της. Με έναν λόγο, η νέα αριστερά έκανε αυτοσκοπό της την άνευ όρων κριτική του καπιταλιστικού συστήματος και την επινόηση διαρκώς νέων μορφών «απελευθέρωσης» από τις συνέπειές του. Παράλληλα όμως ενυπάρχει μέσα της και η επιθυμία της να μας δείξει  πως η διαφορά ανάμεσα στα ολοκληρωτικά κράτη του υπαρκτού σοσιαλισμού και τις φιλελεύθερες δημοκρατίες της Δύσης δεν είναι και τόσο μεγάλη. Είτε μιλάμε για τον Sartre, τον Lucacs, τον Adorno, τον Hobsbawm, ή τον Badiou, η στάση είναι κοινή: το έγκλημα δε συνιστά έγκλημα αν ο στόχος του είναι η ουτοπία.

Συνοψίζοντας, τα διάφορα Αριστερά οράματα, παρά τις επιμέρους διαφορές τους, έχουν ένα σημαντικό κοινό στοιχείο: την απορρόφηση όλων των εξουσιών της κοινωνίας από το κράτος (σ. 313). Σε αυτό ακολουθούν κατά πόδας τα σοσιαλιστικά κράτη του 20ού αιώνα. Σε τελική ανάλυση, όλες οι επιμέρους εκδοχές αριστερίστικου λόγου (ιδιαίτερα μετά τον γαλλικό Μάη) όχι απλώς δε στηρίζουν ουσιαστικά τους κοινωνικά καταπιεσμένους υπέρ των οποίων κόπτονται, αλλά εκφράζουν τις ονειρώξεις ορισμένων επηρμένων διανοούμενων, που εκμεταλλεύονται την «αστική δημοκρατία» και την οικονομική άνεση που τους προσφέρει το καπιταλιστικό σύστημα για να το επικρίνουν. Όταν ο κομουνιστής διανοούμενος μιλάει για «ταξική συνείδηση» του προλεταριάτου δεν τον απασχολεί η αληθινή αντίληψη της πραγματικού προλεταριάτου (αφού θεωρεί κάθε έκφρασή της «οπορτουνισμό»). Αυτό που τον νοιάζει είναι η ιδεατή και αφηρημένη σύλληψη που έχει κατασκευάσει ο ίδιος. Πότε έκανε κάποια χειρωνακτική εργασία ο Lucacs, o Lenin, O Engels και σε τελική ανάλυση, ο ίδιος ο Marx; Τι γνώριζαν οι συγκεκριμένοι για την αληθινή εξαθλίωση των ανθρώπων; Στο μυαλό τους, οι εργάτες αποτελούν μονάχα μια απλή αφαίρεση για την επίτευξη των διανοουμενίστικων Αριστερών ονειρώξεων, καταλήγει ο Scruton. Αυτή η αδιαφορία για τα πραγματικά ανθρώπινα όντα που αποτελούν την εργατική τάξη καθιστά δυνατή την εξόντωσή τους στον εμπειρικό κόσμο των κομουνιστικών καθεστώτων (σ. 115).

