ναζισμός

Κάπου αλλού, ήτοι άλλοθι

*

του ΒΑΣΙΛΗ ΠΑΤΣΟΓΙΑΝΝΗ

~.~

Το Ρίφενσταλ του Γερμανού Άντρες Φάιελ είναι μια ταινία τεκμηρίωσης ‒ και όχι μυθοπλασίας. Μόνο που δεν γλιτώνει εύκολα από αυτήν την τελευταία. Το αρχειακό και τεκμηριωτικό υλικό που διαθέτει και εκθέτει είναι ήδη εμβαπτισμένο μέσα στη φημολογική και ακριτομυθική ύλη όπου την έχουν βουτήξει στα τόσα χρόνια απόστασης, οι αντιρρήσεις και οι αμφισβητήσεις, οι υποψίες και αιτιάσεις που περιέβαλλαν τόσα χρόνια, από το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, το κεντρικό πρόσωπο της τεκμηριωτικής αναζήτησης της εν λόγω ταινίας, δηλαδή τη Γερμανίδα σκηνοθέτιδα Λένι Ρίφενσταλ. Η Ρίφενσταλ έθεσε το ταλέντο της στην υπηρεσία του ναζιστικού καθεστώτος, υπήρξε έμπιστη του Χίτλερ, αλλά, ευτυχώς για αυτήν, χωρίς να είναι μέλος του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος, ενώ ταυτόχρονα ήταν εισηγήτρια ενός ρωμαλέου νεοκλασικισμού της ντοκυμανταιρίστικης εικόνας, που θεωρήθηκε αισθητική αποκάλυψη, έστω κι αν φλερτάρει κάποτε, για τα σημερινά μας μάτια, με μια πομπώδη, και κιτς πλέον, αρχαιολατρία. (Τα ίδια αισθητικά χαρακτηριστικά εντοπίζουμε και στην καθ’ ημάς φωτογράφο Νelly’s. Οι δύο γυναίκες μάλιστα είχαν συνεργαστεί επ’ ευκαιρία της Ολυμπιάδας του 1936.)

Ως εκ τούτου, πολλοί διανοητές θέλησαν να ξεχωρίσουν ρητώς και σαφώς τα «ατοπήματα» της προσωπικής της ζωής με τη ρηξικέλευθη αυθεντικότητα του εικονοπλαστικού της στυλ. Κάποιοι άλλοι επέμεναν, τουναντίον, ότι το περιεχόμενο δεν μπορεί να διακριθεί από την αισθητική μορφή, ανατρέχοντας στη γνωστή πλέον θέση ότι αυτά τα δύο, στυλ και περιεχόμενο, είναι άρρηκτα δεμένα και αδιαχώριστα και ότι κάθε στυλ προϋποθέτει μια ηθική ευθύνη και επιλογή. Πάντως σε αμφότερες τις θέσεις κοινός παρονομαστής είναι ότι η Ρίφενσταλ αποτελεί ένα προκλητικό παράδοξο, μιαν απαραγνώριστη σαγήνη που μας θέτει ενώπιον των ευθυνών μας όσον αφορά σε θέματα αισθητικού γούστου. Η αισθητική περιέχει μήπως μια ηθική, είναι από μόνη της μια ηθική, και δεν έχει να λογοδοτήσει περαιτέρω; Ή αυτή η θέση μπορεί να έχει επικίνδυνες συνέπειες: είναι ένα παμπάλαιο ζήτημα που η περίπτωση Ρίφενσταλ θέτει εκ νέου.

Θα ήταν μάταιο και αφελές να πιστεύουμε ότι το εν λόγω ντοκυμανταίρ (περισσότερα…)

Paul Celan, Ὁδοιπορικὸ πρὸς τὸ ποίημα μετὰ τὸ Ὁλοκαύτωμα

*

 τοῡ ΣΥΜΕΩΝ ΓΡ. ΣΤΑΜΠΟΥΛΟΥ

Ἀμύγδαλο

Στὸ ἀμύγδαλο – τί στέκεται στὸ ἀμύγδαλο;
Τὸ Τίποτα.
Τὸ Τίποτα στέκεται στὸ ἀμύγδαλο.
Στέκεται καὶ στέκεται.
[…]
Καὶ τὸ μάτι σου – ποῦ στέκεται καὶ κοιτάζει τὸ μάτι σου;
Τὸ μάτι σου στέκεται ἀπέναντι στὸ ἀμύγδαλο.
Τὸ μάτι σου στέκεται ἀπέναντι στὸ Τίποτα.
[…]
Ἀνθρώπινε βόστρυχε, δὲν θὰ γκριζάρεις ποτέ.
 Ἀμύγδαλο ἀδειανό, βασιλικὸ γαλάζιο.

