νεωτερικότητα

Η «μαζική ψυχοθεραπεία» και ο νεοφιλελεύθερος ατομισμός

*

του ΚΩΣΤΑ ΜΕΛΑ

~.~

Εδώ και περίπου 30 χρόνια είμαστε μάρτυρες μιας τεράστιας εξάπλωσης πληθώρας ψυχοθεραπευτικών «τεχνικών»/«πρακτικών» ως απάντηση στην παρατηρούμενη «συναισθηματική δυσφορία» της εποχής του λεγόμενου ύστερου καπιταλισμού και της μετανεωτερικότητας.

Θεωρείται πλέον επαρκώς τεκμηριωμένο ότι οι όποιες ψυχικές παθήσεις συμβάλλουν στη διαμόρφωση αυτού που ονομάζεται «συναισθηματική δυσφορία», οφείλονται πρωταρχικά και αποφασιστικά στις αλλαγές που έχουν επέλθει στον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής και συγκεκριμένα στο πέρασμα από τον φορντισμό στον μεταφορντισμό[1].

Ως απάντηση στη νέα διαμορφούμενη πραγματικότητα την περίοδο αυτή, παρατηρείται η εξάπλωση των διαφόρων ψυχοθεραπευτικών δογμάτων, που τις περισσότερες φορές γίνονται αποδεκτά χωρίς ιδιαίτερη κριτική Αυτό αποτελεί τον αδιάψευστο μάρτυρα της κατάστασης του κατακερματισμένου ατόμου στις σημερινές συνθήκες της μετανεωτερικότητας και του ύστερου καπιταλισμού. Η εξάπλωση αυτή συνοδεύτηκε από την καθοδηγούμενη αποδοχή τους εκ μέρους των λαϊκών στρωμάτων με αποτέλεσμα να χαρακτηριστεί ως «λαϊκή ψυχοθεραπευτική στροφή».

Οχήματα της διάχυσης της συγκεκριμένης εξέλιξης ήταν οι ίδιοι οι ψυχοθεραπευτές, οι οποίοι έσπευσαν να προσφέρουν «τις γνώσεις και τις εμπειρίες τους» προκειμένου να βρεθεί διέξοδος από τη συναισθηματική δυσφορία που συσσωρευόταν σε όλα και μεγαλύτερο αριθμό πολιτών και εργαζομένων. (περισσότερα…)

Οι κακοδαιμονίες της ελληνικής κριτικής (Απάντηση στον Δημήτρη Αγγελή)

*

του ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ

Ο Δημήτρης Αγγελής δημοσίευσε τις προάλλες στο Φρέαρ ένα αξιοπρόσεκτο κείμενο. Εκεί, σε μια απόπειρα πολεμικής ασυνήθιστα διμέτωπης, βάζει στο στόχαστρό του αφ’ ενός μεν την ποίηση της πολιτικής στράτευσης («αριστερή μελαγχολία», την αποκαλεί υιοθετώντας τον όρο του Β. Λαμπρόπουλου), αφ’ ετέρου δε τον αποκαλούμενο νεοφορμαλισμό. Δεδομένου ότι της πρώτης δεν μνημονεύει –ή δεν υπαινίσσεται κατά τρόπο αναγνωρίσιμο– κανέναν συγκεκριμένο εκπρόσωπο, εύλογη μοιάζει η υπόθεση ότι η επίθεσή του προς εκείνη την πλευρά είναι μάλλον προσχηματική και ότι πραγματικός στόχος του είναι μονομέτωπα οι νεοφορμαλιστές, από τους οποίους αναφέρει ονομαστικά όχι λιγότερους από δώδεκα.[1]

Αποκάλεσα το κείμενο του Αγγελή αξιοπρόσεκτο. Δυστυχώς οφείλω αμέσως να προσθέσω: και ατυχές. Τα προβληματικά του σημεία είναι δύο ειδών. Αφ’ ενός μεν, πραγματικά λάθη, αστήρικτες δηλαδή αποφάνσεις και κρίσεις· αφ’ ετέρου δε, αποσιωπήσεις προσώπων και πραγμάτων γνωστών, τα οποία αν είχαν ληφθεί υπ’ όψιν καί στον αρθρογράφο θα επέτρεπαν να εξαγάγει συμπεράσματα ασφαλέστερα καί στους αναγνώστες του να μορφώσουν άποψη σφαιρική.

Δυο τρία λόγια προκαταρκτικά, ώστε αν μη τι άλλο να είναι σαφές –δεν είναι πάντα– για ποιο πράγμα μιλάμε. Νεοφορμαλιστές είθισται να αποκαλούμε τους ποιητές που τις τελευταίες δεκαετίες αναβίωσαν τον έμμετρο στίχο και τις παραδοσιακές αυστηρές μορφές. Παρότι αναντικατάστατος λόγω της χρησιμότητάς του, επισημαίνω εδώ ότι ο όρος είναι αμφιλεγόμενος. Όχι τόσο επειδή η επινοήτριά του τον δημιούργησε ως όρο κακόσημο, με σκοπό να επικρίνει το ρεύμα.[2] Όσο διότι οι περισσότεροι από τους ποιητές που χαρακτηρίζονται έτσι δεν τον αποδέχονται, είτε επειδή καλλιεργούν παράλληλα και τον ελεύθερο στίχο, είτε επειδή οι μεταξύ τους διαφορές είναι τέτοιες ώστε να θεωρούν –συχνά βασίμως– ότι η συνομάδωσή τους με κριτήριο αποκλειστικό τις μορφικές τους προτιμήσεις παραπλανά. (περισσότερα…)

Γιατί διαβρώθηκε η πίστη μας προς την πρόοδο;

*

Κηρύγματα υπέρ της προόδου ακούμε εδώ και 250 χρόνια. Ωστόσο, σύμφωνα με τον κοινωνιολόγο Andreas Reckwitz, οι απώλειες εξαιτίας της προόδου διαρκώς μεγεθύνονται. Όλο και περισσότεροι άνθρωποι βλέπουν τους εαυτούς τους ως ηττημένους της προόδου. Τι έχουμε χάσει από τότε που αρχίσαμε να ζούμε «μοντέρνες» ζωές;

Ήδη με τη μελέτη του Gesellschaft der Singularitäten (Η Κοινωνία των Μοναδικών, Suhrkamp, 2017) ο Ρέκβιτς, καθηγητής της Γενικής Κοινωνιολογίας και της Πολιτισμικής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο Χούμπολντ του Βερολίνου, μας προσέφερε έναν πολυσυζητημένο οδηγό για την κατανόηση του καιρού μας.[1] Αν η απήχηση μετριέται με τη διεθνή καταξίωση, στο πρόσωπο του Ρέκβιτς, του οποίου τα βιβλία έχουν μεταφραστεί σε 20 γλώσσες, η Γερμανία έχει έναν μεγάλο αστέρα. Στο νέο του βιβλίο Verlust: Ein Grundproblem der Moderne (Απώλεια: Ένα θεμελιώδες πρόβλημα της Νεωτερικότητας, Suhrkamp 2024), το οποίο σημειώνει εξίσου μεγάλη επιτυχία, πραγματεύεται ένα από τα κεντρικά αν και συνήθως παραβλεπόμενα μείζονα θέματα των δυτικών κοινωνιών μας.