Φαίνεται πως ο Scruton θεωρεί εδώ (και το έχει πει ρητά αλλού) ότι ο κύριος λόγος που η πλειονότητα της διανόησης ανήκει στην Αριστερά, είναι η ανάγκη της να διαφοροποιηθεί από τον απλό λαό, υποστηρίζοντας ριζοσπαστικές ιδέες που διαπνέονται από φλογερό μεταρρυθμιστικό ζήλο. Οι διανοούμενοι είχαν την τάση να πιστεύουν σε ουτοπίες ήδη από την εποχή του Πλάτωνα, ακριβώς επειδή πίστευαν πως θα έπρεπε οι ίδιοι να έχουν τον καθοδηγητικό ρόλο μέσα σε αυτές. Το μεγαλύτερο ψέμα της η Αριστερής διανόησης, συμπεραίνει, ήταν η ιδέα ότι όλα τα προβλήματα της ζωής μπορούν να λυθούν με την πολιτική. Με αυτόν τον τρόπο απλώς υπέτασσαν την κοινωνία στο κράτος. Στην πραγματικότητα, είναι αδύνατο να εξαφανίσουμε κάθε πηγή κακού στον κόσμο μας. Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι ορισμένες μικρές αλλαγές, προς όφελος της δικαιοσύνης και της ανθρωπιάς. Αυτό όμως δεν γίνεται μονάχα με την πολιτική: η υψηλή τέχνη, η θρησκευτική λατρεία και οι γνήσιες κοινωνικές συναναστροφές μπορούν να πετύχουν περισσότερα πράγματα από τις διαμαρτυρίες και τις πολιτικές επεμβάσεις. Οι σκοποί της ζωής προκύπτουν από τις ελεύθερες ενώσεις μας και όχι από την καταναγκαστική πειθαρχία μια εξισωτικής ελίτ. Αυτό είναι που η Αριστερά αδυνατεί να καταλάβει και γι’ αυτό δε θα δει κανένας στα γραπτά συγγραφέων όπως ο E.P. Tompson εγκωμιασμό για τις γιορτές, τις ομάδες κρίκετ, τις χορωδίες, τις λέσχες χορού και την πλούσια αγγλική κοινωνική ζωή, όσο και αν ο τελευταίος εγκωμιάζει με πάθος και λυρισμό την αλληλεγγύη της εργατικής τάξης στις πόλεις (σ. 314). Η κριτική του Scruton απέναντι στον πολιτικό μεσσιανισμό και την ουτοπία, ο Scruton τόνιζε την ανάγκη για ομορφιά, ελεύθερες ενώσεις και πολιτισμό. Η λύση που αντιπροτείνει ο Scruton στα Αριστερά οράματα δεν είναι λοιπόν άλλη από τη διάκριση κράτους και κοινωνίας των πολιτών (σ. 315).

Παραθέτοντας ένα απόσπασμα από τους πλατωνικούς Νόμους, (να σημειωθεί ότι ο Scruton φαίνεται να θεωρεί τον Πλάτωνα ως έναν διανοούμενο που ανένηψε από τον πειρασμό του ολοκληρωτισμού), εξηγεί ότι το onus probandi στην πολιτική συζήτηση δεν ανήκει στους συντηρητικούς υποστηρικτές της φιλελεύθερης δημοκρατίας, αλλά αντίθετα στους ίδιους τους Αριστερούς ριζοσπάστες διανοητές.  Εδώ θυμάται κανείς τα σύντομα videos από τον οργανισμό Prager U, όπου συντηρητισμοί σαν τον Dennis Prager και τον Jordan Peterson εξηγούν γιατί θεωρούν τη σύγχρονη Αριστερά είναι κίνδυνος για τη δημοκρατία. Θα υποτιμούσε βέβαια κανείς τον Scruton αν παραβλέποντας την αξιοσημείωτη ευρυμάθεια, τη διεισδυτικότητα και το βρετανικό χιούμορ του, τον τοποθετούσε απροβλημάτιστα στον χώρο του συντηρητισμού, ως έναν ακόμη εκπρόσωπό του. Ο πειρασμός να παραβλέψει κανείς τις ατέλειες του βιβλίου του είναι λοιπόν μεγάλος. Οφείλουμε όμως να επισημάνουμε ότι ο Scruton δεν είναι αμερόληπτος: αν και αναγνωρίζει την ευφυΐα των Sartre και Foucault, συχνά ταυτίζει την Αριστερά με τις ακραίες εκδηλώσεις της. Το βιβλίο του είναι σε τελική ανάλυση έργο αγανάκτησης και ό,τι κερδίζει από αυτό σε γλαφυρότητα το χάνει σε κριτική ανάλυση. Λόγω της επιθυμίας του να καταδικάσει, ο Scruton αφιερώνει λιγότερο χρόνο στο να κατανοήσει: τόσο τις ιδιαιτερότητες του εκάστοτε Αριστερού ρεύματος όσο και τις ιστορικές αιτίες ανάδυσής του. Με αποτέλεσμα το παρόν βιβλίο του συχνά να διαβάζεται, λόγω της γλαφυρότητάς του, από άτομα που δεν έχουν την ευστροφία και την ωριμότητα του Scruton και ως εκ τούτου είναι πολύ λιγότερο πρόθυμα να διακρίνουν οτιδήποτε θετικό στην Αριστερή σκέψη.