[Die Niemandsrose (Τοῦ Κανενὸς τὸ ρόδο), 23.5.61]

Αὐτὸς ποὺ στέκεται ἀπέναντι, εἶναι ἕνας ποιητής. Tραγουδᾶ προσηλώνοντας τὸ βλέμμα στὸ ἴχνος τοῦ Θεοῦ ποὺ τράπηκε σὲ φυγή. Ἐπειδὴ στὸ μεταξὺ συνέβη μία τερατωδία, καὶ αὐτός, ὁ ἐπιζήσας, προσηλώνει τὸ βλέμμα του στὸ ἀδιάψευστο ἴχνος, γιὰ νὰ καταγράψει τουλάχιστον αὐτὸ τὸ ἴχνος, ἀφοῦ κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ μαρτυρήσει γιὰ τὸν μάρτυρα. Ὁ ποιητὴς στέκεται ἀπέναντι. Στέκεται ἀπέναντι στὸ ἀμύγδαλο. Ἀπέναντι στὸ Τίποτα, στὸ ἀδειανὸ ἀμύγδαλο. Στέκεται καὶ σκέφτεται ὅτι τὰ μαλλιὰ τῆς μητέρας του δὲν θὰ γίνουν γκρίζα.

Σκέφτεται ὅτι στὴ γλώσσα του μνήμη καὶ στοχασμός, προσευχὴ καὶ ἐνθύμηση, εὐχαριστία καὶ κατάνυξη εἶναι περίπου συνώνυμα. Denken καὶ danken, Andenken, eingedenkt sein καὶ Andacht – πηγάζουν στὴ γλώσσα του ἀπὸ τὴν ἴδια ρίζα. Ὅμως δὲν ὑπάρχει λέξη γι᾿ αὐτὸ ποὺ συνέβη. Αὐτὸς ἔχει στὸ στόμα του μόνο τὸ Kaddish, τὴν προσευχὴ τοῦ μικροῦ Ἑβραίου, τοῦ μικροῦ ὀρφανοῦ Ἑβραίου ποὺ προσεύχεται στοὺς πεθαμένους γονεῖς του. Προσεύχεται καὶ προσεύχεται. Δίπλα τους εἶναι ὁ Θεός. Εἶναι κοντὰ ὁ Θεός. Ὁ μικρὸς Ἑβραῖος τοῦ στέλνει ποιήματα-Kaddish: (περισσότερα…)

Από το Άουσβιτς στην AfD, μια εκδρομή δρόμος

* 

Πλησίαζαν τα γενέθλιά μου. Στρογγυλά γενέθλια για τους Γερμανούς, nel mezzo del cammin[1] για τους Ιταλούς, μια φορά, πράγμα σπουδαίο, εξού και άξιο ανάλογου εορτασμού. Συνομιλώντας με Γερμανό τέως συνάδερφο για το γεγονός και σκεπτόμενη φωναχτά, του απαρριθμούσα εναλλακτικές. Ένα ταξίδι σε μέρος ώς τώρα άγνωστο θα ήταν ίσως το καλύτερο, αλλά δύσκολη η άδεια προς το παρόν για περισσότερες μέρες. Ίσως ένα Σαββατοκύριακο; Κάπου εκτός Γερμανίας, αλλά κοντά παρ’ όλα αυτά; Καλή ιδέα! Να, Πολωνία, για παράδειγμα, δεν έχω πάει ποτέ. Α, ούτε εκείνος. Και με το αυτοκίνητο γίνεται. Βαρσοβία καθότι πρωτεύουσα ή Κρακοβία ως μνημείο πολιτιστικής κληρονομιάς της Ουνέσκο; Χμ!