Περί τίνος πρόκειται; Αντικείμενο του συγγραφέα είναι οι «χαμένοι του εκσυγχρονισμού», αν και αυτή η διατύπωση παραπλανά λόγω της στενότητάς της. Το θέμα του βιβλίου είναι όλα αυτά που παραμερίζουμε στο όνομα της προόδου, αλλά την απώλειά τους την παραβλέπουμε επειδή ο σύγχρονος κόσμος φαίνεται να έχει σχεδιαστεί ώστε να τιθασεύει και να ελαχιστοποιεί τέτοιους είδους απώλειες. Να αποκρούει τους αστάθμητους παράγοντες της φύσης μέσω της τεχνολογίας, τις ασθένειες μέσω της ιατρικής, τον πόλεμο μέσω της «αιώνιας ειρήνης» (Καντ), να ξεπερνά τη φτώχεια και να ανοίγει τον δρόμο στην ατομική ευημερία χωρίς καμιά αρωγή και εποπτεία της εκκλησίας. Όταν μιλάμε για Νεωτερικότητα, εννοούμε τα τελευταία 250 χρόνια, τα οποία σφραγίστηκαν από την εκβιομηχάνιση και τον εξεπιστημονισμό, την εμπορευματοποίηση, την εκκοσμίκευση και τον εκδημοκρατισμό και που, στα χαρτιά, είχαν μόνο ευεργετικά αποτελέσματα.Τη λεγόμενη «πρόοδο». (περισσότερα…)

Απαραγνώριστα αμερικανικό

*

ΠΕΡΑΣΤΙΚΑ & ΠΑΡΑΜΟΝΙΜΑ | 11:24
Καιρικά σχόλια από τον ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ

Ακούγεται ίσως παράδοξο, αλλά δεν είναι. Από πολλές πλευρές η αμερικανική κοινωνία είναι αρχαϊκότερη, παραδοσιακότερη των ευρωπαϊκών. Ο κοινοτισμός της, η θρησκευτικότητα, η λαϊκή κουλτούρα, ο πατριωτισμός και οι ποικίλοι τοπικισμοί, το αγωνιστικό πνεύμα που διαποτίζει κάθε έκφανση της συλλογικής ζωής από τα σπορ ώς την οικονομία, μέχρι και η ομιλούμενη αγγλική σε ορισμένα μέρη, περισώζουν έθη και στάσεις και τελετές που στην Ευρώπη έχουν χαθεί εδώ και δεκαετίες.

Ακόμη και στις πιο χάι τεκ περιοχές της χώρας υπάρχει κάτι το απαραγνώριστα αμερικανικό, σε αντίθεση με τον άψυχο κενό κοσμοπολιτισμό που συναντά κανείς στην ολότελα εκτουρισμένη Ευρώπη. Η τεράστια πολιτισμική γοητεία που ασκούν οι ΗΠΑ σε όλον τον κόσμο οφείλεται κατά μεγάλο μέρος σε αυτήν την αυθεντικότητα του λαϊκού στοιχείου που φαίνεται να αντέχει παρά την εμπορευματοποίηση και τον εκχρηματισμό των κοινωνικών σχέσεων.

Κατά κάποιο τρόπο που αξίζει να τον μελετήσουμε, ώς και ο καπιταλισμός στις ΗΠΑ έχει λαϊκό πρόσημο, είναι κομμάτι της ζώσας ιστορίας, όχι μόνο ψυχρός κηδεμόνας της.

///

Ιδιωτικές φωτογραφίσεις που διαρρέουν, έγγραφα καταχωνιασμένα, γράμματα απόρρητα, ντροπιαστικά μυστικά… Σε σχέση με τον παραδοσιακό, αναλογικό κόσμο που μας περιβάλλει, ο κυβερνοκόσμος αποδεικνύεται πολύ λιγότερο εχέμυθος. Όμως δεν είναι αυτή η κύριά του πρωτοτυπία. Για πρώτη πρώτη φορά στην παγκόσμια ιστορία, δεν είναι μόνο οι από πάνω που παρακολουθούν τους από κάτω – πλέον γίνεται ευχερώς και το αντίστροφο. Η ηλεκτρονική δικτύωση μάς έχει κάνει όλους περίοπτους στα εταστικά βλέμματα, έκθετους στη φιλοπεριέργεια των οικείων και την επιβουλή των εχθρών, αθέλητους ηθοποιούς σ’ έναν πλανητικό θίασο. Οι ερωτικές μας περιπτύξεις, οι μοχθηρές ή ανάλαφρες ακριτομυθίες και οι όζουσες συναλλαγές μας είναι τα νέα θεάματα και ακροάματα αυτού του θιάσου – ένα οικουμενικό reality όπου υποδυόμαστε όλοι θέλοντας και μη τον εαυτό μας.

/// (περισσότερα…)

Το τέλος της Νεωτερικότητας

*

του ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ

Ως λέξη η Νεωτερικότητα είναι φορτισμένη με ποικίλες, όχι πάντοτε συμβατές μεταξύ τους, έννοιες. Προσωπικά, προτιμώ τον όρο Νέοι Χρόνοι γιατί έχει το προτέρημα να μην κάνει διάκριση μεταξύ της διαφωτιστικής και της αμέσως πρότερης περιόδου. Τα περισσότερα γνωρίσματα της νεωτερικής εποχής, όπως η εκκοσμίκευση, η πρωτοκαθεδρία του Λόγου και ιδίως της επιστήμης, το ενιαίο, κεντρικά οργανωμένο κράτος, η επικράτηση του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, ακόμη και η πρώτη αποκρυστάλλωση των εθνικών μορφωμάτων έχουν τις καταβολές τους στην περίοδο που προηγήθηκε του Διαφωτισμού, ανατρέχουν στον όψιμο Μεσαίωνα. Από τότε έως τις μέρες μας επικρατεί χρονικό συνεχές.

