σάτιρες

Απορριματοtherapy

*

(Να ζήσεις 24 ώρες χωρίς το είδος πρώτης ανάγκης)*

Ήθελα μόνο σήμερα, μονάχα για μια μέρα,
μόνο μια μέρα δίχως του – χωρίς καν να τ’ αγγίξω.

(Ήθελες μόνο σήμερα, μονάχα ν’ αποφύγεις
τόσες χιλιάδες χρήσεις του, τόσες πολλές μορφές του.)

Ήθελα μόνο σήμερα, μονάχα για μια μέρα·
μια μέρα δίχως πλαστικό – χωρίς καν να τ’ αγγίξω.

***

Μ’ αυτές τις σκέψεις ξύπνησα…

Μ’ αυτές τις σκέψεις κάθισα στου κρεβατιού την άκρη
κι όπως βιαζόμουν πάτησα στο πλαστικό χαλάκι.

(Κι όπως σφιγγόσουν πάτησες στο πλαστικό χαλάκι·
τόσο νερό τι το ’θελες μέσα στη μαύρη νύχτα; )

Κι ύστερα βρέθηκα μπροστά στο πόμολο του μπάνιου
(κι ύστερα πέτρωσες μπροστά στο πόμολο του μπάνιου),

πόμολο γκρίζο στρογγυλό, γκρίζας κλεισμένης πόρτας,
όλο ντυμένο πλαστικό – δεν τ’ άγγιξα καθόλου·

δεν τ’ άγγιξα, μα φώναξα: καλή μου, θα μπορέσεις; …
Και μπόρεσε.

***

Υγρά σαπούνια σήμερα, πομάδες, ξυραφάκια,
κολόνιες κι αποσμητικά περίμεναν ματαίως.

Άνοιξα για τα δόντια μου (πες: τα σφραγίσματά σου )
μιαν οδοντόβουρτσα μπαμπού με τρίχες άγριου χοίρου, (περισσότερα…)

Τη Ρωμιοσύνη να την καις

*

Αυτά τα δέντρα βολεύονται και με λιγότερο ουρανό,
αυτές οι πέτρες βολεύονται και κάτου απ’ τα ξένα βήματα,
αυτά τα πρόσωπα βολεύονται και δίχως τον ήλιο,
αυτές οι καρδιές βολεύονται και δίχως το δίκιο.

Όταν σφίγγουν το χέρι, τα ντηλ τους είναι όλεθρος για τον κόσμο,
όταν χασκογελάνε, ένα μικρό φιδάκι φεύγει μες απ’ τη γραβάτα τους,
όταν πληρώνονται, όταν πληρώνονται, τη γη ρημάζουν κερδοφόρα
με κονδύλια και με ρεμούλα.

Με τόση στάχτη εχάθη ο ήλιος αν και μέρα
με τόσες κάφτρες ανάβει κόκκινος ουρανός
και τούτοι πάνε διακοπές κι εκείνοι στις οθόνες
και τούτοι πάνε διακοπές κι εκείνοι κάνουν σκρόλινγκ. (περισσότερα…)

Το Στέλιο Καζαντζίδι τραγουδά για τη συμπερίληψη

*

γράφει η Σάρα – Ζεϊνέπ Σολή

///

Αγαπητό Νέο Πλανόδιον,

Στην διάρκεια μιας σύντομης χειμερινής καθόδου μου στην Ελλάδα, την οποία ευτυχώς άφησα οριστικά πίσω να χάνεται πνιγμένη στην πατριαρχία και την τοξικότητα, πέτυχα με χαρά στ@ αποβάθρ@ του σταθμού μετρό «Κεραμεικό» την ευμενή ευχή «Καλές γιορτές σε όλ@», υπογεγραμμένη από το Ίδρυμα Μιχάλι Κακογιάννι. Διαπίστωσα, λοιπόν, κοιτώντας ευτυχισμένο τη διαφήμιση, πως και το συγκεκριμένο Ίδρυμα παίρνει επιτέλους το σωστό δρόμο που χρόνια τώρα ακολουθεί και το αντίστοιχο Ίδρυμα που κληροδότησε το Αριστοτέλι Ωνάσι, απολύτως πιστό και τίμιο στην συμπεριληπτική κοσμοαντίληψη του εκλιπόντος δημιουργού και μακριά από αποκλεισμούς και περιχαρακώσεις κατά τον αγώνα του να χτυπήσει τον καπιταλισμό στη ρίζα του ενόσω μάχεται για μια πραγματικά αντικαπιταλιστική, ρηξικέλευθη και ριζοσπαστική κοινωνία.