Εδώ αξίζει μια παρατήρηση. Όπως είναι γνωστό, κάθε οργάνωση των ανθρώπινων όντων συνεπάγεται άσκηση εξουσίας. Στη μαζικοδημοκρατική κοινωνία που ζούμε όμως οι έννοιες της ιεραρχίας και της παράδοσης έχουν πέσει σε κάποια δυσμένεια. Οι άνθρωποι θέλουν να είναι ίσοι μεταξύ τους και να μη δεσμεύονται από κανενός είδους αυθεντία ή έθιμο. Γι’ αυτό και οι νέες μορφές κοινωνικής εξουσίας τείνουν στην ισοπέδωση της ιεραρχίας και προχωρούν σε (φαινομενικά) ηπιότερους τρόπους άσκησης της εξουσίας. Οι πολιτικοί σήμερα, στην πλειοψηφία τους, μιλούν εξ ονόματος του λαού αλλά και αυτοπροβάλλονται ως γνήσια τέκνα του, οι μοντέρνοι εργοδότες προσπαθούν να κάνουν τους εργαζομένους τους να νιώθουν μάλλον ως ισότιμοι συμμέτοχοι στη λύση προβλημάτων παρά ως «υφιστάμενοί» τους, ενώ όλο και περισσότεροι εκπαιδευτικοί των ημερών μας τονίζουν την ισότητα μεταξύ παιδιών και ενηλίκων, η σχέση των οποίων δεν πρέπει κατ’ αυτούς να είναι μια σχέση μετάδοσης πληροφοριών από τον γνώστη στον αμαθή αλλά «κατασκευή» της πραγματικότητας μέσα από την κοινή εμπειρία και των δύο (κονστρουκτιβισμός). Οι Αριστεροί διανοητές που περιγράφονται στο βιβλίο επιδιώκουν ακριβώς αυτό: αφενός την απαγκίστρωση από την παράδοση, αφετέρου τη διάλυση της ιεραρχίας και την καθιέρωση ισότητας με κάθε δυνατό τρόπο.

Επομένως, μάλλον ο Scruton δεν είναι εντελώς ακριβής σε αυτό: δεν είναι η ανάγκη των διανοουμένων για διαφοροποίηση από τη «μάζα» που τους ωθεί σε Αριστερές τάσεις, αλλά αντίθετα, η ανάγκη τους να παριστάνουν ότι βρίσκονται εγγύς σε αυτή και ότι είναι ίσοι και όχι ανώτεροί της. Έτσι, θα μπορούσε να πει κανείς, η Αριστερά είναι μια πολιτική τάση κομμένη και ραμμένη στα μέτρα της μαζικοδημοκρατικής εποχής μας. Ωστόσο, ας μην το κρύβουμε, το βιβλίο είναι ένα αριστούργημα, μια σύγχρονη εκδοχή της “trahison des clercs” που έχει πολλά να πει και στη χώρα μας. Σε τελική ανάλυση, ο Scruton έχει διττό στόχο: τόσο την απαγκίστρωση των διανοουμένων από τις ουτοπικές (και συχνά ολοκληρωτικές) πολιτικές τάσεις, όσο και την ουσιαστική κάλυψη του χάσματος ανάμεσα σε διανοούμενους και απλούς πολίτες, πράγματα που στην ουσία αποτελούν δύο όψεις του ίδιου νομίσματος.

ΜΥΡΩΝ ΖΑΧΑΡΑΚΗΣ