Το συνεχές αυτό έχει βεβαίως σταθμούς, και ο Διαφωτισμός είναι ένας από αυτούς. Ωστόσο, δεν θα ήταν συνετό να τον υπερτιμούμε, αποδίδοντας στη διαπάλη των κοσμοεικόνων και των ιδεών αξία μεγαλύτερη εκείνης που πράγματι διαθέτει. Για να γίνω σαφέστερος, η βιομηχανική επανάσταση υπήρξε κατά την κρίση μου ιστορικό γεγονός σημαντικότερο της Γαλλικής Επανάστασης και του διαφωτιστικού κινήματος. Στον πλανήτη υπάρχουν σήμερα πολιτικές οντότητες –κράτη, κόμματα, κινήματα– που δεν συμμερίζονται τους θεσμούς και τα οργανωτικά σχήματα που η Επανάσταση του 1789 εγκαινίασε. Όμως δεν νοείται οργανωμένος συλλογικά βίος που να μην εξαρτάται από τη βιομηχανία και την τεχνική.

Εν προκειμένω, θα περιορίσω τις παρατηρήσεις μου στην περίοδο των τριών τελευταίων αιώνων, στην νεωτερικότητα επομένως υπό την στενή της έννοια. Φτάνει να συγκρατήσουμε ότι τα φαινόμενα για τα οποία μιλάμε έχουν παρελθόν κατά πολύ απώτερο. Το σημερινό χρηματοπιστωτικό σύστημα, λ.χ., ανατρέχει στην Τοσκάνη του 13ου αιώνα, στην επινόηση της λογιστικής και την ίδρυση ενός θεσμού που το κοσμοϊστορικό του βάρος επιβεβαιώνεται στην εποχή μας καθημερινά: των τραπεζών. (περισσότερα…)

Ο Χρήστος Γιανναράς ως στοχαστής της εποχής του

*

του ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΣΚΛΗΡΗ

Το ενδιαφέρον στη σκέψη του Χρήστου Γιανναρά είναι η μετάβαση από τη φιλοσοφία στη θεολογία και αντιστρόφως, αλλά και στην πολιτική θεωρία, την πολιτισμική κριτική, καθώς και στη φιλοσοφική θεματοποίηση του Νέου Ελληνισμού. Θα προσπαθήσουμε να τον εξετάσουμε ως έναν στοχαστή της εποχής του με τη διπλή έννοια, δηλαδή ως καθοριζόμενο από την εποχή του, αλλά και ως αναπτύσσοντα έναν στοχασμό ιδιάζοντα για την εποχή του, σε διάλογο με άλλους σημαντικούς φιλοσόφους και στοχαστές.

Ο Χρήστος Γιανναράς ως φαινομενολογικός θεολόγος «από τα κάτω»

Ως προς τη θεολογία μια μεγάλη δυναμική στη σκέψη του Χρήστου Γιανναρά έγκειται στο ότι κάνει θεολογία «από τα κάτω», αφορμώμενος από τη συγκεκριμένη εμπειρία. Βοήθησε σε αυτό η σπουδή του στη φαινομενολογική φιλοσοφική παράδοση, η οποία από τον Έντμουντ Χούσσερλ και μετά πρεσβεύει έναν τρόπο του φιλοσοφείν όπου η συνείδηση είναι «ριγμένη στα πράγματα». Είναι αξιοσημείωτο ότι η φαινομενολογία στον 19ο αιώνα ξεκίνησε από μία ανανεωμένη μελέτη του Αριστοτέλους από τον Φραντς Μπρεντάνο, η οποία οδήγησε τον Χούσσερλ στο να θέλει να υπερβεί το δίπολο ιδεαλισμού και υλισμού. Για τον λόγο αυτό η φαινομενολογική συνείδηση δεν είναι ούτε παμπεριεκτική και παντοδύναμη με κίνδυνο οντολογικής μοναξιάς, όπως στον ιδεαλισμό, ούτε προϊόν της ύλης, όπως στον υλισμό, αλλά είναι μία ρίψη μέσα στα πράγματα. Ο Γιανναράς θα πραγματοποιήσει με τη σειρά του μια συνάντηση της φαινομενολογίας με τον Αριστοτέλη, αλλά περισσότερο με τον Αριστοτέλη, όπως έχει ερμηνευθεί από τους χριστιανούς Πατέρες της Ανατολής. Η αφόρμηση της σκέψης στον Γιανναρά είναι πάντα η συγκεκριμένη εμπειρία, με ένα αριστοτελικό θάμβος να υπερκεράζει την υπαρξιστική ναυτία, ενώ η φαινομενολογική επ-οχή (δηλαδή θέση εντός παρενθέσεων κάθε πραγματολογικής πληροφορίας) τον κάνει να αναστέλλει τη γνώση εξ αποκαλύψεως που προσφέρουν τα χριστιανικά δόγματα «άχρις καιρού». Τη νιτσεϊκή έννοια της αυθυπερβάσεως τη συνέδεσε με τον έρωτα ως σχέση εκ των ένδον εκστατική, ως αγάπη μετ’ επιτάσεως ή ως «ἔφεσιν πλήρους ὀντότητος» κατά τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή, δηλαδή ως επιθυμία για εύρεση μιας πληρέστερης εκδοχής της ύπαρξής μας στο μέλλον. Ο Γιανναράς ήταν έτσι ένας πολύ ιδιαίτερος θεολόγος, καθώς δεν προσπαθούσε να επιβάλει εξαρχής τη δογματική ή τη γνώση εξ αποκαλύψεως ή ακόμη κάποιο εσχατολογικό όραμα, αλλά άρχιζε πάντα εξ αποριών. Βέβαια οι απορίες αυτές μπορεί να πληρούνταν από μια χριστιανική αριστοτελίζουσα μεταφυσική ίσως πιο γρήγορα από ό,τι θα επιθυμούσε ένας δυτικός φαινομενολόγος της εποχής μας, αλλά το γεγονός παρέμενε ότι η γραφή του με το ιδιάζον λογοτεχνικό ύφος της ξεκινούσε από συναρπαστικές θέσεις αποριών και αδιεξόδων. (περισσότερα…)

