Μαρσέλ Προυστ

«Ό,τι ρίχνει ο καιρός, το χέρι μου έρχεται να το ξανασηκώση»

*

Ο Κωστής Παλαμάς και η κόμισσα ντε Νοάιγ

~.~

του ΚΩΣΤΑ ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

Έχει υποστηριχθεί βάσιμα ότι η ποιητική συνείδηση του Παλαμά διχάζεται ανάμεσα στη γυναίκα της αίσθησης και τη γυναίκα της ιδέας, στη γυναίκα της γης και τη γυναίκα τ’ ουρανού, στη γυναίκα της προσευχής και τη γυναίκα της λαγνείας. Ό,τι και όπως αν αγαπάει όμως ο Παλαμάς, το καρδιοχτύπι του έχει μιαν ένταση που τον κάνει να λυγίζει και θαμπωμένος υπακούει κι υποτάσσεται νικημένος, είτε από τη λάμψη της αγιοσύνης είτε από τη φλόγα του κορμιού. Το κείμενο του Κωνσταντίνου Τσάτσου υπό τον τίτλο Νεράιδες (Κ. Τσάτσος, Παλαμάς, σ. 36) είναι διαφωτιστικό για τον τρόπο που εντάσσονται σε αυτή την προσέγγιση τρεις γυναικείες μορφές, η Τρισεύγενη, η Μελένια και η Θεοφανώ. Υπάρχει ωστόσο μια μορφή, πραγματική και όχι πλαστική, που συνθέτει τις δύο εκδοχές σε μία τρίτη, ενιαία κι ίσως υψηλότερη. Μια γυναίκα που δεν είναι κάποια από τις περίφημες νεράιδες ή τις μούσες του και ούτε «καταλύτρα είναι αξήγητη κι αταίριαστη και ξένη, [που] ο λογισμός της αίνιγμα και τάφος η ομορφάδα της όσο κι αν αστράφτει» – πόσο μάλλον «προδότρα» για να θυμηθούμε το ποίημα Η Αφροδίτη στον Πυγμαλίωνα (Πολιτεία και Μοναξιά, Άπαντα, Ε΄, σ. 413).

Αναφέρομαι στην Άννα Ελιζαμπέτ Μπασαράμπα (Μπιμπέσκο-Μπρανκοβάν), πιο γνωστή ως κόμισσα ντε Νοάιγ (Noailles), μία από τις επιφανέστερες μορφές της γαλλικής λογοτεχνίας το πρώτο τέταρτο του εικοστού αιώνα που αγαπήθηκε πολύ και στην Ελλάδα του ’20, κυρίως χάρη στον Παλαμά. Η Άννα ντε Νοάιγ (1876-1933) υπήρξε η μόνη γυναίκα ποιήτρια που απέσπασε στη Γαλλία της εποχής της τις υψηλότερες δημόσιες τιμές. Παρά τη μερική λήθη, η οποία επήλθε μετά τον θάνατό της, κρίσεις σύγχρονες επιβεβαιώνουν ότι εκείνη η αναγνώριση υπήρξε επάξια. Με πολύπλευρο έργο, ύστατη λάμψη ρομαντισμού τον καιρό που επελαύνει πλέον ο μοντερνισμός, παρά το χάσμα περιεχομένου και μορφής που χαρακτηρίζει την ποίησή της –καθώς δυναμικές έννοιες και εικόνες προσπαθούν να διαλύσουν μια δομή που παραμένει σε μεγάλο βαθμό κλασική– η Άννα ντε Νοάιγ, σε διάλογο με ολόκληρη τη γαλλική λογοτεχνική παράδοση και με παράλληλη πηγή έμπνευσης τον ελληνικό πανθεϊσμό και τη νιτσεϊκή σκέψη, κατάφερε να οικοδομήσει ένα πρωτότυπο ποιητικό όραμα. Το ποιητικό της σώμα, που θα μπορούσε να περιγραφεί με διονυσιακούς όρους, ερωτικό, εκστατικό, αισθησιακό, παιγνιώδες και μερικές φορές βίαιο, ήταν πάντα σφραγισμένο από ένα τραγικό υπόγειο ρεύμα που έγινε πιο εμφανές προς το τέλος της ζωής της.