Στη συνέχεια του χειμώνα, ωστόσο, η πρωτοπόρα αφίσα αντικαταστάθηκε διαδικτυακά από μια ακαδημαϊκή και συμβατική ευχητήρια χριστουγεννιάτικη κάρτα. Αδυνατώ να γνωρίζω αν υπήρξε κάποια εσωτερική αντιδραστική αλλαγή κατεύθυνσης έπειτα από διχογνωμία ή μια συνειδητή διπλή πρακτική από πλευράς του Ιδρύματος, φοβούμεν@ προφανώς τον σεξιστικό οχετό των φασιστικών social media όπου μπορεί το καθέν@ να εκφράσει ελεύθερα την άποψή του χωρίς διαμεσολαβήσεις.

Εξ αφορμής αυτού, επομένως, παίρνω σήμερα την πρωτοβουλία να τιμήσω την αρχική αντισυμβατική στάση του Ιδρύματος, αναδεικνύοντας τα όσα πραγματικά ήθελε να γράψει το Κακογιάννι σε ένα κομβικό τραγούδι του, αλλά η μεσαιωνική ελληνική πραγματικότητα δεν του είχε επιτρέψει. Κρίνοντας, μάλιστα, από την έσχατη δημοσιότητα που έλαβε το ερμηνευτό του τραγουδιού, Στέλιο Καζαντζίδι, με αφορμή μια πρόσφατη ταινία για τη ζωή και το έργο του, η σημασία μιας τέτοιας κίνησης είναι πολλαπλή. Εξάλλου, ανέκαθεν το Στέλιο Καζαντζίδι τραγουδούσε για τη συμπερίληψη και την ξενότητα, αποδομώντας συνειδητά τόσο έμφυλους ρόλους όσο και τις παρεμφερείς άνωθεν οριζόμενες θεσιακότητες. (περισσότερα…)

Η τέχνη του ζην

*

Η ΤΕΧΝΗ ΤΟΥ ΖΗΝ

Γαλήνια χαρά
να ’χεις τακτοποιήσει τους γονείς σου μες στους τάφους τους
και να ’χεις προσπεράσει των ανθρώπων την απάτη και το ψεύδος
σα να μην προορίζονταν για σένα.

Να ’χεις χαμογελάσει με τον δόλο τους
και να μην έχεις μαρτυρήσει σε κανέναν τίποτε γι’ αυτόν.

Γαλήνια χαρά.
Να καταπιάνεσαι μεσάνυχτα με πράγματα
ωφέλιμα και νόστιμα κι απλά.
Ενώ οι καλοί και οι κακοί, οι πράοι κ’ οι προδότες,
απολαμβάνουν ήσυχα τον ύπνο τους, εσύ,
εσύ να μαγειρεύεις καθαρίζοντας
κρεμμύδια για να κάνεις καμβρολάχανο στιφάδο.

Είκοσι κρεμμυδάκια, δυο ντομάτες,
δυο-τρεις σκελίδες σκόρδο, δενδρολίβανο,
δυο φύλλα δάφνης, το αλάτι και το λάδι.

Κι όταν ετούτα βράσουν στο ελάχιστο
(εσύ τ’ ανακατεύεις)
όταν ετούτα βράσουνε, όταν μοσχοβολήσουν
να ρίξεις μέσα εκεί κομματιασμένο
το καμβρολάχανο και τέλος το νερό.