Τύχες του στοχασμού στη σημερινή Ελλάδα [3/3]

*

Ποιες είναι οι τύχες του στοχασμού στη σημερινή Ελλάδα; Ακούγεται ο λόγος της φιλοσοφίας, των κοινωνικών επιστημών, της θεολογίας, των ανθρωπιστικών σπουδών στη δημόσια σφαίρα; Πώς προσλαμβάνεται και από ποιους, διεξάγεται ουσιαστικός διάλογος πάνω τους, ποια είναι η επιρροή των ιδεών που διακινούνται;

Αυτά ήταν τα θέματα που τέθηκαν στη δημόσια συζήτηση για τη «Σκέψη στην Ελλάδα σήμερα» που διεξήχθη στις 16 Ιουλίου στον Αίθριο Χώρο του Θεάτρου Κυδωνία, στις εφετινές «Νύχτες του Ιουλίου». Εισηγητές ήταν ο Κώστας Ανδρουλιδάκης, ο Σωτήρης Γουνελάς και η Ιωάννα Τσιβάκου και συντονιστής της συζήτησης ο Κώστας Κουτσουρέλης. Των εισηγήσεων της Ι. Τσιβάκου και του Κ. Ανδρουλιδάκη, που προηγήθηκαν, έπεται σήμερα η ανάρτηση της ομιλίας του Σ. Γουνελά.   —  ΝΠ

~.~

του ΣΩΤΗΡΗ ΓΟΥΝΕΛΑ

Αρχίζω με ένα απόσπασμα του Σεφέρη από τον Πρόλογο στην Έρημη χώρα του Έλιοτ:

«Το δίλημμα είναι αμείλικτο: είτε θ’ αντικρύσουμε τον δυτικό πολιτισμό, που είναι κατά μέγα μέρος και δικός μας, μελετώντας με λογισμό και με νηφάλιο θάρρος τις ζωντανές πηγές του –κι αυτό δεν βλέπω πως μπορεί να γίνει αν δεν αντλήσουμε τη δύναμη από τις δικές μας ρίζες και χωρίς ένα συστηματικό μόχθο για τη δική μας παράδοση– είτε θα του γυρίσουμε τις πλάτες και θα τον αγνοήσουμε, αφήνοντας τον να μας υπερφαλαγγίσει με κάποιο τρόπο από τα κάτω, με τη βιομηχανοποιημένη, την αγοραία, τη χειρότερη μορφή της επίδρασής του».

Και σε σημείωση πρόσθετε: «Αυτού του είδους το υπερφαλάγγισμα έχει προχωρήσει απελπιστικά και ανεμπόδιστα».

Αυτός που ασχολήθηκε με την προτροπή του Σεφέρη ήταν ο Ζήσιμος Λορεντζάτος, ο οποίος ανάμεσα στα άλλα, στο βιβλίο του Δύο κείμενα παραλληλίζει τον Σωκράτη με τον Πασκάλ. Ο Σωκράτης έλεγε πως όταν ήταν νέος, ασχολήθηκε με την «περί φύσεως ιστορίαν», αλλά όταν κατάλαβε ότι δεν ξέρει ποιος είναι, κατέφυγε στους λόγους για να μάθει την αλήθεια. Ο Πασκάλ από την άλλη, η μεγάλη αυτή διάνοια της φυσικομαθηματικής επιστήμης, δήλωσε ότι οι επιστήμες αυτές δεν είναι κατάλληλες για τον άνθρωπο και κλείστηκε σε ένα παλιό γυναικομονάστηρο όπου μελετούσε και έγραφε για τις χριστιανικές αλήθειες. Ο Πασκάλ προέβη και στην παρακάτω διατύπωση: «Υπάρχει μια λογική της καρδιάς που η άλλη λογική δεν την γνωρίζει». (περισσότερα…)

Οἱ λογοτεχνικὲς μεταμορφώσεις τοῦ Ἰκάρου

*

«Ἂν ἡ τραγικὴ Ἀρχαιότητα ἔχει μέτρο της τὴ δύσκολη ἰσορροπία ἀνάμεσα στοὺς πόθους καὶ τὶς δυνατότητες τῆς ἀνθρώπινης φύσης, οἱ μεσσιανικοὶ Νέοι Χρόνοι αὐτὴ τὴ φύση ἐξαρχῆς τὴν ἀρνοῦνται. Ἡ ὑπέρβαση εἶναι τὸ ζητούμενο, ἡ τόλμη ἀνεξαρτήτως κόστους, ἡ ἀψήφηση κάθε εἴδους ὁρίων. Ὅ,τι γιὰ τὸν Ἀρχαῖο εἶναι ὕβρις, γιὰ τὸν Νεωτερικὸ ἄνθρωπο εἶναι ἀρετή. Οἱ λογοτεχνικὲς μεταμορφώσεις τοῦ Ἰκάρου ἀνὰ τοὺς αἰῶνες εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ ἐρεθιστικὰ τεκμήρια αὐτῆς τῆς κοσμοϊστορικῆς μετάβασης.

Μιὰ ἰχνηλάτηση τῶν πτήσεων τοῦ μυθικοῦ ἥρωα ἀπὸ τὸν Ὀβίδιο ὣς τὸν Γκόνγκορα καὶ ἀπὸ τὸν Μπωντλαὶρ ὣς τὴ Σέξτον.»

Ἀπὸ τὸ ὀπισθόφυλλο τοῦ βιβλίου Ἴκαροι. Ὁ φτερωτὸς ἥρωας καὶ τὰ πρόσωπά του μέσα στὸν χρόνο, Προλεγόμενα – Ἄνθολόγηση – Μετάφραση Κώστας Κουτσουρέλης, ποὺ μόλις κυκλοφόρησε ἀπὸ τὶς Ἔκδόσεις Σμίλη. Τὸ ἐκτενέστερο ἀπόσπασμα ποὺ ἀκολουθεῖ εἶναι ἀπὸ τὰ Προλεγόμενα τοῦ συγγραφέα.

