κριτική θεάτρου

Παλαιά ιστορία, νέα και καλαίσθητη απόδοση

*

του ΘΑΝΟΥ ΓΙΑΝΝΟΥΔΗ

Γεωργίου Βιζυηνού, «Αι συνέπειαι της παλαιάς ιστορίας»
Θεατρική διασκευή: Δέσποινα Μπισχινιώτη
Σκηνοθεσία: Διογένης Γκίκας – Δέσποινα Μπισχινιώτη
Ερμηνεύουν: Διογένης Γκίκας, Δέσποινα Μπισχινιώτη, Μιχαήλ Πάρτης
Θέατρο Σοφούλη, Θεσσαλονίκη, 21-23/4/2023

Με τη λήξη (;) της έντονης φάσης της πανδημίας του COVID-19, βρεθήκαμε αντιμέτωποι με μια τεράστια βεντάλια επιλογών στον πολιτισμικό ορίζοντα, απότοκο, φυσικά, και των απολυταρχικών εγκλεισμών κι απαγορεύσεων που οδήγησαν την τέχνη και τη ζωή μας χρόνια πίσω. Μέσα σ’ αυτήν την κοσμογονία κυριολεκτικά δράσεων, εκδόσεων και πρότζεκτ που συντελείται τον τελευταίο χρόνο, είναι προφανές πως τα φώτα της δημοσιότητας δεν θα μπορέσουν να σταθούν εξίσου σε όλα τα εγχειρήματα. Στον θεατρικό δε τομέα, μοιραία η προσοχή θα πέσει στις παραγωγές των μεγάλων θιάσων, των ήδη «φτασμένων» ονομάτων κι ιδίως όσων έχουν επενδύσει χρήμα στην παραγωγή, τις γνωριμίες και την προώθηση, ανεξαρτήτως αισθητικού αποτελέσματος (συχνότατα δε και αντιστρόφως ανάλογα εκείνου, όπως είμαστε σε θέση να διαπιστώσουμε στις ακαλαίσθητες δράσεις περί της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας 2023). Σε μια τέτοια συνθήκη, πρωτοβουλίες και παραστάσεις που ανεβαίνουν δίχως τυμπανοκρουσίες και μάλιστα εκτός Αθηνών, δίχως μάλιστα να υιοθετούν άκριτα κάθε ασυναρτησία που αυτοπροσδιορίζεται ως «πρωτοπορία», είναι μοιραίο να περάσουν στα ψιλά γράμματα, αν όχι στην σχεδόν άμεση λήθη. Κι όμως, κρίνουμε πως σε περιπτώσεις όπως εκείνη των Συνεπειών της παλαιάς ιστορίας του Γεώργιου Βιζυηνού που ανέβηκε προ ημερών στην πόλη της Θεσσαλονίκης σε διασκευή της Δέσποινας Μπισχινιώτη κάτι τέτοιο θα ήταν εξαιρετικά άδικο.

Ο πρώτος σκόπελος που καλείται να περάσει κάθε προσπάθεια διασκευής της πεζογραφικής εξακτίνωσης του πολυσχιδούς έργου του Γεώργιου Βιζυηνού είναι αναμφίβολα η μετατροπή του μυθιστορηματικού ειρμού των εκτεταμένων διηγημάτων του σε λόγο θεατρικό και πειστικό, με συνοχή, σταθερή ροή και ρεαλιστική παραστατικότητα. Εδώ έρχεται η επιλογή των σημαντικότερων περιγραφικών και διαλογικών αποσπασμάτων από πλευράς της Μπισχινιώτη που όχι μόνο δεν μπερδεύει αλλά κρατά σχεδόν πάντα το ενδιαφέρον αμείωτο, διατηρώντας ακέραια την αίσθηση της συνέχειας παρά τις χρονικές μετατοπίσεις. Οι Γκίκας και Πάρτης τοποθετούνται σε πρώτο πλάνο με τον πρώτο να εναλλάσσεται ανάμεσα στα ανδρικά πρόσωπα και τον δεύτερο να υποδύεται σταθερά σε όλη την παράσταση μονάχα το ρόλο του μυθιστορηματικού Βιζυηνού, ενώ η γυναίκα της τριάδας κινείται στο φόντο, αναλαμβάνοντας συχνά χρέη αφηγητή και ολιγόλεπτους δεύτερους ρόλους. Το μοντάζ είναι πολύ καλά δουλεμένο, με μια κινηματογραφική ενίοτε εσάνς που αποδεικνύει σπουδή στις νεωτερικές (ευτυχώς όχι μετανεωτερικές) θεατρικές και στις κινηματογραφικές ακόμα τεχνικές, με οργανική, εντούτοις, ενσωμάτωσή τους στην υπάρχουσα δομή και αφήγηση κι όχι με άκριτη υιοθέτηση της κάθε πτυχής τους. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν και τα εφφέ που «ντύνουν» σε δεύτερο πλάνο τις σκηνές και συγκολλούν τα συνδετικά τους σημεία, με λιγοστό μεν μπάτζετ, αλλά με μεγάλη ευρηματικότητα. (περισσότερα…)