Γεννημένη στο Παρίσι (15 Νοεμβρίου 1876), στην Boulevard de La Tour-Maubourg 22, η Άννα ντε Νοάιγ ήταν κόρη του Ελληνορουμάνου πρίγκιπα Γριγκόρι Μπιμπέσκο Μπρανκοβάν (1827-1886) και της Ελληνίδας Ραλλούς Μουσούρου (1848-1923). Ο Γριγκόρι Μπιμπέσκο ήταν γιος του πρίγκιπα της Βλαχίας Γκεόργκε Μπιμπέσκο (από οικογένεια βογιάρων της Κραϊόβα) και της Φαναριώτισσας Ζωής Μαυροκορδάτου. Η επίσης Φαναριώτισσα μητέρα της Άννας, η Ραλλού Μουσούρου (αξιόλογη πιανίστρια στην οποία ο Παντερέφσκι αφιέρωσε αρκετές από τις συνθέσεις του), ήταν κόρη του αξιωματούχου της οθωμανικής αυτοκρατορίας Κωστάκη Μουσούρου και της Άννας Βογορίδη. Ο Κ. Μουσούρος, πρέσβης στην Αθήνα και αργότερα στο Λονδίνο, είναι κυρίως γνωστός από το επεισόδιο με τον βασιλέα Όθωνα που παρ’ ολίγον να οδηγήσει σε ελληνοτουρκικό πόλεμο το 1847. Απώτερη καταγωγή των Μουσούρων ήταν η Κρήτη. Εκεί γεννήθηκε ο επιφανής λόγιος της Αναγέννησης Μάρκος Μουσούρος, καθηγητής στην Πάδοβα στις αρχές του 16ου αιώνα κι από τους πρώτους εκδότες στην Ιταλία αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων. Η Άννα δήλωνε περήφανη γιατί καταγόταν από την Κρήτη, εκφράζοντας τη λύπη της που λόγοι υγείας εμπόδιζαν το ταξίδι της εκεί (Άπαντα Κ.Π., ΙΓ΄, 323). (περισσότερα…)

Παρατηρώντας το ανθρώπινο είδος

*

Πολλά χρόνια πέρασα πάνω στις σελίδες του Μαρσέλ Προυστ, περίπου έναν χρόνο για κάθε ένα από τα επτά βιβλία τού Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο που τόλμησα να διαβάσω στα γαλλικά. Και η αίσθηση ήταν πάντα η ίδια: μου χάρισε μια ηρεμία δυσεύρετη στην σημερινή εποχή, μια απομόνωση αναγκαία για να συγκεντρωθώ στα λόγια του, μια ενδοσκόπηση στην ψυχή μου μέσω της περιγραφής της δικής του ψυχής. Κυρίως μου χάρισε αναψυχή, διασκέδαση δηλαδή, με τον δικό του τρόπο.

Ο Προυστ δεν είναι ακριβώς ο χιουμορίστας που θα σε κάνει να σκάσεις στα γέλια αλλά πολλές φορές μια παρατήρησή του, πολύ λεπτή, που την έχεις σκεφτεί κάποτε κι εσύ αλλά δεν μπόρεσες ποτέ να την διατυπώσεις με τόση οξυδέρκεια, σου φέρνει ένα μειδίαμα μαζί με καλή διάθεση. Την ανθρώπινη ψυχή την έχει μελετήσει οριζοντίως και καθέτως. Το θέμα τον απασχολεί τόσο στο κυρίως έργο του όσο και στο δοκίμιο «Περί ανάγνωσης» όπου μιλάει για ψυχοθεραπευτές και για «νευρασθενικούς».

Αν ζούσε σήμερα ίσως να έκανε σπουδές ψυχανάλυσης, στην εποχή του, όμως, η επιστήμη αυτή δεν ήταν ακόμα τόσο διαδεδομένη.

«Ο άνθρωπος είναι το πλάσμα εκείνο που δεν μπορεί να βγει από τον εαυτό του, που γνωρίζει τους άλλους μόνο μέσω του εαυτού του, και ψεύδεται αν ισχυρίζεται το αντίθετο.»

Μελέτησε την υψηλή κοινωνία, στην οποία ανήκε προφανώς. Δεν κρύβει την αγάπη του για την αριστοκρατία έτσι όπως αντανακλάται στο πρόσωπο της Οριάν αλλά δεν διστάζει και να την κριτικάρει επίσης. Πετάει καρφιά για την κατώτερη αριστοκρατία της επαρχίας αλλά είναι φανερό ότι περισσότερο τον ενδιαφέρει η αριστοκρατία του πνεύματος. Τελικά ο Σουάν είναι το πρόσωπο που θαυμάζει περισσότερο. Ο Σουάν δεν έχει τίτλους ευγενείας αλλά κινείται με άνεση μέσα σ’ αυτούς τους κύκλους αφ’ ενός και γνωρίζει αφ’ ετέρου τα πάντα για την τέχνη της Αναγέννησης. Ο Σουάν εισάγει εκείνον, τον μικρότερο σε ηλικία αφηγητή, τον ίδιο τον συγγραφέα, σ’ αυτές τις αισθητικές απολαύσεις. Στα ίχνη του Σουάν γίνεται και ο Προυστ μια ζωντανή εγκυκλοπαίδεια. (περισσότερα…)