~.~

Ὁ πίνακας τοῦ Πίτερ Μπρέχελ τοῦ Πρεσβύτερου Τοπίο μὲ πτώση Ἰκάρου (π. 1555) ἀνήκει στοὺς πιὸ πολυσχολιασμένους τῆς εὐρωπαϊκῆς ζωγραφικῆς. Ἐπιπλέον, πολλοὶ ποιητὲς ἐμπνεύστηκαν ποιήματά τους ἀπὸ ἐκεῖνον. Τὸ μήνυμά του εἶναι ἁπλό: γιὰ τὴν ἀτομικὴ μοίρα τοῦ καθενός, ὁ κόσμος ἀδιαφορεῖ. Τὴν ὥρα ποὺ ὁ Ἴκαρος καταποντίζεται ἀνεπιστρεπτί, τριγύρω του χαίρει ἡ φύσις ὅλη, ἡ βλάστηση ὀργιάζει, οἱ ἄνθρωποι ἀπερίσπαστοι ἐπιδίδονται στὰ ἐπιούσια ἔργα τους.

Μὲ τὴ σύλληψή του αὐτὴ ὁ Κατωχωρίτης ζωγράφος γίνεται πρόδρομος τοῦ ντεϊσμοῦ, ἑνὸς φιλοσοφικοῦ ρεύματος τῶν Νέων Χρόνων, ἰδίως του Διαφωτισμοῦ, ποὺ πρέσβευε ὅτι ὁ Θεός, καίτοι ποιητὴς τῶν ὅλων, ἅπαξ καὶ ὁλοκληρώσει τὸ θεῖο του ἔργο, παύει νὰ ἀνακατεύεται πιὰ στὰ ἀνθρώπινα· ἀποκλεισμένος κατὰ κάποιον τρόπο ἀπὸ τὴν ἴδια του τὴ Δημιουργία, δὲν παρεμβαίνει στὴ μοίρα ἑνὸς ἑκάστου, δίκαιη ἢ ἄδικη, σκληρὴ ἢ εὐμενῆ. Ἡ πάμφωτη, ἱλαρὴ Φύση τοῦ Μπρέχελ εἶναι ἡ εἰκαστικὴ μετωνυμία ἑνὸς τέτοιου, ἀμέτοχου στ’ ἀνθρώπινα, Θεοῦ. Ὁ Ἴκαρος τὴν ὥρα τῆς Πτώσεως εἶναι μόνος, ἕρμαιο τῆς εἱμαρμένης.

Δύσκολα θὰ μπορούσαμε νὰ βροῦμε ἀντίληψη ριζικότερα ἀντίθετη σ’ ἐκείνη τῆς κλασικῆς Ἀρχαιότητας. Στὸν ἑλληνικὸ μύθο καὶ στὸν ποιητὴ ποὺ κυρίως ἐνέπνευσε, τὸν Ὀβίδιο, ἡ φύση ὄχι μόνο δὲν ἀδιαφορεῖ, ἀλλὰ χαιρεκακεῖ κι ἀπὸ πάνω γιὰ τὴ συμφορὰ τοῦ Δαίδαλου. Στὶς Μεταμορφώσεις, ὁ Λατίνος ποιητὴς μνημονεύει μιὰ πέρδικα, πού, στὸ θέαμα τῆς ταφῆς τοῦ Ἰκάρου ἀπὸ τὸν πατέρα του τὸν Δαίδαλο, βγαίνει ἀπὸ τὴν κρυψώνα της καὶ φτεροκοπάει ἀπὸ χαρμονὴ καὶ ἱκανοποίηση:

Βγῆκε στὴ γῆ γιὰ νὰ τὸν θάψει ἑνὸς νησιοῦ
ποὺ ἀπὸ τότε τ’ ὀνομάζουν Ἰκαρία.
Ὅταν τοὺς εἶδε ἀπ’ τὴν κουφάλα ἑνὸς κορμοῦ
μιὰ πέρδικα κακάρισε ὅλο εὐφορία. (περισσότερα…)

Περί τέχνης και ζωής


*

του ΣΩΤΗΡΗ ΓΟΥΝΕΛΑ

Για μεγάλο διάστημα, η νεώτερη τέχνη πορεύτηκε ανάμεσα στους δύο πόλους της αντικειμενικότητας και της υποκειμενικότητας που είχαν στη μέση για συντονιστή τον άνθρωπο-άτομο, με μερικές εξαιρέσεις όπως πάντα. Το γεγονός ότι κατά καιρούς, ή από μια ορισμένη χρονική στιγμή και ύστερα, είδαμε να μπαίνει μέσα στον έναν ή τον άλλο πόλο το συναίσθημα, ιδιαίτερα φορτισμένο, το υποσυνείδητο ή το ασυνείδητο, κάποιο ξεχωριστό πάθος ή μανία, κάποιοι ονειρικοί συνειρμοί και άλλα τέτοια, δεν σημαίνει ούτε έξοδο από την διπολικότητα, ούτε έξοδο από την πλαστή πραγματικότητα. Δεν μας μεταδίδεται κανένα ουράνιο ρίγος, καμιά θεοπρέπεια, καμιά νήψη, δεν ανοίγει κανένα παράθυρο και καμιά πύλη που να φέρνει το Φως ή να δείχνει το Φως, το Φως που υπερβαίνει όγκους, σχήματα, χρώματα.

Όταν η τέχνη δεν με φέρνει κοντά στο Φως, τί νόημα έχει να υποχρεώσω την ψυχή μου να αγαπήσει τα έργα της; Η σχέση που έχεις (ή που βρήκες) με τη ζωή σου υπαγορεύει ένα τέτοιο ερώτημα. Γιατί η Ζωή είναι δεμένη με το Νόημα και τον Λόγο, αλλά η τέχνη δεν θέλει να ακούσει για Νοήματα από τότε κυρίως που δίνει τη μάχη με τον ρασιοναλισμό, πράγμα που βέβαια έχει σημασία όταν δεν γίνεται παραλογισμός, αυτοσκοπός, «καθαρή τέχνη», ή καθαρή άρνηση. Η τέχνη σήμερα έπαψε να έχει σχέση με τη Ζωή, με το Νόημα, με το Λόγο, γιατί με αυτά έπαψε να έχει σχέση ο άνθρωπος. Ο άνθρωπος πέταξε απ’ τη ζωή του και Νόημα και Λόγο και Πνεύμα για στην οίησή του επάνω θεώρησε πως του είναι άχρηστα. Στη θέση του Νοήματος έβαλε τα νοήματα, στη θέση του Λόγου τους λόγους της ατομικότητας και του αυθαίρετου (τον λέει ελεύθερο) συλλογισμού, στη θέση του Πνεύματος το πάθος ή τα πάθη και τα ορμέμφυτα (ασυνείδητα και ανεξέλεγκτα). (περισσότερα…)