Διαθέτοντας ισχυρό πλεονέκτημα ως Geburtagskind[2], επέλεξα το μνημείο της Ουνέσκο, θέτοντας τον όρο μου: την επίσκεψη στο στρατόπεδο συγκέντρωσης στο Άουσβιτς. Μπορεί να το εξέθεσα στο συνομιλητή μου υπό όρους του ‘τραβάτε με κι ας κλαίω’ προκειμένου να τον πείσω, ωστόσο είναι γεγονός ότι πάντοτε αυτή η επίσκεψη βρισκόταν στο πίσω μέρος του μυαλού μου, ήξερα ότι αργά ή γρηγορά θα συμβεί, και ας φοβόμουν ταυτόχρονα, και ας γνώριζα εκ των προτέρων τον αντίκτυπο. Τώρα, όμως, είμαι αρκούντως ενήλικη και δυνατή κι επιπλέον δεν θα ήμασταν μόνοι, επιχειρηματολογούσα. Done! Σκέφτηκα πολύ κόσμο να με σαρκάζει για τη συγκεκριμένη επιλογή τού δώρου γενεθλίων στον εαυτό μου και γέλασα μαζί τους, μπαίνοντας ευχαρίστως στο χορό του αυτοσαρκασμού. Typisch Elena, κλασικά! (περισσότερα…)

Πρωτομαγιά 1944

*

Πρωτομαγιά
με το σουγιά
χαράξαν το φεγγίτη
και μια βραδιά
σαν τα θεριά
σε πήραν απ’ το σπίτι.

Κι ένα πρωί σε μια γωνιά στην Κοκκινιά
είδα το μπόγια να περνά και το φονιά
γύρευα χρόνια μες στον κόσμο να τον βρω
μα περπατούσε με το χάρο στο πλευρό.

Νυν και αεί
μες στη ζωή
σε είχα αραξοβόλι
μα μιαν αυγή
στη μαύρη γη
σε σώριασε το βόλι.

Κι ένα πρωί σε μια γωνιά στην Κοκκινιά
είδα το μπόγια το ληστή και το φονιά
του ’ χανε δέσει στο λαιμό του μια τριχιά
και του πατάγαν το κεφάλι σαν οχιά.

ΝΙΚΟΣ ΓΚΑΤΣΟΣ

~.~

*

 

*

*

*

 

Η παραχάραξη της Ιστορίας και ο πατριαρχικός δεσποτισμός στον ζόφο της Σβάστικας

 του ΔΗΜΗΤΡΗ ΠΛΙΑΤΣΙΚΑ

i-nyhta-tis-sbastikas-9786185032333-1000-1443601Τον Ιούλιο του 1940, η Λέσχη Αριστερού Βιβλίου του Λονδίνου επέλεξε τη Νύχτα της Σβάστικας του Murray Constantine ως βιβλίο του μήνα, εκπληρώνοντας την ανάγκη, σε αυτούς τους δύσκολους καλοκαιρινούς μήνες, για μία διαφορετική θέαση του ναζισμού, η οποία θα αποκάλυπτε και ενδεχομένως ανέλυε πιθανές αδυναμίες του ψυχισμού των Ναζί.[1]H επανέκδοση του μυθιστορήματος, αν και άκρως επίκαιρη, είχε περάσει μάλλον απαρατήρητη τον καιρό της έκδοσης του (1η έκδοση: από τον οίκο Victor Gollancz, 1937), καθώς ο κριτικός λόγος που περιέβαλε το βιβλίο ήταν αμελητέος. Μισόν αιώνα αργότερα, η Νύχτα της Σβάστικας θα αναδημοσιευτεί από τους Lawrence και Wishart με την παρότρυνση της αμερικανίδας ερευνήτριας, Daphne Patai, η οποία ανακάλυψε πως ο Constantine ήταν στην πραγματικότητα γυναίκα, η Katharine Burdekin (1896–1963), που έγραφε με ψευδώνυμο, μη διστάζοντας να αντιμετωπίσει τον πυρήνα μίας ιδεολογίας την περίοδο μάλιστα που ο Χίτλερ απολάμβανε αξιοπρόσεκτη δημοσιότητα και διεθνές κύρος. (περισσότερα…)