Τραγωδίας το ανάγνωσμα

*

της ΕΛΕΝΑΣ ΣΤΑΓΚΟΥΡΑΚΗ

ödipus, της Maja Zade
σκηνοθεσία Thomas Ostermaier
Θέατρο Schaubühne, Βερολίνο

Προσερχόμενος κανείς σε μία από τις κεντρικές θεατρικές σκηνές της Ευρώπης, και δη μία από τις –κατά γενική ομολογία– πλέον καινοτόμες και νεωτεριστικές, με αφορμή μάλιστα μια παράσταση υπό τον τίτλο οιδίποδας, υπόκειται –συνειδητά ή υποσυνείδητα– σε ένα παιχνίδι μεγάλων ή μικρότερων προσδοκιών. Πρόκειται για τον (έναν) Οιδίποδα ή για ένα αποδομημένο κεκέκτυπό του, εξού και η επιλογή της γραφής του με πεζό; Η επικαιροποιημένη προσέγγισή του από Τσάντε και Όστερμάιερ αποδεικνύει τον πανανθρώπινο και άχρονο χαρακτήρα του αρχαίου δράματος, το οποίο μπορεί να λειτουργήσει πέραν τόπου και χρόνου. Ή μήπως δεν μπορεί;

Η παράσταση ξεκινά με το ταξίδι και την άφιξη ενός των χαρακτήρων σε μια παραθεριστική βίλλα στην Ελλάδα, ιδιοκτησία ενός ζεύγους επιχειρηματιών από το Βερολίνο, όπου και εκτυλίσσεται ολόκληρη η υπόθεση. Ο αδερφός (Ρόμπερτ) της διευθύνοντος συμβούλου (Κριστίνα) μιας εταιρείας χημικών επιχειρεί το ταξίδι προκειμένου να την ενημερώσει προσωπικώς για την εντολή διερεύνησης ενός ατυχήματος με αναποδογυρισμένο φορτηγό όχημα της εταιρείας και απελευθερωμένα χημικά στη γύρω περιοχή, έρευνα την οποία ανέθεσε με αποκλειστικά δική του πρωτοβουλία, δίχως καν την ενημέρωση του διοικητικού συμβουλίου, ο νέος υπάλληλος της εταιρείας (Μίχαελ). Υπάλληλος, τον οποίο προσέλαβε η προσφάτως χηρευάμενη Κριστίνα και με τον οποίο διατηρεί εδώ και μήνες ερωτική σχέση, καρπός της οποίας μάλιστα είναι μία, εκτός γάμου, αρκετά προχωρημένη εγκυμοσύνη. Ο σκανδαλισμένος αδερφός, ως εκπρόσωπος μιας σεξιστικής και σεμνοτυφικής κοινωνίας που επιτρέπει στον ίδιο τα τέρατα, σε καμία περίπτωση όμως και στην αδερφή του, προσέρχεται στη βίλα με ένα σκοπό: εκμεταλλευόμενος την άγνοια της αδερφής και αφεντικίνας του για την έρευνα, να τα κάνει όλα γης μαδιάμ, να διώξει το νέο υπάλληλο, να θέσει τέρμα στην άκρως προκλητική συμπεριφορά της αδερφής του και κατ’ επέκταση τη διαπόμπευση της οικογένειας και, αποδεικνύοντας την ακαταλληλότητά της ως διευθύνοντος συμβούλου, να αναλάβει, βέβαια, ως μόνος ικανός διάδοχος του προσφάτως εκλιπόντος γαμπρού του τα ηνία της επιχείρησης.

Νά όμως που στη δεύτερη πράξη του δράματος, και κατόπιν του ξεσυγυρισμένου καυγά των δύο αδερφών και της πέτρας του σκανδάλου στη βίλλα, καταφθάνει με ρόλο καταλύτη, δια στόματος αδερφικής φίλης και συμμετόχου στην εταιρεία (Τερέζα), το μήνυμα της συλλογικής αγωγής κατοίκων της περιοχής του ατυχήματος κατά της εταιρείας. Δέκα παιδιά εμφάνισαν προβλήματα υγείας και συγκεκριμένα τα ίδια συμπτώματα δύσπνοιας, από πιθανή μόλυνση της περιοχής. Και ενώ ο κυνικός Ρόμπερτ και η πρότερα συμβιβαστική Κριστίνα κοιτάζουν πώς θα κουκουλώσουν τα ακουκούλωτα, πριν καν βγει το πόρισμα της έρευνας, ο ιδεαλιστής αναθέτης της –και πέτρα του σκανδάλου–, Μίχαελ, νιώθει ήδη δέκα θανάτους να βαραίνουν στη συνείδηση και τους ώμους του. (περισσότερα…)