Ἀλέξανδρος ἢ ὀμοφυλοφιλία

*

του ΓΙΑΝΝΗ Α. ΤΑΧΟΠΟΥΛΟΥ

Ἡ ἑλληνικὴ Ἀρχαιότητα, ὡς μιὰ ἀνεξάντλητη δεξαμενὴ ἀπὸ τόσο διαφορετικὲς ἀπόψεις, ἰδέες καὶ τρόπους ζωῆς, ἐπανέρχεται περιοδικὰ στὴ ζωὴ κάθε τόσο ποὺ κάποιος τὴν ἐπικαλεῖται γιὰ νὰ ἀποδείξει ὅτι δὲν ἐμφανίστηκε ἡ δική του κοσμοεικόνα καὶ τρόπος ζωῆς σήμερα ἀπὸ τὸ πουθενά,  ἀλλὰ ὑπάρχει ἐδῶ καὶ χιλιετίες ἀκριβῶς μὲ τὸν τρόπο ποὺ ὑπάρχει σήμερα. Ἕνας ἰδιότυπος σεβασμὸς στὴν παλαιότητα καὶ τὴν παράδοση κάνει τοὺς ἀνθρώπους νὰ ἀνεχτοῦν κάποιο τρόπο ζωῆς, ἂν αὐτὸς ἀποδειχτεῖ πανάρχαιος. Ἔτσι, κι ἡ Ἀρχαιότητα χρησιμοποιεῖται στὸ λόγο ὅλων μὲ τὸ ἕνα τους μάτι στραμμένο στὸ τί λέει ὁ τωρινὸς ἀντίπαλος, κοινωνικός, οἰκονομικός, θρησκευτικός, κρατικός, κ.ο.κ. Μποροῦμε νὰ τὸ συνοψίσουμε στὴν ἔκφραση «ἡ Πολιτικὴ κατὰ τῆς Ἱστορίας / ἱστορικῆς γνώσης».

Ἔτσι συμβαίνει καὶ μὲ τὴν περίφημη ὁμοφυλοφιλία τῶν Ἀρχαίων. Τὸ ἀνομολόγητο πρόβλημα, στὴν σκέψη τῶν ἀντιπάλων πάνω στὸ ζήτημα αὐτό, δὲν εἶναι ἂν ἡ σημερινὴ ὁμοφυλοφιλία ταιριάζει ἢ ὄχι μὲ τὴν σεξουαλικότητα λ.χ. τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου, ἀλλὰ ἂν μπορεῖ ἡ Ἀρχαιότητα νὰ γίνει λάβαρο καὶ μπαϊράκι τῆς δικῆς τους πολιτικῆς κ.ἄ. ἀτζέντας. Ἡ Ἀρχαιότητα ἀπὸ μόνη της εἶναι ἕνας πραγματικὰ ἀχταρμὰς ἀπὸ ἀλληλοσυγκρουόμενες ἀπόψεις –κι αὐτὸ εἶναι ὁ πλοῦτος της, ποὺ μᾶς κερδίζει καὶ θὰ μᾶς κερδίζει–. Ἡ πολεμική της χρήση εἶναι βέβαια ἀναμενόμενη (καὶ δὲν εἶναι σκοπὸς τοῦ ἄρθρου αὐτοῦ νὰ φαντασιώνεται ὅτι προσφέρει τρόπους ἀποφυγῆς τῆς χρήσης αὐτῆς), ἀλλὰ εἶναι καὶ ἐπιστημονικὰ ἐσφαλμένη ἀφοῦ ἀποσιωπᾶ τὶς ἄλλες μισὲς τοτινὲς ἀντιλήψεις.

Ἡ γνωστότερη πολεμική, σὲ βαθμὸ μισαλλοδοξίας, ἑνοποίηση ἢ τσουβάλιασμα τῆς Ἀρχαιότητας ἔγινε ἀπὸ τοὺς Νέους Χρόνους στὴν προσπάθειά τους νὰ τὴν ἀντιπαραθέσουν ὡς περιεκτικὴ ἰδεολογία καὶ κοσμοεικόνα στὸ μεσαιωνικὸ Χριστιανισμό. Ἀλλὰ ὅσο οἱ (ἢ κάποιοι) ἀρχαῖοι Ἕλληνες φιλόσοφοι ἦταν «πρὸ Χριστοῦ Χριστιανοί», ἄλλο τόσο ὁ Ἀλέξανδρος (καὶ οἱ Ἀρχαῖοι) ἦταν «ὁμοφυλόφιλος» ἢ «ἀμφιφυλόφιλος». Στὴν «μία καὶ μοναδικὴ Ἀρχαιότητα» ὡστόσο, χωρᾶνε τόσο ὁ Θέογνις τὸν 6ο αἰ. π.Χ. ποὺ λέει ὅτι, τί πιὸ ὡραῖο ἀπὸ τὸ νὰ ἐπιστρέφεις ἀπὸ τὴ δουλειὰ καὶ νὰ ξαπλώνεις τὸ ἀπόγευμα μὲ ἕνα ὡραῖο ἀγόρι ἢ ὅτι ἡ γυναίκα εἶναι συναισθηματικὰ καὶ ὄχι μόνον μιὰ ἐγγενῶς προδότρα ποὺ ἐρωτεύεται ὅποιον ἀντικρίσει μπροστά της ἐνῶ τὸ ἀγόρι σοῦ μένει πιστό, καθὼς καὶ ὁ Στράτωνας τὸν 2ο μ.Χ. αἰ., ποὺ βρίσκεται σὲ βασανιστικὸ δίλημμα ποιὰ εἶναι τὰ πιὸ λαχταριστὰ ἀγόρια, τὰ δωδεκάχρονα ἢ τὰ δεκαεξάχρονα· ὅσο καὶ ἄνθρωποι τόσο ἀνόμοιοι μεταξύ τους ὅπως ὁ Διογένης Κυνικὸς ποὺ ἀποστρεφόταν τὴν θηλυπρέπεια τῶν ἀνδρῶν ὡς ἐνάντια στὴ φύση, ποὺ τοὺς ἔφτιαξε ἄνδρες ἐνῶ αὐτοὶ θέλουν νὰ γίνονται γυναῖκες, καὶ ὁ Πλάτωνας ποὺ νομοθετοῦσε κατὰ τῶν ὁμοερωτικῶν σχέσεων, ἢ ὁ ἀντιχριστιανὸς Πορφύριος τὸν 3ο μ.Χ. αἰ., ποὺ θεωροῦσε ὅτι ἡ συνουσία μεταξὺ ἀνδρῶν μολύνει γιατὶ εἶναι παρὰ φύσιν. (περισσότερα…)