Κι έχοντας έτσι φτιάξει μία τέτοια νοστιμιά
να πέσεις ήσυχος κι εσύ να κοιμηθείς
τη νύστα ενισχύοντας μ’ εξαίσια παραμύθια
Περσών, Ελλήνων και λαών της Άπω Ανατολής.

///

ΟΤΑΝ ΚΟΠΑΔΙΑ, 12. 10. ’24:

Όταν κοπάδια αγριόχοιρων κατέβουν στα χωριά
φορώντας σκουλαρίκια, παραμάνες και καρφίτσες στα βυζιά τους, στα ρουθούνια
τους, στ’ αυτιά,
πάνε στα καφενεία για ν’ ακούσουν μια σταλιά πολιτικά.

Κι αν τα ρωτήσεις ποιος απ’ όλους τούς ταιριάζει,
έχουν «γραμμένους», λένε, Τσίπρα, Σπαρτιάτες, Κασσελάκη…
μουτζώνουν με τα τέσσερα Νου Δου και Μητσοτάκη
κι ο Ανδρουλάκης μόνο λένε πως τα νοιάζει.
Γιατί ακόμα και στη μούρη (συμπληρώνουν τα καϋμένα με το δάκρυ τους να στάζει)
μόνον ο Νίκος ειν’ εκείνος λιγουλάκι που τους μοιάζει,
και μόνο αυτός ως πρόσωπο καθόλου δεν τα σκιάζει.

/// (περισσότερα…)

Ιστορίες θερινής τρέλας

*

ΟΙ ΔΥΟ ΦΙΛΕΣ

Ήταν δυο φίλες, μια απ’ την Καρδίτσα
κι η άλλη πάλι απ’ το Ανκοράζ,
η φαλαινίτσα κι η σαρδελίτσα,
κι είπαν μια μέρα να παν στην πλαζ.

Είπαν μια μέρα να παν για μπάνιο
έλαμπε ο ήλιος, μούρλια ο καιρός,
είχαν τ’ αγέρι για καπετάνιο,
τα κυματάκια στην άμμο εμπρός.

Πήραν μαζί τους λάδια, παγούρια,
γυαλιά, πετσέτες λογιώ λογιώ
μα η φαλαινίτσα πάνω στη φούρια
πηγαίνει η ξύπνια χωρίς μαγιό.

«Α, μη σε νοιάζει», της λέει η σαρδέλα,
«κι έχω τα πάντα εγώ σκεφτεί.
Μαγιό ’χω κι άλλο, θα σού ’ρθει τρέλα!»
Και της το δίνει να βολευτεί.

– Μπα, δεν σου μπαίνει; – Ναι, με στενεύει…
– Πάχυνες μήπως; – Χμμμ, τι να πω…
– Ρουφήξου λίγο καλέ ν’ ανέβει!
– Μα μου σκαλώνει, δες, στον ποπό!

Κι όλο ρουφιέται, κι όλο ζαρώνει
η φαλαινίτσα καλά καλά,
μα κι αν τραβιέται, μα κι αν ιδρώνει,
το μαγιουδάκι δεν πάει ψηλά.

Γύρω παιδάκια, κάποιος σερφάρει,
τα κυματάκια «πλιτς» κάνουν, «πλατς»,
μα η φάλαινά μας έχει φρακάρει
μέχρι που ακούει ξάφνου ένα… χράαατς!

«Αχ, πάει το μπάνιο! Και τώρα; Πλήξη…»,
λέει με βλέμμα λυπητερό.
Η σαρδελίτσα πάει να βουτήξει
κι εκείνη ψάχνει για παρεό.