Ιωάννα Τσιβάκου, «Η κοινωνιολογία έχει αλωθεί από τη λειτουργική οπτική»

Ώριμος καρπός της μακράς θητείας της στην κοινωνιολογική επιστήμη, ο Περίπλους στις Ακτές του Νοήματος της Ιωάννας Τσιβάκου (Εκδόσεις Ι. Σιδέρης, 2023) ανατρέχει στη θεωρητική σκέψη των Νέων Χρόνων, επισημαίνει την συνυπαιτιότητα αυτής της τελευταίας στην «έκπτωση του κοινωνικού νοήματος» και διαπιστώνει τη σταδιακή περιαγωγή της από δύναμη αξιακή «σε μέσον προωθητικό της λειτουργικότητας» και του ωφελιμισμού. Στη συνέντευξη που μας παραχώρησε, η Ιωάννα Τσιβάκου απάντησε στα ερωτήματα που της έθεσε  ο Κώστας Κουτσουρέλης.

~.~

Στα βιβλία σας κινήστε με άνεση σε πολλούς όμορους χώρους των κοινωνικών μορφωμάτων και σχέσεων (τεχνολογία, εργασία, γραφειοκρατία, ταυτότητα, συναίσθημα, ορθολογισμός). Τι σας παρακίνησε αυτή τη φορά να αναμετρηθείτε με την πολύπτυχη, συχνά νεφελώδη, και αιωνίως διαφιλονικούμενη έννοια του νοήματος;

Θά ’λεγε κανείς πως τα θέματα δεν τα διαλέγουμε, μας διαλέγουν. Μέσα από προσωπικές εμπειρίες και μελέτες κάποιες απορίες γεννώνται, που όταν ωριμάσουν έρχονται στην επιφάνεια της συνείδησης και ζητούν απαιτητικά την ενασχόλησή μας μαζί τους. Ακριβώς η ρευστή και διαφιλονικούμενη έννοια του νοήματος ήλκυσε από νωρίς την προσοχή μου. Σε όλες μου τις μελέτες το περιτριγυρίζω, ως κάτι που αναδύεται από την διεπαφή του νου με τα πράγματα του κόσμου. Για παράδειγμα, στο βιβλίο μου Το oδοιπορικό του Εαυτού, που κυκλοφόρησε το 2000, μιλώ εκτεταμένα για το νόημα και πώς μέσω αυτού συγκροτείται ο εαυτός του υποκειμένου. Το αντιλαμβάνομαι ως ενέργεια πνευματική, άυλη, η οποία όμως εμποτίζει τα πράγματα και τα φέρνει στην παρουσία, προικίζοντάς τα με ιδιότητες που δεν θα είχαν χωρίς αυτό. Ιδιότητες που μας αποκαλύπτουν οι διάφορες όψεις των πραγμάτων ανάλογα με το φως που ρίχνει επάνω τους το νόημα.

Υπάρχει το αντικειμενικό, κοινωνικό νόημα, και το υποκειμενικό νόημα. Η σύζευξή τους ή ο αλληλοεπηρεασμός τους είναι από τα θέματα που με απασχόλησαν. Το αντικειμενικό νόημα συνδέεται με τον πολιτισμό μας εποχής. Πώς μια κοινωνία βλέπει τη θέση της στον κόσμο, πώς τον ερμηνεύει και πώς ρυθμίζει τη στάση της απέναντι του. Μια τέτοια οπτική με οδήγησε στην πεποίθηση πως ο τρέχων πολιτισμός μας είναι εμποτισμένος από το νόημα της λειτουργίας, καθώς όλες οι αντιλήψεις μας για τον κόσμο ομνύουν στη χειραγώγησή του, ενώ η ιδιότητα της λειτουργικότητας είναι εκείνη η οποία αναδεικνύεται σε κάθε σχέση υποκειμένου – αντικειμένου. Δεν αναφέρομαι στην εργαλειακότητα και στα αξιοποιούμενα μέσα, αλλά στον ίδιο τον σκοπό της κοινωνικής δράσης και των κοινωνικών σχέσεων. Η σχέση, δηλαδή, υποκειμένου-αντικειμένου, ανεξαρτήτως του είδους του αντικειμένου ─είτε πρόκειται για φυσικό αντικείμενο είτε για τον άλλον άνθρωπο, είτε για κοινωνική οντότητα ή κατάσταση─, διέπεται από την αρχή της λειτουργικότητας, καθώς όλα τα έργα και επιτεύγματά του ανθρώπινου νου έχουν κατακυριευθεί από το νόημα της λειτουργίας. Αυτό υποκρύπτεται στον πυρήνα του κάθε κοινωνικού φαινομένου, με αποτέλεσμα να ανάγεται σε οντικό στοιχείο του κοινωνικού.

Αυτό το τελευταίο, η αναγωγή του νοήματος σε οντικό στοιχείο του κοινωνικού, έθετε επί τάπητος την επαναφορά στον κοινωνικό προβληματισμό της οντολογικής οπτικής. Μια οπτική η οποία καίτοι παραμερίστηκε από την πρόοδο των επιστημών, εν τούτοις ως αναζήτηση της ενδότερης φύσης των πραγμάτων, ιδιαίτερα με την εδραίωση του κοινωνικού κονστρουκσιονισμού, εξακολουθεί να υποφώσκει στον φιλοσοφικό και κοινωνικό στοχασμό. Αφ’ ης στιγμής η αλήθεια σχετικοποιήθηκε, το νόημα (είτε το αντικειμενικό το προσδιοριστικό της κουλτούρας, είτε το υποκειμενικό) ανάγεται σε απώτατο στοιχείο του κοινωνικού εξαναγκάζοντας τον μελετητή των κοινωνικών φαινομένων να αναμετρηθεί εκ νέου μαζί του. (περισσότερα…)

Ιωάννα Τσιβάκου, Περίπλους στις Ακτές του Νοήματος (Προδημοσίευση)

*

Το παρακάτω κείμενο αποτελεί προδημοσίευση από το υπό εκτύπωση βιβλίο της Ιωάννας Τσιβάκου Περίπλους στις Ακτές του Νοήματος (Εκδόσεις Ι. Σιδέρης). Η συγγραφέας θεωρεί πως η θεωρητική σκέψη από την αυγή των Νέων Χρόνων κι ύστερα, έως σήμερα, εποχή της ψηφιακής τεχνολογικής έκρηξης, είναι συνυπεύθυνη με τις αντικειμενικές συνθήκες του καπιταλισμού για την έκπτωση του κοινωνικού νοήματος από ενεργειακή δύναμη έμπλεη αξιακού περιεχομένου σε μέσον προωθητικό της λειτουργικότητας των κοινωνικών φαινομένων. Προς απόδειξη αυτού, στο πρώτο μέρος της συγγραφής παρακολουθεί την πορεία του νοήματος προς τη λειτουργοποίησή του, όπως αυτή αποτυπώνεται σε μεγάλα έργα της κοινωνικής οντολογίας. Στο δεύτερο μέρος εντρυφά σε θέματα της τεχνολογίας πληροφοριών και στην εμπέδωση πλέον ενός λειτουργικού νοήματος και, κατ’ επέκταση, ενός λειτουργικού πολιτισμού. Το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί περιληπτικό σκιαγράφημα του πρώτου μέρους.

~.~

Με τη θεωρία των κοινωνικών δικτύων έφθασε σχεδόν στο τέλος του ο περίπλους μας στις ακτές του νοήματος μέχρι τα τέλη του 20ού αιώνα, με σκαρί παλιό μεν, αγέραστο δε, καλαφατισμένο με την οπτική της κοινωνικής οντολογίας και με πηδάλιο που τραβά συνεχώς προς τον ορίζοντα μιας σκέψης και δράσης ελκυόμενες από το ιδεώδες της λειτουργίας. Επιχειρήσαμε να δείξουμε την ευθύνη της θεωρητικής σκέψης για τη λειτουργοποίηση του νοήματος μέχρι σχεδόν τα τέλη του 20ού αιώνα, χωρίς βεβαίως να εισέλθουμε στην επίδραση των κοινωνικών συνθηκών για τη στροφή της σκέψης από τη μεταφυσική προς την κοινωνική οντολογία και, προφανώς, στα αίτια που έστρεψαν τη θεωρία από την ανίχνευση της ουσίας και της υπόστασης των όντων, στη διερεύνηση των κοινωνικών οντοτήτων και στο νόημα που τις συγκρότησε.

Στη σύντομη αναδρομή μας, αφού αφήσαμε πίσω μας μεταφυσικές αντιλήψεις, προσεγγίσαμε θεωρίες που επεξεργάστηκαν στο πλαίσιο ενός διαδικαστικού ολισμού τις κοινωνικές σχέσεις και το νόημα.

Διαπιστώσαμε, πως σε κάθε προσπάθεια της κοινωνικής οντολογίας να εντοπίσει το στοιχειακό δεδομένο της κοινωνίας, σε κάθε θεωρητική πραγμάτευση των κοινωνικών οντοτήτων, προκειμένου να αναδειχθεί είτε το βασικό συστατικό τους είτε ο κυρίαρχος ρόλος τους στη σύσταση της κοινωνικής πραγματικότητας, στο βάθος ήταν το είδος του νοήματος ─ως περιεχομένου και μορφής─ που επιστράτευε ο θεωρητικός για να ερμηνεύσει τη διαμόρφωση και εξέλιξη του κοινωνικο-ιστορικού. Γύρω από τον άξονα του νοήματος περιεστράφη σε κάθε ιστορική περίοδο η κοινωνική ζωή. Κάθε της έκφανση, κάθε φάση του πολιτισμού μας, αξιοποιεί το νόημα για να δώσει μορφή και περιεχόμενο στα πράγματα που όχι μόνο μας περιβάλλουν, αλλά ορίζουν τον χώρο και τον χρόνο εντός του οποίου εμείς οι ίδιοι συγκροτούμαστε ως ανθρώπινα υποκείμενα και ως κοινωνία.

Το ενδιαφέρον της πραγματείας για το νόημα, όπως δηλώθηκε ήδη από την αρχή, εντοπίστηκε στην εξελικτική του πορεία: πώς από νόημα προτρεπτικό για μια ζωή άξια να τη βιώνει η ανθρώπινη ύπαρξη, άρα από νόημα ηθικό/αξιακό, όπως το συνέλαβε και το επεξεργάστηκε η μεταφυσική σκέψη, μετατράπηκε σε νόημα λειτουργικό, υποκινητικό της επίτευξης αντικειμένων χρήσης, ικανών να προσφέρουν χαρά αλλά και να αιχμαλωτίζουν τη ζωή στη δική τους ουσία, ήτοι, στη δική τους χρηστικότητα.

Αρχίζοντας με τον Σπινόζα, είδαμε πώς η δυτική σκέψη προχώρησε στην εποχή της εγκοσμιότητας και της εξατομίκευσης. Ο σπινοζικός άνθρωπος προβάλλει ως άτομο, παρότι εξακολουθεί να μην θεωρείται αυτόνομη ύπαρξη παρά θεϊκό δημιούργημα, προικισμένο με τις θείες ιδιότητες της σκέψης αλλά και της έκτασης (ήτοι του σώματος). Ο Θεός από υπερβατική ιδέα γίνεται φύση, εγκόσμια δύναμη, ικανή να πλημμυρίζει με το φως της τα ανθρώπινα όντα. Μπορεί οι σχέσεις ανάμεσα στα ανθρώπινα όντα να είναι αλληλεπιδράσεις ανάμεσα σε σώματα και ιδέες, οι οποίες αποτελούν αντανάκλαση της θείας φύσεως, όμως συχνά οδηγούνται σε αντιπαραθέσεις και συγκρούσεις∙ κι αυτό, διότι, ενώ το ανθρώπινο πνεύμα ─και συνεπώς το νόημα που το διακατέχει─, μέσω της θεϊκής καταγωγής του, ωθεί τον άνθρωπο στην ενατένιση του αγαθού, το σώμα τον ωθεί προς μια ζωική παρόρμηση για τη διατήρηση της βιολογικής του συνθήκης. Μέσα από τη διαπάλη νου – σώματος, διαμορφώνεται το ανθρώπινο νόημα, ένα μίγμα θεϊκού πνεύματος και ανθρώπινης όρεξης, διαποτισμένου ωστόσο από λειτουργικούς σκοπούς. (περισσότερα…)