~.~

(περισσότερα…)

Μανούσος Φάσσης, Ο Κατήφορος

***

Η ΠΟΝΕΜΕΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΔΥΟ ΨΥΧΩΝ
ΣΕ ΜΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΑΠΙΑ ΚΑΙ ΑΣΥΝΕΙΔΗΤΗ

―――

Η ΤΙΜΙΑ ΕΞΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ,
ΜΑΣΤΙΓΙΟ ΣΤΗΝ ΥΠΝΩΤΤΟΥΣΑ ΗΘΙΚΗ ΜΑΣ

―――

«Αν είχα μια κόρη 16 χρονώ θα έκανα να διαβάσει κρυφά
αυτό το βιβλίο και θα ήμουν ήσυχος ότι ποτέ δε θα κινδύνευε
να παραστρατήσει…» — ΓΡ. ΞΕΝΟΠΟΥΛΟΣ,Ο Κατήφορος

Τη λέγαν Φωτεινίτσα κι όχι Κάρμεν
μα κάθονταν με τέτοια χάρη στο σκαμπώ
–ολόιδια η Πριγκιπέσσα Ιζαμπώ–
και της χαμογελούσαν όλοι οι μπάρμεν.

Είχε τα μέσα, λέγαν, με τον Πάριο
και θα ’βγαινε μια μέρα στο πλατώ
με το κόκκινο φούξια ξώπλατο
έχοντας βρει κι έναν καλό ιμπρεσάριο.

Όλοι της δίναν κάργα υποσχέσεις :
«Εσύ θα τραγουδάς με περιεχόμενο. . .».
«Αν δε σε δω μια μέρα στον Ορχομενό
σ’ ένα σκυλάδικο σου επιτρέπω να με χέσεις»,

ήταν τα λόγια του κουρέα του Θανάση
που μεγαλώσανε μαζί στην Κοκκινιά.
Μ’ αυτή είχεν αμολήσει πετονιά
να πιάσει χοντρό ψάρι όπου προφτάσει. (περισσότερα…)

Αλέξανδρος Σχινάς, Τέσσερα λεττριστικά ποιήματα

*

Τα τέσσερα λεττριστικά ποιήματα του Αλέξανδρου Σχινά που ακολουθούν, δημοσιεύτηκαν το 1964, στο τχ. 2-3 του περιοδικού Πάλι. Ο Σχινάς αποδίδει τα ποιήματα αυτά στον Ελευθέριο Δούγια, επινοημένη περσόνα του ιδίου, τα περιέλαβε δε στο μανιφέστο του «Περί υπερλεξισμού, κειμενοκολλήσεως και αθανασίας».

Ο Αλέξανδρος Σχινάς γεννήθηκε στην Αθήνα το 1924. Φοίτησε στο Βαρβάκειο Γυμνάσιο και σπούδασε στο χημικό τμήμα της φυσικομαθηματικής σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Μετά την ολοκλήρωση της στρατιωτικής του θητείας (1947-1949) άρχισε να ταξιδεύει, κυρίως σε χώρες της Δυτικής Ευρώπης ώς το 1959, οπότε εγκαταστάθηκε οριστικά στην τότε Ομοσπονδιακή Γερμανία. Από εκεί συνεργάστηκε με το Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας (1963-1965), την ΕΡΤ (μετά το 1974), και τον σταθμό της Deutsche Welle στην Κολωνία. Από την τελευταία θέση του ανέπτυξε αντικαθεστωτική δράση κατά τη διάρκεια της απριλιανής δικτατορίας στην Ελλάδα.

Στη λογοτεχνία εμφανίστηκε έφηβος το 1938 στο περιοδικό Μαθητική Ζωή με το διήγημα «Ο κατήφορος» και, πιο επίσημα, το 1951 με τη δημοσίευση του διηγήματος «Η επιστολή» στο περιοδικό Ο Αιώνας μας. Συνεργάστηκε με τα περιοδικά Πάλι (από τους βασικούς του συνεργάτες), Η Λέξη, Συντέλεια κ.ά. Κείμενά του μεταφράστηκαν σε ξένες γλώσσες.

Δημοσίευσε: Αναφορά περιπτώσεων (1966, συμπληρωμένη έκδοση 1989, διηγήματα), Η παρτίδα (1990, νουβέλα). Επίσης, το δοκίμιο Για την υπεράσπιση της ελληνικής εγκεφαλοκρηπίδας. Εναντίον του σκοταδιστικού ψευτοδημοτικισμού (1977). Μια σειρά άρθρων του συγκεντρώθηκε στον τόμο Σ’ έναν χάρτινο δρυμό. Το ελληνικό βιβλίο έξω από το θερμοκήπιο (1996).

«Η έντονη αίσθηση του καινούργιου και νεοτερικού που είχε δημιουργήσει στο κοινό της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας η αφηγηματική μορφή της Αναφοράς περιπτώσεων (περιλαμβάνει πέντε πεζά μοντέρνας τεχνικής, με χαρακτηριστικότερο το Ενώπιον πολυβολητού), έμεινε για αρκετά χρόνια δραστική. Αν και τα πεζά του Α.Σ. επιδέχονται πολλές ερμηνείες και αναγνώσεις, καθώς είναι αποσυνδεδεμένα από τις δεσμεύσεις του ρεαλισμού και τών ιστορικών αναφορών,προκάλεσαν στη δεκαετία του ’60 ιδιαίτερη εντύπωση και θεωρήθηκαν από την κριτική ως παρεμβάσεις μιας νέας ηθικής του λογοτεχνικού λόγου. Στην Αναφορά, όπως και στην μεταγενέστερη Παρτίδα, ο Σ. κατευθύνει με ανεξάντλητα παιγνιώδη και ανίερη διάθεση έναν μηχανισμό παρωδίας που υπονομεύει κάθε βεβαιότητα και σχέση αιτίου-αιτιατού. Είναι από τους πρώτους της σύγχρονης ελληνικής πεζογραφίας που χρησιμοποίησε στα πεζά του μεγάλες μάζες συνειρμικού λόγου, χωρίς να ακολουθεί τους συνήθεις συντακτικούς κανόνες, συγχέοντας επίτηδες το δοκίμιο, την αυτοβιογραφία και την ποίηση. Ωστόσο, η ειρωνική και ενίοτε σατιρική του διάθεση δεν ακυρώνει τη συναισθηματική ένταση και τον υποκειμενικό τόνο, ούτε ο αιχμηρός σαρκασμός του υποσκάπτει το ηθικό πολιτικό νόημα για τα φαινόμενα της δημόσιας ζωής.» (Αλέξης Ζήρας)

Πηγές: ekebi.gr, dedalus.gr

~.~

ΘΡΑΠΑ

Ο Γαβουνές, ο Μαμουνές, ο Παστροκωλαράκης,
Ο λαγναρμένιος Μπιθουλιάν και οι δυο σιαμαίοι Βούζοι,
Ολόκληρα μερόνυχτα συνέχεια θραπακιάζαν :
Μες στο βουρκί του μαγαζιού του Μπιθουλιάν χλιχλίβαν,
Τουμποκωρδομπαχλιάζονταν, λυσσοβουτοπαφτιάζαν,
Τρεμουλοπεφτοθρίαζαν, ιαχογαυλιούσαν,
Εναλλασσοπθακίζονταν κι αλληλοσφιχτομπλάφαν.
Κάναν ο ένας τ’ αλλονού λαχτάρ-καπουλοφρίξεις,
Κοιλιοδοντοτσικδισμούς και φτερνοσβερκοτρίγγια.
Ο Γαβουνές βαυλάκισε τον Παστροκωλαράκη.
Οι Βούζοι μακλατέψανε του Γαβουνέ τα οπίσθια,
Και ξαναβαυλακίσανε τον Παστροκωλαράκη,
Ο Μπιθουλιάν γλιβδίκωσε τρία αφτιά των Βούζων,
Κι ο Μαμουνές τζιτζίφτισε του Μπιθουλιάν τα ούλα.

Την πρώτη μέρα πλάνταξε ο Παστροκωλαράκης.
Κι ό,τι έμεινε απ’ τον Μπιθουλιάν τη δεύτερη εβυθίσθη
Και θάσπιφε μες στο βουρκί, που πηχτογλοιογλούσε
Απ’ τον κρεατοσίελο και την ιδρωμυελόρροια
Των θραπικών. Και το πρωί της τρίτης πια ημέρας
Οι μεν ήταν του θανατά, και οι Βούζοι ξεκολλήσαν. (περισσότερα…)